Κεφάλαιο 2
Κεφάλαιο 2
Η Λιουντέμνια είχε μεγαλώσει στον ναό, από τότε που ήταν βρέφος μόλις μερικών ημερών· αντί για τα 21 ή έστω τα 18 της, επέμεινε να ξεκινήσει την εκπαίδευσή της από τα 15, όπως συνηθιζόταν τα πολύ παλιά χρόνια· γνώριζε εις βάθος τα ιερά κείμενα, τα οποία είχε μελετήσει άπειρες φορές, σε σημείο που τα ήξερε όλα απ' έξω· είχε αρχοντικό παρουσιαστικό, διέθετε πειθώ και την ικανότητα να επιβάλλει την άποψή της σε όλους· ποτέ της δεν δίσταζε να πάρει δύσκολες κι ακαριαίες αποφάσεις και φυσικά πίστευε ακράδαντα πως οι Νεράιδες ήταν τα υπέρτατα όντα της Μυθυφηλίου. Όλα αυτά συμπληρωνόντουσαν από μία καθάρια φωνή, ικανή να προκαλέσει δέος, σαν να ερχόταν κατευθείαν από αγριεμένους ουρανούς όπου ξεσπούσε καταιγίδα. Πληρούσε, με άλλα λόγια, όλες τις προϋποθέσεις για να γίνει Αρχιέρεια. Αυτά ήταν τα προσόντα της... κι εκεί σταματούσαν...
Η Ραβάννα θυμόταν χαρακτηριστικά την πρώτη φορά που την είχε δει, όταν ήρθε να κάνει την εκπαίδευσή της: την αφ' υψηλού στάση, τον τρόμο και την αγωνία που προσπάθησε να εκμαιεύσει στην ίδια και στις άλλες κοπέλες που ήρθαν με τον ίδιο σκοπό. Βέβαια, μπορεί οι απειλές που ξεστόμιζε, όπως εκείνο το 'Τα θέλετε τα μαλλάκια σας; Αν ναι, μην ακούσω κιχ' να ήταν ειπωμένες με ένα χαμόγελο, που μαρτυρούσε την πρόθεσή της απλά να τις πειράξει, όμως η Ραβάννα σύντομα κατάλαβε πως ένα από τα πράγματα στα οποία αυτή η γυναίκα ήταν ελλιπής ήταν το χιούμορ. Ακολούθησαν η έλλειψη ευαισθησίας, η έλλειψη κοινωνικότητας και τέλος η έλλειψη επιείκειας. Πολλές φορές, κατά την πορεία της εκπαίδευσής της, αλλά και μετέπειτα, δέχτηκε την αυστηρή κριτική κι ακόμα την εχθρότητα από αυτή της τη συνάδελφο, που όπως φαινόταν, έκρινε πολύ αυστηρά τους πάντες και τα πάντα κι έμοιαζε να πιστεύει σε κάποιο δικό της 'ανώτερο κι απόλυτο είδος αγνότητας', το οποίο ελάχιστα όντα κατείχαν κατά την κρίση της. Συχνά οι άλλες ιέρειες ψιθυρίζανε για εκείνη στις νεότερες, πάντα κάτω απ' την ανάσα τους και πάντα σε απόσταση ασφαλείας· λέγανε πως οι γονείς της την εγκατέλειψαν και πως η Αρχιέρεια Λούθια ανέλαβε την ανατροφή και την προστασία της, όταν καμία οικογένεια δεν δέχθηκε να την υιοθετήσει. Μα πώς ήταν δυνατόν κάποια που μεγάλωσε η Λούθια, η πιο συμπονετική Νεράιδα που έζησε στο Νοβέλιαν, να ήταν τόσο σκληρή κι απόλυτη; Η Ραβάννα έφερε με κάποια νοσταλγία στο νου της εκείνη την συζήτηση με την Φεγγαροφώτιστή της, χρόνια πριν...
