Κεφάλαιο 25
Κεφάλαιο 25
Παρά την εξοργισμένη αντίδραση της Αρχιέρειας, ο Ντάζεϊλτον συνέχιζε να έρχεται κρυφά στον ναό και να διδάσκεται για το Ονειρονήμα από την θεία του. Μάλιστα, έβρισκε τη διαδικασία συναρπαστική, μιας κι είχε αρχίσει να αποκτά σιγά-σιγά τον έλεγχο των δυνάμεών του, γεγονός που τον καθησύχαζε. «Καλησπέρα σας!», χαιρέτησε τον Σίον ένα από εκείνα τα απογεύματα που τον βρήκαν να μπαίνει στον κήπο ανυπόμονος για το επόμενό του μάθημα.
«Καλησπέρα, νεαρέ πρίγκιπα», ανταπέδωσε τον χαιρετισμό ο Έιλουντιρ. «Χαιρόμαστε που σε βλέπουμε και πάλι εδώ. Η θεία σου σε περιμένει...»
«Ξέρετε;»
Αμέσως ο Ντάζεϊλτον μαζεύτηκε φοβισμένος, μιας και από τα λόγια του κατάλαβε πως ο κύριος αυτός ήξερε για ποιον ακριβώς λόγο ερχόταν. Ο Σίον πρόσεξε αυτή την αλλαγή. Δεν ήθελε να τρομάξει. Αμέσως έσκυψε μπροστά του και του ψιθύρισε εμπιστευτικά: «Δεν χρειάζεται να στενοχωριέσαι, πρίγκιπα». Ο τόνος της φωνής του ήταν χαμηλός, μα πολύ φιλικός. «Ναι, ξέρω, αλλά θα είναι το μυστικό μας. Η θεία σου μου έχει πει πόσο καλό παιδί είσαι και πόση πρόοδο κάνεις κάθε φορά, γι' αυτό κι εγώ σε θαυμάζω». Ακούγοντας για πρώτη φορά στη ζωή του κάποιον να του λέει ότι τον θαυμάζει, ο πρίγκιπας χαμογέλασε αυθόρμητα.
«Σ-Σας ευχαριστώ, κύριε», κατάφερε να ψελλίσει.
«Μπορείς να με λες 'Σίον'», απάντησε τρυφερά ο Νεράιδος. «Κι εγώ θα σε λέω απλώς 'Ντάζεϊλτον', αν το θέλεις». Σε αυτό, το αγόρι έγνεψε καταφατικά. «Πήγαινε τώρα στη θεία, μην την αφήσεις να περιμένει». Του φάνηκε πως άκουσε ένα μικρό γέλιο να ξεφεύγει από τα χείλη του πριγκιπόπουλου καθώς έτρεχε μέσα κι αυτό του ζέστανε την καρδιά.
🌙
«Συγκεντρώσου και δοκίμασε πάλι», επέδειξε η Ραβάννα κι ο Ντάζεϊλτον έκλεισε για ακόμα μια φορά τα μάτια του. Η ίδια έκφραση προσήλωσης εμφανίστηκε ξανά στο πρόσωπό του και με αργές κινήσεις των χεριών έκανε την λάμψη στα ακροδάχτυλά του να χαθεί εντελώς. Λίγες στιγμές σιωπής και το αγοράκι άνοιξε τα μάτια του για να δει πως το Ονειρονήμα δεν φαινόταν πια.
«Τα κατάφερα», ψέλλισε, προτού φωνάξει πιο δυνατά και με μεγαλύτερο ενθουσιασμό: «Τα κατάφερα! Τα κατάφερα! Ναιαιαιαι!», κατέληξε να χοροπηδάει από τη χαρά του.
Η Ραβάννα που τον κοιτούσε δεν μπορούσε να μην χαμογελάσει κι αυτή από το ένα αυτί ως το άλλο. «Ναι, τα κατάφερες!», αναφώνησε, αγκαλιάζοντάς τον. Για μια μόνο στιγμή, το παιδί ξαφνιάστηκε, μιας και συνήθως ήταν αυτός που χωνόταν στην αγκαλιά της. Πρώτη φορά τον αγκάλιαζε έτσι η θεία του, μα του άρεσε. Έκλεισε τα μάτια του και την αγκάλιασε κι αυτός.
