Κεφάλαιο 14

Κεφάλαιο 14

Εκείνο το απόγευμα, ο μικρός Ντάζεϊλτον είχε καταφέρει να το σκάσει από την αυστηρή επιτήρηση της μητέρας του και να πάει να παίξει με τα άλλα παιδιά, όπως το συνήθιζε τον τελευταίο καιρό. Εδώ και δέκα χρόνια, από την ημέρα που γεννήθηκε, η αγωνία της Βασίλισσας για την υγεία και την ασφάλεια του νεαρού πρίγκιπα ήταν μεγάλη. Ίσως πολύ μεγαλύτερη από όσο θα έπρεπε.

Η Βασιλική Φρουρά συνόδευε το παιδί όπου κι αν πήγαινε και όλη την ώρα είχαν τον νου τους μήπως τυχόν χτυπήσει ή του μιλήσει κάποιος άσχημα. Αυτό έκανε τα υπόλοιπα παιδιά να φοβούνται να το πλησιάσουν. Βέβαια, οι άψογοι κι ευγενείς τρόποι του αγοριού κέρδιζαν τις συμπάθειες από την πρώτη κιόλας στιγμή, αλλά η έλλειψη κοινωνικοποίησης ήταν φανερή. Ήταν τότε που η Τιτάνια ζήτησε από μία από τις Συνοδούς της, την Ζέλλια, που είχε μία κόρη κοντά στην ηλικία του Ντάζεϊλτον, να την φέρει στο παλάτι για να παίζουν. Έτσι έγινε και η μικρή Ζάιλα ήταν η πρώτη του φίλη. Ωστόσο, ο Βασιλιάς Όμπερον, που έβρισκε την υπερπροστατευτικότητα της συζύγου του περιττή, κατάφερε με μεγάλο κόπο να την πείσει να αφήσει το παιδί ελεύθερο, να βγει έξω και να παίξει όπως όλα τα άλλα Νεραϊδοπαίδια. Έτσι ήτανε το σωστό και για τον νεαρό πρίγκιπα και για την μητέρα του. Μα αλίμονο, τόσο η κοινωνία του Νοβέλιαν, όσο και τα παιδιά που μεγάλωναν στα σπλάχνα της ήταν πολύ σκληρά με την διαφορετικότητα, πόσο μάλλον με τους Ανολοκλήρωτους Νεράιδους, την έμβια υπενθύμιση ότι οι Νεράιδες δεν ήταν τέλειες, όπως πίστευαν. Κι ο Ντάζεϊλτον, δυστυχώς γι' αυτούς, είχε γεννηθεί Ανολοκλήρωτος, στοιχείο ολοφάνερο στο υπερβολικά αδύνατο σώμα, τα μικρά του φτερά, τα αυτιά του που δεν είχαν μυτερές άκρες και την αγαθότητα με την οποία αντιλαμβανόταν τον κόσμο γύρω του...

🌙

Όλες οι υπόλοιπες είχαν φύγει από το πρωί για τις Σεληνιακές Λίμνες κι ο κλήρος είχε πέσει στην Ραβάννα να μείνει πίσω και να φυλάξει τον Ναό. Όχι ότι την πείραζε· έτσι κι αλλιώς δεν είχε διακαή επιθυμία να παραστεί στο πρόωρο Χρίσμα του Φεγγαριού της επίλεκτης. Μα με τον Σίον να απουσιάζει και την Λιουντέμνια να της έχει αναθέσει την μελέτη ενός αρχαίου κειμένου, μαζί με όλες τις άλλες ευθύνες που της είχε φορτώσει, της είχαν πέσει πολλά. Ευτυχώς, όπως την είχε ενημερώσει ο Ράναντιρ Νέβιν, ο Σίον θυμόταν καλά την ευθύνη του και θα επέστρεφε μόλις έπεφτε η νύχτα. Γιατί αποφάσισε να φύγει τόσο ξαφνικά και πού πήγε, ο φίλος του δεν ήξερε, ή δεν θέλησε να της πει, μα θα φρόντιζε να μάθει από τον ίδιο.

