Κεφάλαιο 23

Κεφάλαιο 23

Το πέρασμα ήταν στενό και γεμάτο ομίχλη· ψηλά και κοφτερά βράχια στα αριστερά και τα δεξιά τους δίνανε την αίσθηση πως βρίσκονταν παγιδευμένοι σ' ένα χαράκωμα για γίγαντες. «Δεν μου αρέσει τούτη η στράτα, Μεγαλειότατε», μουρμούρισε ανήσυχα ένας από τους φρουρούς της κουστωδίας του.

«Ούτε κι εμένα, Χάιλεν», απάντησε ο Όμπερον ήρεμα, μα με την ζεστή του φωνή να γεμίζει ετούτο το αφιλόξενο μέρος. «Όμως πρέπει να τη διασχίσουμε. Θυμήσου κι εσύ κι όλοι σας πως αυτό το κάνουμε για το βασίλειό μας». Οι υπόλοιποι που τον ακολουθούσαν άκουσαν τα λόγια του και συνέχισαν να προχωρούν με περισσότερο θάρρος. Εδώ και περίπου έξι μήνες, ο Νεραϊδοβασιλιάς και οι έμπιστοί του περιοδεύανε σε όλα τα μέρη της Μυθυφηλίου όπου θα μπορούσαν να κυκλοφορούν κακοθελητές που προδίδανε την φάρα τους με σκοτεινές μαγείες, όπως είχαν κάνει οι Τίρεϊν. Ήταν διαταγή της Τιτάνιας να τους οδηγήσει αυτός κι ο Όμπερον δεν είχε συμφωνήσει στην αρχή, μα στη συνέχεια του τόνισε πως ήταν σημαντικό να πάει αυτοπροσώπως. Έπειτα από χρόνια κουραστικής αναζήτησης, θα έκανε καλό στα μέλη της Βασιλικής Φρουράς να βλέπουν τον ίδιο τους τον Βασιλιά να τους καθοδηγεί. Και στ' αλήθεια, το τελευταίο διάστημα είχε νιώσει πραγματικά χρήσιμος και σπουδαίος. Με τη βοήθειά του, είχαν καταφέρει να εντοπίσουν πολλές επικίνδυνες Νεράιδες και με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να περιορίσουν τη δράση τους. Όλοι οι άντρες εναπέθεταν τις ελπίδες τους σ' εκείνον, τον εμπιστεύονταν σε οποιαδήποτέ του κίνηση και ήταν βέβαιος πως μερικοί -αν όχι όλοι- θα έδιναν και την αθάνατη ζωή τους για χάρη του. Γι' αυτό και ήταν πεπεισμένος να μην τους απογοητεύσει, να μην αφήσει να χαθεί αυτή η φλόγα του ζήλου στις καρδιές τους. Από μέσα του ήταν υπερήφανος για τον εαυτό του. Η μικρή και λεπτεπίλεπτη σύζυγός του ήταν κάτι παραπάνω από αμφίβολο ότι θα τα κατάφερνε τόσο καλά όσο αυτός.

Όσο ήταν χαμένος στις σκέψεις του, παρατήρησε πως μέσα από την θολούρα της παχιάς ομίχλης ακούγονταν μακρινά βήματα. «Αλτ!», είπε χωρίς να φωνάζει, αλλά με μια επιφυλακτική ένταση που έκανε τους υπόλοιπους να σταματήσουν το δικό τους βήμα την ίδια στιγμή. «Δεν είμαστε μόνοι», προειδοποίησε κι όλοι στάθηκαν ακίνητοι, προσπαθώντας να αφουγκραστούν τον κίνδυνο που τους παραμόνευε. «Φανερωθείτε όποιοι κι αν είστε!», φώναξε ο Όμπερον χωρίς να λάβει απάντηση. Πέρασαν μερικές στιγμές σιωπηλής αγωνίας, ώσπου τα βήματα ξανακούστηκαν και μέσα από το ανοιχτό καφέ της ομίχλης σχηματίστηκαν σιγά-σιγά οι ψηλές κι άγριες μορφές των πλασμάτων που όλες οι Νεράιδες γνώριζαν ως τα μιάσματα των Πρωτογέννητων Λαών.