«Τελειώσαμε κιόλας για σήμερα», του είπε και τον άφησε, έχοντας ξαφνικά συνειδητοποιήσει πως ήταν πολύ πιο αυθόρμητη από όσο έπρεπε, κάτι που συνέβαινε όλο και πιο συχνά από τότε που συναντούσε κρυφά τον Σίον. «Θέλεις να γυρίσεις στο παλάτι;»
«Θα προτιμούσα να πάμε μία βόλτα», δήλωσε ο Ντάζεϊλτον ασυνήθιστα ζωηρά, προφανώς επηρεασμένος από τον δικό της αυθορμητισμό. «Η μαμά έχει πολλή δουλειά κι είμαι συνέχεια μόνος μου. Αφού έχουμε ώρα ακόμη, ας πάμε μία βόλτα, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ», κατέληξε να την ικετεύει με ένα ύφος στο οποίο κανείς δεν θα μπορούσε να αντισταθεί. Η Ραβάννα έκανε πως το σκέφτεται με μεγάλη σοβαρότητα.
«Βόλτα, ε;», έκανε στο τέλος με ύφος αυστηρό, που σχεδόν έκανε τον ανιψιό της να δειλιάσει. «Γιατί όχι;», ξαναείπε κι αμέσως μετά γέλασε, όταν κι ο Ντάζεϊλτον κατάλαβε πια πως τον πείραζε. Πρέπει να είχαν περάσει περίπου είκοσι χρόνια από τότε που αστειεύτηκε με αυτό τον τρόπο. «Έχω λίγη ώρα ελεύθερη ακόμα. Βάλε το πανωφόρι σου και πάμε», τον προέτρεψε και σε λίγο ο Ντάζεϊλτον, πιασμένος από το χέρι της, διέσχιζε ξανά τον κήπο.
Ο Σίον τους χαιρέτησε από μακριά, όταν τους είδε κι ο μικρός πρίγκιπας φάνηκε πολύ πιο εγκάρδιος μαζί του. Μάλιστα, έφτασε σε σημείο να τον προσκαλέσει στην βόλτα τους. «Θεία, μπορεί να έρθει κι ο Σίον μαζί μας;», ρώτησε αφ' ότου είχε κάνει την πρόταση.
Χωρίς να το θέλει, ένα μικρό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό της, σαν τα μάτια της πέσανε πάνω στον Έιλουντιρ. «Φυσικά, αν θέλει», απάντησε, γνωρίζοντας ήδη ποια θα ήταν η δική του απάντηση.
🌙
Μερικά λεπτά αργότερα, οι τρεις τους περπατούσαν μέσα στο Ασημένιο Δάσος, που τώρα έμοιαζε περισσότερο με χρυσαφένιο δάσος. Πρώτη φορά ο Ντάζεϊλτον ήτανε τόσο ξέγνοιαστος και χαρούμενος, ή τουλάχιστον πρώτη φορά η Ραβάννα τον έβλεπε έτσι. Το φοβισμένο αγοράκι που δεν τολμούσε να κάνει βήμα μόνο του, είχε δώσει την θέση του σε ένα ευτυχισμένο και υγιέστατο παιδί που ενθουσιαζόταν ακόμα και με το πιο μικρό φυλλαράκι που έβλεπε μπροστά του κι ανυπομονούσε να γνωρίσει τον κόσμο γύρω του και να ζήσει περιπέτειες. Κι ο Σίον, όμως, ήταν πολύ διαφορετικός από ό,τι τον είχε συνηθίσει. Δεν είχε ούτε το μετρημένο, υπηρεσιακό του ύφος, ούτε και εκείνο το τρυφερό και συνεσταλμένο, που κρατούσε για εκείνη, όταν ήταν οι δυο τους. Τον είδε να παίζει κι αυτός παρέα με τον Ντάζεϊλτον· να σκαρφαλώνει μαζί του στα δέντρα και να κρυφοκοιτάζει τα ζωάκια μέσα στις κουφάλες· να τον ανεβάζει στους ώμους του και να πετάει τριγύρω με μεγάλη ταχύτητα· να γελάει κι αυτός με την ψυχή του. Μέσα σε μόλις μισή ώρα, οι δυο τους έμοιαζαν να έχουν γίνει οι καλύτεροι φίλοι. Καθισμένη σε μία πέτρα, η Ραβάννα τους κοιτούσε κι από μέσα της έσκαγε από υπερηφάνεια, πιστεύοντας πως κάτι είχε προσφέρει σε όλο αυτό.
«Έλα μαζί μας, θεία!», της φώναξε ο Ντάζεϊλτον κάμποσες φορές, αλλά εκείνη κρατούσε μία απόσταση ασφαλείας και η δικαιολογία ήταν να μην λερώσει τον χιτώνα της. Προσπάθησε αρκετά να διατηρήσει την σοβαροφάνεια που έπρεπε να χαρακτηρίζει μία καθωσπρέπει ιέρεια, ωστόσο δεν τα κατάφερε για πολύ. Σε μια στιγμή κοίταξε μπροστά της και δεν τους είδε. Πού πήγαν;, πρόλαβε να αναρωτηθεί, μα την αμέσως επόμενη στιγμή, ένα ζευγάρι μικρά χεράκια της έκλεισαν τα μάτια από πίσω, ενώ ένιωσε και κάτι σαν κληματσίδα να περνιέται στον λαιμό της. «Έκπληξη!», φώναξε παιχνιδιάρικα ο Ντάζεϊλτον και της ξεσκέπασε τα μάτια, αποκαλύπτοντας της το κολιέ από κόκκινα χρυσάνθεμα, που ο Σίον της είχε φορέσει.