Μετά από δυόμιση χρόνια που την υπηρετούσε, η συναναστροφή τους δεν περιοριζόταν πια στο κομμάτι των τελετουργικών ή στην προστασία που ο Νεράιδος της προσέφερε. Συχνά κουβέντιαζαν μαζί, όταν η ιέρεια περιφερόταν στο Ασημένιο Δάσος κι αυτός προσφερόταν να την συνοδεύσει. Πλέον γνώριζε καλά τι τον βασάνιζε, τι δυσκολίες είχε περάσει και ποιοι φόβοι του στοίχειωναν τα όνειρα. Γνώριζε για τις κρίσεις που πάθαινε κατά καιρούς και τους εφιάλτες που τις προκαλούσαν. Ένιωθε έντονη την ανάγκη να τον βοηθήσει, να τον κρατήσει κοντά της και να φροντίσει να μην πάθει κακό. Είχε αντιληφθεί πλέον με σιγουριά ότι αυτός ο ταπεινός άντρας, τον οποίο τόσο πολύ είχε αδικήσει στην αρχή, είχε καρδιά μάλαμα και μια ψυχή κατά πολύ καθαρότερη από την δική της. Είχε περάσει πολύ λιγότερα από εκείνον κι ήταν σχεδόν πάντα θλιμένη. Από την άλλη, ο Σίον, παρά τα όσα τράβηξε, ήταν πάντα γεμάτος ζωντάνια και πάντα είχε ένα αθώο και ειλικρινές χαμόγελο να της προσφέρει. Πόση δύναμη της έδινε το χαμόγελό του! Αυτό την έκανε να θέλει να του μοιάσει, να ακολουθήσει το παράδειγμά του, μα και να πάρει από πάνω του κάθε βάρος που είχε. Κατά κάποιον τρόπο, ένιωθε τον πόνο του σαν δικό της και κάθε φορά που εκείνος της ανοιγόταν, τον εκτιμούσε ακόμα περισσότερο.

Τώρα που έλειπε, ο ναός τής έμοιαζε πολύ μοναχικός, μα σύντομα θα ήταν εκεί. Η Ραβάννα χαμογέλασε στην σκέψη και στράφηκε στο άλλο της θέμα: το διάβασμα. Όσο κι αν της φαινόταν αγγαρεία, όσο κι αν η Λιουντέμνια προσπάθησε να την υποτιμήσει, λέγοντάς της ότι δεν έχει μελετήσει τα Ιερά Κείμενα επαρκώς, πάντα απολάμβανε να διαβάζει τα παλιά γραπτά, να προσπαθεί να καταλάβει το βαθύτερο νόημά τους και να τα αποστηθίσει. Αυτό το απόγευμα μπορεί να την περίμενε πολλή μελέτη, μα σίγουρα θα ήταν μελέτη που θα χαιρόταν να κάνει... μέχρι τουλάχιστον να διακοπεί από μια απρόσμενη και συνταρακτική αποκάλυψη...

🌙

«Ντάζεϊλτον... Τι έκανες; Συνειδητοποιείς τι έκανες;»

«Ε-Εγώ-»

«Έχει ξανασυμβεί;»

«Ά-Άλλη μια φορά...»

«Πότε;»

«Πριν λίγες μέρες...»

«Και...; Το είδε και κανείς άλλος; Πες μου, το είδε και κανείς άλλος!;»

«Η μαμά μόνο!»*

Είχε παραξενευτεί πολύ όταν άκουσε τα παιδιά που έπαιζαν στον κήπο του ναού να τσιρίζουν και να της λένε ότι ένα 'κακό αερικό που φτιάχνει τέρατα' τους επιτέθηκε. Μα το μεγάλο σοκ ήρθε όταν ανακάλυψε ότι το εν λόγω κακό αερικό δεν ήταν άλλο από τον Ανολοκλήρωτο ανιψιό της. Και το χειρότερο; Τα τέρατα που υποτίθεται πως έφτιαχνε, προερχόντουσαν από τη δύναμη που είχε εν αγνοία όλων κληρονομήσει. Δύναμη απαγορευμένη δια νόμου. Το 'απαγορευμένο νήμα', όπως το αποκαλούσαν τα τελευταία οχτώ χρόνια. Εκείνο που θα ήταν ικανό να κάνει και τον ίδιο τον Βασιλιά να χάσει κάθε αίσθηση λογικής και να αναστήσει τη δίψα του για εξουσία.