🌙
Η ίδια είχε βρει το θάρρος να της μιλήσει κι όλο συστολή την πλησίασε. «Φέρεται σε όλες απότομα», είχε πει, «Ό,τι και να της λέμε, εκείνη μας αποδοκιμάζει και μας αντιμετωπίζει σαν εχθρούς». Την ίδια ακριβώς στιγμή, η Λιουντέμνια μάλωνε μία συνάδελφό της κάπου απέναντί τους, σχεδόν σαν να ήθελε να επιβεβαιώσει τα λεγόμενά της. «Γιατί την αφήνετε; Γιατί δεν της λέτε κάτι;»
Η Λούθια κούνησε το κεφάλι της αργά. «Εγώ ευθύνομαι γι' αυτό, καλή μου», είπε και η γλυκιά της φωνή ήταν γεμάτη πίκρα. Η Ραβάννα γονάτισε μπροστά της, προσπαθώντας να συναντήσει το βλέμμα της κι όταν τα κατάφερε, είδε πως τα γαλανά μάτια της Λούθιας ήταν γεμάτα δάκρυα. «Όλα αυτά τα χρόνια την κράτησα κοντά μου, απομονωμένη. Η Λιουντέμνια μεγάλωσε με το μαράζι ότι ο έξω κόσμος την απέρριψε· έμαθε να τον φοβάται, να μένει κρυμμένη από αυτόν κι εγώ δεν έκανα... δεν ήξερα τι να κάνω για να την βοηθήσω», συνέχισε κι ένα δάκρυ κύλισε. «Αυτή, Ραβάννα, θα είναι η διάδοχος που θα προτείνω», κατέληξε και το αίμα της νεαρής ιέρειας πάγωσε. «Αν έρθει σε επαφή με τις άλλες Νεράιδες, αν χρειαστεί να τις προστατεύσει, να τις νοιαστεί, θα τις δει με άλλο μάτι. Με αγάπη, αντί για φόβο. Αυτή είναι η τελευταία ελπίδα που 'χω για 'κείνη. Της το χρωστάω... Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω για το κακό που της προκάλεσα...»
Η Ραβάννα της μίλησε κατευναστικά και με πόνο. «Δεν ευθύνεστε εσείς για τη συμπεριφορά της. Κάνατε ό,τι μπορούσατε για εκείνη. Δεν της χρωστάτε τίποτα», προσπάθησε να την μεταπείσει, μα η γηραιά Αρχιέρεια είχε μια καρδιά κουρασμένη, που δεν μπορούσε πια να την αλλάξει.
«Αχ, μικρή μου Ραβάννα», της είπε με στοργή. «Ξέρω πως προσπαθείς να με κάνεις να νιώσω καλύτερα. Είσαι σοφή παρά τα χρόνια σου. Όσα πέρασες άφησαν μέσα σου αγάπη και κατανόηση. Η Λιουντέμνια μπορεί να μάθει από σένα».
«Δεν προτίθεται να μάθει τίποτα από κανέναν, Μητέρα. Το ξέρετε ότι εμένα δεν με θέλει ανάμεσά σας. Ποτέ δεν με ήθελε».
«Το ξέρω, κόρη μου. Όπως ξέρω ότι θα πάρει χρόνο σε όλες σας να προσαρμοστείτε, όταν εγώ θα έχω φύγει».
«Δε θέλω να φύγετε...»
«Μην τρομάζεις. Ακόμα κι η πιο λαμπρή Πανσέληνος κάποτε γίνεται Δύουσα και χάνεται. Τούτα τα γραφτά που 'ναι δικά μας για ν' ακολουθούμε, δεν είναι δικά μας για να τα αλλάζουμε. Σύντομα η Θεά θα με καλέσει κοντά της, όπως έκανε με την προκάτοχό μου κι όπως θα κάνει και με όλες μας κάποια μέρα. Εύχομαι μονάχα να σταθώ άξια μπροστά της και να σας αφήσω όλες μονιασμένες. Να πονάτε και ν' ακούτε η μία την άλλη».
«Δεν θα μας ακούσει. Η Λιουντέμνια δεν θα ακούσει καμιά μας!»