«Μα πότε προλάβατε και το φτιάξατε;», τους ρώτησε ξαφνιασμένη, όμως αντί να απαντήσουν στα ίσια, ο Σίον της είπε ότι τώρα που φορούσε αυτό το κολιέ ήταν μέλος της παρέας κι επομένως αυτό την υποχρέωνε να παίζει μαζί τους. Η ιέρεια προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί, αλλά οι δικαιολογίες της ήταν πια αδύναμες κι έτσι με μία δήθεν εκνευρισμένη εκπνοή, ενέδωσε στους 'νόμους της παρέας' και σηκώθηκε να παίξει μαζί τους.
Πέρασαν ώρες, μα μοιάζανε με στιγμές. Απομακρυσμένοι από κάθε ευθύνη, κάθε στενοχώρια, οι τρεις παίζανε μαζί, όπως έλεγαν πως έκαναν τα αερικά τα αρχαία χρόνια, προτού αρχίσουν να ζουν πιο πολιτισμένα στα στενά πλαίσια ενός βασιλείου. Ο Σίον σήκωνε ψηλά τον Ντάζεϊλτον και τον στριφογύριζε στον αέρα, σαν να ήταν πουλάκι που πετούσε. Η Ραβάννα πάλι του κρατούσε τα χέρια και οι δυο τους χορεύανε ακανόνιστα γύρω-γύρω στο δάσος. Τα κόκκινα χρυσάνθεμα που φύτρωναν παντού στις πλαγιές αυτή την εποχή, έδεναν χρωματικά με το χρυσό των δέντρων και το πορτοκαλί του ουρανού, στον οποίο ο ήλιος κόντευε να δύσει. Ο Ντάζεϊλτον κρατούσε από τη μία μεριά τον Σίον κι από την άλλη τη θεία του και προχωρούσαν μ' ένα βήμα. Από τη χαρά του, χοροπηδούσε και τα μικρά του φτερά τον ανέβαζαν στον αέρα, κάτι που η Ραβάννα πρόσεξε κι ενθουσιάστηκε.
Ο ουρανός είχε πάρει ένα υπέροχο μωβ χρώμα, όταν από μακριά αντήχησαν οι φωνές των φρουρών. «Πρίγκιπα Ντάζεϊλτον!», τους άκουσε το παιδί να καλούν το όνομά του και συνειδητοποίησε ότι πρέπει να είχαν μπει στο δάσος, ψάχνοντάς τον.
«Πω πω, πρέπει να φύγω», διαπίστωσε κατσουφιάζοντας λιγάκι, μα ήταν τέτοια η χαρά του για όλα τα παιχνίδια που κάνανε, που δεν τον άφησε κακόκεφο για ώρα.
«Έλα, θα σε πάω εγώ μέχρι την έξοδο του δάσους», του είπε ο Σίον χαμογελώντας.
«Και η θεία;», ρώτησε το παιδί, κοιτάζοντας προς το μέρος της Ραβάννας, που είχε γείρει εξαντλημένη στον κορμό ενός δέντρου.
«Μου φαίνεται πως η θεία κουράστηκε από το πολύ παιχνίδι», του απάντησε ο Σίον και οι δυο τους μοιράστηκαν ένα μικρό γέλιο. «Ας την αφήσουμε να ηρεμήσει, ε;»
Ο μικρός έγνεψε και χωρίς να πάρει το χέρι του Σίον, προχώρησε πλάι του πεταρίζοντας. Στο μεταξύ, η Ραβάννα είχε μείνει μισοκοιμισμένη. Όταν άνοιξε νωχελικά τα μάτια της, τα αστέρια είχαν κιόλας προβάλει στο λυκόφως που χανόταν. Έμεινε για λίγο να τα κοιτάζει, μέχρι που αντιλήφθηκε τον Σίον να επιστρέφει και να σκύβει δίπλα της. Το κατάλαβε πως ήταν αυτός, χωρίς καν να τον δει. Ήταν τέτοιο το βάδισμά του, που το καταλάβαινε πάντα: διακριτικό, σχεδόν φοβισμένο. «Ο μικρός έφυγε για το παλάτι», της είπε ήρεμα, λες και κοιμόταν ακόμη και δεν ήθελε να την ξυπνήσει. «Ήταν πολύ χαρούμενος. Μου είπε ότι πέρασε τέλεια».
