Κεφάλαιο 27
Κεφάλαιο 27
«Λιδσένια; Λιδσένια, με ακούς;»
Για κλάσματα του δευτερολέπτου, της φάνηκε πως ήταν η φωνή του κι ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει δυνατά. Μα στη συνέχεια το τοπίο γύρω της μεταβλήθηκε απότομα, σαν λίμνη, την οποία ανατάραξε η δυνατή ροή ενός καταρράκτη. Δεν βρισκόταν στο δωμάτιό της κι αυτός δεν της έκανε μάθημα. Αντιθέτως, προς μεγάλη της απογοήτευση, βρισκόταν και πάλι στο γραφείο της Λιουντέμνιας, η οποία την κοιτούσε με απορία και τα χέρια διπλωμένα κάτω από το στήθος.
«Λιδσένια, πάλι στον κόσμο σου είσαι», την κατσάδιασε και η κοπέλα κοκκίνησε ελαφρά από ντροπή.
«Χίλια συγγνώμη, Φεγγαροφώτιστη», μουρμούρισε κάτω απ' την ανάσα της. «Δεν πρόσεχα».
«Ναι, το κατάλαβα. Πολύ εύκολα αποσπάται η προσοχή σου τελευταία κι αυτό, ομολογώ, δεν μου αρέσει καθόλου. Ίσα-ίσα, αυτές τις μέρες είναι που πρέπει να είσαι πιο συγκεντρωμένη από ποτέ. Για μύηση πηγαίνεις».
«Μάλιστα, έχετε δίκιο», απάντησε η νεαρή Νεράιδα στα λόγια της μεγαλύτερης Νεράιδας. Εκείνη έγνεψε με ένα επιφώνημα αποδοχής προτού γυρίσει για λίγο έξω, να δει πώς πήγαιναν οι προετοιμασίες.
«Και πού ακριβώς ταξίδευε ο νους σου, αν μπορώ να ρωτήσω;»
«Πουθενά!», βιάστηκε να πει. «Είμαι... είμαι απλώς κουρασμένη».
«Κουράζεσαι, νέο κορίτσι;», έκανε η άλλη, γυρισμένη ακόμη στο παράθυρο. «Αν κουράζεσαι από τώρα, σε τριάντα χρόνια τι θα κάνεις;»
Για κάποιο λόγο, η σκέψη ότι τα επόμενα τριάντα χρόνια (και πιθανότατα όλη την υπόλοιπη ζωή της) θα ήταν υποχρεωμένη να πράττει τα ίδια δύσκολα και κουραστικά καθήκοντα, έκανε την κοπέλα να δυσαρεστηθεί, αλλά πάλεψε να μην το δείξει. Δεν ήταν όμως το ίδιο εύκολο, όταν άκουσε την ανώτερή της να μουρμουρίζει για την αθλιότητα όλων όσων ζούσαν εκεί έξω και πόσο ανόητοι κι απαράδεχτοι ήταν, που δεν έδειχναν πλήρη υποταγή στην Θεά που τους έδωσε την αθάνατη ζωή τους. Δεν ήξερε γιατί το είπε, ποια ήταν ακριβώς η αφορμή της. Τα τελευταία δύο και κάτι χρόνια άκουγε συχνά την Φεγγαροφώτιστη να βγάζει τέτοια λογύδρια. Ίσως ήταν ένας τρόπος να εκτονώνεται, όπως υπέθετε. Κι η ίδια ένιωθε πολλές φορές την επιτακτική ανάγκη να εκτονωθεί κι έτσι δεν πολυέδινε σημασία. Άλλωστε, όσα έλεγε η Μεγάλη Λιουντέμνια ήταν από πριν μαρκαρισμένα ως 'συνετά' μέσα στο μυαλό της. Όμως αυτή τη φορά, που την άκουσε πιο προσεκτικά, έπιασε τον εαυτό της να ενοχλείται αφάνταστα με τον τρόπο που κατέκρινε κι υποτιμούσε όσους δεν ασπάζονταν τα πιστεύω της. Ειδικά μετά από όσα άκουσε από τον Ράοφεν· σκεπτόμενη αυτά που πέρναγε εκείνος, ο τόσο άξιος παιδαγωγός, πιθανότατα εξ αιτίας των ακραίων πεποιθήσεων που η Λιουντέμνια μεταλαμπάδευσε σε όλους, ο θυμός της έμοιαζε ξαφνικά σαν κισσός που τυλιγόταν γύρω της.
«Γιατί με κοιτάζεις έτσι;», απαίτησε να μάθει η Λιουντέμνια, που φαινόταν πολύ ξαφνιασμένη. Ήρθε τότε στην Λιδσένια η επιθυμία να εκφράσει τις αντιρρήσεις της, να πει για πρώτη φορά κάτι ενάντια στην Νεράιδα που στεκόταν μπροστά της.
«Σκεφτόμουν πώς... δεν είναι και τόσο σωστό».
