Κεφάλαιο 13
Κεφάλαιο 13
Τα φτερά του τον οδήγησαν μακριά από το Ασημένιο Δάσος και πριν το καταλάβει, είχε φτάσει μπροστά στην Τηλεμεταφορική Πύλη για τον Κεντρικό Τόπο του Αστροδάσους. Χωρίς να το σκεφτεί ή να διστάσει, την διάβηκε και πέρασε την νύχτα του πλάι σε έναν ποταμό, κάτω από τα δροσερά πλατάνια. Σαν ξημέρωσε, ξύπνησε γεμάτος απροθυμία να ξεκινήσει αυτή την μέρα.
Τέτοια ήταν τα λόγια του Νέβιν που δεν ήθελε μήτε να τα σκέφτεται. Είχε πάρει απόφαση να κρατήσει αυτό του τον πόθο κρυφό, να μην μάθει ποτέ κανείς τίποτα. Τούτο το συναίσθημα ήταν πολύ παραπάνω απ' ό,τι ήξερε ότι δικαιούταν και γέμιζε ευγνωμοσύνη και μόνο που είχε καταφέρει να εισχωρήσει στην καρδιά του κάτι τόσο όμορφο. Μα τώρα που είχε μαθευτεί, ήταν σαν ο έξω κόσμος να προσπαθούσε βίαια να του το πάρει ή ακόμα χειρότερα, να το παραμορφώσει. Η συνειδητοποίηση ότι ο φίλος του είχε απόλυτο δίκιο και του μίλησε έτσι για να τον προφυλάξει του κακοφαινόταν και παράλληλα τον έκανε να ντρέπεται. Μπερδεμένος γέμισε τις χούφτες του με νερό του ποταμού και το έριξε στο πρόσωπό του.
«Έι, παλικαράκι!», άκουσε μια βραχνή φωνή κάπου πίσω του. Έτσι γονατισμένος όπως ήταν μπροστά στην όχθη, γύρισε και βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με μία γριά Καλικαντζαρίνα. «Καλή σου μέρα!», έκανε αυτή γελώντας αναίτια. Ή μπορεί κι όχι τόσο αναίτια, αν η έκφραση του μαρτυρούσε τη σαστιμάρα του.
«Κ-Καλημέρα σας, κυρία», έκανε σαστισμένος ακόμα.
«Κεριά και λιβάνια, βρε!», αποκρίθηκε αυτή, γελώντας ξανά. «Τι είναι αυτές οι τυπικούρες; Έτσι θα μίλαγες στη μάνα σου;»
«Δεν έχω μάνα, κυρία», απάντησε εκείνος μην ξέροντας τι άλλο να πει.
«Και πώς γεννήθηκες; Φύτρωσες;»
«Όχι, απλώς... η μητέρα μου δεν ζει πια».
Εκείνη τον κοίταξε με συμπόνια. «Και γι' αυτό είσαι έτσι στενοχωρημένος; Μη στενοχωριέσαι άλλο! Η Γκόρια είναι εδώ! Να σου πλέξω ένα σεμεδάκι;», τον ρώτησε κι έβγαλε από την τσέπη της ποδιάς της βελόνα και κλωστή από κισσό, έτοιμη να αρχίσει το πλέξιμο.
Ο Σίον δεν ήξερε τι να πει. Πρώτη φορά έβλεπε Καλικάντζαρο να συμπεριφέρεται τόσο περίεργα. Προσπάθησε να της εξηγήσει ότι δεν ήταν ανάγκη να του πλέξει τίποτα -άγνωστος ήταν στο κάτω-κάτω-, αλλά εκείνη δεν άκουγε, βυθισμένη στο εργόχειρό της και το μουρμούρισμα κάποιου παραδοσιακού καλικαντζαρίσιου τραγουδιού.