Το αγόρι έμοιαζε κυριευμένο από τύψεις και πανικό. Η Ραβάννα δεν θα μπορούσε να μην τον συμπονέσει. Έσκυψε μπροστά του, τού σκούπισε τα δάκρυα και τον διαβεβαίωσε ότι δεν σκόπευε να τον τιμωρήσει. Έπειτα τον άφησε να πιάσει το χέρι της και μαζί, θεία κι ανιψιός, προχώρησαν στα ενδότερα του ναού, κόντρα στο φως που έδυε, πιστεύοντας ότι δεν τους έβλεπε κανείς.

🌙

Λίγο αργότερα, καθόντουσαν αντικριστά και η Ραβάννα άκουγε με προσοχή την εξιστόρησή του. Η δυσαρέσκειά της ήταν φανερή, όταν έμαθε πως τον κορόιδεψαν, αποκαλώντας τον 'χαζό' και λέγοντας ότι δεν άξιζε για πρίγκιπας ένας Ανολοκλήρωτος. Κάπως έτσι, κάτι που ξεκίνησε σαν αστείο, κατέληξε σε εκφοβισμό, όταν τον απείλησαν ότι θα του μάθουν να ρίχνει κατάρες 'σαν σωστό αερικό', στέλνοντας τις δικές τους κατάρες πάνω του. Δεν αμφέβαλε ότι ο ανιψιός της τής έλεγε την αλήθεια· όπως ο πατέρας της, έμοιαζε να μην έχει καμιά επαφή με έννοιες όπως 'ψέμα'. Βέβαια, υπέθετε πως τα περισσότερα παιδιά παρασύρθηκαν από εκείνους τους δυο-τρεις που ήθελαν να το παίξουν σπουδαίοι και να πουλήσουν τσαμπουκά. Όπως και να είχε, θα τους τα έψελνε ένα χεράκι που είχαν το θράσος να μιλήσουν και να φερθούν τόσο απαίσια και μάλιστα εντός ιερού χώρου, ενώ σ' εκείνη παρίσταναν τα θύματα. «...τους παρακάλεσα να σταματήσουν, μα δεν άκουγαν...», συνέχισε ο νεαρός πρίγκιπας με φωνή που ακόμα έτρεμε. «...τρόμαξα... θύμωσα. Ήθελα να τους δείξω ότι είμαι δυνατός! Να τους κάνω να μετανιώσουν. Να...»

«...να υποφέρουν όπως υπέφερες κι εσύ», συμπλήρωσε η Ραβάννα, σαν να γνώριζε ποια θα ήταν η κατάληξη. «Ξέρεις πως αυτό δεν είναι σωστό», παρατήρησε και το Νεραϊδάκι έγνεψε ντροπιασμένο. «Είσαι καλό παιδί. Δεν σου πρέπει να θέλεις το κακό των άλλων...»

«Αυτοί τότε, γιατί θέλανε το δικό μου κακό; Τι τους έκανα;»

«Τίποτα. Και δε χρειαζόταν να τους κάνεις. Όταν κάποιοι τυφλωθούν από ζήλεια, ή εγωισμό και φιλοδοξία, δε χρειάζεται αφορμή για να φερθούν άσχημα. Ανταποδίδοντας όμως την κακία τους, δεν τους διορθώνουμε. Αντιθέτως, γινόμαστε εμείς χειρότεροι. Η βία, Ντάζεϊλτον, δεν είναι ποτέ λύση. Ούτε η επίδειξη δύναμης», τόνισε και τον προέτρεψε να συνεχίσει.

Ο Ντάζεϊλτον πήρε μια βαθιά ανάσα. «Ένα μεγαλύτερο κορίτσι κι ένα αγόρι με πιάσανε και είπαν ότι θα με δέσουν. Έκλεισα τα μάτια μου... και φαντάστηκα ένα τέρας. Ένα πολύ τρομακτικό τέρας να τους κυνηγάει. Και ξαφνικά... ήταν λες και μπορούσαν να το δουν κι αυτοί...» Όλα τα παιδιά τσίριζαν, βλέποντας ακριβώς την εικόνα που είχε πλάσει στο μυαλό του. Πήρε χαρά από τον τρόμο τους. Του άρεσε να τους ακούει να πονάνε, αλλά ο πόνος δεν άργησε να βρει κι αυτόν και να τον κάνει να τρελαθεί. Η θύμηση κι ο απόηχός του μπορούσαν ακόμη να κάνουν το ίδιο. «Δεν μπορούσα να σταματήσω, αλήθεια! Προσπάθησα! Μα δεν μπορούσα-»