«Τζέργκα», ψέλλισε ένας από τους Νεράιδους κι ένα από τα πλάσματα γρύλισε απειλητικά κοιτάζοντας προς το μέρος τους.

«Έχετε εξαίσια ακοή, μύγες, πανάθεμά σας». Οι σύντροφοι του πλάσματος γρύλισαν κι αυτοί και μόνο από τις διαστρεβλωμένες εκφράσεις των προσώπων τους μπορούσε κανείς να καταλάβει πως γελούσαν.

«Φύγετε απ' το δρόμο μας», διέταξε ο Όμπερον, διατηρώντας τη φωνή του σταθερή και γεμάτη.

«'Το δρόμο σας;'», επανέλαβε το ίδιο πλάσμα. «Τούτο το πέρασμα ανήκει σ' εμάς κι εσείς το καταπατήσατε».

Ο Νεραϊδοβασιλιάς απόρησε με το θράσος τους. Ήταν γνωστό σε όλους πως το συγκεκριμένο πέρασμα αποτελούσε ελεύθερη δίοδο και δεν ανήκε σε κανέναν λαό. Όλοι οι χάρτες, νεραϊδένιοι και τζεργκικοί, το ανέφεραν αυτό. Ήταν προφανές πως όλοι αυτοί βρίσκονταν εκεί για να τους προκαλέσουν. Παίρνοντας μια βαθιά αναπνοή, τόσο για να μιλήσει καθαρά και σοβαρά, όσο και για να κατευνάσει τον θυμό του για τούτη την αγένεια, ο Όμπερον μίλησε ξανά. «Βρισκόμαστε σε αποστολή υψίστης εθνικής σημασίας. Μην μας εμποδίζετε, εάν θέλετε το καλό σας».

«Οι αποστολές σας δεν έχουν για μας καμιά αξία, Νεράιδες», αποκρίθηκε ένας δεύτερος Τζέργκα. «Αν θέλετε να περάσετε, πρέπει να δείξετε ότι το αξίζετε. Εμπρός, αγόρια», διέταξε και οι υπόλοιποι προτάξανε τα ξίφη και τα δόρατά τους έτοιμοι για μάχη.

«Άντρες, αμυνθείτε!», φώναξε με ελαφρά ταραχή ο Όμπερον, όταν τους είδε να πλησιάζουν γρήγορα κι απειλητικά. Στη στιγμή, οι Νεράιδοι γύμνωσαν τα σπαθιά τους, ενώ μερικοί έβγαλαν τα τόξα τους. Λίγοι ήταν εκείνοι που απλώς χρησιμοποίησαν ξόρκια, αλλά όπως και να είχε, αποτελούσαν σίγουρα απειλή, έστω κι αν ήταν λιγότεροι από τους αντιπάλους τους. Σύντομα τα ατσάλινα ξίφη συγκρούστηκαν με τα νεραϊδίσια, που ήταν καμωμένα από Δίμριεντ, ένα ειδικό κράμα που μόνο οι Νεράιδες μπορούσαν να κατασκευάσουν. Τα βέλη των τοξοτών ήταν δεμένα με μαγεία κι έτσι έβρισκαν πάντα τον στόχο τους. Οι Τζέργκα έδειχναν να μην νιώθουν πόνο, ούτε να κουράζονται. Με τις πολεμικές κραυγές τους να αντηχούν στα βράχια δεν άργησαν να επιτεθούν μόνο με τα χέρια και να αφοπλίσουν μερικούς από τους Νεραίδοφρουρούς. Σε μια μάχη σώμα με σώμα, οι Νεράιδοι δεν μπορούσαν να κάνουν πολλά, μιας και οι Τζέργκα ήταν στην πλειονότητά τους πιο μεγαλόσωμοι, αλλά και καλύτερα εκπαιδευμένοι στην πάλη.