«Τέτοια φκιάνω και για τον γιο μου», του πέταξε έπειτα από λίγο. «Εκείνος βέβαια δεν τα θέλει. 'Δεν θα κυκλοφορώ με τέτοιες σαχλαμάρες, κοτζαμάν ήρωας', μου λέει», έκανε κάνοντας τη φωνή της μπάσα για να μιμηθεί τη φωνή του γιού της κι ο Σίον κρατήθηκε να μην γελάσει. «Και πράγματι, είναι μεγάλος ήρωας, το καμάρι μου! Σε ηλικία μόλις εφτά ετών, κατάφερε να σώσει ολομόναχος το δάσος μας από τις μαρσιποφόρες βδέλλες! Αχ, ήταν το κάτι άλλο! Όμως αυτό δεν πάει να πει ότι δεν πρέπει να καταδέχεται και τα δωράκια της μάνας. Έτσι, νεαρέ μου;» Αυτή τη φορά ο Σίον γέλασε. Δεν ήταν για να την κοροϊδέψει, απλά έβρισκε πολύ χαριτωμένο τον τρόπο που μιλούσε για τον γιο της. «Επιτέλους, γέλασες, παλικαράκι μου», αναφώνησε η γριά, με τα μάτια πάντα καρφωμένα στο εργόχειρο. «Άιντε, πες τώρα στην Γκόρια τι σε βασανίζει. Η Γκόρια δεν θέλει κανείς να υποφέρει, ούτε γκομπλιναίος, ούτε μύγα, ούτε Άνθρωπος».
Ο Σίον κατάπιε τη γλώσσα του. Σίγουρα αυτό που ζούσε τώρα ήταν το τελευταίο που περίμενε να ζήσει και τη συγκεκριμένη μέρα και σε όλη του τη ζωή, γενικότερα. Ωστόσο, βρισκόταν σε τέτοια απελπισία και μιζέρια που το να πει τον πόνο του σε μια Καλικαντζαρίνα που έπλεκε δεν φάνταζε τόσο κακή ιδέα. «Ξέρετε... εγώ είμαι-»
«Ερωτευμένος, το καταλάβαμε. Παρακάτω».
«Μα πώς-»
«Δεν τρώω κουτόχορτο, νεαρέ», του πέταξε αυτή την απάντηση, μαζί με ένα πλάγιο βλέμμα, χωρίς να σταματήσει να πλέκει. «Άσχετο με το τι χαζομάρες πιστεύετε εσείς τα αερικά για εμάς, ξέρουμε κι εμείς από έρωτα. Όσο κι αν με βλέπεις πανέμορφη, γεμάτη σφρίγος και δυναμισμό... έχω ερωτευθεί κι εγώ κάποιον παράφορα και μάλιστα ανησυχούσα μη και δεν του αρέσω, του μπουμπούνα», συνέχισε και μετά από μια μεγάλη παύση, στην οποία ο Νεράιδος προτίμησε να μην σχολιάσει τίποτα, συνέχισε: «Μπορεί βέβαια να μην ήταν από την αρχή επιλογή μου... βλέπεις, είχαμε ακόμη τα προξενιά τότες, μα ήταν τόσο καλός κι ευγενικός, που μ' έκανε, ο ατιμούλης, να τον αγαπήσω σαν τρελή. Αλλά εδώ μιλάμε για σένα. Για πες μου, είναι όμορφη αυτή που σου 'χει πάρει τα μυαλά;»
«Πολύ», απάντησε χωρίς να το θέλει. Η Καλικαντζαρίνα σούφρωσε την μύτη της.
«Και μόνο αυτό βλέπεις σ' εκείνη, βρε ερωτύλε νεαρέ; Μόνο αυτό είμαστε εμείς οι γυναίκες για εσάς; Ένα ωραίο σώμα που θα εκμεταλλευτείτε για λίγη ώρα κι ένα ωραίο πρόσωπο να σας χαμογελάει;»
«Όχι, όχι», βιάστηκε να δικαιολογηθεί ο Νεράιδος. Ακόμα κι αν η ομορφιά της τον άφηνε χωρίς ανάσα, κατέληγε στο τέλος της λίστας των στοιχείων που του άρεσαν σε εκείνη. Κάθε φορά έφερνε στο νου του τη γενναιότητα και τη συμπόνια της, τη γλυκιά της φωνή και τα λόγια που του 'χε πει πολλές φορές για να τον καθησυχάσει, όποτε της μιλούσε για τους γονείς του. Μόνο αυτή κατάφερνε να ελαφρύνει λίγο το βάρος του, όταν η Λιουντέμνια, ή κάποιος τρομερός εφιάλτης έφερνε στο φως τις τύψεις του. «Το τελευταίο πράγμα που θα ήθελα είναι να την εκμεταλλευτώ. Τρέμω μήπως πάθει κάτι. Και δεν χαμογελάει και πολύ, μα όταν το κάνει...»