«Ησύχασε, ησύχασε! Τέλειωσε τώρα», τον ηρέμησε η θεία του. «Ξέρω ότι δεν φταις. Αυτό που έγινε εκεί έξω, αν και πρόωρο... ήταν φυσιολογικό», είπε και παίρνοντας με τη σειρά της μια βαθιά ανάσα, του εξήγησε: «Έχεις κληρονομήσει μια πολύ σπάνια ικανότητα: την ικανότητα της ύφανσης του Ονειρονήματος. Μέσω αυτού, μπορείς να έχεις πρόσβαση στα όνειρα και τις σκέψεις των άλλων. Πρόκειται για μια μαγεία πολύ πιο ισχυρή από κατάρα...» Σ' εκείνο το σημείο, ο Ντάζεϊλτον έδειξε ενθουσιασμό, όμως η συνέχεια τον αποθάρρυνε. «...και πολύ, πολύ πιο επικίνδυνη. Σε όποιον τη χρησιμοποιεί φέρνει τρομερή δύναμη, αλλά αφήνει πίσω τρομερή δυστυχία». Το παιδί την άκουγε σαστισμένο. «Τούτη η δύναμη ξυπνάει μέσα σου. Πρέπει να της επιβληθείς όσο είναι νωρίς».

«Μα... πώς;», αναρωτήθηκε ο Ντάζεϊλτον, μη έχοντας συνειδητοποιήσει ακόμα τα όσα άκουσε.

«Θα μάθεις να την ελέγχεις. Δε γίνεται να έχεις αυτά τα ξεσπάσματα κάθε φορά που θυμώνεις, ή φοβάσαι...»

«...Ο μπαμπάς ξέρει από αυτά. Θα μπορούσε να-»

«Όχι αυτός!», πετάχτηκε αναστατωμένη η Ραβάννα και ο ανιψιός της είδε για πρώτη φορά φόβο στα μάτια της. «Σ' εξορκίζω, για το καλό όλων μας, δεν πρέπει να μάθει τίποτα! Ποτέ και για κανένα λόγο! Η μαμά σου δε θα μιλήσει. Μένει να μη μιλήσεις ούτε εσύ».

«Μα-»

«Δεν θα του πεις ποτέ τίποτα. Το υπόσχεσαι;»

Ήθελε να ρωτήσει ποιος ήταν ο λόγος που δεν έπρεπε να μάθει τίποτα ένα μέλος της οικογένειας. Ο μπαμπάς του πάντα τον ενθάρρυνε. Γιατί λοιπόν να μην του το πει; Μα αν έκρινε από το απόλυτα σοβαρό και συγχρόνως παρακλητικό της ύφος, δεν μπορούσε να φέρει αντίρρηση αυτή τη στιγμή. «Το υπόσχομαι», είπε χαμηλόφωνα κι ένιωσε αμέσως καλύτερα, όταν την είδε να ηρεμεί. «Όμως πώς θα μάθω να ελέγχω τη δύναμη;», ρώτησε με περιέργεια. Προς έκπληξή του, η Ιέρεια χαμογέλασε.

«Θα σου δείξω εγώ πώς...», έκανε, σαν να του εμπιστευόταν ένα μυστικό, που δεν ήθελε να ακούσει κανείς, ούτε το άγαλμα της Θεάς. «Όλα θα πάνε καλά, Ντάζεϊλτον. Σε λίγες μέρες θα τα έχεις καταφέρει», τον επιβεβαίωσε. «Προς το παρόν, ας κάνουμε κάτι γι' αυτόν τον πονοκέφαλο, τι λες;» Το αγόρι έγνεψε ανταποδίδοντας το χαμόγελο και την άφησε να τον οδηγήσει στο μεγάλο συντριβάνι της πίσω αίθουσας, εκεί όπου βρισκόταν το ιερό νερό που λαμπύριζε εδώ κι αιώνες κάτω από το φως της Μεγάλης Σελντίνιας. Τον καθοδήγησε να καθίσει στο πεζούλι κι έτσι έκανε. Το αγόρι κοιτούσε με περιέργεια καθώς η Νεράιδα μπροστά του άφησε τα μάγια της να πέσουν στο νερό και να το κάνουν να αστράψει για μια στιγμή, λες κι ήταν καθαρό ασήμι. Παίρνοντας λίγο από αυτό στις χούφτες της και προσέχοντας πολύ μην πέσει ούτε σταγόνα, το έφερε κοντά του. «Κλείσε τα μάτια σου», του είπε με φωνή απαλή, σχεδόν ψιθυριστή και το αγόρι αποκρίθηκε με μια εξίσου απαλή, ψιθυριστή φωνή, προτού κάνει όπως του είπε. Αυτή τη στιγμή ένιωθε έναν δυνατό πόνο να σχίζει το κρανίο του και να φθάνει από τα μάτια και το μέτωπο μέχρι τον σβέρκο του. Μόλις ένιωσε τα χέρια της να τον αγγίζουν προσεκτικά και να τον βρέχουν με το μαγεμένο νερό, μία αίσθηση δροσιάς και ζεστασιάς ταυτόχρονα τον διαπέρασε και ο μικρός πρίγκιπας ένιωσε τον πόνο να διαλύεται αργά.

