Κεφάλαιο 8

Ο βαθμός της ατυχίας μου ξεπερνά αυτόν του μέσου ανθρώπου! Θέλω να ουρλιάξω για την κατάσταση στην οποία βρίσκομαι, θέλω να ανοίξει η γη και να με καταπιεί!

Νιώθω μια έντονη ζαλάδα, κρύος ιδρώτας στάζει από το πρόσωπο μου και το αίμα δεν φτάνει στα πόδια μου. Ξεφυσάω και πλησιάζω πιο πολύ την πόρτα του μπάνιου.

《Θέλω να παριστάνεις την Βαλέρια σε ικετεύω Σωτήρη, ξέρω πως δεν μου χρωστάς τίποτα αλλά μην με καταστρέψεις πάλι.. πάρε τηλέφωνο ώστε να ακούγεται η φωνή της..》Ψιθυρίζω όσο πιο σιγά μπορώ αλλά δεν παίρνω καμία απάντηση.

Με την απελπισία να έχει φωλιάσει μέσα μου και με τους χτύπους στην πόρτα να γίνονται όλο και πιο έντονοι, το ζοφερό συναίσθημα αυξάνεται μέσα μου. Αυτό ήταν! Ο Σταύρος θα βρει τον Σωτήρη μέσα στο σπίτι μου, δεν θα πιστέψει πως δεν έγινε τίποτα μεταξύ μας και θα με χωρίσει. Δεν θα θέλει να με ξαναδεί μπροστά του..

《Λυδία είσαι μέσα;》Ξεφυσάει νευρικά. 《Περιμένω εδώ και ώρα! Δεν είσαι μόνη;》Ακόμη πιο έντονος χτύπος.

Σαν να ξυπνώ από βαθύ ύπνο συνειδητοποιώ πως όλα είναι μάταια. 《Μισό λεπτό Σταύρο είναι η Βαλέρια εδώ!》Ανοίγω την πόρτα χωρίς να κοιτάξω το εσωτερικό του σπιτιού. Εξάλλου το κακό έχει ήδη γίνει. Τον παρατηρώ να στέκεται όρθιος, να κρατά έναν χαρτοφύλακα και να εξετάζει εξονυχιστικά τον χώρο μέσα.
《Α δεν μου είπες πως θα έχεις παρέα..》Χαμογελάει ελάχιστα και με σκανάρει με τα μάτια του. 《Έτρεχες; Τα μάγουλα σου είναι αναψοκοκκινισμένα..》Έπειτα στρέφει το βλέμμα του προς τα παπούτσια έξω από την πόρτα. Η καρδιά μου χάνει ένα χτύπο. Νιώθω έντονη ζάλη.

《Ξέρεις τώρα την Βαλέρια. Δεν είχαμε γάλα για να φάει δημητριακά και έπρεπε να πεταχτώ να πάρω! Από την ταραχή μου έβαλα τα παπούτσια του πατέρα μου!》Κάνω μια παύση και γελάω υστερικά. 《Τρελό έτσι; Ποιος να μου το έλεγε.. και τώρα έχει κλειδωθεί στο μπάνιο για να μην πάρω το κινητό της και στείλω μήνυμα στο αγόρι που της αρεσει. Τι άλλο θα κάνω γι' αυτήν;》Γελάω σιγανά και τον αφήνω να περάσει μέσα. Δεν είναι χαλαρός ούτε χαμογελαστός. Είναι σφιγμένος και τελείως καχύποπτος. Σχεδόν πετάει τον χαρτοφύλακα του στον καναπέ και κοιτάζει με μίσος προς το παράθυρο. Δειλά δειλά κλείνω την πόρτα και επιστρέφω κοντά του.

《Θα σε πείραζε να πάω μια στιγμή στο μπάνιο να ρίξω νερό στο πρόσωπο μου ή η φίλη σου δεν θέλει ούτε εμένα να αντικρίσει;》Είναι ειρωνικός και χωρίς καν να απαντήσω κατευθύνεται προς το μπάνιο. Ελπίζω τουλάχιστον το βλακώδες ον να κλείδωσε! Ακουμπάει το χερούλι αλλά η πόρτα δεν κινείται.

《Βαλέρια, ο Σταύρος θέλει να χρησιμοποιήσει το μπάνιο..》Κλείνω τα μάτια μου και προσεύχομαι τουλάχιστον να μην γίνει καμία σφαγή μέσα στο σπίτι μου.
《Ω έλα τώρα Λυδία.. δεν πρόκειται να βγω..》Ένα λαμπερό χαμόγελο ζωγραφίζεται στο πρόσωπο μου. Ο Σταύρος στρέφει τα γουρλωμένα του μάτια επάνω μου. 《Βασικά.. για να μην σας το χαλάσω καλύτερα να βγείτε για λίγο έξω..》Η φωνή της κολλητής μου ακούγεται κάπως θολή από την μέσα πλευρά της πόρτας. Ωστόσο ευγνωμονώ τον Σωτήρη που προσπάθησε τόσο πολύ ώστε να μην γίνει κάτι χειρότερο.

Γυρίζω το σώμα μου προς τον Σταύρο και ακουμπάω επάνω του. 《Τι λες αγάπη μου, πάμε να περπατήσουμε στο πάρκο;》Χαϊδεύω τα μαλλιά του και τον παρατηρώ να χαλαρώνει και να αφήνει πίσω του τυχόν υποψίες.
《Εντάξει αρκεί να πάρουμε και παγωτό εντάξει;》Γνέφω καταφατικά το κεφάλι μου και βαζω βιαστικά τα παπούτσια μου. Ο Σταύρος με ακολουθεί και σε λίγα λεπτά φτάνουμε αμίλητοι στο πάρκο.