«Ποιο δεν είναι σωστό;», απόρησε η Αρχιέρεια, που δεν κατάλαβε πού το πήγαινε.
«Να περιθωριοποιούμε όλους εκείνους που δεν βλέπουν τη Θεά όπως εμείς...»
Η δήλωσή της ξάφνιασε τη Λιουντέμνια παραπάνω κι ακόμα την θύμωσε. «Τους υπερασπίζεσαι, Λιδσένια; Νομίζεις ότι καλά κάνουν;»
«Ό-Όχι, δεν είπα αυτό», μουρμούρισε η κοπέλα. «Απλά... δεν θα ήταν προτιμότερο να τους φερόμαστε ισάξια, όπως πρέπει να κάνουμε σε όλους; Έτσι δεν θα έβλεπαν κι αυτοί ότι το καλύτερο είναι να έρθουν μαζί μας; Δεν θα αποφάσιζαν να-»
«Τι είν' αυτά που λες;», τη ρώτησε απότομα η Λιουντέμνια. «Να φερθούμε ισάξια σ' αυτούς; Σ' αυτούς που μας λοιδορούν και μας αμφισβητούν!; Κάτι που είναι τόσο ξεκάθαρο, δε χρειάζεται να το 'αποφασίσει' κανείς. Απλά αφήνεται σ' αυτό και δεν σηκώνει κεφάλι! Αν τούτα τα σκουλήκια είχανε νου, δεν θα τόλμαγαν ποτέ να δείξουν τέτοιο ανίερο θράσος! Σιγά μην τους λυπηθούμε κιόλας!», ξέσπασε το θυμό της ενάντια και στο φαινόμενο της έλλειψης πίστης, αλλά και στο γεγονός ότι η επίλεκτη τής έλεγε τέτοια πράγματα. «Ποιος σου έβαλε αυτές τις ιδέες; Μίλα!»
«Κ-Κανείς...», τραύλισε το κορίτσι κάνοντας ένα βήμα πίσω. «Μόνη μου το σκέφτηκα ότι-»
«Δεν είσαι σε θέση να σκέφτεσαι!», την έκοψε η άλλη, μα βλέποντας πως την είχε τρομάξει, αποφάσισε να αλλάξει τον τρόπο που της μιλούσε. «Άκου με, Λιδσένια. Είσαι η συνέχειά μου... η κόρη που δεν είχα ποτέ. Σ' εσένα θα κληροδοτήσω το έργο μου. Θέλω να βλέπεις τον κόσμο όπως πραγματικά είναι, όχι όπως φαντάζεσαι πως θα μπορούσε να είναι. Η φαντασία μπορεί πολλές φορές να μας μπερδέψει, παιδί μου. Το κατανοώ, είναι πολλοί οι πειρασμοί γύρω μας. Πολλοί θα προσπαθήσουν να σου αλλάξουν γνώμη και να σε ξεγελάσουν, ώστε να κάνεις λάθη...», συνέχισε ήρεμα. «...όμως εσύ οφείλεις να ακολουθήσεις τον δρόμο σου και να πράττεις το θέλημα της Θεάς. Όσο για δαύτους... το δέντρο που ταλαντεύεται στον αγέρα, οφείλουμε να το δένουμε γερά στη γη, για να μην σπάσει. Για το καλό του. Αν δεν ακούν, θα πρέπει να τους κάνουμε να ακούσουν με το ζόρι, διαφορετικά είναι άξιοι του περιθωρίου τους... Δεν θα ξανασκεφτείς τέτοιες ανοησίες, το κατάλαβες;» Ακόμα και με το θάρρος της εξοστρακισμένο, η νεαρή εκπαιδευόμενη ήθελε να διαφωνήσει, μα το αυστηρό βλέμμα της Λιουντέμνιας κατέπνιξε γρήγορα την αρχική της επιθυμία και το κορίτσι σκάρωσε μια βιαστική απολογία, προτού προτείνει με υποτιθέμενο ζήλο να συνεχίσουν το μάθημα.
🌙
«Δεν την βλέπω ιδιαίτερα θερμή τη μικρή», σχολίασε η Νούλιφερ μπαίνοντας στο γραφείο, λίγο μετά το τέλος του μαθήματος, όταν η Λιδσένια είχε φύγει. Η Λιουντέμνια καθόταν στην καρέκλα της κι έμοιαζε αποκαμωμένη, άφησε όμως ένα πνιχτό επιφώνημα κατανόησης στα λόγια της έμπιστής της.
«Είναι πολύ νέα ακόμη, θα συνηθίσει», μονολόγησε.
«Κι αν παραείναι νέα;»
«Τι θες να πεις;», ρώτησε η Αρχιέρεια, γυρίζοντας να την κοιτάξει.
«Δεν ξέρεις πόσο εύκολα μπορούν να παραστρατήσουν οι νέοι. Ρώτα με κι εμένα, κάτι παραπάνω γνωρίζω», δήλωσε η άλλη, η πίκρα και η σοβαρότητα μιας έμπειρης και σοφής γυναίκας να είναι έκδηλες στη φωνή της.