Η Ραβάννα χαμογέλασε με την έκφραση ανακούφισής του και τον έβρεξε ξανά, αυτή την φορά στέλνοντας το νερό στο πρόσωπό του με τις δυνάμεις της κι όχι με τα χέρια. Μικρά κυματάκια φάνηκαν στην πηγή και το νερό ήρθε κοντά του στραφταλίζοντας σαν διαμάντια που πετούσαν. Όταν πια δεν είχε μείνει παρά μόνο ένα ελάχιστο κομμάτι του πόνου, το παιδί τόλμησε να ανοίξει τα μάτια του.

«Σ' ευχαριστώ, θεία», της ψιθύρισε και η Ραβάννα δεν μπορούσε να μην νιώσει μέσα της ένα τεράστιο κύμα στοργής για αυτό το αθώο πλάσμα, που δίχως να το επιδιώκει, βρέθηκε ξαφνικά με μια τέτοια δύναμη στις άκρες των δαχτύλων του. Ήταν τόσο μικρός για μια τέτοια εμπειρία, όπως ήταν η απόκτηση του Ονειρονήματος και τώρα έπρεπε να το υποστεί. Το μόνο που την παρηγορούσε ήταν πως δεν θα το μάθαινε κανείς ποτέ. Κανείς πέρα από την μητέρα του, που ήδη ήξερε. Η Τιτάνια, σκέφτηκε και της ήρθε ευθύς στο μυαλό ότι η Νεραϊδοβασίλισσα έπρεπε να ενημερωθεί.

🌙

«Σίον, μήνυσε στην Βασίλισσα Τιτάνια ότι ο γιος της είναι μαζί μου και θα περάσει την νύχτα εδώ», είπε στον Ακόλουθό της που ήδη βρισκόταν στο πόστο του, έξω από τον ναό, πιθανότατα έχοντας φτάσει ένα ή δύο λεπτά πριν.

«Μάλιστα, ιέρεια», απάντησε αυτός με μία μικρή υπόκλιση και τράβηξε αμέσως για το βασιλικό παλάτι. Τώρα πια, που δεν υπήρχε και πάλι κανείς άλλος εκεί γύρω, η Ραβάννα επέστρεψε στο πλάι του Ντάζεϊλτον, που έμοιαζε να μην υποφέρει πια.

«Τώρα η μητέρα σου ξέρει πού βρίσκεσαι, οπότε μπορούμε να ξεκινήσουμε», του είπε, μα το παιδί δίσταζε.

«Δεν θέλω να στενοχωρώ τους γονείς μου», είπε με σκυμμένο κεφάλι. «Η μαμά θα θυμώσει αν μάθει τι έκανα...»

«Δεν θα θυμώσει, Ντάζεϊλτον. Η μαμά σε αγαπάει και ξέρει ότι αυτό που έγινε δεν το προκάλεσες εσύ, γι' αυτό μην στενοχωριέσαι, εντάξει;», του είπε σηκώνοντας απαλά το πιγούνι του, ώστε να την κοιτάζει. Το παιδί έγνεψε αργά. «Έλα, πάμε», τον προέτρεψε κι επέστρεψαν μέσα. «Λοιπόν», του είπε όταν βρέθηκαν στην μεγάλη κεντρική αίθουσα. «Θέλω να φέρεις μπροστά το δεξί σου χέρι και να προσπαθήσεις να σκεφτείς ότι βρίσκεσαι μέσα σε όνειρο. Έπειτα, θέλω να σκεφτείς ότι είμαι κι εγώ μαζί σου στο όνειρο αυτό».