«Σε εκλιπαρώ, μη βιαστείς να την καταδικάσεις. Εσύ ξέρεις καλύτερα από όλα τα άλλα κορίτσια τι πάει να πει να σε καταδικάζουν γι' αυτό που νομίζουν πως είσαι φτιαγμένη να γίνεις. Υποσχέσου μου πως θα της δώσεις μία ευκαιρία. Κάν' το για χάρη μου, για να βρω γαλήνη στο άστρο που θα πάω...»
Πράγματι, έπειτα από έναν περίπου χρόνο, η Λούθια πήρε το δρόμο της για τα αστέρια κι όλο το Νοβέλιαν έκλαψε για τον χαμό της σοφής Αρχιέρειας, που στάθηκε σαν μητέρα σε όλες τις Νεράιδες. Η Ραβάννα ήταν εκεί όταν πέθανε. Έσκυψε το κεφάλι της από πάνω της και την παρακάλεσε να μην την αφήσει· είχε χάσει ήδη μια μητέρα κι ήταν σαν να βίωνε την ίδια απώλεια για δεύτερη φορά. Εκείνη δεν απάντησε μήτε στα παρακάλια, μήτε στα κλάματά της, απλά της χάιδεψε τα μαλλιά με αγάπη κι έγειρε στο πλάι, λίγα λεπτά προτού αφήσει την τελευταία της πνοή στα χέρια της Έδιββυ, της Νούλιφερ και της Λιουντέμνιας, που επέμεινε όλες οι υπόλοιπες να βγουν έξω. Ακολούθησε μια αρμόζουσα νεκρική τελετή, εν παρουσία της βασιλικής οικογένειας. Λίγο καιρό μετά, η Λιουντέμνια έγινε Αρχιέρεια.
🌙
Παρά την πρόθεσή της να υπακούσει στην παράκληση της αγαπημένης της Λούθιας, η Ραβάννα έβλεπε όλους της τους φόβους να επαληθεύονται μέρα με τη μέρα, όπως έβλεπε και την νέα Φεγγαροφώτιστη να έρχεται μέρα με τη μέρα πιο κοντά στον αυταρχισμό και την επηρμένη παραφροσύνη. Μέσα στα πέντε χρόνια της κυριαρχίας της ανέσυρε κι επέβαλε αναχρονιστικούς αυστηρούς νόμους κι άλλαξε πολλά, ξεκινώντας από την απόταξη του Ονειρονήματος ως μαύρης κι επικίνδυνης μαγείας. Όσοι είχαν οποιαδήποτε σχέση με αυτό, κατέληξαν σημαδεμένοι με την Πορφυρά Σφραγίδα και διωγμένοι από τον Τόπο τους με το στίγμα του εξόριστου. Ήταν τότε ταραγμένοι καιροί: πολλές απ' τις Νεράιδες που γεννήθηκαν με την σπάνια αυτή μαγεία επιδίδονταν σε κακές πράξεις χειραγώγησης κι εκμετάλλευσης των άλλων, με το να εισχωρούν στα όνειρά τους. Κινήσεις επιεικώς απαράδεχτες και καταδικάσιμες. Και η Λιουντέμνια δε δίστασε να δικάσει και να καταδικάσει όσους εκμεταλλεύονταν το χάρισμα που τους δόθηκε κι ο πέλεκυς της δικαιοσύνης που μονάχη της εξουσιοδοτήθηκε να σηκώσει δεν άφησε κανέναν ασφυροκόπητο: ούτε καν την μητέρα του συζύγου της Βασίλισσας, την Αρχόντισσα Ελίντρα. Μόνο που αντί να την καταδικάσει σε θάνατο, όπως έκανε με όλους όσοι δεν έδειξαν μετάνοια για τις πράξεις τους, την εξόρισε κι αυτήν για πάντα. Όσο για τον ίδιο τον Βασιλιά Όμπερον, απαρνήθηκε δημοσίως την μαγεία που κληρονόμησε κι εκπαιδεύτηκε να διαφεντεύει και δεδομένου του αξιώματός του, παρέμεινε ακούνητος κι ασημάδευτος. Η ισχυρή κι επιβλητική της παρουσία, καθώς και η αίσθηση ασφάλειας που απέπνεε ήταν που έκανε τις Νεράιδες να την εκλέξουν, μα αυτό που την κράτησε στη θέση της ήταν ο φόβος, που έκανε όσους πίστευαν να την θεοποιήσουν κι όσους δεν πίστευαν να την μισήσουν.