«Ω, μα εσύ είσαι πολύ ερωτευμένος», θαύμασε η Γκόρια και σήκωσε το βλέμμα της πάνω του. «Και τότε ποιο είναι το πρόβλημα; Πες της πώς νιώθεις».
«Φοβάμαι».
«Τι φοβάσαι;»
«Φοβάμαι... μην την προσβάλω με την αγάπη μου».
«Τι είναι αυτά που λες;», ρώτησε η Γκόρια, εστιάζοντας πλήρως την προσοχή της σε αυτόν. «Άκου εκεί να την προσβάλεις με την αγάπη σου! Ίσα-ίσα, κάθε γυναίκα στον κόσμο αυτό περιμένει ν' ακούσει!»
«Αυτή δεν είναι από αυτές».
«Μμμμ, είναι απ' τις άλλες. Όλες ίδιες είμαστε, βρε. Εκτός κι αν είναι τίποτα... παντρεμένη».
«Όχι. Παντρεμένη δεν είναι».
«Ε τότε τι κάθεσαι; Πήγαινε πες της πως την αγαπάς, διαφορετικά θα το 'χεις βάρος στη συνείδησή σου. Κι όταν με το καλό την καλέσεις στο σπίτι για τσάι και τα παρελκόμενα, στρώσε κι αυτό να ομορφύνει ο τόπος», του είπε αφήνοντας στα χέρια του ένα μικρό σεμέ από κισσούς. Ο Σίον το κοίταξε αμίλητος, μα σιγά-σιγά ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του. Βλέποντάς το, η Γκόρια γέλασε δυνατά κι άρχισε να χοροπηδάει πάνω-κάτω, σαν μικρό παιδί, παρά την γερασμένη της εμφάνιση. Ο Νεράιδος ετοιμάστηκε να την ευχαριστήσει, όταν μια βραχνή κι ενοχλητικά διαπεραστική φωνή ακούστηκε από τα βάθη του δάσους.
«Μάνα! Μανούλα, πού είσαι; Μάνααααα!»
«Αμάαααν...», αναστέναξε αυτή και μαζεύτηκε, βάζοντας τα σύνεργα πλεξίματος πίσω στη θέση τους. Σε ένα λεπτό, ένας μεσήλικας Καλικάντζαρος βγήκε μπροστά στο ποτάμι.
«Μάνα, πάλι τους δρόμους πήρες; Εμένα τον καημένο δεν με λυπάσαι, να σε ψάχνω σ' όλο το δάσος και-» Τα λόγια του κόπηκαν στη μέση μόλις αντίκρισε τον ψηλό Νεράιδο. «Ιιιι! Και μιλάς και με μύγα. Απαπαπαπα! Αυτοί κάνουν μαγικά. Θες να σου ρίξει καμιά κατάρα και να τρέχουμε; Έλα μαζί μου. Έλα, μανούλα μου γλυκιά, σε παρακαλώ. Έλα να πάμε στο σπιτάκι μας, να ξεκουραστείς...», είπε σπρώχνοντάς την απαλά προς την κατεύθυνση από την οποία είχε έρθει. «Ό,τι κι αν σου είπε...», πέταξε ξαφνικά, γυρνώντας προς τον Νεράιδο. «...όποια προσβολή κι αν σου πέταξε, μην την ξεσυνερίζεσαι, φίλε μου! Τα έχει... εεε... χάσει! Αυτό! Τα έχει χάσει η δύσμοιρη».
«Σάντριγκορ, σταμάτα να λες χαζομάρες, γιατί θα σου τραβήξω τ' αυτί, όπως όταν ήσουνα μικρός».
«Σσσς! Δεν λες καλά που τα μπάλωσα; Φτηνά τη γλιτώσαμε, μάνα. Φαινόταν πάρα πολύ επικίνδυνος, ξέρω εγώ να ξεχωρίζω φάτσες...», ήταν οι τελευταίες φωνές που άκουσε ο Σίον, προτού μάνα και γιος εξαφανιστούν μέσα στα δέντρα. Το μόνο που είχε μείνει στο χέρι του, ως η μοναδική απόδειξη αυτού του περίεργου συναπαντήματος, ήταν το σεμεδάκι από κισσό. Ο Σίον το ξανακοίταξε, προτού το τοποθετήσει προσεκτικά στην τσέπη του.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top