Κεφάλαιο 7
Ξεκλειδώνω την πόρτα του σπιτιού μου και βγάζω τα παπούτσια στην άκρη προτείνοντας στον Σωτήρη να κάνει το ίδιο.
《Εντάξει πριγκίπισσα δεν θα σου λερώσω το σπίτι ηρέμησε!》Απαντά και αφήνει τα παπούτσια του έξω. 《Ελπίζω να μου δώσεις κάτι αξιοπρεπές να φορέσω ε;》
Ξεφυσάω και ανοίγω το τελευταίο φύλλο της ντουλάπας μου προκειμένου να βρω διάφορα ρούχα που έχει ξεχάσει ο πατέρας μου κατά καιρούς από τις διάφορες επισκέψεις του. 《Χμ φόρμα έχω βρει αλλά δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποια μπλούζα Σωτ-》Γυρίζω προς το μέρος του κρατώντας μια μαύρη βαμβακερή φόρμα και τον αντικρίζω γυμνό από την μέση και πάνω. 《Τι κάνεις γυμνός εδώ!; Πάρε αμέσως την φόρμα και ντύσου!》
《Μα αν βάλω βρεγμένα ρούχα θα αρρωστήσω και μετά θα χάσω την δουλειά μου.. θα ψήνομαι στον πυρετό.》 Με πλησιάζει με ένα ειρωνικό χαμόγελο ή μάλλον έτσι μου φαίνεται. 《Θα με προσέχεις Λυδιάκι; Να αρρωστήσω τότε..》
《Βάλε αμέσως την φόρμα και σκουπίσου. Θα πάρω την μπλούζα σου για να την στεγνώσω..》τραβάω την βρεγμένη μπλούζα από τον ώμο του και παίρνω το σεσουάρ πάνω από το κρεβάτι μου.
《Πεινάω! Δεν έχω φάει πρωινό!》Ακούω την γκρινιάρικη φωνή του καθώς συνδέω το σεσουάρ στην πρίζα.
《Αχ αυτό μας έλειπε, θα με βάλεις να μαγειρέψω κύριε Δασκαλάκη;》Ένα γελάκι μου ξεφεύγει και αρχίζω να στεγνώνω την μαύρη μπλούζα. Χάνομαι στις σκέψεις μου για λίγο.
Όλα θα ήταν πολύ πιο εύκολα αν είχα μια φυσιολογική παιδική ηλικία, εάν μου είχαν δώσει στοργή και αγάπη εκτός από ξύλο και πόνο. Έχω κουραστεί να προσπαθώ τόσο πολύ να αλλάξω και να δείξω σε όλους ότι μπορώ να αγαπήσω και να αγαπηθώ..
《Μικρή.. που χάθηκες;》Νιώθω την ανάσα του στον λαιμό μου και ταράζομαι τόσο που το σεσουάρ μου πέφτει απο τα χέρια.
《Με τρόμαξες!》Του φωνάζω και απομακρύνομαι βιαστικά. 《Πάρε την μπλούζα σου και φάε ο,τι έχει στο ψυγείο..》Μουρμουρίζω και του πετάω την μπλούζα με νεύρο.
《Τώρα τι σε έπιασε;》Σηκώνει το φρύδι του και περνάει την μπλούζα στον ώμο του.
《Ξέρεις τι; Κουράστηκα Σωτήρη! Δεν μπορώ να σε καταλάβω, την μία μέρα μου φέρεσαι καλά και με προστατεύεις! Την άλλη δεν μου δίνεις καν σημασία, μετά σε ενοχλεί που προχωράω στην ζωή μου και στο τέλος έρχεσαι στο σπίτι μου και προσπαθείς να μου την πέσεις!》Σχεδόν ουρλιάζω, νιώθω τα πνευμόνια μου να χάνουν τον αέρα που έχουν μέσα, ενώ δάκρυα απειλούν να στάξουν από τα μάτια μου.
Ο Σωτήρης ακουμπάει στον τοίχο και με κοιτάζω με ένα βαθύ κενό βλέμμα, βλέμμα που ίσως να κρύβει πολλά αλλά μοιάζει τόσο απαθές για να ασχοληθεί.
《Προσπαθώ να επανορθώσω για το παρελθόν απλά. Σου φέρθηκα άσχημα ενώ δεν θα έπρεπε..》Προφέρει αργά και σταθερά κάθε μια λέξη χωρίς να αλλάζει η έκφραση του.
《Και επανορθώνεις με το να επεμβαίνεις με το έτσι θέλω στην ζωή μου; Ποιος σου έδωσε καν την άδεια;》Ένα δάκρυ κυλά αργά στο πρόσωπο μου ενώ προσπαθώ να αγνοήσω το βουητό στο κεφάλι μου.《Είναι μάταιο να προσπαθείς να διορθώσεις τα αδιόρθωτα!》
Σαν να τον χτυπά ηλεκτρικό ρεύμα, με πλησιάζει, ακουμπά το στιβαρό χέρι του στο πιγούνι μου και με αναγκάζει να τον κοιτάξω στα μάτια.