Ο Ντάζεϊλτον, μαθημένος τόσα χρόνια στο να προσέχει υπερβολικά τις κινήσεις του, μην τυχόν και χτυπήσει, έφερε το χέρι του μπροστά και το κράτησε σφιγμένο. «Κ-Κάπως έτσι;»

«Ναι, η θέση του χεριού σου είναι πολύ σωστή», του είπε εκείνη κάνοντάς τον να χαμογελάσει. «Όμως θα ήθελα να μην σφίγγεις τόσο τη γροθιά σου, γιατί έτσι μπορεί και να πονέσεις. Για άφησέ το λίγο πιο χαλαρό... έτσι. Και τώρα σκέψου αυτό που είπαμε». Ο Ντάζεϊλτον έκλεισε τα μάτια του και φαντάστηκε ότι πετούσε πάνω από τα σύννεφα. «Μπράβο, Ντάζεϊλτον, αυτό είναι. Συνέχισε έτσι», τον ενθάρρυνε η θεία του, όταν είδε τις ασημένιες κλωστές να κάνουν την δειλή τους εμφάνιση στο χεράκι του. «Τώρα σκέψου ότι θέλεις να έρθω κι εγώ εκεί όπου βρίσκεσαι». Στην οδηγία της αυτή, το Νεραϊδάκι σφάλισε τα μάτια του περισσότερο και συγκεντρώθηκε σε αυτό που έκανε όσο μπορούσε.

Τα κατάφερνε· η Ραβάννα μπορούσε να δει τις κλωστές, όσο μικρές κι αν ήταν, να έρχονται προς το μέρος της. Κλείνοντας και η ίδια τα μάτια της, άφησε το δικό της Ονειρονήμα να ξεχυθεί, έπειτα από πολλά χρόνια κι από μέσα της ευχήθηκε η Θεά να δει ότι το έκανε για καλό σκοπό και να την λυπηθεί για την μαγγανεία που τολμούσε να χρησιμοποιήσει μέσα στον ιερό της χώρο. Στη στιγμή, οι δυνάμεις της μπλόκαραν αυτές του μικρού παιδιού και τον επανέφεραν στην πραγματικότητα.

«Μήπως σε τρόμαξα;», τον ρώτησε.

«Όχι, απλά... ξαφνιάστηκα», έκανε λαχανιασμένος ο πρίγκιπας.

«Είδες, λοιπόν ότι κατάφερα να μπλοκάρω την δύναμη που μου έστειλες. Τώρα θέλω να δοκιμάσεις να κάνεις εσύ το ίδιο σε εμένα. Το κατάλαβες;»

«Ν-Νομίζω».

«Ωραία, πάμε, λοιπόν». Ο Ντάζεϊλτον παρακολουθούσε με θαυμασμό κι απορία, καθώς η θεία του έκλεισε τα μάτια της κι ασημένια σχοινιά άρχισαν να βγαίνουν από τα χέρια της. Ήξερε πως σε λίγο θα ερχόντουσαν προς το μέρος του κι έτσι προετοιμάστηκε για να τα σταματήσει. Εν τω μεταξύ, η Ραβάννα είχε μεταφερθεί σε ένα όνειρο που την γύρισε πίσω στο σπίτι της, τότε που ήταν πολύ μικρή και η μητέρα της ζούσε ακόμα. Μάλλον ήταν περισσότερο ανάμνηση, παρά όνειρο, μα ήταν τέτοια η γλύκα του Ονειρονήματος, που έκανε τούτη την ανάμνηση τόσο ζωντανή, που θαρρείς την ζούσε από την αρχή. Πολύ θα ήθελε να την μοιραστεί και μαζί του...

🌙

Δεν ήταν ούτε τεσσάρων ετών όταν απέκτησε την συνήθεια να κοιτάζει για ώρες έναν τοίχο, να βλέπει τη σκιά της να πέφτει πάνω του και σιγά-σιγά το χρώμα του να αλλάζει και να σκουραίνει, καθώς η μέρα έφτανε στο τέλος της. Η μητέρα κι ο πατέρας της είχαν ανησυχήσει και μόνο ο τελευταίος αποφάσισε να την πλησιάσει και να της μιλήσει.

