Κεφάλαιο 16
Κεφάλαιο 16
Το σκοτάδι έξω ήταν πια βαθύ, όπως κι ο ύπνος του Ντάζεϊλτον. Η Ραβάννα δεν κοιμόταν. Καθόταν από πάνω του και τον χάζευε. Άραγε, τις ίδιες δυσκολίες αντιμετώπισε κι ο πατέρας της ως Ανολοκλήρωτο Νεραϊδοπαίδι; Τον είχαν κοροϊδέψει κι εκείνον; Είχαν προσπαθήσει να του κάνουν κακό; Ποιος ήταν εκεί για να τον υπερασπιστεί, για να του σκουπίσει τα δάκρυα όταν ένιωθε μόνος και φοβισμένος; Η βαρβαρότητα με την οποία ο λαός της αντιμετώπιζε όσους γεννιόντουσαν έτσι της προκαλούσε θυμό και πίκρα. Δύο γενιές αργότερα και τίποτα δεν είχε αλλάξει. Βλέποντας μια τέτοια αδικία, οι Κόρες της Σελήνης θα έπρεπε να είχαν κάνει κάτι, μα είχαν πάντα πολύ σπουδαιότερα θέματα να λύσουν. Το ίδιο κι η Βασίλισσα που μέσα σ' όλη της την μεγαλειότητα δεν έκανε τίποτα για να βοηθήσει το ίδιο της το παιδί, παρά λούφαξε και προτίμησε να το κρατήσει φυλαγμένο μέσα σε μια χρυσή φούσκα, που σήμερα υπέστη το πρώτο μεγάλο της ράγισμα.
Όταν αντιλήφθηκε βήματα να πλησιάζουν κι αντίκρισε την Τιτάνια να μπαίνει στο δωμάτιο, το βλέμμα που της έριξε πρέπει να αντανακλούσε αυτό της τον θυμό, μιας και η γαλαζόμαλλη Νεράιδα αντέδρασε τρομαγμένα. Μα ο θυμός της Ραβάννας ξεθύμανε όταν πρόσεξε την γυναίκα που στεκόταν απέναντί της· κρυμμένη μέσα στον βελούδινο μανδύα της, δαγκώνοντας νευρικά το κάτω χείλος της, δεν ήταν στεφανωμένη με το διάδημά της όπως συνήθως και δεν θύμιζε σε τίποτα το Κυανό Άστρο, όπως την αποκαλούσε ο λαός της. Τώρα δεν ήταν η πανίσχυρη Νεράιδα που κάποιοι λάτρευαν κι άλλοι έτρεμαν. Τώρα ήταν απλώς μία μητέρα στης οποίας την καρδιά επικρατούσε θύελλα.
Από τις αντιδράσεις της, όσο της μιλούσε, η Ραβάννα κατάλαβε ότι ο λογισμός της είχε τρέξει σε αυτό που έγινε, πριν ακόμα της το εξηγήσει. «Πού είναι ο γιος μου;», ρώτησε με τρεμάμενη φωνή και η Ραβάννα τράβηξε ελαφρά το πάπλωμά της, αποκαλύπτοντας την κοιμώμενη μορφή του Ντάζεϊλτον. Στη στιγμή δάκρυα άρχισαν να αναβλύζουν από τα μωβ μάτια της βασίλισσας, καθώς έσκυψε και χάιδεψε απαλά τα μαλλιά του. «Γλυκό μου αγοράκι», ψιθύρισε γεμάτη καημό. Η Ραβάννα στάθηκε σιωπηλή λίγο πιο πίσω, αφήνοντάς την να ηρεμήσει. Μόνο η Θεά γνώριζε πόσο θα τρόμαξε η Τιτάνια όταν ο Σίον της είπε ότι ο γιος της θα έμενε στον ναό. Πόσο θα πρέπει να προσπάθησε να κρύψει αυτή της την ταραχή μπροστά στα μέλη της αυλής και πόσο δύσκολο θα ήταν να φύγει κρυφά και να έρθει μόνη της.
Μετά από μερικές στιγμές, η Τιτάνια σκούπισε τα μάτια της κι αφού φίλησε τον γιο της στο μέτωπο, τον ξανασκέπασε κι ακολούθησε την κουνιάδα της έξω από το δωμάτιο. «Πώς έγινε αυτό;», ρώτησε όταν η πόρτα έκλεισε πίσω της.
«Δεν γνωρίζω», της απάντησε η Ραβάννα εξίσου μπερδεμένη. «Κανονικά οι δυνάμεις αυτές κάνουν την εμφάνισή τους μετά τα 13».
«Μα είναι Ανολοκλήρωτος! Οι Ανολοκλήρωτοι δεν μπορούν να υφάνουν Ονειρονήμα!», είπε η Τιτάνια με την φωνή της ασταθή. «Δεν του έφτανε δηλαδή η μία δυσκολία, τώρα πρέπει να υπομείνει κι αυτή την κατάρα; Τι θα κάνω, Ραβάννα; Πες μου, σε ικετεύω. Πώς θα τον προστατεύσω;»
«Τιτάνια, ηρέμησε», της είπε καθησυχαστικά η ιέρεια. «Ό,τι έγινε, έγινε και τώρα δεν μπορούμε να αντιστρέψουμε τίποτα. Είμαστε τυχερές που δεν το είδε κανείς εκτός από τα παιδιά. Ο Όμπερον-»
«Ο Όμπερον», αναφώνησε η Τιτάνια. «Δεν πρέπει να το μάθει, Ραβάννα».