«Το αγοράκι μου», μουρμούρισε κι αυτή, χωρίς να αλλάξει θέση, αλλά το χέρι της εντόπισε τα μαλλιά του, καθοδηγούμενο από τον ήχο της φωνής του και βάλθηκε να ταξιδεύει σε αυτά. «Είναι πάντα τόσο περιορισμένος, τόσο μόνος», συνέχισε λυπημένη, αλλά χωρίς να διακόψει την κίνησή της. «Σε ευχαριστώ πολύ για σήμερα», του είπε, γυρίζοντας τελικά να τον κοιτάξει. «Σε συμπάθησε πολύ».
«Κι εγώ τον συμπάθησα», απάντησε με ένα γλυκό χαμόγελο ο Σίον, που είχε αφεθεί στο άγγιγμά της. «Είναι πολύ καλό παιδί... και σε αυτό έχεις συμβάλει κι εσύ. Φαίνεται πόσο τον αγαπάς κι είναι πολύ τυχερός που σε έχει», ολοκλήρωσε με έναν αναστεναγμό. Όσο ήταν και οι τρεις μαζί, δεν μπόρεσε να διώξει από τη σκέψη του πως σε μία άλλη ζωή, θα μπορούσαν να είναι οικογένεια. Πως εκείνος κι η Ραβάννα θα μπορούσαν να είχαν παντρευτεί και να 'χαν αποκτήσει παιδιά, με τα οποία θα παίζανε ακριβώς όπως παίξανε σήμερα με τον Ντάζεϊλτον. Ωστόσο, αποφάσισε πως έπρεπε να εξορίσει τέτοιου είδους σκέψεις από τον νου του και η επόμενη κουβέντα της ευτυχώς τον βοήθησε.
«Ο πατέρας μου πέρασε πολύ δύσκολα όταν ήταν μικρός», μουρμούρισε η Ραβάννα. «Συχνά προσπαθούσα να τον κάνω να μου μιλήσει, μα σχεδόν ποτέ δεν ανοιγόταν, Δεν ήθελε να ξέρω πόσο υπέφερε, πόσο τον κακομεταχειρίστηκαν ακόμα κι όταν ήταν μόνο ένα παιδί», συνέχισε λυπημένη και το χέρι της έπεσε στο πλευρό της. «Ήταν όλοι τόσο κενόδοξοι», είπε, αλλά αμέσως μετά κάτι σαν συνειδητοποίηση την χτύπησε. «Είμαστε όλοι τόσο κενόδοξοι», ξαναείπε κι ο Σίον μπορούσε να ακούσει την οργή στα λόγια της, παρά την κούραση που την υπερκάλυπτε. «Ώρες-ώρες σκέφτομαι πόσο λάθος είμαστε σαν λαός, Σίον. Μας μαθαίνουν από τότε που είμαστε μικρά πόσο σπουδαίοι είμαστε. Οι Πρώτοι των Πρωτογέννητων, οι πιο σπουδαίοι μέσα στην Μυθυφήλιο... και τίποτα δεν είμαστε τελικά. Κάνουμε ξανά και ξανά τα ίδια λάθη, αδικούμε, κατακρίνουμε και νομίζουμε ότι είμαστε καλύτεροι από όλους, όταν δεν μπορούμε ούτε λίγη ανθρωπιά να δείξουμε σε κάποιον που την έχει ανάγκη».
Ο Σίον πήρε το χέρι της, μα δεν ήξερε τι να της πει. Η Ραβάννα δεν μιλούσε ποτέ με τόση πικρία κι απογοήτευση για τις Νεράιδες. Και να ήθελε, δηλαδή, δεν της το επέτρεπε ο ρόλος της, μιας κι αποτελούσε καθήκον να εμψυχώνει τον λαό του Νοβέλιαν και να ψάλλει την ανωτερότητά του, αυτήν που η Θεά του Φεγγαριού χάρισε στα τέκνα της. «Πιστεύω πως δεν είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε τα ίδια λάθη», είπε τελικά, θέλοντας να την καθησυχάσει. «Αν ανοίξουμε τα μάτια μας και στραφούμε εναντίον της αδικίας, τότε μπορούμε να δώσουμε έστω ένα καλό παράδειγμα και να ελπίσουμε πως και οι άλλοι θα το δουν και θα κάνουν κάτι ανάλογο. Όπως εσύ, Ραβάννα», σε αυτό το σημείο, η ιέρεια τον κοίταξε κατάματα. «Εσύ βοηθάς τον ανιψιό σου, δείχνεις πώς θα έπρεπε να φερόμαστε στους Ανολοκλήρωτους».