Ωστόσο, τους αυστηρότερους νόμους της τους είχε φυλάξει για τις ιέρειές της: με τα χρόνια, τους επέβαλε ένα καθεστώς τρόμου και τυραννίας, από το οποίο δεν μπορούσαν να απαλλαγούν, ούτε να διαμαρτυρηθούν, εξ αιτίας των ιερών τους όρκων. Ένα από τα πρώτα πράγματα που μάθαινε μια Νεράιδα όταν ήταν ιέρεια κάτω από την κυριαρχία της Λιουντέμνιας ήταν να κρύβει καλά τα συναισθήματά της. Και η Ραβάννα δεν μπορούσε να το καταφέρει αυτό, μιας και η παρανοϊκή συμπεριφορά της γυναίκας στην οποία όφειλε τυφλή υπακοή πυροδοτούσε συχνά τη φλογερή της αντίδραση, ακόμα και σε ζητήματα που κανονικά θα την έβρισκαν σύμφωνη. Το γεγονός αυτό οδήγησε σε άλλο επίπεδο την ήδη ξεφυτρωμένη αντιπάθεια που έτρεφαν η μία για την άλλη και η Λιουντέμνια είχε πολλές μεθόδους για να δείχνει πόσο υπερτερούσε και να διασφαλίζει την σιωπή. Έτσι, με τον καιρό, η Ραβάννα έμαθε εν μέρει να σωπαίνει, να κάνει τα δάκρυά της αθόρυβα και να φροντίζει να μην γίνονται αντιληπτά από κανέναν, μα η πίκρα της για την κατάντια όλων τους παρέμενε. Ήταν φορές, όπως εκείνη τη μεσοκαλοκαιριάτικη νύχτα, που τα χαράματα την έβρισκαν άυπνη, με ένα πλάκωμα στο στήθος. Μία αίσθηση ότι πνιγόταν, ότι δεν υπήρχε αρκετός αέρας για ν' ανασάνει. Κάποτε ο Ναός της Σελήνης έσφυζε από γέλια και ζωή. Τώρα πια μόνο σιωπές, μονάχα ψίθυροι τρομαγμένοι...
🌙
Όλα ξεκίνησαν με μια αίσθηση κλειστοφοβίας. Ο αέρας που εισέπνεε ήταν επιβαρυμένος με την αποπνικτική μυρωδιά του καπνού, που είχε ήδη κάνει τα μάτια του να γεμίσουν δάκρυα και το λαιμό του να πονέσει. Με την όσφρηση και την όρασή του τόσο περιορισμένες, η ακοή του οξύνθηκε περισσότερο και οι κραυγές που άκουσε τον έκαναν να ανατριχιάσει ολόκληρος. Κάποιες ήταν πολεμικές, άγριες φωνές από πλάσματα που δεν είχαν πια ίχνος ανθρωπιάς μέσα τους, άλλες τρομοκρατημένες, που εξέφραζαν πόνο και παρακαλούσαν για τη ζωή τους. Αναγνώρισε δύο απ' αυτές κι ούρλιαξε «Όχι!», καθώς γύρισε προς τα πίσω, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια στην προσπάθειά του να μπορέσει να δει.
Μέσα απ' τον καπνό κατάφερε να διακρίνει την κατακόκκινη φωτιά κι ένα λόχο ανθρωπόμορφα πλάσματα με λιονταρίσιες ουρές, χαυλιόδοντες και λόγχες, κάποιες απ' αυτές ήδη ματωμένες. Γύρω τους, πολλές Νεράιδες κείτονταν κιόλας νεκρές. «Σκοτώστε τους όλους! Και το μικρό μπάσταρδο! Να μη μείνει κανείς!», ήταν η μόνη φράση που κατάλαβε κι όταν αντιλήφθηκε πως έρχονταν προς το μέρος του, ούρλιαξε ξανά κι άρχισε να τρέχει αλαφιασμένος. Τα φτερά του δεν μπορούσαν να τον σηκώσουν κι αυτός έτρεχε, έτρεχε χωρίς να βλέπει τίποτα.