«Ο Ντάζεϊλτον μου υποσχέθηκε ότι δεν θα του το πει». Σε αυτό η άλλη αναστέναξε με ανακούφιση.
«Όμως τι θα κάνουμε;»
«Άφησέ τον σε μένα για λίγες μέρες. Θα φροντίσω να του μάθω αρκετά ώστε να μπορεί να το μπλοκάρει εντελώς. Αφού ο Όμπερον περιοδεύει ακόμα με την Φρουρά και η Λιουντέμνια με τις άλλες λείπουν, θα έχουμε αρκετό χρόνο τουλάχιστον για τα βασικά».
«Και τα παιδιά που το είδαν;»
«Δεν κατάλαβαν τίποτα. Κι ούτε θα τολμήσουν να αναφέρουν κάτι στους γονείς τους μετά από όσα κάνανε...»
«Κι εγώ; Τι να κάνω εγώ;»
«Εσύ να του δείχνεις μονάχα ότι τον αγαπάς και τον εμπιστεύεσαι. Αυτό αρκεί».
«Αυτό θα κάνω», μουρμούρισε η βασίλισσα κι αγκάλιασε την ξαδέλφη του άντρα της συγκινημένη. «Σε ευχαριστώ. Είσαι στ' αλήθεια αδελφή μου».
🌙
Ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν η Νεραϊδοβασίλισσα πήρε το δρόμο του γυρισμού. Η Ραβάννα την ξεπροβόδησε με λόγια καθησυχαστικά κι εκείνη φάνηκε να φεύγει ήρεμη, σε αντίθεση με το πώς ήρθε. Ο Σίον τις κοιτούσε από μακριά, αλλά δεν κατάφερε να κρύψει την αναστάτωσή του, αν έκρινε από το πώς η Ραβάννα κάρφωσε το αρχικά τυχαίο βλέμμα της πάνω του. «Τι είναι, Σίον;», τον ρώτησε ευγενικά, αλλά ταυτόχρονα επίμονα.
«Τίποτα», απάντησε αυτός και σήκωσε τους ώμους του αμήχανα, αποτυγχάνοντας να προβάλει το υπηρεσιακό του φέρσιμο.
Αυτή τον κοίταξε ακόμα πιο επίμονα. «Μην πας να μου κρυφτείς, το βλέπω στο ύφος σου ότι είσαι αναστατωμένος. Συμβαίνει κάτι;»
Ο Ακόλουθος κοίταξε κάτω για μια στιγμή και ξεφύσηξε. «Εσείς θα μου πείτε, ιέρεια», απάντησε. «Το παιδί...», μουρμούρισε, «...το είδα να χρησιμοποιεί το νήμα... το απαγορευμένο. Και μετά... το χρησιμοποιήσατε κι εσείς...» Τα λόγια του την έκαναν να παγώσει κι όταν την ξανακοίταξε, αντιδρώντας στην αμήχανη σιωπή, δεν μπορούσε να καταλάβει αν η έκφρασή της φανέρωνε ντροπή, ή φόβο, ή θυμό.
Η Ραβάννα σώπαινε για ώρα, μπροστά στο βλέμμα του, που απαιτούσε εξηγήσεις. Άνοιξε το στόμα της για να μιλήσει τρεις φορές, μα δεν βγήκε τίποτα. Φοβόταν την αντίδρασή του, φοβόταν μην χάσει την εμπιστοσύνη του, μα εδώ που έφτασε, δεν είχε νόημα να του πει ψέματα. «Να σου εξηγήσω...», είπε τελικά και τον τράβηξε μέσα, έτσι ώστε κανένας από τους Ράναντιρ που θα είχαν σε λίγο βάρδια να μην τους ακούσει. Ήταν η σειρά της να του αποκαλύψει ένα μυστικό που την βάραινε, όπως έκανε κι αυτός χρόνια πριν...
🌙
«Γεννήθηκα με αυτή τη δύναμη. Την κληρονόμησα από τον παππού μας, όπως και η Αρχόντισσα Ελίντρα κι ο γιος της, Όμπερον», άρχισε να του λέει αφού ανάσανε παραιτημένη. «Μετά τον θάνατο της μητέρας μου, η Αρχόντισσα ανέλαβε να βοηθήσει εμένα και τον πατέρα μου», συνέχισε αποφεύγοντας να πει την μεγάλη αδελφή του πατέρα της 'θεία'. Έχοντας ακούσει τον Ντάζεϊλτον να αποκαλεί την ίδια έτσι, πλέον θεωρούσε την προσφώνηση πολύ γλυκιά και πολύ ιερή για να την λερώσει συνδέοντάς την με αυτή την γυναίκα. «Μύησε εμένα και τον ξάδελφό μου στην μαγεία των ονείρων, από την στιγμή που μπήκαμε στην εφηβεία. Η προπόνηση ήταν πολύ σκληρή, μα όσο προσπαθούσαμε, τόσο μεγαλύτερες δυνάμεις αποκτούσαμε. Δεν σου κρύβω πως είχα νιώσει ανίκητη, άφθαρτη. Πως αν ήθελα, μπορούσα να γίνω η πιο ισχυρή Νεράιδα στον κόσμο. Να στρέψω τους πάντες στο μέλλον που εγώ θεωρούσα καλύτερο. Έγιναν όμως... πολλά και... κατάλαβα πως ο στόχος μου ήταν εγωιστικός και πως θα με οδηγούσε αργά ή γρήγορα σε σκοτεινά μονοπάτια», σταμάτησε για λίγο, ίσα για να πάρει άλλη μια ανάσα.