«Εσύ μιλάς για τον έξω κόσμο», της απάντησε ανεπηρέαστα. «Μα εδώ μέσα κανένας δεν μπορεί να παραστρατήσει. Εδώ μέσα γίνεται μόνον ό,τι πω εγώ. Μέχρι και το Φεγγάρι δεν παραστρατεί απ' την τροχιά του... κι αυτό ακόμη γίνεται επειδή το λέω εγώ!»
Το σιγανό γέλιο της Νούλιφερ σχεδόν την έκοψε. «Αν σ' άκουγε κανείς θα 'λεγε πως είσαι τελειωμένη τρελή». Μέσα στα τόσα χρόνια συνεργασίας κι αμοιβαίας εμπιστοσύνης, η Νούλιφερ ήταν ό,τι πιο κοντινό είχε η Αρχιέρεια σε φίλη, αυτό όμως δεν πήγαινε να πει πως είχε δικαίωμα να την περιγελά. «Τέτοια υπερβολική σιγουριά δεν είναι ποτέ καλός σύμβουλος, Λιουντέμνια. Μπορεί να 'χεις επιβάλλει σ' όλους τι να λένε και τι να πράττουν εμπρός σου, μα δεν μπορείς να ελέγξεις τι σκέφτονται και τι κάνουν πίσω από την πλάτη σου».
«Τίποτα δεν σκέφτονται», απάντησε απότομα η Λιουντέμνια και στάθηκε όρθια. «Και τίποτα δεν κάνουν. Ο φόβος τους εμποδίζει».
«Και νομίζεις πως τα 'χεις καταφέρει σωστά, επειδή έσπειρες μέσα τους το φόβο;»
«Τι εννοείς, δηλαδή; Πώς δεν τα 'χω καταφέρει σωστά; Όλοι οι πιστοί στο βασίλειο με καλοτυχίζουν και τούτες 'δώ ό,τι και να τους πω το κάνουν δίχως αντίρρηση. Μέχρι κι η κόρη του επαναστάτη είναι τώρα υπό στενή παρακολούθηση, χάρη στον προστατευόμενό μου. Είδες να τολμά να τους φουσκώσει πάλι τα μυαλά τα τελευταία τρία χρόνια;»
«Όχι. Είδα όμως ότι διαρκώς εξαφανίζεται».
«Όσο πιο μακριά μου είναι αυτό το φίδι, τόσο το καλύτερο. Τι να την κάνω τέτοια που 'ναι; Ας εξαφανίζεται. Μόνη της είναι, δεν μπορεί να μου κάνει τίποτα».
«Και η Λιδσένια; Ξέρεις τι κάνει όταν δεν είστε μαζί;»
«Σαν τι να κάνει; Δεν της μένει αρκετός χρόνος για να κάνει το οτιδήποτε, ούτε καθαρή σκέψη για να βάλει με το νου της κάτι το επίβουλο. Δεν βλέπεις ότι τα έχω όλα σε μια σειρά; Δεν βλέπεις ότι τόσα χρόνια κατάφερα να χτίσω έναν πύργο που δεν γκρεμίζεται; Σε τι, λοιπόν, τα πήγα στραβά;»
Η Νούλιφερ ήταν κι αυτή κουρασμένη, τόσο απ' τις δουλειές της, όσο κι από το να ακούει αυτά τα λόγια ξανά και ξανά από την ανώτερή της. «Μπορεί και σε τίποτα», ξεφύσηξε. «Μα τελευταία είσαι τόσο συγκεντρωμένη στην εκπαίδευση της μελλοντικής σου διαδόχου, που δεν βλέπεις τι συμβαίνει πέρα από αυτήν».
Σ' αυτό η Λιουντέμνια την κοίταξε με ένα μάτι. «Είδες εσύ κάτι ανησυχητικό;», ρώτησε με εμφανή αγωνία. «Αν είδες, πες μου το».
Η άλλη σιώπησε. «Ίσως... ίσως και να είναι όλα μέσα στο μυαλό μου. Ίσως και να παρεξήγησα όσα είδα», απάντησε, έχοντας πλήρη επίγνωση του ψέματος που είχε μόλις ξεστομίσει. Άφησε μόνο μερικά ακόμη υπονοούμενα, έτσι για να καθησυχάσει την συνείδησή της και να μην πάρει πάνω της το αμάρτημα του ψεύδους. «Απλά πιστεύω πως η Λιδσένια δεν κάνει για τη θέση που την προορίζεις. Είναι αδύναμη. Δεν έχει πυγμή ούτε για να επιβληθεί στον εαυτό της. Αν ένα πράγμα θαυμάζω σ' εσένα, είναι η ικανότητά σου να ξεχωρίζεις αμέσως το κακό».
