Κεφάλαιο 24
Κεφάλαιο 24
Το να φεύγει τα βράδια χωρίς να τη δουν οι φρουροί το είχε κάνει πια ταλέντο. Μα όταν ένιωσε ένα χέρι στον ώμο της, κόντεψε να πάθει καρδιακή προσβολή. Τρομαγμένη αναπήδησε και στριφογύρισε για να δει ποιος ήταν.
«Λάμεννυ;», αναφώνησε ξαφνιασμένη. «Τ-Τι κάνεις εσύ εδώ;»
«Το ίδιο θα σε ρωτούσα κι εγώ», έκανε η φίλη της βάζοντας τα χέρια της κάτω απ' το στήθος της. «Τι κάνεις έξω μόνη σου, Ραβάννα; Πολλές νύχτες βλέπω το κρεβάτι σου άδειο. Στο δάσος πηγαίνεις;», ρώτησε ρίχνοντας μια πλάγια ματιά προς τα έξω. «Έχω καταλάβει ότι πας και βλέπεις κάποιον», κατέληξε χαμηλόφωνα. Ο τόνος της έβγαζε περισσότερο περιέργεια και καημό, παρά αυστηρότητα, αλλά και πάλι η Ραβάννα έγινε κόκκινη σαν παπαρούνα. «Ο Σίον είναι, έτσι; Το ΄χα καταλάβει ότι σ' αγαπάει. Αυτόν δεν πας και βλέπεις;», ξαναρώτησε σχεδόν ψιθυριστά.
«Δεν μπορώ να σου απαντήσω», μουρμούρισε με ντροπή, ανήμπορη να της πει ψέματα τώρα που την είχε πιάσει στα πράσα.
«Μην ανησυχείς, δεν πρόκειται να το πω σε κανέναν», άκουσε την απάντησή της κι όταν την ξανακοίταξε, η άλλη ιέρεια σχεδόν χαμογελούσε. «Είσαι φίλη μου και θέλω να πιστεύω ότι ξέρεις τι κάνεις», συνέχισε η Λάμεννυ, αφήνοντας το θέμα της ηθικής, το οποίο η Ραβάννα ήταν βέβαιη ότι θα έθιγε, στην άκρη. Την υποστήριζε; Ήταν πρόθυμη να την καλύψει; Μα πώς ήταν δυνατόν; Το ύφος της σεμνότυφης κοπέλας δύσκολα θα έλεγε κανείς τι συναίσθημα απέδιδε αυτή τη στιγμή κι η Ραβάννα δεν μπόρεσε να βοηθηθεί για να βγάλει κάποιο συμπέρασμα. «Απλώς κάνε μου μία χάρη...», τη συμβούλεψε η Λάμεννυ και τότε μόνο φανερώθηκε ένα συναίσθημα: το νοιάξιμο για την αδελφή της. «Πρόσεχε», κατέληξε και πριν η αποσβολωμένη φίλη της προλάβει να μιλήσει, η ιέρεια με τα σομόν μαλλιά επέστρεψε μέσα στο κτίριο, σαν να μην είχε δει τίποτα, αφήνοντάς την να σκέφτεται για πολλοστή φορά πως όλο αυτό που της συνέβαινε ήταν εξωφρενικό κι επικίνδυνο. Πως τον Σίον πρέπει να τον ξεχάσει.