«Σίον! Σίον, μη μας αφήνεις!»
«Σε ικετεύω, γιε μου, βοήθα μας!», άκουσε πίσω του τις απεγνωσμένες φωνές, μα όταν γύρισε να τους βοηθήσει, ένας απ' τους πολεμιστές βρισκόταν ακριβώς απέναντί του με μια αναμμένη δάδα στο χέρι, που την έριξε ίσια στο πρόσωπό του, ενώ παράλληλα ένα βροντερό γέλιο κάλυψε όλους τους άλλους ήχους.
🌙
Με μια κοφτή ανάσα, ο Σίον πετάχτηκε απ' τον ύπνο του λαχανιασμένος και μουσκεμένος στον ιδρώτα. Για λίγο συνέχισε να βαριανασαίνει, μάτια θολά από τα δάκρυα που είχαν συσσωρευτεί, η καρδιά του να χτυπά δυνατά κι ασταμάτητα. Όταν τελικά κατάφερε να κοιτάξει γύρω του, κατάλαβε πως δεν βρισκόταν στο φλεγόμενο δάσος, αλλά σε ένα μικρό δωμάτιο. Με έναν αναστεναγμό, έβαλε τα χέρια του στα μάτια του, προσπαθώντας να ηρεμήσει. Είχαν περάσει δεκαοχτώ χρόνια από εκείνη τη φριχτή μέρα κι είχε κάνει τα πάντα για να την ξεχάσει. Μα η ανάμνησή της εξακολουθούσε να επιστρέφει και να του καίει τις σκέψεις, όπως και η φλόγα στα χέρια του Τζέργκα θα του 'χε κάψει το πρόσωπο, αν δεν είχε ξυπνήσει απ' τον εφιάλτη. Αυτό θα σου άξιζε, δειλέ, είπε στον εαυτό του καθώς ακροβατούσε επικίνδυνα ανάμεσα στη λογική και την τρέλα. Με το μυαλό του ακόμη χαμένο στο όνειρό του, βγήκε από τον χώρο των Ράναντιρ, όπου ο Νέβιν τον είχε οδηγήσει την προηγούμενη νύχτα και τα αβέβαια βήματά του τον οδήγησαν στον ναό.
Ήταν πολύ νωρίς το πρωί, ο ήλιος είχε μόλις ανατείλει, προσδίδοντας λάμψη στο λευκό κι ασημένιο διάκοσμο. Ελπίζοντας να ηρεμήσει το μυαλό του, πέρασε μέσα αθόρυβα. Τα φτερά του ήταν ακόμα μουδιασμένα. Ο ήχος του τρεχούμενου νερού έφτασε στα αυτιά του, κελαριστός και καταπραϋντικός. Ωστόσο, δεν ήταν ο μόνος. Μαζί του άκουσε και μια σιγανή, σχεδόν αέρινη φωνή να τραγουδά. Μαγεμένος από την ομορφιά αυτού του ήχου, ο Σίον γύρισε το βλέμμα του στην κατεύθυνσή της. Ήταν μια ιέρεια που είχε σκύψει πάνω από έναν απ' τους μικρούς καταρράκτες και μάζευε νερό σε μια φιάλη, σιγοτραγουδώντας κάποιον ψαλμό. Τα κυπαρισσί μαλλιά της που έλαμπαν κι αυτά στο φως του πρωινού τον έκαναν αμέσως να αναγνωρίσει τη γυναίκα που τον βοήθησε χθες. Την Ραβάννα. Έμεινε εκεί να την κοιτάζει κι ήταν σαν να έβλεπε την ίδια τη Σελντίνια. Δεν γνώριζε ποια ήταν στ' αλήθεια η όψη εκείνης που αποκαλούσαν 'Άσπιλη Βασίλισσα της Νύχτας' κι 'Αστράρχη'. Δεν γνώριζε αν έμοιαζε με τα αγάλματα που της φτιάχνανε ή όχι. Δεν γνώριζε καν αν ήταν αληθινή, πέρα από όσα του 'χανε επιβάλει στην μικρή του κοινωνία, όταν του δίδαξαν πως κι εκείνος, όπως κι όλος ο λαός των Νεραϊδών ήταν δικό της γέννημα. Μα κάπως το ένιωσε μέσα του, πως αν στ' αλήθεια η Θεά είχε μορφή, θα ήταν σαν εκείνη. Η εικόνα της και το άκουσμα της αιθέριας φωνής της κατάφεραν να καταλαγιάσουν σιγά-σιγά τις ανταριασμένες του σκέψεις και γαλήνη επήλθε μέσα του. Σαν να είχε βρεθεί ξαφνικά σ' ένα μαγεμένο μέρος όπου τίποτα κακό δεν μπορούσε να τον αγγίξει.