«Ύβενλυθ; Τι κάνεις εδώ, γλυκιά μου;», ρώτησε, γονατίζοντας στο πλάι της, ώστε να είναι πιο κοντά στο ύψος της. Το κοριτσάκι τον κοίταξε, σαν να είχε αποσπάσει την προσοχή της από κάτι στο οποίο ήταν πολύ απορροφημένη.

«Σκέφτομαι, πατέρα», του απάντησε αθώα.

Εκείνος σχεδόν γέλασε ξαφνιασμένος. «Σκέφτεσαι; Και σαν τι σκέφτεσαι

«Τη ζωή», ξαναείπε το κορίτσι. «Πώς αλλάζει το φως, πατέρα; Πού πάει όταν φεύγει;» Ο Άενσσελ έμεινε να την κοιτάζει άναυδος, ενώ το γέλιο του έμοιαζε να μαραίνεται. Τώρα που τον έβλεπε πιο προσεκτικά, η Ραβάννα μπορούσε να καταλάβει ότι η σιωπή του φανέρωνε ντροπή. Ντροπή που δεν ήξερε να της απαντήσει, ντροπή που η ιδιαιτερότητά του και η αντιμετώπιση που είχε σχεδόν σ' όλη του τη ζωή, τον είχαν αφήσει με ελάχιστη μόρφωση και τώρα πίστευε για πρώτη φορά ότι δεν ήταν επαρκής ως πατέρας. Η Σιόλνυ, που πρόσεξε την στενοχώρια του, πλησίασε κι εκείνη και κάθισε πλάι στην κόρη της χαμογελώντας και στους δύο.

«Γλυκιά μου, νομίζω ότι τώρα δεν χρειάζεται να κουράζεις το μυαλουδάκι σου με τέτοιες ερωτήσεις», είπε τρυφερά στο κορίτσι.

«Αφού θέλω να μάθω».

«Το ξέρω, αλλά σε λιγάκι θα έρθει η νύχτα, θα βγει το Φεγγαράκι και τα αστεράκια κι έξω θα είναι πολύ όμορφα. Δεν πάμε και οι τρεις μας μία βόλτα στο δάσος;» Η πρότασή της έκανε την μικρή Ύβενλυθ να χαμογελάσει πλατιά και κρατώντας από την μία το χέρι της μητέρας της κι από την άλλη το χέρι του πατέρα της, ξεκίνησε την βόλτα για το δάσος, χοροπηδώντας και πεταρίζοντας τα μικρά της φτερά, που ακόμη δεν ήταν έτοιμα για πτήση.

Τα γέλια τα δικά της και των γονιών της έρχονταν στα αυτιά της Ραβάννας σαν μια ηχώ, που την ταξίδευε σε ένα τόσο όμορφο, μα και τόσο ξεχασμένο κομμάτι του εαυτού της. Εκείνη την στιγμή ένιωσε το Ονειρονήμα του ανιψιού της να τραβά μακριά την ζεστή οικογενειακή στιγμή. Δεν ήθελε να φύγει, δεν ήθελε να γυρίσει στο παρόν, μα έπειτα από τόσα χρόνια στην ιεροσύνη, είχε μάθει να κρατά τα θέλω της πίσω ή να βρίσκει έναν τρόπο να τα συνδυάζει με τα πρέπει, για να μην δυστυχεύει.

🌙

Με μια βαθιά αναπνοή, ανταποκρίθηκε στο αδύναμο κάλεσμα και την επόμενη στιγμή βρισκόταν πίσω στον ναό, απέναντι από τον Ντάζεϊλτον.

«Εύγε», του είπε σχεδόν από μέσα της, μετά από μία στιγμή αυτοσυγκέντρωσης. «Είσαι φυσικό ταλέντο, πάμε παρακάτω», συνέχισε κι άρχισε να περπατάει κυκλικά με την δεξιά παλάμη μπροστά της, παροτρύνοντάς τον να κάνει το ίδιο, έτσι που οι δυο τους κινούνταν σε κύκλο, σαν να χόρευαν.

*Μπορείτε να διαβάσετε την πλήρη εκδοχή αυτής της σκηνής στο κεφάλαιο 39 του βιβλίου 'Κρυστέλ: Η Δύναμη των Κρυστάλλων'.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top