《Λυδία δεν ξέρω τι κόλπο έστησες..》Παίρνω ανάσες και τον κοιτάζω μπερδεμένα.
《Δηλαδή;》Δεν ξέρω πως θα δικαιολογήσω τον εαυτό μου..
《Αλλά σε έχω ερωτευτεί τόσο πολύ...》Καταλήγει και με φιλάει κτητικά και παθιασμένα. Δεν είναι πως δεν θέλω να τον φιλήσω, πως δεν τον αγαπω αλλά αυτή τη στιγμή τα πράγματα είναι μπερδεμένα. Ωστόσο ανταποδίδω το φιλί και κοιτάζω τα μάτια χαμογελαστή.
《Σταύρο αύριο έχω κενό και ειλικρινά θα ήθελα να σου μιλήσω για το παρελθόν μου, για όσα έχω περάσει, τον ρόλο του Σωτήρη στην ανέλιξη του χαρακτήρα μου. Έτσι θα καταλάβεις ότι δεν χρειάζεται να ανησυχείς γι' αυτόν. Είναι ο τελευταίος άνθρωπος στην γη που θα μπορούσε να με κλέψει από σένα..》 Μουρμουρίζω και κρατάω γερά τα χέρια του στα δικά μου σε μία ύστατη προσπάθεια να επικρατήσει η λογική στο μυαλό και των δύο μας.

Ο Σταύρος με πλησιάζει λίγο παραπάνω και τοποθετεί το κεφάλι μου στο στέρνο του χαϊδεύοντας τα μαλλιά μου. 《Μα αγάπη μου ποτέ δεν ανησύχησα για τον συγκεκριμένο. Είσαι δική μου, το νιώθω.. και θα είμαι εδώ για σένα κόντρα σε όλους σου τους εφιάλτες. Ακόμη και τους ζωντανούς..》Ψιθυρίζει και αφήνει ένα τρυφερό φιλί στα μαλλιά μου. Ομολογουμένως η κίνηση αυτή με καθησυχάζει και για λίγο αφήνομαι να ζήσω την στιγμή πλάι στον πιο γοητευτικό άντρα της ζωής μου.

Μετά από λίγο παίρνουμε παγωτό μηχανής από ένα ζαχαροπλαστείο και οι συζητήσεις μας περιστρέφονται γύρω από τις δύσκολες εποχές της σχολής του, το πώς άνοιξε το γραφείο του και την αγάπη που κρύβει για τις ποικιλίες κρασιών. Το μυαλό μου που και που επιστρέφει στον Σωτήρη, στην ευγενική του βοήθεια πίσω στο σπίτι. Όταν γυρίσω ελπίζω να τον βρω εκεί. Τα μάτια μου αντικρίζουν τον εβένινο ουρανό με τα γκρίζα σύννεφα. Το παγωμένο αεράκι με κάνει να ανατριχιάσω και να σηκωθώ από το παγκάκι.
《Νομίζω πώς είναι η ώρα του αποχαιρετισμού..》Μουρμουρίζει και χαμογελάει συγκροτημένα. Νεύω θετικά, αγκαλιαζόμαστε μια τελευταία φορά και αφού τον καληνυχτίζω παίρνω τον δρόμο της επιστροφής.

Απορροφημένη από τις σκέψεις μου, φτάνω στον όροφο μου όπου βρίσκω την πόρτα ανοιχτή. Κακό σημάδι μου φαίνεται. Βγάζω τα παπούτσια μου στην είσοδο και εισέρχομαι διστακτικά μέσα. Το μπολ με τα δημητριακά είναι σπασμένο στο πάτωμα, ο χαρτοφύλακας του Σταύρου - που άφησε επάνω στα νευρα του- ανοιχτός με τα έγγραφα σκισμένα και τσαλακωμένα. Τα μάτια μου βουρκώνουν όταν βλέπω το μικρό κάδρο με την οικογένεια μου ζωγραφισμένο με ανεξίτηλο μπλε μαρκαδόρο. Πώς γίνεται να νευριασε τόσο;

Κλείνω την πόρτα πίσω μου και πλησιάζω την ανοιχτή πόρτα του ψυγείου, για να βρω τα πάντα εξαφανισμένα. Το παράθυρο είναι ανοιχτό με αποτέλεσμα η όλη ατμόσφαιρα να είναι κρύα. Χωρίς δεύτερη σκέψη τρεχω στο μπάνιο για να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπο μου. Και εκεί, όμως, ο τυφώνας έχει αφήσει το σημάδι του. Ο καθρέφτης είναι θριμματισμένος και σε ένα πλακάκι είναι γραμμένο με κόκκινο κραγιόν: "Ως πότε θα του λες ψέμματα;"

Ξεροκαταπίνω και κάθομαι στο παγωμένο πλακάκι ανήμπορη. Ο Σωτήρης για ακόμη μια φορά έδειξε το αληθινό του πρόσωπο, μου φέρθηκε απαίσια, βανδάλισε το σπίτι μου. Πρέπει να τον βγάλω από την ζωή μου οριστικά,  ξεκινώντας από αύριο. Αυτός ο άνθρωπος μόνο το χάος  αφήνει πίσω του. Και εγώ κύριε Σωτήρη εάν σιχαίνομαι κάτι  περισσότερο από όλα είναι η αταξία.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top