«Ίσως το κάνω επειδή το κληρονόμησε από τον πατέρα μου».
«Ίσως, αλλά εγώ πιστεύω πως ακόμα κι έτσι να μην ήταν, πάλι θα τον βοηθούσες και θα έδινες και σε εμάς το καλό παράδειγμα να κάνουμε το ίδιο».
Η Ραβάννα ξεφύσηξε. Δεν ήξερε αν ήταν έτσι, αν στ' αλήθεια θα έδειχνε τέτοια ευαισθησία, αν ο πατέρας της δεν είχε τύχει να είναι Ανολοκλήρωτος κι αν ο Ντάζεϊλτον δεν ήταν ανιψιός της. Πώς μπορούσε ο Σίον να βλέπει σε εκείνη μόνο το καλό; «Είμαι πολύ χειρότερη από όσο νομίζεις», του είπε σιγανά με το κεφάλι της γυρισμένο αλλού.
Το χέρι της εξακολουθούσε να βρίσκεται στο δικό του, ενώ το άλλο του χέρι το ένιωσε ξαφνικά να ακουμπά το πρόσωπό της, με μια τάση να το στρέψει απαλά προς το μέρος του, ώστε η Νεράιδα να τον κοιτάζει. «Ίσως να είσαι πολύ καλύτερη από όσο νομίζεις εσύ», της ψιθύρισε και τα σκούρα μάτια του έλαμπαν μέσα στη νύχτα που είχε κιόλας πέσει. Κι ήταν μια νύχτα όμορφη, τόσο όμορφη και τόσο ήρεμη. Χρόνια η Ραβάννα πίστευε πως η νύχτα ήταν όμορφη για να προκαλεί τους ανθρώπους να ονειρευτούν, να ταξιδέψουνσε έναν κόσμο αλλιώτικο. Μα για ακόμη μία φορά διαπίστωνε ότι δεν ήταν έτσι. Κοιτάζοντας τον Νεράιδο μπορούσε να πει με σιγουριά πως η νύχτα ήταν όμορφη για τους ερωτευμένους. Για εκείνους ύφαινε το σκοτεινό της πέπλο, για τους έρωτες που άνθιζαν όπως τα νυχτολούλουδα που είχε στο στεφάνι της.
Συνέχισε να κοιτάζει τον άντρα μπροστά της με στοργή, χωρίς να φοβάται μην τυχόν κάτι τέτοιο την εκθέσει στα μάτια του. Το ελεύθερό της χέρι βρέθηκε τούτη τη φορά να χαϊδεύει το πρόσωπό του. Ο Σίον έκλεισε τα μάτια του και η γαλήνη στο ύφος του την έκανε να κλείσει τα μάτια της κι αυτή και να αφεθεί στην αγκαλιά του για λίγες στιγμές. Η κούρασή της κόντευε να την αποκοιμίσει πάλι, όταν ένιωσε κάτι να την τσιμπάει. Ένα μικρό επιφώνημα ενόχλησης της ξέφυγε κι ο Σίον άνοιξε τα μάτια του να δει τι είχε.
Η Ραβάννα σηκώθηκε προς τα πίσω, αφήνοντας μισοάδεια την αγκαλιά του και μετά από μία γρήγορη ψηλάφηση, συνειδητοποίησε πως το κολιέ από χρυσάνθεμα που ακόμα φορούσε είχε μισομαραθεί, με αποτέλεσμα τα ξερά πέταλα να την γρατσουνίσουν ελαφρά. «Καλύτερα να το βγάλω αυτό, νομίζω ότι μου προκάλεσε ερεθισμό», έκανε, βγάζοντάς το και τοποθετώντας το με προσοχή στο χώμα, δίπλα της.
«Αλήθεια; Πού;», ρώτησε ο Σίον με δυσαρέσκεια και του έδειξε το σημείο, στο μέσο του λαιμού της, λίγο προς τα αριστερά. «Όντως είναι κόκκινο», ψέλλισε, με τα λόγια του σχεδόν να χάνονται από τον ερεθισμό που ένιωθε ξαφνικά ο ίδιος. «Θα περάσει, μην ανησυχείς», μουρμούρισε σε μια προσπάθεια να στρέψει την προσοχή του αλλού.
«Χωρίς σέιρτεν, πώς;», ρώτησε εκείνη, αποδίδοντας την άξαφνα βραχνή φωνή του σε κούραση.
«Ίσως... κάτι να μπορώ να κάνω», τον άκουσε να λέει χαμηλόφωνα.