🌙
Κάθε φορά έλεγε πως πρέπει να τον ξεχάσει. Μα όσο περνούσε ο καιρός, διαπίστωνε ότι κάθε τους συνάντηση ήταν για 'κείνη η μεγαλύτερη ευτυχία, η πιο γλυκιά στιγμή. Δεν τολμούσε να το παραδεχθεί ούτε στον εαυτό της, μα απολάμβανε την συντροφιά του όλο και περισσότερο και μετρούσε τις ώρες μέχρι να νυχτώσει, να τελειώσει η Τελετή Ανατολής του Φεγγαριού και να βρεθεί κοντά του. Κάθε φορά έφευγε αθόρυβα από το δωμάτιο και πετώντας έφτανε μέχρι την πίσω έξοδο, η οποία με τη σειρά της την οδηγούσε στο ξέφωτο όπου βρισκόντουσαν. Εκεί άφηνε τον εαυτό της να χαθεί για λίγο μαζί του στον μικρό τους κόσμο. Δεν φοβόταν πια το άγγιγμά του. Σαν κρατούσε το χέρι του, όλα έμοιαζαν... σωστά. Αν και το να κρατούν ο ένας το χέρι του άλλου το προσπερνούσαν εδώ και νύχτες. Οι αγκαλιές και τα φιλιά τους, στην αρχή συνεσταλμένα κι ήρεμα, χαρακτηρίζονταν όλο και περισσότερο από πάθος και θύελλα κι εκείνη είχε κάθε φορά την ανάγκη να αισθανθεί παραπάνω πιο έντονη. Και πράγματι, για λίγο σταματούσε να σκέφτεται, επέτρεπε στον εαυτό της να αισθανθεί, κάθε φορά λίγο παραπάνω απ' την προηγούμενη.
Έτσι γινόταν κι απόψε που σχεδόν άφησε το βάρος του να την παρασύρει κάτω στο γρασίδι, καθώς το στόμα του έσμιγε με το δικό της. Αλλά για ακόμη μία φορά, όταν κατάλαβε πως αυτό που κάνανε κινδύνευε να ξεφύγει απ' το να είναι αθώο, ακούμπησε τα χέρια της στους ώμους του, σπρώχνοντάς τον ελαφρά. «Συγγνώμη... δεν μπορώ», του είπε ξέπνοα, η ενοχή για το ότι έπρεπε να του στερήσει αυτό που τον ευχαριστούσε φανερή στο πρόσωπό της.
«Δεν πειράζει», της είπε ανασαίνοντας κοφτά εκείνος με το ίδιο χαμόγελο κατανόησης, όπως κάθε βράδυ και την κράτησε στην αγκαλιά του, ως ένδειξη της πλήρους αποδοχής του για ό,τι συνέβαινε. Εκείνη σώπασε για μερικές στιγμές κι έμεινε να κοιτάζει την φωτιά που είχαν ανάψει, λόγω του κρύου που είχε αρχίσει να γίνεται πιο τσουχτερό αυτή την εποχή κι αυτή την ώρα της νύχτας. Οι σκέψεις της ήταν σκέψεις ευγνωμοσύνης, αλλά υπήρχε και μία πιο πικρή, που δεν άντεχε άλλο να μην μοιραστεί μαζί του.
«Σου αξίζει μια καλή κοπέλα, Σίον», μουρμούρισε και σηκώθηκε να τον κοιτάξει στα μάτια. «Κάποια που να σε αγαπάει, να είναι πάντα εκεί για σένα και να μπορεί να σου προσφέρει όλα όσα δικαιούσαι».
Την κοίταξε ξαφνιασμένος και λυπημένος. «Κι αν την έχω ήδη βρει;», ρώτησε προσπαθώντας να αστειευθεί και πήρε το χέρι της.
Αυτή κούνησε το κεφάλι. «Δεν είμαι εγώ», του απάντησε τραβώντας το πίσω στην ίδια. «Όσο είσαι μαζί μου, δεν έχεις μέλλον. Κι εσύ αξίζεις τόσα πολλά παραπάνω από αυτό και τα στερείσαι επειδή-»
«Ό,τι αξίζω το έχω», την διέκοψε. «Μου είπες να μείνω στο παρόν, θυμάσαι; Αυτό κάνω αγάπη μου», της ψιθύρισε κι όσο κι αν είχε πιέσει τον εαυτό της να τον αποθαρρύνει, ένιωσε χαρά κι ανακούφιση με τα λόγια του. «Μείνε κι εσύ στο παρόν», την προέτρεψε με ένα φιλί στο μέτωπο, εξαφανίζοντας προσωρινά τις αναστολές της. Κατόπιν, απομακρύνθηκε λίγο για να ρίξει μια ματιά στη φωτιά και να βεβαιωθεί ότι ήταν προστατευμένη. Όσο ήταν γυρισμένος πλάτη, η Ραβάννα δεν χρειαζόταν να ελέγξει τις εκφράσεις της κι έμεινε να τον κοιτάει με ένα βλέμμα που φοβόταν ότι ο Σίον θα τρόμαζε αν το έβλεπε. Το Φεγγάρι ήταν σαν να έλαμπε μόνο για αυτούς τους δύο. Έπειτα από πολλά χρόνια, ένιωθε ασφάλεια πλάι σε κάποιον. Εμπιστοσύνη. Αγάπη.