«Δεν έχει μέσα της κακό. Για την ακρίβεια, δεν έχει απολύτως τίποτα. Είναι ένας άγραφος χάρτης...», δήλωσε ξερά η Αρχιέρεια. «...αυτό ακριβώς που χρειαζόμουνα. Λίγα χρόνια ακόμη να περάσει στο πλάι μου και να δεις για πότε θα γίνει πιστό μου αντίγραφο».
«Κλείνεις τα μάτια και τα αυτιά σου», της είπε κάπως πιο απότομα η άλλη. «Ένα πλάσμα που είναι άβουλο στα δικά σου χέρια, θα είναι άβουλο και στα χέρια των άλλων. Δεν κάνει αυτή για Αρχιέρεια».
«Ακόμα εποφθαλμιάς τη θέση μου, Νούλιφερ;», την ρώτησε στα ίσια η Λιουντέμνια, κάνοντας το πρόσωπό της να πάρει για πρώτη φορά μια έκφραση, η οποία μονάχα έγινε πιο έντονη στα επόμενα λόγια. «Ακόμα να αποδεχθείς ότι κάποια από μια κατώτερη οικογένεια σαν και τη δικιά σου δεν θα 'πρεπε ποτέ να στοχεύσει τόσο ψηλά;»
Ακολούθησε μια μεγάλη παύση. «Βέβαια...», αναφώνησε η Νούλιφερ, όταν κατάφερε τελικά να αποβάλει κάθε ίχνος εκφραστικότητας από το πρόσωπό της. «Εγώ το ξέρω ότι δεν είμαι άξια να κάτσω στη θέση σου. Όμως στην κατώτερη οικογένεια όπου μεγάλωσα, στο Νοβέλιαν που είδα από κοντά κι όχι μέσα από τούτα τα παράθυρα, έμαθα καλύτερα από σένα τους ανθρώπους. Έμαθα να διαβάζω τα βλέμματά τους, τις κινήσεις τους κι απ' αυτά να βλέπω τις πιο σκοτεινές τους προθέσεις. Πρόσεχε, Λιουντέμνια. Πρόσεχε γιατί έχεις αφήσει το ποίμνιό σου χωρίς επιτήρηση και τον πύργο που με τόσο κόπο χτίζεις τόσα χρόνια... θα τον δεις να σωριάζεται μπρος στα μάτια σου».
🌙
Ο Όμπερον επέστρεψε στο Νοβέλιαν εκείνο το βράδυ, πιο αποκαμωμένος και μπερδεμένος από ποτέ. Η Τιτάνια τον υποδέχθηκε με ένα παθιασμένο φιλί, όπως πάντα κι αυτό αρκούσε να του δώσει την αίσθηση ότι βρισκόταν στο σπίτι του, περισσότερο από όλες τις πολυτέλειες που τον περίμεναν εκεί. «Μου έλειψες», της ψιθύρισε, προτού την φιλήσει κι αυτός με ακόμα περισσότερη θέρμη. Θα ορκιζόταν ότι η φήμη για την Νεραϊδοβασίλισσα, ότι δηλαδή κάποτε φίλησε τον Ήλιο κι αυτό την έκανε ακαταμάχητη, δεν ήταν απλώς μια λαϊκή δοξασία των Ανθρώπων. Αυτή τη στιγμή αισθανόταν μια γλυκιά ζεστασιά, σαν να έπεφτε πάνω του ζεστός ήλιος κι αυτό τον ξεκούραζε και ταυτόχρονα τον έκανε να θέλει να βρεθεί ολομόναχος μαζί της και να απολαύσει την παρουσία της, όπως κι εκείνη την δική του. Όμως δεν ήταν ακόμη ώρα, το ήξερε καλά. Έπρεπε πρώτα να προηγηθούν όλα τα τυπικά του πρωτοκόλλου.
«Αγάπη μου... ήρθες πολύ πιο μετά απ' τους άλλους», του είπε με ένα αδιευκρίνιστο ύφος. Από μέσα της ήταν ευγνώμων που δεν ήρθε στην καθορισμένη στιγμή, καθώς έτσι αποφεύχθηκε η όποια ανάμειξη με τα πήγαινε-έλα του Ντάζεϊλτον στον ναό, μα από την άλλη είχε ανησυχήσει κιόλας. «Και φαίνεσαι τόσο κουρασμένος... τι σου συνέβη;», ξαναρώτησε χαϊδεύοντας απαλά το πρόσωπό του.
«Κατά πώς φαίνεται, ακόμα κι εγώ δεν μπορώ να μείνω αιωνίως αγέραστος, όπως εσύ, Θεά μου», της είπε γλυκά, μα εκείνη διέκρινε αμέσως ότι κάτι τον απασχολούσε.
«Πες μου γιατί δεν ήρθες με τους άλλους», ζήτησε χαμηλόφωνα, αλλά και κάπως επιτακτικά.