«Και τι είναι αυτό;», αναρωτήθηκε εξίσου χαμηλόφωνα. Χωρίς να καταλάβει πώς το έκανε ή να προσπαθήσει να συγκρατηθεί, ο Σίον έσκυψε και την φίλησε ακριβώς στο σημείο που του είχε δείξει. Συνειδητοποιώντας πως ξέφυγε, τραβήχτηκε πάλι πίσω, με την αναπνοή του να καίει, έτοιμος να ζητήσει συγγνώμη. Μα η Ραβάννα δεν είχε αντιδράσει, ούτε είχε κρύψει το σημείο με τα μακριά μαλλιά της, εμποδίζοντάς τον. Αντιθέτως, έμεινε εκεί με τα μάτια της μισόκλειστα κι ένα ύφος, που δεν μπορούσε να διαβαστεί εύκολα. Παρακινημένος από την επιθυμία του, που ξαφνικά τον είχε συνεπάρει, ο Σίον έκανε το τεστ ξανά, αυτή τη φορά κολλώντας τα χείλη του στο λαιμό της για μια στιγμή παραπάνω από πριν. Και πάλι η Νεράιδα δεν αντέδρασε, μονάχα έκανε το κεφάλι της πίσω, σαν να τον προσκαλούσε να συνεχίσει, ενώ του φάνηκε πως άκουσε ένα πολύ μικρό επιφώνημα να της ξεφεύγει. Σίγουρος αυτή τη φορά, με την ανάσα του να βαραίνει ολοένα και περισσότερο, ο Έιλουντιρ έγειρε προς το μέρος της κι άρχισε να φιλάει τον λαιμό της ξανά και ξανά.
Η Ραβάννα ένιωσε να ανατριχιάζει ολόκληρη όταν τον αισθάνθηκε τόσο κοντά. Η ζεστή του ανάσα κι αμέσως μετά η αίσθηση του στόματός του σ' εκείνη την περιοχή την έκανε να αφήσει έναν αναστεναγμό. Ήταν τόσο ξαφνικό, μα ταυτόχρονα τόσο επιθυμητό αυτό που συνέβαινε, που έπιασε τον εαυτό της να αφήνεται, να ξαπλώνει στο μαλακό χορτάρι και με τα χέρια της να τον τραβάει προς το μέρος της, συγκρατώντας τον στο ίδιο σημείο. Κάθε του φιλί, κάθε του ανάσα που της χάιδευε το δέρμα, την έκανε να χάνεται, να χάνεται όλο και περισσότερο, να αφήνει τον πόθο της να ακουστεί, δυνατός, μα συνάμα ανάλαφρος σε κάθε της εκπνοή. Κι εκείνος συνέχιζε να την φιλάει, κάθε φορά η γεύση της, το άρωμα των μαλλιών της να τον κάνει να θέλει κι άλλο. Σε κάποια στιγμή, την ένιωσε να τον τραβάει βίαια μακριά από τον λαιμό της, που τώρα είχε αρχίσει να παγώνει από την υγρασία του σάλιου του. Πίστεψε ότι θα τον σταματούσε, μα αντ' αυτού είδε τα μάγουλά της φλογισμένα και το βλέμμα της σκοτεινό, προτού τα χείλη της πλακώσουν με δύναμη τα δικά του, προκαλώντας τα να ανοίξουν από το ξάφνιασμα. Το χέρι του βρέθηκε να χαϊδεύει απαλά τα μαλλιά της και να κατεβαίνει αργά στον λαιμό και το δεξί της πλευρό, καθώς ανταπέδωσε το φιλί της. Σύντομα, βρέθηκε ξαπλωμένος από πάνω της, να απολαμβάνει τον χορό που είχαν στήσει μαζί οι γλώσσες τους και να αναρωτιέται αν υπήρχε μεγαλύτερη ευτυχία από την ξωθιά που ήτανε μαζί του.