Και η Ραβάννα είδε τον Σίον. Καθώς στάθηκε όρθια, τον πρόσεξε με την άκρη του ματιού της. Η απρόσμενη παρουσία θα μπορούσε να την είχε τρομάξει και να την είχε τρέψει σε φυγή, αλλά τόσο το τραγούδι της, που είχε απορροφήσει και την ίδια, όσο και η γαλήνη που εξέπεμπε ο χώρος και το ήρεμο κι αθώο βλέμμα του την απέτρεψαν. Συνέχισε να τον κοιτάζει κι αυτή, τα καταπράσινα μάτια της ήρεμα και καθαρά, ικανά να φέρουν την ίδια νηνεμία και στα σχεδόν μαύρα δικά του.
Χωρίς να πει λέξη, η ιέρεια εξαφανίστηκε απ' τη θέση της, σαν τις δροσοσταλίδες που τις παρασέρνει το ελαφρύ αεράκι. Ο Σίον έμεινε εκεί, το πνεύμα του ξάφνου καθησυχασμένο, λες και η εικόνα της του το είχε επιβάλει. Σπανίως ξαναβρέθηκαν μόνοι από εκείνη τη μέρα, ούτε αντάλλαξε πολλές κουβέντες μαζί της, αλλά η εικόνα αυτή και η χάρη που του έκανε στην προηγούμενή τους συνάντηση απετέλεσαν γι' αυτόν το ισχυρότερο κίνητρο για να κρατήσει την θέση του. Χωρίς η ίδια να υποψιάζεται το οτιδήποτε, αυτός γαντζώθηκε πάνω της κι έβαλε τα δυνατά του στον αγώνα που τον περίμενε. Ίσως και να μην ήταν σωστό, μα γι' αυτόν έμοιαζε η πιο κατάλληλη επιλογή.
Και οι έξι μήνες κύλησαν γοργά κι ο Σίον έμεινε προσηλωμένος στα καθήκοντά του και η προσήλωσή του αυτή ήταν που κέρδισε την εκτίμηση όλων των κοριτσιών, που τον δέχθηκαν ως νέο τους Ράναντιρ. Κάθε μέρα ξύπναγε και χαμογελούσε, έχοντας μάθει να είναι ευγνώμων που όλα έμεναν στη θέση τους κι η ζωή του ήταν αξιοπρεπής. Ως πρώην στρατιωτικός, είχε μάθει να ζει ευτυχισμένος με τα λίγα. Τις μέρες του στον ναό τις περνούσε λιτά κι απέριττα, χωρίς να ευελπιστεί για κανενός είδους ευχαρίστηση. Λες και η μόνη του ευχαρίστηση ήταν οι υπηρεσίες που τόσο ανιδιοτελώς προσέφερε στις ιέρειες, ακόμα κι αν δεν εισέπραττε απολύτως τίποτα για αντάλλαγμα, μερικές φορές ούτε καν έναν λόγο ευχαριστίας. Κάτι που κανονικά θα του κέρδιζε μονάχα σεβασμό και θαυμασμό. Μα σε έναν κόσμο που ελάχιστοι υπολογίζουν το φιλότιμο και την ανάγκη του άλλου, κάποιος τόσο ταπεινός και δοτικός δεν θα μπορούσε παρά να γίνει όργανο εκμετάλλευσης, ακόμα κι από ένα πρόσωπο υποτιθέμενα ιερό και φωτισμένο...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top