«Η αλήθεια είναι πως... ένιωσα την ανάγκη να κάνω μία στάση πριν έρθω στο Νοβέλιαν», της απάντησε με δισταγμό, ο οποίος επιβεβαιώθηκε όταν την είδε να συνοφρυώνεται απροκάλυπτα.
«Σε εκείνη πήγες;», μουρμούρισε η Τιτάνια μέσα από τα δόντια της.
Αυτός έγνεψε. «Μόνο για να βεβαιωθώ πως είναι καλά».
«Και; Είναι;» Η ειρωνεία στα λόγια της τον έκανε να την κοιτάξει σαστισμένος. «Τι με κοιτάς; Είπες ή δεν είπες ότι θα κόψεις τα πάρε-δώσε μαζί της;»
«Μητέρα μου είναι, δεν μπορώ να την απαρνηθώ τόσο εύκολα όσο εσύ, Τιτάνια», της απάντησε πιο αμυντικά.
«Ό,τι και να σου είναι, δεν την χρειάζεσαι πια», είπε η Τιτάνια κι ένα κομμάτι της σύγχυσης που περνούσε όλες αυτές τις μέρες ήταν πια φανερό. «Αυτή η γυναίκα είναι... είναι...», τη φράση της συμπλήρωσε ένα μουγκρητό, μιας και συνειδητοποίησε ότι ούτε ελεύθερα μπορούσε να εκφραστεί, ούτε ασφαλής θα κατάφερνε να νιώσει όσο ο Όμπερον συνέχιζε να βρίσκεται σε επικοινωνία μαζί της. Το μυαλό της πήγε στον Ντάζεϊλτον πάλι και η καρδιά της σφίχτηκε.
«Αγάπη μου... γιατί ταράζεσαι τόσο;», ρώτησε ο Όμπερον που είχε προσέξει πως κάτι προβλημάτιζε πολύ την γυναίκα του. «Δεν έκανα δα και κάτι τρομερό», συμπλήρωσε κι έκανε να την χαϊδέψει, όπως κι εκείνη πριν, μα το χέρι του βρέθηκε σπρωγμένο πίσω σε αυτόν. «Τι συμβαίνει, Τιτάνια;», ξαναρώτησε, αυτή τη φορά τσατισμένος και μόνο τότε η Νεραϊδοβασίλισσα τον κοίταξε και πάλι.
«Τίποτα, τίποτα...», ψέλλισε απολογητικά, αν και το απολογητικό κομμάτι πήγαινε περισσότερο στον εαυτό της. Δίχως να το θέλει, παραλίγο να τα χαλάσει όλα. «Όλους αυτούς τους μήνες που ήσουν μακριά... ήταν δύσκολα για μένα», παραδέχθηκε ξεφυσώντας. «Χωρίς την βοήθειά σου, χωρίς την παρουσία σου ήμουν τόσο μόνη», του είπε, ξέροντας πόσο αγαπούσε ο άντρας της ν' ακούει λόγια σαν αυτά. Ένα μέρος τους ήταν αλήθεια και σε αυτό επικεντρώθηκε. «Απλά... δεν θέλω να αποκλίνεις από τον ρόλο σου, Όμπερον. Σε χρειάζομαι και σε χρειάζομαι εδώ», συνέχισε γυρνώντας του την πλάτη και προβλέποντας με ακρίβεια την επόμενή του κίνηση.
Πίσω της, ο Όμπερον χαμογελούσε αυτάρεσκα με την επιβεβαίωση που μόλις του είχε προσφερθεί τόσο απλόχερα. Ήταν πάντα μια απ' τις αγαπημένες του στιγμές να ακούει το Κυανό Άστρο να τον κολακεύει, να του δείχνει πόσο πολύ σημαντικός ήτανε. Κανένας Σάιτρους και καμία Ελίντρα δεν μπορούσαν να χαλάσουν τον τέλειο, όμορφό του κόσμο, τον κόσμο όπου αυτός μονάχος είχε καταφέρει να ισορροπήσει. Η Τιτάνια άφησε μια εκπνοή χαλάρωσης όταν ένιωσε τα χέρια του να την αγκαλιάζουν τρυφερά, όπως έκαναν πάντα. «Κι εγώ σε χρειάζομαι, γλυκιά μου», τον άκουσε να ψιθυρίζει στα μαλλιά της κι αισθάνθηκε μια ανατριχίλα, καθώς η αραχνοΰφαντη εσάρπα της γλίστρησε από πάνω της. Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν αυτή τη στιγμή ήταν να κοιμηθεί μαζί του, μα ήξερε πως θα ήταν ο μόνος τρόπος να σωπάσει όλες του τις υποψίες. Θα του έδειχνε πόσο τον είχε ανάγκη, πόσο της ήταν απαραίτητος και με λίγη καλή τύχη, αυτό θα τον έκανε τυφλό απέναντι σε όσα θα μπορούσε να δει τις επόμενες μέρες. Για τον Ντάζεϊλτον, είπε στον εαυτό της προτού γυρίσει να τον φιλήσει ξανά, αυτή τη φορά όχι με τη χαρά της επανασύνδεσης, αλλά με μια φλόγα στην οποία ο γοητευτικός της σύζυγος δεν θα μπορούσε να αντισταθεί. Εξάλλου, η Τιτάνια τον αγαπούσε τον Όμπερον. Ήταν ο άντρας που επέλεξε, ήταν δικός της! Γιατί, λοιπόν, να μην γιορτάσουν την επανένωσή τους με αυτόν τον τρόπο; Στο κάτω-κάτω, βρισκόταν και η ίδια σε τόσο μεγάλη ένταση, που χρειαζόταν κάπου να την βγάλει. Μαζί του ήταν πάντα ο καλύτερος τρόπος...