Η ίδια η Ραβάννα είχε παραδοθεί σχεδόν ολοκληρωτικά στο πάθος που την συνέπαιρνε, καθώς χάιδευε την πλάτη του, στο σημείο ακριβώς ανάμεσα στα φτερά και το άλλο της χέρι βρισκόταν ακόμη στον σβέρκο του. Τα χείλη του ήταν τόσο απαλά και τα ένιωθε να καίνε, σχεδόν όσο καίγανε και τα δικά της. Ήταν λες κι ένιωθε μικρές εκρήξεις σε όλο της το κορμί. Όλο αυτό της ήταν τόσο συναρπαστικό! Τόσο όμορφο! Τόσο νέο... Όχι... δεν ήταν τόσο νέο... Χωρίς να το θέλει, οι μνήμες του σώματος τής ξύπνησαν άλλες μνήμες, σκοτεινές. Ξαφνικά δεν ήταν ξαπλωμένη στο χορτάρι, αλλά ένας τραχύς κορμός δέντρου έγδερνε την ξεσκέπαστη πλάτη της. Τα χέρια του ανεβοκατέβαιναν πάνω της επιτακτικά και το φιλί του δεν την άφηνε να πάρει ανάσα, επιθετικό κι επίμονο καθώς ήταν. Τόλμησε να ανοίξει τα μάτια της και συνειδητοποίησε με τρόμο κι αποστροφή πως αυτός που φιλούσε δεν ήταν ο Σίον, αλλά-
«Όχι, όχι, μη», ψέλλισε βιαστικά και παρακλητικά, γυρίζοντας προς τα δεξιά το κεφάλι της κι απoφεύγοντας έτσι τα χείλη του. Ο Σίον ξαφνιάστηκε κι όταν άκουσε το λαχάνιασμά της, κατάλαβε αμέσως πως δεν προερχόταν από ηδονή ή ανάγκη για αέρα, αλλά από ξεκάθαρο τρόμο. Έπειτα πρόσεξε τα μάτια της που ήταν σφαλισμένα, σαν να πάσχιζε η αγαπημένη του να συγκρατήσει δάκρυα, ή να σφίγγεται για να αντέξει κάποιο δυνατό πόνο. Το να πει ότι παραξενεύτηκε από τη στάση της ήταν πολύ λίγο για να περιγράψει το πώς ένιωσε. Η εικόνα έκανε την καρδιά του να βουλιάξει και τα μάτια του να γεμίσουν θλίψη. Του φάνηκε πως την άκουσε να ψιθυρίζει 'συγχώρα με, Σελντίνια' ξανά και ξανά στον εαυτό της, ενώ ένα δάκρυ κατάφερε τελικά να ξεγλιστρήσει από το αριστερό της βλέφαρο.
«Αγάπη μου... τι έχεις;», τόλμησε να ρωτήσει τρέμοντας έπειτα από λίγες στιγμές αγωνίας, κατά τις οποίες σηκώθηκε από πάνω της, αφήνοντάς την να ηρεμήσει. «Σε ικετεύω, μίλα μου. Δεν ήθελα να σε τρομάξω».
Στο άκουσμα της φωνής, η Νεράιδα άνοιξε αργά τα μάτια της κι ο τρόμος μέσα τους άρχισε να υποχωρεί, όταν αντίκρισε ξανά το πρόσωπό του. Νιώθοντας το δάκρυ στο μάγουλό της, το σκούπισε με χέρια παγωμένα από τον κρύο ιδρώτα που την είχε λούσει ξαφνικά, προσπαθώντας να διώξει την τόσο τρομοκρατημένη όψη που είχε. «Συγγνώμη, Σίον», κατάφερε να πει έπειτα από λίγο, διατηρώντας με πολύ κόπο την φωνή της ανεπηρέαστη από τους λυγμούς που απειλούσαν να ξεσπάσουν. Κατόπιν ανασηκώθηκε ελαφρά κι έκανε να φτιάξει τον χιτώνα της, που είχε τσαλακωθεί, αν και στην πραγματικότητα ήταν μόνο μια αφορμή για να μην τον κοιτάζει. Το πρόσωπό της ήταν κατακόκκινο. «Δεν φταις εσύ, δεν έκανες τίποτα λάθος», μουρμούρισε έπειτα από μια στιγμή, μιας και η σιωπή που έπεσε ανάμεσά τους ήταν βαριά. «Απλώς...», δίστασε να συνεχίσει. «...απλώς... δε γίνεται», κατέληξε, μη έχοντας κάτι άλλο να πει. Σίγουρα τον είχε κάνει να τρομάξει και να θυμώσει με την αντίδρασή της. Σίγουρα τον έκανε να πιστέψει πως εκείνη το έβλεπε σαν κάτι που πήγε να γίνει παρά τη βούλησή της. Μη θυματοποιείσαι. Το ήθελες, όσο το ήθελα κι εγώ, ήχησε στα αυτιά της εκείνη η φράση του άλλου, που ακόμα της ανέβαζε το αίμα στο κεφάλι και οι ενοχές που ήδη την είχαν γραπώσει, άρχισαν να απλώνονται στο μυαλό της, σαν δηλητήριο που κατέστρεψε όλη την ευτυχία που ένιωσε λίγες στιγμές πριν.