Η νέα αυτή ελευθερία άφησε το νου της να περιπλανηθεί σε πιο απόκρυφα μονοπάτια και με μια περίεργη αίσθηση θερμότητας και ντροπής, έπιασε τον εαυτό της να κοιτάζει επίμονα τον αυχένα του, τη ματιά της να κατεβαίνει και να σκέφτεται πόσο ελκυστικό της φαινόταν το σώμα του, τώρα που φορούσε τα στενά ρούχα της φρουράς κι όχι τον χιτώνα του. Για πρώτη φορά διαπίστωσε ότι αυτό που ένιωθε για τον άντρα απέναντί της δεν ήταν πλέον μόνο αγάπη. Εκπνέοντας αργά, προσπάθησε να απαλλαγεί απ' αυτή την αίσθηση.
🌙
Σ' ένα μικρό, αλλά καλοφτιαγμένο οίκημα, σε μία κακοτράχαλη περιοχή λίγο έξω από το Ασημένιο Δάσος, εκεί περνούσε τις μέρες της η Ελίντρα, η άλλοτε ζηλευτή λαίδη από το Νοβέλιαν. Αν πρόσεχε κανείς καλύτερα την κατοικία της, θα καταλάβαινε ότι δεν ήταν παρά μια φυλακή. Πολυτελής φυλακή, αλλά φυλακή. Βρισκόταν εκεί σχεδόν οχτώ χρόνια. Κι αυτά τα οχτώ χρόνια την είχαν αλλάξει. Στερημένη από την αρχοντική της περιβολή και τα ακριβά της κοσμήματα, η όψη της φάνταζε τρομερή· τα καταπράσινα μάτια της άγρια, τα κατακόκκινα μαλλιά της σαν αιμάτινος καταρράκτης και το λιτό μαύρο της φόρεμα να κολλάει πάνω της σαν πίσσα· ένα όμορφο, μα επικίνδυνο αερικό, βγαλμένο από κάποια τρομακτική λαϊκή διήγηση. Όμως η μεγαλύτερη αλλαγή είχε γίνει μέσα της. Με τους φρουρούς της να αγνοούν τις απειλές και τις κατάρες που ξεστόμιζε τις πρώτες νύχτες, με το Ονειρονήμα της περιορισμένο από το Μαγικό Φράγμα, δεν μπορούσε πια να επιβληθεί σε καμιά Νεράιδα. Κι αυτό την σόκαρε, την τρέλαινε, τη γέμιζε καθαρή οργή για την εξαθλίωση στην οποία την έριξε η Λιουντέμνια. Εκείνη η στρίγκλα την είχε εξορκίσει χωρίς δεύτερη σκέψη. Της χάρισε, βέβαια, τη ζωή, ένεκα που ήταν μητέρα του βασιλιά και δεν ήθελε να προκαλέσει μεγαλύτερο σκάνδαλο. Της είχε κάνει τη χάρη να την αφήσει να φύγει, παρά τα εγκλήματά της. Τι κρίμα που η Ελίντρα δεν θα ανταπέδιδε τούτη τη χάρη όταν θα ερχόταν ο καιρός...