🌙
Ο Ράοφεν ξαναήρθε, όπως είχε υποσχεθεί. Ένα απόβραδο, που η Λιουντέμνια πήγε εξαντλημένη για ύπνο, εκείνος και η Λιδσένια συναντήθηκαν έξω. Η κοπέλα χαιρόταν την παρέα του και δεν μπόρεσε να καταλάβει πόσο γρήγορα έφυγαν οι ώρες. Το ίδιο έγινε και την επομένη, όπου του μίλησε για το πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζε. Ο Ράοφεν την κοιτούσε σκεπτικός και στο τέλος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
«Θα είμαι ειλικρινής μαζί σου, γιατί σε θεωρώ μυαλωμένη γυναίκα», άρχισε και η Λιδσένια ένιωσε ένα ξαφνικό τσίμπημα όταν τον άκουσε να την αποκαλεί 'γυναίκα'. Μέχρι τώρα ήταν για όλους ένα 'παιδί', μία 'μέλλουσα ιέρεια', μα γυναίκα· ώριμη, έτοιμη να κατακτήσει τη ζωή, όχι. Γυναίκα δεν ήταν ποτέ και για κανέναν, έως τώρα. «Το σώμα σου αντιδρά», συνέχισε ο Ράοφεν κι όταν κατάλαβε από το ύφος της πως δεν είχε γίνει κατανοητός, εξήγησε περαιτέρω: «Όλοι οι πονοκέφαλοι και οι ζαλάδες είναι μία αντίδραση σε κάτι παράταιρο».
«Τι εννοείς 'παράταιρο';»
«Εννοώ πως κάνεις κάτι που κατά βάθος δεν το θέλεις. Μπορεί το μυαλό σου να μην το παραδέχεται συνειδητά, μα το σώμα σου δεν κάνει το ίδιο».
Η κοπέλα συνέχισε να τον κοιτάζει. Καταλάβαινε πού το πήγαινε, όμως δεν ήξερε αν έπρεπε όντως να το παραδεχθεί ή να αντιδράσει σαν προσβεβλημένη. Εκείνος την έβγαλε από την αναποφασιστικότητα, συνεχίζοντας να μιλάει. Βέβαια, αυτή τη φορά απέφυγε να την κοιτάξει και ήταν λες και μιλούσε μόνος του στον εαυτό του.
«Το είχα πει στους γονείς σου να μην σε πιέσουν με αυτό το θέμα, να μην σε σπρώξουν να γίνεις ιέρεια, αν δεν είναι πραγματικά αυτό που θες. Επέμεινα όσο μπορούσα, μα στο τέλος γύρισαν και μου είπαν να μην ξανάρθω. Είπαν ότι θα σου έκανα κακό, αν σου τα έλεγα όλα αυτά».
«Εννοείς...», προσπάθησε να πει η Λιδσένια, μα η σαστιμάρα της την δυσκόλευε. «...εννοείς ότι γι' αυτό εξαφανίστηκες;»
«Γι' αυτό». Η νεαρή Νεράιδα ένιωσε τον θυμό της να φουντώνει. Πώς μπόρεσαν να κάνουν κάτι τέτοιο; Πώς μπόρεσαν να της στερήσουν τον δάσκαλό της και να μην την αφήσουν να αποφασίσει η ίδια; Αλλά κι αυτός... πώς μπόρεσε να μην της μιλήσει τότε και να την παρατήσει στην άγνοια; Ο Ράοφεν παρατήρησε το ασυνήθιστα εξοργισμένο της πρόσωπο. «Νόμιζα ότι ήταν το όνειρό σου να έρθεις εδώ. Ήθελα να πιστεύω ότι ήταν δική σου απόφαση».
«Δική μου απόφαση;», απάντησε εκείνη με ένα σαρκαστικό γέλιο, που σχεδόν την έκανε να μοιάζει σαν να 'ταν άλλη. «Δική μου απόφαση... πότε πήρα εγώ δική μου απόφαση; Πες μου μία φορά!»
«Δεν φταίει κανείς άλλος γι' αυτό, παρά μόνο εσύ», της απάντησε ξερά, κάνοντάς την να σοκαριστεί ακόμα περισσότερο. «Την ελευθερία μας την κυνηγάμε, Λιδσένια. Δεν περιμένουμε να μας την χαρίσει κανείς».