Ο Σίον την κοιτούσε άφωνος. Όχι, δεν ήταν μόνο η απογοήτευση ή η απόρριψη που ένιωσε από την κίνησή της. Προφανώς είχε κι ο ίδιος ξεφύγει, είχε κάνει παραπάνω από όσο επέτρεπαν τα όρια που βρισκόντουσαν μόνιμα ανάμεσά τους. Αυτό, όμως, που τον τάραξε ήταν ο τρόμος που είδε στο πρόσωπο και στις κινήσεις της, η απελπισία που άκουσε στην φωνή της. Δεν μπορούσε να αντέξει τούτο το θέαμα. Φοβούμενος ακόμη, έκανε να της σηκώσει το πιγούνι, ώστε να την κοιτάξει για άλλη μία φορά στο πρόσωπο. Εκείνη προσπάθησε στην αρχή να το αποφύγει, κρατώντας πεισματικά το κεφάλι της κάτω, μα η ήρεμη και γλυκιά φωνή του την έκανε να ανταποκριθεί. «Καρδιά μου, κοίταξέ με», της είπε κι όταν το έκανε, ο Σίον διαπίστωσε πως συγκρατούσε τον εαυτό της για να μην κλάψει. Η Ραβάννα πάλι είδε το δικό του πρόσωπο ήρεμο, μα γεμάτο πόνο. Δεν ήταν θυμωμένος μαζί της, αλλά η στενοχώρια που του προκάλεσε της ήταν πιο αβάσταχτη. Χίλιες φορές να 'χε θυμώσει!
«Δεν φταις εσύ», κατάφερε να ξαναπεί προτού τελικά ξεσπάσει σε κλάματα κι ακουμπήσει το κεφάλι της στο στήθος του. «Συγγνώμη», μουρμούρισε πάλι, όταν τον ένιωσε να την αγκαλιάζει προστατευτικά.
«Δεν χρειάζεται να ζητάς συγγνώμη», της είπε εκείνος. «Εγώ φταίω, δεν έπρεπε να το ξεκινήσω», κατέληξε, κάνοντάς την να νιώσει ακόμη χειρότερα. «Σε παρακαλώ, μην κλαις». Πέρασαν αρκετά λεπτά μέχρι η Ραβάννα να ηρεμήσει. Όταν τα κατάφερε, του ζήτησε να κάνουν κάτι άλλο κι έτσι έμειναν καθισμένοι πλάι-πλάι στον κορμό του δέντρου, να κοιτάζουν για ακόμα μια φορά τον ουρανό, κάτι που είχε γίνει συνήθεια κι έτσι μπορούσε να την βοηθήσει να νιώσει ότι όλα ήταν και πάλι κανονικά. Έμοιαζε εξουθενωμένη σωματικά από την βόλτα στο δάσος, όσο και ψυχικά από όλο αυτό που προηγήθηκε. Ο Σίον το πρόσεξε.
«Δεν θέλω να φοβάσαι», της ψιθύρισε, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της. «Δεν θέλω να σε δω να κλαις ποτέ ξανά. Σου το είπα, μου αρκεί να είμαι κοντά σου, μου αρκεί αυτό», είπε και την φίλησε απαλά στην κορυφή του κεφαλιού. Ένα μικρό χαμόγελο εμφανίστηκε για λίγο στα χείλη της, προτού εξαφανιστεί πάλι.
«Το ξέρω...», ψιθύρισε κι εκείνη μισοχαμένη. «Ξέρω πως δεν θα με πίεζες ποτέ... όχι όπως το έκανε εκείνος».
Η τελευταία φράση που με το ζόρι ακούστηκε, χτύπησε τον Νεράιδο σαν κεραυνός. «Ποιος;», σφύριξε μέσα απ' τα δόντια του κι η Ραβάννα άνοιξε τα μάτια της, συνειδητοποιώντας τι είπε.
«Κανένας», είπε τρέμοντας ελαφρά. «Μην μου δίνεις σημασία». Ήταν η τελευταία της κουβέντα πριν του ζητήσει να γυρίσουνε στον ναό. Την ταραχή του Σίον, όμως, δεν μπορούσε τίποτα να την ηρεμήσει. Σχεδόν έτρεμε ολόκληρος κι έδωσε μεγάλη μάχη για να μην την ταράξει ξανά κι αυτήν. Ώστε γι' αυτό αντέδρασε έτσι η Ραβάννα; Ποιος ήταν αυτός που την είχε 'πιέσει' και τι ακριβώς έκανε; Η σκέψη τον κατέκαιγε. Κοιτούσε κλεφτά το όμορφο πρόσωπό της, τώρα ήρεμο πάλι κι ο θυμός του φούντωνε. Πώς θα μπορούσε κάποιος να κάνει κακό στην πολύτιμή του; Πότε ακριβώς έγινε ό τι έγινε; Άραγε αυτός ήταν ο λόγος που την οδήγησε να γίνει ιέρεια; Οι ερωτήσεις του δεν πήραν απάντηση εκείνη τη νύχτα και δεν θα έπαιρναν απάντηση ποτέ στα ίσια, μέχρι να μάθει μόνος του την αλήθεια. Μαζί συνέχισαν τον δρόμο τους, φορτωμένοι ο καθένας με τις δικές του μαύρες σκέψεις.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top