Βλέποντας τους συντρόφους του να κινδυνεύουν, ο Όμπερον έβαλε όλη του τη δύναμη να τους βοηθήσει. Δεν θα άφηνε τίποτα κακό να συμβεί σ' αυτά τα παλικάρια που τόσον καιρό ήταν μακριά απ' τα σπίτια και τις οικογένειές τους, όπως ήταν κι αυτός. Πετώντας το σπαθί του, προς έκπληξη όλων, άνοιξε τα φτερά του και παρά τις δυσμενείς συνθήκες κατάφερε να υψωθεί μισό μέτρο πάνω από το έδαφος και να επιτεθεί με τις πανίσχυρες γητειές του σε όσους είχαν τολμήσει να πλησιάσουν τους δικούς του. Οι φωτεινές ασημένιες αχτίδες που απελευθέρωνε με κάθε του κίνηση έκαναν κάθε Τζέργκα να δειλιάζει και να φεύγει πίσω. Οι Νεράιδοι ζητωκραύγαζαν γι' αυτόν και βρίσκοντας το θάρρος τους ξανά, άρχισαν να αντεπιτίθενται. Λαχανιασμένος προσγειώθηκε ξανά, έτοιμος να ρίξει στους αντίπαλους την τελειωτική του επίθεση, μα τότε μία βροντερή φωνή έκανε τους πάντες να βουβαθούν.

«Εντυπωσιακό το τι μπορεί να κάνει η Νεραϊδομαγεία, αλλά καλά θα κάνετε να σταματήσετε τώρα τις τσαρλατανιές». Ο Όμπερον γύρισε έντρομος προς την κατεύθυνση εκείνου που μίλησε, μόνο για να δει έναν Τζέργκα πολύ πιο μεγαλόσωμο και βαρύτερα οπλισμένο από τους άλλους να βγαίνει κι αυτός μέσα από την ομίχλη. «Οι φήμες για τις δυνάμεις σου, Βασιλιά Όμπερον, φτάνουν μέχρι τα πέρατα της Γκρίζας Γης. Ωστόσο τώρα καταλαβαίνω πως είναι πολύ πιο θεαματικό να τις βλέπει κανείς από κοντά». Στη στιγμή, όλοι οι Τζέργκα άφησαν τις επιθετικές τους στάσεις και περικύκλωσαν τον τερατόμορφο άντρα, που όρθωνε το ανάστημά του πάνω σε έναν βράχο και προφανώς ήτανε ο αρχηγός τους.

«Σάιτρους», αναφώνησε με κομμένη ανάσα ο Νεραϊδοβασιλιάς, προς αναγνώριση του πλάσματος που έστεκε αγέρωχο απέναντί του και τον κάρφωνε με το βλέμμα του.

«Σωστά», απάντησε χαμογελώντας εκείνος.

«Τι γυρεύεις από εμάς, Προδοτικέ Φύλαρχε των Τζέργκα», τον ρώτησε με μια έκφραση αποστροφής, που ουσιαστικά υπερκάλυπτε τον φόβο του. Ήταν γνωστό εδώ και χρόνια πως εκείνος που αποκαλούσαν 'Σάιτρους' είχε πάρει με τη βία την εξουσία του λαού του, έχοντας δολοφονήσει με τα ίδια του τα χέρια τον νόμιμο Φύλαρχο. Αν τα μισά απ' όσα ακούγονταν γι' αυτόν ήταν αλήθεια, ο Όμπερον είχε κάθε λόγο να τον εχθρεύεται. «Άφησέ μας να φύγουμε, διαφορετικά θα-»

«Ηρέμησε, Όμπερον», τον έκοψε ο Σάιτρους γελώντας. «Θέλω μόνο να συζητήσω μαζί σου».

«Στήνεις συχνά ενέδρες σ' αυτούς που θέλεις να συζητήσεις μαζί τους, Σάιτρους;», ρώτησε ειρωνικά ο Όμπερον, ανταποδίδοντας την οικειότητα με την οποία τον προσφωνούσε ο άλλος.

«Όταν γνωρίζω πως δεν θα 'ταν πρόθυμοι να με ακούσουν με άλλον τρόπο, ναι», αποκρίθηκε ωμά αυτός. «Αλλά στην δική σου την περίπτωση, ομολογώ πως με παρέσυρε η περιέργειά μου. Ήθελα να σε γνωρίσω ως πολεμιστή, να δω αν στ' αλήθεια είσαι τόσο δυνατός όσο λένε. Και τελικά παραδέχομαι πως πράγματι, είχαν δίκιο».

«Δεν καταλαβαίνω».

«Θα καταλάβεις αμέσως», είπε ο Σάιτρους και πλησίασε. Οι άντρες του Όμπερον περίμεναν με τα όπλα τους ανά χείρας, αλλά δεν τολμούσαν να κάνουν καμία κίνηση. «Βλέπεις, εδώ και καιρό πιστεύω πως οι λαοί μας δεν χρειάζεται να είναι εχθροί. Μπορεί οι πρόγονοί μας να έκαναν λάθος επιλογές, μα εμείς δεν είμαστε υποχρεωμένοι να τις επαναλάβουμε. Σκέψου το, είμαστε οι Πρωτογέννητοι, οι πρώτοι που προικίστηκαν με δυνάμεις υπερφυσικές από τον Φωτεινό Πυρήνα. Τόσα κοινά στοιχεία, τόσες αμοιβαίες φιλοδοξίες! Γιατί να καίγονται μάταια στην φλόγα ενός άσκοπου πολέμου;»

Ακούγοντάς τον, ο Όμπερον κούνησε το κεφάλι του με αποδοκιμασία. «Τολμάς να μου λες πως είμαστε ίδιοι; Να μου προτείνεις συμμαχία μετά από όλα όσα κάνατε εσείς εναντίον μας;»

«Μάλλον ο Βασιλιάς Όμπερον λησμονεί τον καιρό που οι Νεράιδες σφαγιάζανε τους Τζέργκα αβέρτα. Και δεν πέρασε δα και τόσος χρόνος... Θα 'ναι-δεν θα 'ναι 22 με 25 χρόνια από τότε που ο στρατός σας σκότωνε ακόμα και τα γυναικόπαιδά μας για λογαριασμό της δήθεν... 'ισορροπίας'».

«Βρισκόμασταν σε άμυνα!»

Σε αυτή του τη δήλωση, ο άλλος έσκασε ένα βροντερό γέλιο, που περισσότερο θύμιζε βρυχηθμό άγριου ζώου, παρά ανθρώπινη φωνή. «Άμυνα, ε; Άμυνα!», μπόρεσε να πει ανάμεσα στα γέλια του ο Σάιτρους, ενώ οι Νεράιδοι τον κοιτούσαν έχοντας ανατριχιάσει. «Ωραίο δούλεμα! Με τέτοια κατάχρηση της μαγείας που κάνετε, είναι πολύ εύκολο να κάνετε το ψέμα σας αλήθεια και να επιβάλετε και στους άλλους να το δουν έτσι». Άξαφνα σταμάτησε να γελάει κι έριξε το βλέμμα του σ' έναν από τους Νεραϊδοφρουρούς. «Όμως δεν είστε πλέον οι μόνοι...», γρύλισε και την επόμενη στιγμή ο φρουρός υψώθηκε στον αέρα κι άρχισε ν' ασθμαίνει βίαια.

«Έλβερ!», άρχισαν να αναφωνούν οι σύντροφοί του με τρόμο, καθώς διαπίστωσαν πως τα φτερά του δεν κινούνταν, μα κάποια άλλη δύναμη τον είχε σηκώσει.

«Βλέπεις!;», βρυχήθηκε ο Σάιτρους με μια χρυσοκόκκινη λάμψη να βγαίνει από τα μάτια του, την ίδια ώρα που τα χέρια του έλαμπαν κι αυτά κι έκαναν μια κίνηση σαν να στραγγαλίζανε κάποιον. «Κι εγώ σε άμυνα βρίσκομαι τώρα! Τολμάς άραγε να πεις το αντίθετο, ε!;», συνέχισε γελώντας και πάλι, ενώ το πρόσωπο του νεαρού είχε αρχίσει να γίνεται γαλάζιο από την έλλειψη οξυγόνου.

Μαγεία, σκέφτηκε με έκπληξη ο Όμπερον κι έσπευσε μαζί με κάποιους άλλους να ελευθερώσουν τον άτυχο Νεράιδο. Όμως μόλις ο Όμπερον έκανε να τον αγγίξει, μια αίσθηση καψίματος τον έκανε να τραβηχτεί πίσω με μια κραυγή πόνου, στην οποία ο Σάιτρους αντέδρασε γελώντας ακόμη πιο δυνατά, ώσπου χτύπησε ξαφνικά τα δάχτυλά του κι ο Έλβερ σωριάστηκε καταγής βήχοντας ασταμάτητα. Ο Όμπερον τον πλησίασε κι αυτή τη φορά κατάφερε να τον αγγίξει. Και να δει πως ο λαιμός του, όπου τον είχε χτυπήσει η μαγεία του Φυλάρχου, ήταν ελαφριά καψαλισμένος. «Τι του έκανες!; Είσαι τρελός!;», ρώτησε εξοργισμένος τον Τζέργκα.

«Τρελός όχι, πρακτικός θα έλεγα», του ήρθε μια εντελώς ατάραχη απάντηση. «Αν σου μιλούσα για την μαγεία που χάρισε απλόχερα σ' εμένα ο Μέγας Ντρογκ, δεν θα με πίστευες. Προτίμησα, λοιπόν, να σου δείξω. Για να μην νομίζεις ότι μόνο η φάρα σου μπορεί να κάνει τέτοια». Ακούγοντάς τον, ο Όμπερον πήρε θέση μάχης, αλλά με μια κίνηση του χεριού του, ο Σάιτρους τον σταμάτησε. «Θυμήσου τι σου είπα πριν, Νεραϊδοβασιλιά. Δεν θέλω να πολεμήσω μαζί σου, αλλά να συμμαχήσω. Με τις δυνάμεις μου και τις δικές σου μαζί, σκέψου πόσο καλό μπορούμε να κάνουμε στον κόσμο. Άλλωστε είναι γνωστό σε όλους πως δεν συμμερίζεσαι τις απόψεις της... γλυκιάς σου γυναικούλας για το ότι όλα τα πλάσματα είναι ίσα». Με το που ο Όμπερον άκουσε την ειρωνική αναφορά στο όνομα της Τιτάνιας, φούντωσε περισσότερο από θυμό κι έριξε ένα από τα ξόρκια του προς το μέρος του Φυλάρχου, αλλά εκείνος τράβηξε μπροστά την ενισχυμένη με γητειά ασπίδα του και μπλόκαρε με ευκολία την επίθεση. «Δεν θα σου το φέρω γύρω-γύρω για πολύ ακόμα, Όμπερον. Είσαι ο περίγελος όχι μόνο του βασιλείου σου, αλλά κι ολόκληρης της Μυθυφηλίου. 'Ο αδύναμος βασιλιάς, που κάνει ό,τι του λέει η γυναίκα του, σαν πιστό σκυλί', έτσι λένε όλοι. Πες μου ειλικρινά, αυτός είναι ο προορισμός της ζωής σου; Αυτό θέλεις να είσαι;»

«Πάψε τις ανοησίες!»

«Εγώ να πάψω, αλλά αυτό δεν θ' αναιρέσει το γεγονός ότι είσαι άσημος και κανείς δεν σε υπολογίζει. Και είναι κρίμα, γιατί όπως μου έδειξες αυτά τα λίγα λεπτά που σε ξέρω, φαίνεσαι ένας ικανός ηγέτης και ικανός πολεμιστής. Πρόθυμος να υπερασπιστεί τον σκοπό του στα άκρα».