Αυτά σκεφτόταν η Μεγάλη των Ονείρων Μάγισσα όταν ο Όμπερον ήρθε να την επισκεφθεί. «Απρόσμενος ο ερχομός σου, γιε», του είπε, γνωρίζοντας όμως καλά πως θα ερχότανε. Μα πώς τάχα θα μπορούσε να μην έρθει μετά από την κίνηση που αναμφίβολα είχε κάνει ο Σάιτρους; Κρίνοντας από το σκοτεινιασμένο του βλέμμα, την είχε κάνει· τον είχε προσεγγίσει και σίγουρα αυτό δεν τον άφησε αδιάφορο. Αλλά φυσικά, η Ελίντρα έκανε πως δεν ήξερε, πως πρώτη της φορά άκουγε ότι ο μισητός εχθρός είχε τέτοιους σκοπούς.
«Θα 'πρεπε να είχα ενημερώσει άμεσα την Τιτάνια», παραδέχτηκε στο τέλος ο Νεράιδος, με ένα ύφος ενοχικό.
«Αν 'θα 'πρεπε'...», ξεκίνησε εκείνη, υπενθυμίζοντάς του την αντιπάθειά της σε λέξεις όπως το 'πρέπει'. «...δεν θα 'σουνα τώρα εδώ. Δεν θα 'χες αναζητήσει τόπο εξορίας, ενώ στο σπιτικό σου σε προσμένουν όλα τ' αγαθά που μια ζωή ποθούσες ν' αποκτήσεις». Ο γιος της την κοίταξε, σαν να μην ήξερε τι να πει. Εκείνη εκμεταλλεύτηκε την σιωπή του για να μιλήσει. «Όσο λάθος κι αν ακούγεται, όσο κι αν θα επιμείνεις...»
«Μητέρα, μην συνεχίσεις».
«...είμαι σίγουρη ότι βαθιά μέσα στον νου σου ξέρεις πως μια τέτοια συμμαχία σε συμφέρει», δήλωσε, αγνοώντας εντελώς την προειδοποίησή του. «Εγώ, γιε μου, σε γνωρίζω πριν ακόμα πάρεις την πρώτη σου ανάσα...» Σταμάτησε για λίγο, ενθυμούμενη με θυμό την κατάρα που έριξε εκείνη η απατημένη αρχόντισσα στο αγέννητο ακόμη παιδί της, μόνο και μόνο επειδή θα 'θελε να βρίσκεται στην δική της κοιλιά. Την κατάρα να μπορεί να γοητεύσει τους πάντες με την ομορφιά και τα λόγια του, σε σημείο να τον λατρέψουν, αλλά παράλληλα αυτό να μην του φέρει ποτέ την ευτυχία και να μην τον οδηγήσει ποτέ τόσο ψηλά, όσο θα επιθυμούσε. Έσφιξε τα δόντια της στην απαίσια αυτή ανάμνηση και προτίμησε να θυμηθεί την δική της απάντηση, σαν πήρε επίσημα την θέση εκείνης της γυναίκας: πως θα έκανε ό,τι μπορούσε για να σπάσει την κατάρα. «Κατέχω ότι ήρθες σ' ετούτο τον κόσμο για να γίνεις μια μέρα μεγάλος και τρανός! Ο μεγαλύτερος Μάγος των Ονείρων, που οι πάντες θα τον φοβούνται και θα τον δοξάζουν. Δεν γεννήθηκες για να είσαι δεύτερος στην εξουσία».
«Κι εσύ, μητέρα;», γρύλισε εκείνος, τολμώντας να αφήσει μια στάλα θυμού να του ξεφύγει.
«Όσα λέω τα συλλογιέσαι και του λόγου σου, μην μου το αρνηθείς», είπε ατάραχα η Ελίντρα, μα το βλέμμα της ήταν αυστηρό. «Ο δικός μου ο γιος έχει μια δική του μοίρα κι αυτήν θέλει ακόμη να ακολουθήσει, το ξέρω καλά! Σκέψου, λοιπόν, προσεκτικά όσα σου είπε εκείνος. Μπορεί να σου προσφέρει όλα όσα η νύφη μου σου στερεί».