《Αυτά εδώ τα πανέμορφα μάτια σου, αυτά μου δίνουν την άδεια κάθε φορά να σε πλησιάζω και να σε προστατεύω. Για εμένα αυτό είναι το σωστό και δεν θα σταματήσω να το κάνω..》Μου ψιθυρίζει τρυφερά και με την παλάμη του χαϊδεύει στοργικά το μάγουλο μου.
Καταπίνω στραβά και κλείνω στιγμιαία τα μάτια μου προσπαθώντας να με πείσω πως όλα αυτά συμβαίνουν στην πραγματικότητα. 《Λες ψέματα.. εσύ με μισείς..》
《Δυστυχώς, έτσι σε άφηνα να νομίζεις.. εχω μιλήσει με ψυχοθεραπευτή Λυδία..》Η ανάσα του φτάνει στο αυτί μου, γεγονός που με κάνει να ανατριχιάσω. 《Και έχω καταλήξει πως σε θέλω.. και θα κάνω ο,τι μπορώ για να σε έχω..》Καταλήγει και ενώνει τα χείλη μας σε ένα άγριο μεθυστικό φιλί. Η γλώσσα του χορεύει με την δική μου σε ξέφρενους ρυθμούς ενώ το σώμα μου κολλάει στο δικό του αυθόρμητα.
Τα χέρια του γραπώνουν το κορμί μου και με φόρα με στηρίζει στο παράθυρο του σαλονιού. Τα χείλη του φιλούν τον λαιμό μου ενώ αναστεναγμοί βγαίνουν από το στόμα μου.
《Σωτήρη αρκετά..》Ψιθυρίζω αλλά δεν σταματάει. Την στιγμη που πάω να του μιλήσω το κινητό μου χτυπάει.
《Πρέπει να απαντήσω..》Τον απομακρύνω από κοντά μου και παρατηρώ ένοχα το όνομα του Σταύρου στην αρχική μου. Αποδέχομαι την κλήση και κάνω νόημα στον Σωτήρη να παραμείνει σιωπηλός.
《Γεια σου Σταύρο! Πώς είσαι;》Προσπαθώ να ακουστώ φυσιολογική και χαλαρή.
《Καλά. Είσαι στην σχολή;》Ο τόνος της φωνής του είναι ψυχρός, απόμακρος και αυστηρός.
《Δ-δεν ένιωθα πολύ καλα σήμερα και αποφάσισα να μεινω σπίτι. Ευτυχώς είναι σωματικό καθαρά, δηλαδή θα βρεθούμε κανονικά μετά..》Ακούω την ανάσα του να κόβεται και κάτι σαν να κλωτσάει αλλά προφανώς είναι η ιδέα μου.
《Ναι φυσικά! Ελπίζω να μην είναι τίποτα! Θα περάσω να σε πάρω σε καμιά ώρα που έχω κενό, ίσως σε λιγότερο. Τα λέμε!》πριν προλάβω να αρνηθώ έχει ήδη τερματίσει την κλήση.
Ένα κακό προαίσθημα ξυπνά μέσα μου και ένας κρύος ιδρώτας με λούζει από την κορυφή ως τα νύχια.
《Εάν ενοχλω καλύτερα να φυγω. Εξάλλου ποτέ δεν ξέρεις πότε θα σκάσει μύτη το ψυχακι..》Ο Σωτήρης γελάει αλλα μόλις παρατηρεί την γκριμάτσα μου κοκκαλώνει. 《Λυδία τι συνέβη; Σου είπε κάτι, σε απείλησε;》Συνοφρυώνεται και με πλησιάζει.
《Νομίζω πως γνωρίζει ότι είμαστε μαζί τώρα.. εννοώ.. δεν μου είπε κάτι αλλά έχω αυτό το κακό προαίσθημα. Δεν ξέρω Σωτήρη ίσως είναι οι τύψεις, εμείς ποτέ δεν θα έπρεπε να είμαστε έτσι!》Εκμυστηρεύομαι δειλά στον Σωτήρη και κάθομαι στον καναπέ σε μια τελευταία προσπάθεια να ηρεμήσω.
《Δεν υπάρχουν πρέπει στον έρωτα..》Μου αντιτείνει και γελάω ειρωνικά αφού τον κοιτάζω με το πιο ειρωνικό βλέμμα μου.
《Αυτό που έχουμε δεν είναι έρωτας Σωτήρη! Οριακά μισούμε ο ένας τον άλλο, δεν ξέρω τίποτα για την ζωή σου ή για τον χαρακτήρα σου όπως και εσύ για μένα οπότε μην μου λες πως έχουμε ερωτευτεί!》
Χωρίς να συζητούμε οτιδήποτε άλλο παίρνω δύο μπολ, γάλα και δημητριακά και του προσφέρω το ένα. