Κεφάλαιο 22
Κεφάλαιο 22
Πολλοί από τους κατοίκους των άλλων Τόπων πίστευαν πως τα φύλλα των δέντρων του Νοβέλιαν δεν κιτρινίζανε, ούτε και πέφτανε το Φθινόπωρο. Κάποιοι μάλιστα υποστήριζαν ότι γινόντουσαν χρυσά. Αυτή η αλήθεια έστεκε, όμως όχι με τον τρόπο που φαντάζονταν. Το Ασημένιο Δάσος είχε πολλά πεύκα που ήταν αειθαλή και δεν έχαναν τα φύλλα τους. Τα υπόλοιπα δέντρα πάλι, περικλείονταν από μαγεία κι όταν τα φύλλα τους κιτρίνιζαν η λάμψη τους από ασημιά έμοιαζε χρυσαφιά. Αυτό δεν σήμαινε βέβαια ότι ήταν πράγματι φτιαγμένα από χρυσάφι. Πόσες όψεις μπορούσε να έχει άραγε μία αλήθεια; Και πόσες πολλές και διαφορετικές σημασίες; Αυτά σκεφτόταν ο Σίον τους μήνες, αφ' ότου επέστρεψε από την ολιγοήμερη 'εξορία' του στο Φέρθελντι.
🌙
Ήταν ένα Φθινόπωρο σαν και τούτο κι αυτός κοιτούσε τα χρυσαφένια φύλλα να χορεύουν στον νοτιά, όταν εκείνη ήρθε να τον βρει. Σε όλες τους τις συναντήσεις είχε έναν δισταγμό, μια αγωνία, μα όταν αυτή η κοπέλα τον φιλούσε όλα εξαφανίζονταν, καθώς τον διαβεβαίωνε με την πράξη της αυτή πως ήτανε αντάξιός της. «Είσαι καλά;», την ρώτησε όταν τα χείλη τους χωρίστηκαν κι εκείνη συνοφρυώθηκε.
«Με ρωτάς σαν να θες να σου πω με το ζόρι 'ναι'», απάντησε κάνοντάς τον να μετανιώσει αμέσως για την ερώτησή του. Την ακολούθησε πρόθυμα μακριά απ' το σπίτι, κάνοντας ό,τι μπορούσε για να την βοηθήσει να ξεχαστεί. «Ο βλάκας ο πατέρας μου συνεχίζει να με υποτιμάει», του είπε με παράπονο αργότερα. «Του έδειξα σήμερα τα ξυλόγλυπτά μου και μου είπε πάλι ότι χάνω το χρόνο μου, ο γελοίος».
«Δεν είναι αλήθεια, Νίλυα», της απάντησε. «Και δεν το βρίσκω σωστό να μιλάς έτσι για τον πατέρα σου. Έχεις καταφέρει τόσα πολλά, είσαι εξαίρετη τεχνίτρια! Πώς θα μπορούσε να σε υποτιμήσει;»
«Όσα και να κάνω, αυτός δεν τα βλέπει», ξεφύσηξε η Νίλυα με απογοήτευση. «Από τη στιγμή που δεν γεννήθηκα αγόρι, δεν έχω καμία αξία γι' αυτόν». Η Νίλυα είχε συχνά προβλήματα με την οικογένειά της κι εκείνος το θεωρούσε τιμή όταν του μιλούσε γι' αυτά, μα σήμερα το περιεχόμενο της συζήτησης εξελίχθηκε εντελώς διαφορετικά, όταν τον ρώτησε αν είχε σκεφτεί αυτό που του είπε την τελευταία φορά.
«Το σκέφτηκα», της είπε σοβαρεύοντας απότομα. «Κι η απάντηση είναι 'όχι'».
«Μα γιατί;», επέμεινε αυτή. «Δεν θα κάνουμε τίποτα κακό. Κάποτε ένα μέρος απ' όλα αυτά θα είναι και δικό μου. Γιατί να μην-»
«Νίλυα, σοβαρολογείς; Να κλέψεις τον ίδιο σου τον πατέρα; Πού το ξανάκουσες αυτό!;»
«Σταμάτα να το παρουσιάζεις σαν κάτι τραγικό, Σίον! Δες το πρακτικά! Εγώ είμαι δίπλα σ' εκείνον και στη μητέρα μου, ενώ τ' αδέλφια μου καλοπερνάνε μακριά από εδώ. Δεν είναι άδικο να πάρουν αυτοί το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας και να μείνω εγώ με ψίχουλα;»
«Είναι. Αλλά είναι ακόμη πιο άδικο, εσύ, ένα κορίτσι από οικογένεια με αρχές, να πάρεις πάνω σου ένα τέτοιο σφάλμα».
«Δεν θα είμαι μόνη μου. Θα είσαι εσύ μαζί μου και δεν θα μας πάρει χαμπάρι κανείς».
«Ο Μέιλορ έχει κάνει πολλά για μένα. Σαν γιο του μ' έχει τόσα χρόνια κι εγώ τώρα θα τον-»
Το γέλιο της Νίλυας τον διέκοψε. «'Γιο του';», επανέλαβε ειρωνικά. «Δεν σ' έχει σαν γιο του, Σίον. Στη δούλεψή του σ' έχει! Δε σημαίνεις τίποτα ούτε γι' αυτόν, ούτε για την Αντίν. Μαζί τους μένω και ξέρω», μονάχα στο τέλος πρόσεξε την πληγωμένη του αντίδραση και σταμάτησε. «Σ' έχουν αδικήσει κι εσένα», του είπε πιο τρυφερά και τον φίλησε. «Είναι η ιδανική ευκαιρία να τους το ανταποδώσεις. Να φύγεις από εδώ, να φύγουμε μαζί και να ζήσουμε την ζωή που δικαιούμαστε. Έλα, Σίον μου. Σου αξίζει μια καλύτερη ζωή, όπως αξίζει και σ' εμένα...»
Ο Νεράιδος έμεινε για λίγο παθητικός στο φιλί και στο άγγιγμά της, μα στη συνειδητοποίηση των όσων άκουγε, δεν κατάφερε να συγκρατήσει την έκφραση αποστροφής για τη Νεράιδα απέναντί του. «Δεν σε βοηθάω να κλέψεις», της είπε, σπρώχνοντάς την μακριά του.
Η Νίλυα τον κοίταξε πληγωμένη μέσα από τα ανακατεμένα πορτοκαλόξανθα μαλλιά της, μα η έκφρασή της άλλαξε απότομα σε θυμωμένη. «Καλά, τότε. Δεν σε χρειάζομαι», του πέταξε. «Θα το κάνω μόνη μου».
«Όχι, δεν θα το κάνεις».
«Ποιος σε ρώτησε;»
«Αν το κάνεις, θα-»
«Τι; Θα το πεις στους γονείς μου;», τον ρώτησε ξαφνικά εξοργισμένη, με τα σκούρα μάτια της ν' αστράφτουν. «Δεν θα κάνεις τίποτα», γρύλισε και πέταξε μακριά, σηματοδοτώντας το τέλος της τελευταίας φοράς που αυτοί οι δύο βρέθηκαν μόνοι τους.
🌙
Μετά από όσα πέρασε μαζί της, δεν πίστευε ότι θα έβρισκε ξανά τον έρωτα. Θυμόταν πως πίστευε ότι την είχε ερωτευθεί. Του άρεσε να την βλέπει, να κουβεντιάζει μαζί της, να του δίνει προσοχή. Και οι στιγμές που είχαν περάσει πίστευε πως ήταν όμορφες. Τώρα, βέβαια, έβλεπε ότι απλώς ήταν μία αλλαγή μέσα στην σκληρή καθημερινότητά του. Με τις ενοχές του να τον τυραννούν από τότε, είχε ανάγκη να προσφέρει και να δεχθεί αγάπη, αλλά όποτε είχαν τις πιο προσωπικές τους στιγμές, έβλεπε πως η νεαρή Νεράιδα συχνά έβρισκε το σκεπτικό του υπερβολικά ρομαντικό και σεμνότυφο.
Είχε βρει το θάρρος να μιλήσει στην Ραβάννα για εκείνο το νεαρό κορίτσι που θεωρούσε την πρώτη του αγάπη. Το ένιωθε υποχρέωσή του να της τα πει, αφ' ότου η περιέργειά του τον οδήγησε να τη ρωτήσει αν είχε ποτέ της κάτι με κάποιον κι αυτή απάντησε με κάποια αμηχανία πως όχι, δεν είχε ιδιαίτερα πάρε-δώσε με αγόρια. Η έκφρασή της άλλαξε αμυδρά σε θυμό όταν έμαθε πως η Νίλυα θέλησε να κλέψει τον ίδιο της τον πατέρα και ζήτησε την βοήθειά του. Δεν περίμενε τίποτα περισσότερο απ' τον Σίον από αυτό που έκανε: να αρνηθεί να διαπράξει ένα τέτοιο αδίκημα ενάντια στην οικογένεια που, όσο κι αν του φόρτωσε σκληρή δουλειά, του έδωσε ένα σπίτι. Όταν όμως άκουσε πως η κοπέλα τελικά έκλεψε μόνη της και μετά κατηγόρησε εκείνον ότι την έβαλε να το κάνει, για μια ακόμη φορά εξεπλάγη με το πόση κακία υπήρχε εκεί έξω. Ο Σίον καταλάβαινε τώρα πως ποτέ του δεν ερωτεύθηκε την Νίλυα. Δέθηκε συναισθηματικά μαζί της, πληγώθηκε από την συμπεριφορά της, όμως όχι, δεν ήταν αληθινή αγάπη. Τώρα που είχε απέναντί του την ιέρεια, το καταλάβαινε. Από μέσα του ευχαριστούσε την Σελντίνια που την είχε φέρει στη ζωή του. Αν και δεν ήξερε κατά πόσο ενέκρινε το ότι αυτός διεκδικούσε την κόρη της...
🌙
Την άκουσε να τραγουδά σχεδόν από μέσα της το τραγούδι που άκουσαν τη νύχτα στο Σάιλροτελ. Ήχος τόσο λεπτός κι όμορφος, σαν νανούρισμα. Απλώς έκλεισε τα μάτια του κι αφέθηκε.
«Πρέπει να γυρίσουμε», πίεσε τον εαυτό του να της πει έπειτα από λίγο. «Αν τυχόν καταλάβει η Λιουντέμνια-»
«Όχι ακόμη», τον παρακάλεσε εκείνη, χωρίς να λογαριάζει διόλου την Αρχιέρεια. «Απόψε θέλω ν' αποκοιμηθώ στην αγκαλιά σου, Σίον. Έστω για λίγο...»
Ο Νεράιδος την κοίταξε για μια στιγμή στενοχωρημένος, μα πώς θα μπορούσε να της αρνηθεί, τώρα που, με το αίτημά της, του έδειχνε τόσο απρόσμενα και απροκάλυπτα ότι τον εμπιστευόταν απόλυτα; Και πάλι της είπε 'σ' αγαπώ', χωρίς να προσμένει κάποια ανταπόδοση, έστω κι αν κατά βάθος η καρδιά του είχε αρχίσει να τη λαχταράει. Άνοιξε τα χέρια, δείχνοντας την αποδοχή του κι εκείνη κούρνιασε κοντά του. Έτσι αποκοιμήθηκαν και οι δύο και τα όνειρά τους ήταν γλυκά κι όμορφα. Ο Σίον την είδε στον ύπνο του μικρό κοριτσάκι, όπως την είχε φανταστεί τουλάχιστον από τις περιγραφές της. Τα μακριά πράσινα μαλλιά της έμπαιναν μπροστά στο πρόσωπό της καθώς έτρεχε σε έναν αγρό ολόσπαρτο από κίτρινα λουλούδια. Γελούσε καθώς τα μάζευε στην ροζ ποδιά της. Κάποια στιγμή γύρισε προς το μέρος του και χωρίς να σταματήσει να γελάει, τον πλησίασε και του προσέφερε τα λουλούδια που είχε μαζέψει σε ένα ματσάκι. «Γεια σου! Θέλεις να παίξουμε;», ρώτησε με την παιδική της φωνή και μόνο τότε ο Σίον διαπίστωσε ότι ήταν κι αυτός μικρό αγοράκι κι άρχισε να τρέχει μαζί της και να γελάει, όπως είχε ξεχάσει να γελάει στην ενήλικη ζωή του.
Εκείνη πάλι τον είδε κι αυτόν σαν παιδάκι, αλλά και τον εαυτό της. Να πετάνε μαζί πάνω από την θάλασσα, ενώ μία όμορφη μουσική γέμιζε τον ουρανό. Στο τέλος νύχτωσε και τα δυο παιδιά ξάπλωσαν να ξεκουραστούν πάνω σε ένα απαλό μπλε σύννεφο. Aστέρια χόρευαν γύρω τους κι οι επιφάνειές τους, σαν καθρέφτες, αντανακλούσαν τα χαρούμενα πρόσωπά τους. Πόσο της είχε λείψει αυτή η παιδική, η αυθόρμητη χαρά, που δεν χρειαζόταν σημαντικό λόγο για να υπάρξει. Για μια στιγμή ξύπνησε κι ένιωσε την ζεστασιά του να είναι γύρω της. Ήξερε ότι έπρεπε να τον ξυπνήσει για να φύγουν, μα δεν το έκανε. Έκλεισε πάλι τα μάτια της κι έμειναν μαζί εκεί, μέχρι το Φεγγάρι να δύσει.
🌙
«Καλημέρα, Λιδσένια!», χαιρέτησε την νεότερη Νεράιδα, προσπαθώντας να φαίνεται εντελώς φυσιολογική.
«Καλημέρα, Ραβάννα», ανταπέδωσε τον χαιρετισμό εκείνη. «Πώς κι είσαι έξω από τόσο νωρίς;»
«Δουλειές, πολλές δουλειές από αχάραγα», της απάντησε στα γρήγορα. «Εσύ πώς κι είσαι έξω και μάλιστα μόνη σου;»
«Αισθάνομαι αρκετά καλύτερα σήμερα κι είπα να βγω χωρίς συνοδεία», απάντησε το κορίτσι, εισπνέοντας με ευχαρίστηση τον πρωινό αέρα.
«Καλά έκανες», της χαμογέλασε η Ραβάννα, προτού την αποχαιρετήσει για να πάει προς τα μέσα. Η Λιδσένια συνέχισε να απολαμβάνει τον μοναχικό της περίπατο στον κήπο. Λίγες στιγμές μακριά από την αυστηρή της δασκάλα ήταν ό,τι ακριβώς χρειαζόταν για να αναζωογονηθεί.
Οι προετοιμασίες για την Μεγάλη Γιορτή του Φθινοπώρου, που θα γινόταν σε έναν ακριβώς μήνα, είχαν κιόλας ξεκινήσει. Η κοπέλα κοίταξε με προσμονή τα κίτρινα γιασεμιά -τα Λουλούδια της Βασίλισσας, όπως τα λέγανε-, που κοσμούσαν ήδη τις κολώνες. Από μικρή αγαπούσε αυτή τη γιορτή κι ανυπομονούσε να παραβρεθεί μαζί με τους γονείς της, να δει τα λαμπερά πυροτεχνήματα, να γελάσει και να παίξει με τα υπόλοιπα παιδιά. Η σκέψη της Αρχιέρειας να της λέει πως όλα αυτά έπρεπε να τα αφήσει πίσω της για πάντα την έκανε να συνοφρυωθεί κι ένας κόμπος έσφιξε το στομάχι της στην διαπίστωση πως η φετινή γιορτή θα συνέπεφτε με την μύησή της. Επρεπε να είχε γίνει μήνες πριν, όταν πήγε στις Σεληνιακές Λίμνες για αυτόν τον σκοπό, μα εφ' όσον ήρθαν έτσι τα πράγματα κι αρρώστησε, η Λιουντέμνια αποφάσισε πως το καλύτερο θα ήταν η τελετή να γίνει εδώ και μάλιστα αυτή την γιορτινή ημέρα. Θα ήταν η καλύτερη λύση και για να μην ταλαιπωρηθεί στο ταξίδι η Λιδσένια και για να είναι παρόντες οι υπήκοοι του Νοβέλιαν. Η κοπέλα αναστέναξε. Τώρα πια δεν θα μπορούσε να το αποφύγει. Η ιδέα πως τόσα ζευγάρια μάτια θα ήταν καρφωμένα πάνω της την τρόμαζε.
Ήξερε πως, αν και δεν θα τους το έλεγε ποτέ επισήμως, η Λιουντέμνια θα τους την παρουσίαζε, για να μπορέσει με αυτό τον τρόπο να τους την επιβάλει αργότερα ως την επόμενη Αρχιέρεια. Και παρ' ό,τι δεν είχε ποτέ την τόλμη να μιλήσει, ή ακόμα και να δείξει το παραμικρό ίχνος δυσαρέσκειας μπροστά της, η Λιδσένια δεν ήταν ούτε χαζή, ούτε παντελώς αγνώμων για το πώς δούλευε ο κόσμος. Η Λιουντέμνια θα την επέβαλε στις άλλες Νεράιδες, καταργώντας τον θεσμό της εκλογής και η 'Λιουντέμνια η Δεύτερη' θα γινόταν μισητή από όλους, ως εκείνη που τους στέρησε το δικαίωμα να αποφασίζουν για το μέλλον τους. Στην τελευταία σκέψη, ένιωσε το στομάχι της να ανακατεύεται και κατάλαβε πως αν ήθελε να γλιτώσει από άλλον έναν εμετό, καλά θα έκανε να κατευθύνει επειγόντως το μυαλό της σε κάτι πιο χαρούμενο. Κοίταξε ξανά τα όμορφα κίτρινα λουλούδια, αλλά ένιωσε χειρότερα, καθώς θυμήθηκε ότι η Φεγγαροφώτιστη δεν ενέκρινε τίποτα από όλα αυτά, κανενός είδους διασκεδάσεις κι επομένως, ως ιέρεια, δεν θα ξαναγέλαγε ποτέ της, ούτε θα ξαναπέρναγε καλά. Καμία ευτυχία δεν την περίμενε στο μέλλον που επέλεξαν για εκείνη.
Την επόμενη στιγμή έτρεχε πίσω από έναν θάμνο και ένα λεπτό αργότερα είχε αδειάσει το στομάχι της εκεί πέρα. Ανακουφισμένη προσωρινά από το ανακάτεμα, που όμως γνώριζε καλά ότι θα επέστρεφε πάλι σε δύο μέρες, πλησίασε έναν από τους μικρούς καταρράκτες της αυλής και ξέπλυνε το στόμα της και το πρόσωπό της.
«Είσαι εντάξει;», άκουσε κάποιον να ρωτάει. Γύρισε προς το μέρος του κι αν και η όρασή της ήταν ακόμα κάπως θολή από την ζαλάδα, κατάφερε να διακρίνει το περίγραμμα ενός ψηλού Νεράιδου που στεκόταν απέναντί της, κόντρα στο φως του ήλιου. Αυτός έκανε ένα βήμα πιο κοντά, επιτρέποντάς της να δει πιο καλά τα αχυρένια μαλλιά του και τα σκούρα πράσινα μάτια του, που την κοίταξαν για μια στιγμή τρομαγμένα. «Έι, ξέρω ότι οι Ιέρειες της Σελήνης είναι ταιριαστό να έχουν μια νεκρική χλωμάδα, αλλά αν θέλεις τη γνώμη μου, μάλλον το παράκανες. Αισθάνεσαι καλά;» Η Λιδσένια έμεινε ασάλευτη για λίγο. Αυτός ρωτούσε σοβαρά, μα ο τρόπος που εξέφρασε το πόσο ανησυχητικά χλωμή ήταν, την έκανε να ξεσπάσει σε γέλιο ανακούφισης κι εκτόνωσης, πριν το καταλάβει. Και πάλι αυτός την κοίταξε, στην αρχή πολύ μπερδεμένος, μα αργότερα ένα μικρό χαμόγελο φάνηκε κάτω από το λεπτό του μουστάκι. «Μάλλον τώρα αισθάνεσαι καλά», είπε.
Αυτή σταμάτησε τελικά να γελάει και τον κοίταξε πιο προσεκτικά, καθώς τόσο το πρόσωπο, όσο και η φωνή του της θύμισαν κάτι. «Ράοφεν;», αναφώνησε. Αυτός αντέδρασε, ακούγοντας το όνομά του, αλλά φάνηκε να μην την αναγνωρίζει. «Ράοφεν, εγώ είμαι, η Λιδσένια!», του φώναξε με ενθουσιασμό και τότε τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα και χαμογέλασε πλατύτερα.
«Λιδσένια! Δεν το πιστεύω!», της είπε, κρατώντας της τα χέρια. «Τελικά το 'παν και το 'καναν οι δικοί σου. Σε στείλανε να γίνεις ιέρεια. Απίστευτο!», δήλωσε, κοιτάζοντάς την με προσοχή. Είχε μεγαλώσει πολύ από τότε που είχε να τη δει. «Έχεις ψηλώσει τουλάχιστον ένα κεφάλι από το τελευταίο μας μάθημα», παρατήρησε. «Και βλέπω, ήδη άρχισες να μακραίνεις τα μαλλιά σου. Μάλλον πραγματοποίησες το παιδικό όνειρό σου, ε; Ελπίζω τώρα να ξεχωρίζεις τα σελντινάιτ από τις τσουκνίδες. Όχι τίποτ' άλλο, μην δηλητηριάσεις κανέναν πιστό κι αρχίσουν οι 'κακές οι γλώσσες'».
Η Λιδσένια τον άκουγε με ένα τεράστιο χαμόγελο στο ταλαιπωρημένο πρόσωπό της. Είχε ξεχάσει πόσο την ενοχλούσε το χιούμορ του στην αρχή και πόσο της άρεσε μετά, που το συνήθισε. «Μην ανησυχείς, τα ξέρω όλα τα βότανα», του είπε τάχα θυμωμένα. «Αν και όχι από σένα. Δεν είσαι κι ο καλύτερος παιδαγωγός, ξέρεις».
«Το ξέρω», απάντησε αυτός ατάραχα. «Κανείς δεν με εμπιστεύεται πλέον να διδάξω το παιδί του. Γι' αυτό είμαι εδώ, γιατί μου ανέθεσαν οι κηπουροί του παλατιού αυτή την δουλειά».
«Οι κηπουροί;», απόρησε η κοπέλα. «Δηλαδή... θέλεις να πεις ότι από αυτό ζεις;», ξαναρώτησε, παρατηρώντας το ματσάκι με τα γιασεμιά που κρατούσε στο δεξί του χέρι.
«Από αυτό», της απάντησε γνέφοντας. «Μάλιστα σήμερα ήταν έτοιμοι να με διώξουν κι από 'κεί, γι' αυτό ήρθα με το ζόρι. Αλλιώς δεν θα πατούσα ποτέ σ' αυτό το μέρος», σχολίασε δηκτικά. Η Λιδσένια δεν ήξερε τι να του πει.
«Μα για ποιο λόγο να μην σε εμπιστεύονται πια; Ήσουν ένας από τους αριστούχους της Βασιλικής Ακαδημίας με τους υψηλότερους βαθμούς. Γι' αυτό σε προτίμησαν κι οι δικοί μου», σχολίασε λίγα λεπτά μετά, όταν οι δυο τους περπατούσαν προς την έξοδο του κήπου.
«Έλα, αφού το ξέρεις», ξεφύσηξε εκείνος. «Αν τολμήσεις να πεις κάτι κακό για την θεά του φεγγαριού ή τις ιέρειές της μέσα στο Νοβέλιαν, σε ξεγράφουν όλοι».
«Μα κι εσύ, είναι ανάγκη να τα λες τόσο έξω απ' τα δόντια; Αφού ξέρεις πώς έχουν τα πράγματα».
«Και τι να κάνω, δηλαδή; Να σφραγίσω το στόμα μου και να καταπιώ τις απόψεις μου, για να κάνω το χατίρι σε κάποιους; Σου το έλεγα και τότε, Λιδσένια. Όλοι αυτοί οι άδικοι νόμοι, όλο αυτό το παραμύθι είναι φτιαχτό από 'κείνους που θέλουν να μας έχουν του χεριού τους. Τώρα πια το ζω στο πετσί μου. Ε λοιπόν όχι, δεν τους κάνω τη χάρη! Δε σωπαίνω για κανέναν». Στο τέλος γύρισε και την κοίταξε. Θυμόταν από παλιά πως η μικρή Λιδσένια (και ακόμα περισσότερο οι γονείς της) δυσανασχετούσε σε αυτά του τα λόγια. «Ελπίζω να μην σε προσέβαλα με όσα είπα», ξαναμίλησε κάπως πιο ήρεμα κι απολογητικά. «Και δεν το λέω επειδή είσαι ιέρεια, αλλά επειδή είσαι εσύ, η μικρή, έξυπνη μαθήτριά μου. Δεν θα ήθελα να σε στενοχωρήσω».
Προς έκπληξή του, η Νεράιδα δεν έδειχνε προσβεβλημένη. Το πρόσωπό της ήταν ήρεμο κι ουδέτερο. «Μην ανησυχείς», του είπε καθησυχαστικά. «Δεν έγινα ακόμα η Λιουντέμνια».
Στην τελευταία λέξη, τα μάτια του άνοιξαν και πάλι διάπλατα. «Ώστε εσύ είσαι», αναφώνησε. «Εσύ είσαι εκείνη που θα πάρει το όνομα της Αρχιέρειας. Θα 'πρεπε να το είχα συνειδητοποιήσει από πριν».
«Ίσως, αλλά δεν πειράζει. Κοίτα, ξέρω ότι δεν συμπαθείς ιδιαίτερα τις θρησκευτικές τελετές, μα η μύησή μου θα γίνει την ημέρα της Γιορτής του Φθινοπώρου. Θα ήταν χαρά μου αν έρθεις. Φέρε και την σύζυγό σου μαζί».
«Δεν υπάρχει σύζυγος», της είπε με ένα πικραμένο γέλιο. «Ακόμα και σ' αυτό ατύχησα, μικρή μου. Μόλις μαθαίνουν πώς βλέπω τα πράγματα, όλες τους απομακρύνονται». Για κάποιο λόγο, η νεαρή εκπαιδευόμενη ιέρεια δεν μπορούσε να ξεχωρίσει αν η είδηση αυτή της προκαλούσε λύπη ή χαρά. Ο Ράοφεν ήταν ένα όμορφο παλικάρι κι αν θυμόταν καλά, πρέπει να ήταν περίπου οχτώ με εννιά χρόνια μεγαλύτερός της. Πίστευε πως τώρα θα ήταν σίγουρα παντρεμένος και ίσως να είχε αποκτήσει και κανένα παιδάκι. Μα να του δείχνουν τέτοια απέχθεια; Να έχει καταλήξει υπηρέτης των κηπουρών, αντί να διδάσκει κι οι κοπέλες να φοβούνται να τον πλησιάσουν, επειδή είχε διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις από τους περισσότερους; Αυτό ήταν εξαιρετικά άδικο! Η απογοήτευση πρέπει να φάνηκε στο πρόσωπό της, μιας κι ο Ράοφεν την κοίταξε καλά-καλά.
«Δεν είναι ανάγκη να στενοχωριέσαι για μένα, Λιδσένια», της είπε. «Θα τον βρω τον δρόμο μου... πολύ μακριά από τον Ναό της Σελήνης, κατά προτίμηση».
«Το εύχομαι, γιατί σου αξίζει να έχεις μια καλή ζωή, δάσκαλε», του είπε, τονίζοντας την λέξη 'δάσκαλε' με σκοπό να τον πειράξει. «Πάντως, όπως κι αν έχουν τα πράγματα, χάρηκα πολύ που σε είδα... και θα χαρώ πολύ να σε ξαναδώ και στην τελετή. Ειλικρινά θα χαρώ».
Βλέποντας το παρακλητικό της ύφος, ο μεγαλύτερος Νεράιδος δεν μπορούσε να πει όχι. «Αν είναι να χαρείς τόσο, τότε θα έρθω». Δεν μετάνιωσε καθόλου αυτή του την δήλωση όταν είδε πόσο χαρούμενη την έκανε. «Ίσως με ξαναδείς μέσα στις επόμενες μέρες, που θα πηγαινοέρχομαι με τα λουλούδια».
«Το ελπίζω», απάντησε το κορίτσι και τον αποχαιρέτησε με ένα φιλί στο μάγουλο. Έπειτα εκείνος έφυγε για να ασχοληθεί με τις υπόλοιπες υποχρεώσεις του κι εκείνη επέστρεψε μέσα στον ναό με ένα τεράστιο χαμόγελο να διασχίζει απ' άκρη σ' άκρη το πρόσωπό της. Το ίδιο χαμόγελο δεν την άφησε για το υπόλοιπο της ημέρας, ούτε καν τη νύχτα, όταν σκέφτηκε καθαρά και συνειδητοποίησε πως αυτός ο νεαρός ήταν και κάτι παραπάνω από δάσκαλος.
Όταν έγινε δεκατεσσάρων, λίγο προτού τα μαθήματά τους σταματήσουν χωρίς καμία εξήγηση, ο Ράοφεν είχε αρχίσει να της αρέσει. Ήξερε ότι ήταν μεγαλύτερός της, ήξερε πως οι γονείς της δεν θα τον ενέκριναν ποτέ, αλλά δεν πρόλαβε να εκφράσει, ή έστω να νιώσει αυτό το συναίσθημα στην πλήρη του έκταση. Ο Ράοφεν έφυγε και μία άλλη παιδαγωγός πήρε τη θέση του. Η ίδια πέρασε τα επόμενα δύο χρόνια αφοσιωμένη στις μελέτες της, προτού έρθει στο σπίτι της η ίδια η Λιουντέμνια για να της ανακοινώσει ότι θα την έπαιρνε μαζί της στον ναό, για να γίνει κι αυτή Ιέρεια της Σελήνης. Και τώρα, άλλα δύο χρόνια μετά, ο Νεράιδος αυτός είχε μπει ξανά στην ζωή της και μόλις μερικά λεπτά συζήτησης μαζί του ήταν αρκετά για να της ανατρέψουν όλα τα δεδομένα. Τι θα μπορούσε να επακολουθήσει μετά από αυτό, η Λιδσένια δεν ήξερε, μα το σίγουρο ήταν ότι ανυπομονούσε να τον ξαναδεί.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top