«Είναι εχθρός μας, μητέρα! Εχθρός του λαού μας!»
«'Του λαού μας'», επανέλαβε με πικρία η εξόριστη Αρχόντισσα. «Το δικό μας σινάφι δεν έχει λαό, γιε μου. Δεν έχει μήτε πατρίδα να μας φιλοξενήσει, μήτε συνανθρώπους να μας νοιαστούν. Το μόνο σπιτικό που ξέρουμε είναι τα ονείρατά μας», συνέχισε με ύφος στοχαστικό, σαν να βυθιζόταν κι αυτή στο βασίλειο των ονείρων. Άθελά του, ο Όμπερον έριξε το βλέμμα του στο χέρι της και η Πορφυρά Σφραγίδα, το σύμβολο με το οποίο την είχαν σημαδέψει τον γέμισε θλίψη κι οργή. «Είμαστε οι εκλεκτοί του Ονειρονήματος, οι μοναδικοί που μπορούν να αλλάξουν αυτό τον κόσμο, Όμπερον. Και γι' αυτό...», έκανε μια παύση, φέρνοντας το χέρι της προς το μέρος του. Η δυσαρέσκειά του στο θέαμα μονάχα αυξήθηκε όταν το σημάδι άστραψε κατακόκκινο για μια στιγμή. «...όλοι τους αδυνατούν να μας κατανοήσουν κι έτσι μας διώχνουν». Η μητέρα του κατέληξε, στηρίζοντας το πιγούνι της με το ίδιο χέρι, κάνοντας και τα μάτια του γιου της να την κοιτάξουν για ακόμη μία φορά στο πρόσωπο. Τα δικά της καταπράσινα μάτια ήταν τώρα σκοτεινά, πιο σκοτεινά απ' όσο συνήθως. «Ξέρω ότι έχεις τη ζωή σου, τις επιλογές σου, μα κοίταξε πού σε οδηγήσανε. Ένα βασίλειο στο οποίο δεν έχεις λόγο κι ένας αδύναμος, Ανολοκλήρωτος γιος. Λέω πως δεν είναι τέτοια η αξία τους, ώστε να εμποδίσει την εξέλιξή σου».
Τα μάτια του μισόκλεισαν με εκνευρισμό, όταν την άκουσε να μιλάει για τον γιο του. Το είχε καταλάβει εξ αρχής ότι δεν ήταν ευχαριστημένη με τον Ντάζεϊλτον, το έβλεπε πάντα, μα το να την ακούει να μιλάει άσχημα γι' αυτόν τόσο απροκάλυπτα, τον τάραξε. Θα ήθελε πολύ να της απαντήσει ανάλογα, ωστόσο ο φόβος για την αντίδρασή της τον περιόρισε κι αυτή τη φορά. Ήδη ένιωθε πολύ άσχημα απέναντί της που δεν κατάφερε να την σώσει από την εξορία και δεν ήθελε να την πικράνει περισσότερο. Έτσι, άφησε την κουβέντα να προσπεράσει και λίγο πιο μετά την αποχαιρέτισε κι αποχώρησε, πιο προβληματισμένος απ' ό,τι είχε έρθει. Η προοπτική για παραπάνω εξουσία είχε αρχίσει να τον ενθουσιάζει όλο και περισσότερο κι ήταν αρκετά πιο δύσκολο να την βγάλει από το μυαλό του, όσο η ώρα περνούσε. Όχι, ξαναείπε στον εαυτό του, όταν το γλυκό πρόσωπο της Τιτάνιας εμφανίστηκε στο μυαλό του. Δεν θα σκεφτόταν έτσι ξανά. Είχε ήδη όσα χρειαζόταν κανείς: μία υπέροχη σύζυγο κι ένα παιδί που αγαπούσε όσο τη ζωή του. Δεν ήθελε άλλη εξουσία, δεν ήθελε να χρησιμοποιήσει ξανά το Ονειρονήμα! Η μητέρα του θα καταλάβαινε με τον καιρό, όσο ο πόνος της για την εξόρισή της θα μαλάκωνε, θα έπαυε να τα βλέπει όλα τόσο κυνικά. Με αυτή τη σκέψη τράβηξε για το Ξέφωτο, κάθε ονειρικός ή εφιαλτικός λογισμός μακριά του.