«Από την πρώτη στιγμή που πλησίασα την Λούθια, της είπα τι ήμουν...», αποκάλυψε, αποκρύπτοντας ωστόσο το μεγαλύτερο και θλιβερότερο μέρος της ιστορίας. Εκείνο που αποκάλυπτε τι προσπαθούσε να αποφύγει και κατ' επέκταση τι την οδήγησε κοντά στην παλιά Αρχιέρεια. «Εκείνη... με συγχώρησε... Αντί να με κατηγορήσει, προσπάθησε να μου αλαφρύνει το βάρος που κουβαλούσα, γιατί έστω εν αγνοία μου, υπηρετούσα έναν κακό σκοπό. Μου επέτρεψε να γίνω ιέρεια όταν της το ζήτησα και κράτησε το μυστικό μου ασφαλές. Και το κράτησα κι εγώ... μέχρι σήμερα», ολοκλήρωσε κοιτάζοντας τον Σίον στα μάτια. «Η Αρχιέρεια Λιουντέμνια μπορεί να βρει πολλούς λόγους και δίκια να με διώξει, μα κανείς δεν είναι τόσο τρανταχτός από το να φτάσει στα αυτιά της πως μία από τις ιέρειές της... υφαίνει το Ονειρονήμα». Έκανε ξανά μία παύση, όσο για να χαμηλώσει το βλέμμα της. «Τώρα πια ξέρεις... κι όποια κι αν είναι η απόφασή σου, θα την καταλάβω. Μπορείς να της το πεις, άλλωστε είσαι υπόχρεος σ΄ εκείνη κι αυτό περιμένει από εσένα. Αλλά ό,τι και να κάνεις, σε παρακαλώ να αφήσεις τον ανιψιό μου απ' έξω. Το παιδάκι δεν φταίει καθόλου».
Αισθάνθηκε μία ζεστασιά στο παγωμένο της χέρι και με έκπληξη διαπίστωσε πως ο Σίον της το κρατούσε. «Ποτέ δεν θα σας προδώσω», της ψιθύρισε χωρίς να το σκεφτεί ούτε μια στιγμή. «Ξέρουμε όλοι μας τους νόμους. Ξέρουμε πως πρέπει να υπακούμε σ' αυτούς, μα σχεδόν ποτέ τα πράγματα δεν είναι άσπρο-μαύρο...»
Είχε επιστρέψει για το καθήκον του, μα κυρίως για να της μιλήσει για όσα ένιωθε. Ακόμα κι αν εκείνη δεν ανταποκρινόταν –το πιθανότερο σενάριο-, θα της ζητούσε να τον βοηθήσει να το ξεπεράσει, έστω κι αν βαθιά μέσα του γνώριζε πως ήταν αδύνατον. Μα η σκηνή που αντίκρισε τον ξάφνιασε, τον τρόμαξε. Ήταν γνωστό τοις πάσι ότι το Ονειρονήμα, δύναμη σκοτεινή κι ανίερη, ήταν εδώ και χρόνια αποκηρυγμένο, μαζί με όλους τους πλέχτες του. Αλλά μόλο που φοβήθηκε, μόλο που αυτό που είδε ακριβώς απέναντί του τον γέμισε αγωνία, τέτοια ήταν η αγάπη του, που τον βοήθησε να δει κάτι παραπάνω και να κάνει την υπέρβαση. «Θέλετε να προστατεύσετε ένα αθώο παιδί», της είπε καθησυχαστικά. «Θα ήμουν ανόητος αν δεν επικροτούσα μια τέτοια πράξη. Δεν είδα και δεν άκουσα τίποτα απολύτως», μουρμούρισε και ξεμάκρυνε προς τα ιδιαίτερά του.
Ξάφνου την άκουσε να φωνάζει το όνομά του. «Σ' ευχαριστώ», του είπε, με ένα αχνό και κουρασμένο, μα γεμάτο ευγνωμοσύνη χαμόγελο να κοσμεί τα χείλη της.
Εκείνη την στιγμή, αντί να ταρακουνηθεί με όσα έμαθε και να κάνει πίσω, ο Σίον την αγάπησε ακόμα περισσότερο. «Το μυστικό σας είναι ασφαλές μαζί μου...», είπε και με έναν χαιρετισμό αποσύρθηκε.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top