Τα μάτια της που πετούσαν σπίθες τον κάρφωσαν. «Τα κάνεις όλα να ακούγονται τόσο εύκολα!», του είπε με μια ήρεμη ακόμα οργή να χρωματίζει τα λόγια της. «Δεν ξέρεις πως είναι να ζεις όπως εγώ! Να σε κρατάνε απομονωμένο από όλο τον κόσμο! Να μην σε αφήνουν να κάνεις βήμα μόνος σου! Όλοι μου λένε ότι είμαι τυχερή που μεγάλωσα σε αρχοντική οικογένεια, που είχα κάθε πολυτέλεια. Δεν ξέρουν ότι αυτό που τόσο ονειρεύονται και θαυμάζουν δεν είναι παρά ένα στενό κλουβί με χρυσά κάγκελα!», κατέληξε σχεδόν να φωνάζει και για μια στιγμή απόρησε. Της φάνηκε πως ήταν η πρώτη φορά σε όλη της τη ζωή που χρησιμοποιούσε την φωνή της σε τέτοιες εντάσεις για να εκφέρει λόγια τόσο σκληρά.
Από το ύφος του, κατάλαβε πως ο Ράοφεν ήταν έτοιμος να εκφράσει κάποια αντίρρηση κι αυτό την θύμωσε πιο πολύ, σε σημείο που δεν ήθελε ούτε να τον κοιτάξει πια, μα η δική του φωνή ήταν τελικά ήρεμη, απολογητική. «Δεν ήθελα να σε στενοχωρήσω, μικρή μου...», άρχισε να της λέει. «Πράγματι, δεν μπορώ να δω όπως βλέπεις εσύ. Μπορώ όμως να δω ότι αυτό το βήμα που ετοιμάζεσαι να κάνεις δεν είναι το σωστό για σένα».
«Τι να κάνω; Αυτό επέλεξαν οι γονείς μου και η Αρχιέρεια. Δεν έχουμε όλοι την ευχέρεια να ορίζουμε τον εαυτό μας, όπως εσύ, Ράοφεν».
«Μακάρι να μπορούσα να κάνω κάτι παραπάνω από το να σε συμβουλέψω. Έχεις ήδη ακούσει αρκετά κηρύγματα μέχρι τώρα, σε αυτή την τρύπα που πάνε να σε χώσουνε. Δεν θα σου τριβελίσω τα αυτιά με άλλο ένα... Θα κάνω, όμως, αυτό που σου υποσχέθηκα. Θα είμαι εκεί την ημέρα της τελετής σου. Θα είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνω πριν φύγω από το Ξέφωτο».
Η τελευταία πρόταση την έκανε να στρέψει το κεφάλι της τόσο απότομα, που ο αυχένας της πόνεσε, μα δεν την ένοιαζε. «Θα φύγεις;», ρώτησε γεμάτη αγωνία. Ο θυμός της είχε μέσα σε μία στιγμή εξανεμιστεί και στη θέση του επέστρεψε η παιδική της αφέλεια. «Μα γιατί; Πού θα πας;»
«Δεν υπάρχει τίποτα να κάνω πια σε αυτό τον Τόπο», της απάντησε ειλικρινά. «Αν δεν μπορώ να έχω ελευθερία σκέψης κι έκφρασης, τι να το κάνω που δεν είμαι δεμένος με αλυσίδες;» Τα λόγια του σφηνώθηκαν βαθιά στο μυαλό της. «Όσο για το πού θα πάω... δεν ξέρω. Όπου με βγάλει». Πρόλαβε να δει ένα δάκρυ να κυλά στο δεξί της μάγουλο. «Έι, δεν χρειάζεται να κάνεις έτσι», της είπε ήρεμα, σκουπίζοντας το με τον αντίχειρά του. «Θα είναι καλύτερα για εμένα εκεί έξω. Και θα έχω να θυμάμαι και μία πολύ ευχάριστη συνάντηση». Σε αυτό, η κοπέλα τον κοίταξε. «Στ' αλήθεια χάρηκα που σε ξαναείδα, μικρή μου. Και εύχομαι ο δρόμος σου να είναι ο δρόμος που λαχταράς. Ό,τι και να κάνεις, δεν θέλω να το ξεχάσεις αυτό. Αν όχι για οποιονδήποτε άλλο λόγο, κάν' το για να είσαι εσύ καλά. Είναι κρίμα να σε κάνει το σώμα σου να υποφέρεις. Μπορεί εμείς της φάρας μας να λέμε πως είμαστε όντα του πνεύματος, μα η αλήθεια είναι άλλη. Το σώμα μας πάντα κυριαρχεί και πάντα θα μας προδίδει...», ολοκλήρωσε και χωρίς δισταγμό κράτησε στα χέρια του το πρόσωπό της, σχεδόν σαν απόδειξη των όσων έλεγε. «Είσαι τόσο όμορφη, μικρή μου», ψιθύρισε. «Η ομορφότερη ιέρεια που θα υπάρξει ποτέ».