🌙
Για μια ακόμη φορά άνοιξε τα μάτια της και τον είδε να κοιμάται πλάι της. Το πρόσωπό του χάραζε ένας πόνος που δεν φαινόταν όταν ήταν ξύπνιος. Ανήσυχη παρατήρησε τις συσπάσεις στο μέτωπο και τα φρύδια του και τα χείλη του που ήταν σφιγμένα. Κάποιος εφιάλτης τον βασάνιζε, κάποια θύμηση του παρελθόντος, ίσως. Της είχε μιλήσει για τις νύχτες που τούτα τα ονείρατα τον τυραννούσανε κι απειλούσαν την γνωστικότητά του, μα το να το βλέπει να συμβαίνει μπροστά της τής μάτωνε την καρδιά. Δεν θα της έπαιρνε, παρά μόνο ένα μικρό ονειροξόρκι για να διώξει τον εφιάλτη του και να του γεμίσει το νου με σκέψεις ανακουφιστικές, μα αλίμονο... δεν επιτρεπόταν να το κάνει αυτό... Απαλά ακούμπησε το χέρι της στο μέτωπό του και τον χάιδεψε προσπαθώντας να τον ηρεμήσει. Εκείνος άνοιξε τα σκούρα γκρίζα μάτια του και δίχως να το θέλει, μερικά δάκρυα κύλησαν. «Είμαι ένας δειλός», επαναλάμβανε μπερδεμένα ξανά και ξανά, σαν να μην έβλεπε ή να μην άκουγε τίποτα.
«Σσσς», του έκανε κι έφερε τα χείλη της στα δικά του. «Ησύχασε, Σίον μου», του ψιθύρισε. «Εφιάλτης ήταν».
«Μην με αφήσεις, καρδιά μου», της είπε χαμένος ακόμη αυτός πιάνοντας σφιχτά το άλλο της χέρι, που ήταν ακουμπισμένο στο στήθος του. «Μη με αφήσεις να χαθώ ξανά σ' αυτόν τον εφιάλτη».
«Ποτέ», του απάντησε και τον φίλησε ξανά, με ένα ρίγος να τη διαπερνά στην τρυφερή του προσφώνηση. «Ποτέ ξανά δεν θα γυρίσεις εκεί», του είπε ανάμεσα στα φιλιά κι εκείνος ησύχασε όπως ένα μικρό παιδί στην αγκαλιά της μητέρας του, σαν την άκουσε να του τραγουδάει σιγανά. Σε λίγο είχε και πάλι αποκοιμηθεί. Η Νεράιδα δεν μπορούσε παρά να αναρωτιέται πώς ήταν δυνατόν η Θεά να της έστειλε μια τόσο μεγάλη ευλογία σε μια μορφή που όλοι θα έβρισκαν ακάθαρτη κι αισχρή. Το πλάσμα που τώρα κρυβόταν φοβισμένο στην αγκαλιά της ήταν το πιο αγνό και το πιο καλόψυχο κι ήξερε πως δεν της άξιζε. Δεν είχε δικαίωμα να προσευχηθεί μετά από την άρνησή της να σταματήσει να τον συναντά, μα προσευχήθηκε ο Σίον να βρει τη γαλήνη και να μείνει πάντα καλόκαρδος. Ένας ακόμα φόβος για τον οποίο παρακάλεσε την Αστράρχη να μην επιβεβαιωθεί, ήταν ο Σίον να μην είναι σαν εκείνον... Η σκέψη του της πάγωσε τον νου, μα γρήγορα την εξοστράκισε και κοίταξε με στοργή τον αγαπημένο της που τώρα κοιμόταν ήσυχος μετά από καιρό.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top