«Μεγαλειότατε, μην απαντάτε στις προκλήσεις του», ψιθύρισε ο Χάιλεν, μα ο Όμπερον έμοιαζε ξαφνικά να μην τον ακούει. Λίγα δευτερόλεπτα πριν ήταν γεμάτος με οργή, μια οργή που την ένιωθε καιρό, χρόνια ολόκληρα να του τρώει τα σωθικά. Όχι, δεν ήταν η προσβολή του Σάιτρους προς την Τιτάνια. Δεν ήταν η ενέδρα που του έστησε. Ήταν οργή γιατί διαπίστωνε πως όσα του έλεγε αυτό το κτήνος ήταν αλήθεια. Η Τιτάνια πάντα τον έβαζε να κάνει τις δύσκολες δουλειές και ποτέ, μα ποτέ δεν άκουγε όσα είχε να της πει για το βασίλειο. Αυτός εδώ πάλι τον είχε μόλις επαινέσει, κάτι το οποίο του είχε λείψει πολύ και μόλις τώρα διαπίστωσε το πόσο. Όχι, είπε στον εαυτό του, κόβοντας τούτη την σκέψη.

«Πολύ το σκέφτεσαι, Νεραϊδοβασιλιά, όμως ένα πεδίο μάχης δεν είναι κατάλληλος τόπος για σκέψη», είπε σοβαρά ο Σάιτρους. «Αν θέλεις στ' αλήθεια να-»

«Δεν θα προδώσω ποτέ τον λαό μου!», του φώναξε ο Όμπερον με όλη του τη δύναμη. «Εξαφανίσου τώρα από μπροστά μου!»

«Καλά, καλά», απάντησε ήρεμα ο Σάιτρους. «Αν ο λαός σου, το βασίλειό σου κι όλα όσα σου είναι αγαπητά έχουν καλώς, τότε δεν χρειάζεται να συζητήσουμε άλλο. Υποθέτω πως είσαι ευχαριστημένος με την ζωή που κάνεις και... δεν χρειάζεσαι τίποτα παραπάνω», κατέληξε κι έδωσε ένα παράγγελμα στην γλώσσα του, καλώντας τους άντρες του να οπισθοχωρήσουν. «Πάντως...», γύρισε και του είπε την τελευταία στιγμή. «...έχεις κερδίσει τον θαυμασμό μου με τις ικανότητες και τον χαρακτήρα σου κι ο Σάιτρους ανταποδίδει τον θαυμασμό με έμπρακτο τρόπο. Μάθε πως αν ποτέ χρειαστείς κάποια βοήθεια, μπορείς να υπολογίσεις σ' έναν Τζέργκα... όσο 'προδοτικό' κι αν τον θεωρείς».

Με αυτά τα λόγια ο λόχος εξαφανίστηκε. Καθώς ο Όμπερον προσπαθούσε να συνέλθει από το σοκ, ένας από τους φρουρούς τον πλησίασε. «Μεγαλειότατε;», ρώτησε με δισταγμό. «Πού βρισκόμαστε; Τι κάνουμε εδώ;»

Ο ανώτερός του τον κοίταξε με απορία. «Τι εννοείς;», ρώτησε. «Δεν θυμάσαι;»

«Όχι», απάντησε ο νεαρός τινάζοντας τους ώμους. Ο Όμπερον τότε στράφηκε στους υπόλοιπους. Όλοι φαινόντουσαν να έχουν το ίδιο χάσιμο, ακόμα κι ο Έλβερ, τον οποίο προσπάθησε να πνίξει ο Σάιτρους. Το κάψιμο στον λαιμό του τον προβλημάτισε, μα δεν μπορούσε να καταλάβει τι το προκάλεσε. Ο Όμπερον κατάλαβε πως κι αυτή η ξαφνική απώλεια μνήμης ήταν αποτέλεσμα της σκοτεινής μαγείας που διαφέντευε ο Άρχοντας των Τζέργκα, ωστόσο αποφάσισε να κρατήσει το στόμα του κλειστό και να μην τους πει τι συνέβη. Δεν θα ωφελούσε σε κάτι, αυτή ήταν η δικαιολογία που προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του ότι τον συγκρατούσε. Στην πραγματικότητα, μια καταιγίδα από ανησυχητικούς συνειρμούς είχε ξεσπάσει στο νου του κι ενδόμυχα ήταν ευγνώμων που δεν θα χρειαζόταν να απολογηθεί στην Τιτάνια, ή να μοιραστεί τις σκέψεις του με κανέναν. Με κανέναν, εκτός από μία...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top