Πριν το καταλάβει, η Λιδσένια είχε χωθεί στην αγκαλιά του και ο Ράοφεν την αγκάλιασε κι αυτός όσο σφιχτά μπορούσε. Έμειναν έτσι για πολλή ώρα, ώσπου η κοπέλα ξεμάκρυνε απρόθυμα κι επέστρεψε στον ναό, χωρίς να κοιτάξει πίσω. Ο Νεράιδος δεν μπορούσε παρά να μείνει να την κοιτάζει, παρατηρώντας πόσο είχε ομορφύνει και το σώμα της, εκτός από το πρόσωπό της. Αυτό που αγνοούσαν και οι δυο ήταν πως εδώ και λίγη ώρα ένα ζευγάρι πικραμένα μάτια τους κοιτούσαν αποδοκιμαστικά.
🌙
Η Λιδσένια προχωρούσε με μεγάλα βήματα μέσα στον διάδρομο, όταν έπιασε με την άκρη του ματιού της την φωτεινή αύρα νεραϊδοφτερών και μια μικρή κραυγή της ξέφυγε. «Έδιββυ... με κατατρόμαξες», ψέλλισε, με το αίμα της να παγώνει από τον ξαφνικό φόβο που ένιωσε.
«Εσύ με τρόμαξες περισσότερο», απάντησε κοφτά η μεγαλύτερη ιέρεια. «Εδώ και μέρες βλέπω πώς είσαι και τώρα ξέρω. Τι δουλειά έχεις με αυτόν τον νεαρό, ε; Τρελάθηκες τελείως;»
«Με παρακολουθείς;», σφύριξε γεμάτη ενόχληση η Λιδσένια.
«Όχι βέβαια», αποκρίθηκε ειλικρινά η άλλη. «Βγήκα τυχαία απ' το εργαστήρι και σας είδα, μα αυτό δεν είναι το θέμα μας», συνέχισε με έναν τόνο πολύ διαφορετικό από την συνήθως πρόσχαρη φυσιογνωμία της. «Έτσι και μάθει η Λιουντέμνια-»
«Δεν υπάρχει τίποτα επιλήψιμο να μάθει. Μία απλή αγκαλιά ήταν. Δεν θα της το πεις, το κατάλαβες;»
«Κι όμως, πρέπει να το μάθει, Λιδσένια», της είπε η Έδιββυ, αγνοώντας τον επιτακτικό της τόνο που θύμιζε ξαφνικά τόσο πολύ την Αρχιέρεια. «Και πρέπει να της το πεις εσύ. Να βρεις το θάρρος και να της δώσεις να καταλάβει πως όλο αυτό που πάει να κάνει μαζί σου δεν πρέπει να συνεχιστεί. Θα πάρεις μεγάλη αμαρτία πάνω σου άμα-»
«Θες να με διώξεις, Έδιββυ; Αυτό δεν είναι;»
«Με συγχωρείς;», απόρησε η γυναίκα, που σε καμία περίπτωση δεν περίμενε να ακούσει αυτή την ερώτηση.
«Κάνε μου τη χάρη, που σε νοιάζει ξαφνικά για μένα και την αμαρτία που θα πάρω πάνω μου», συνέχισε η μικρή με τα λόγια της να στάζουν όλο και περισσότερο φαρμάκι. «Θες να με διώξεις, γιατί κατά βάθος αυτό που θέλεις είναι να γίνεις εσύ Αρχιέρεια», δήλωσε, εκμεταλλευόμενη όσα της είχε πει για εκείνη η Λιουντέμνια.
«Παιδί μου, όχι. Εγώ-»
«Δεν θα γίνεις ποτέ σου Αρχιέρεια, Έδιββυ. Παραείσαι ηλικιωμένη και μαλθακή για μια τέτοια θέση, γι' αυτό σταμάτα να μου λες τι να κάνω και να φαντάζεσαι διάφορα», ολοκλήρωσε η Λιδσένια και συνέχισε τον δρόμο της, αφήνοντας την μεγαλύτερη Νεράιδα να την κοιτάζει με απογοήτευση. Και οι δυο πέσανε για ύπνο αμίλητες. Η μία γεμάτη αγωνία για την ασφάλεια της άλλης και η άλλη γεμάτη ενοχές για το άδικο ξέσπασμα απέναντι στην μία. Όπως και να είχε, καμιά τους δεν θα μιλούσε στην Λιουντέμνια και καμιά δεν θα έκανε πίσω σε αυτά που πίστευε σωστά. Ακόμα κι αν αυτό σήμαινε να σωπάσουν, όπως ήξεραν και οι δύο να κάνουν πολύ καλά. Μα με την Νύχτα των Ασημένιων Δακρύων να πλησιάζει, πόσο θα μπορούσε κάτι να μείνει άραγε κρυφό;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top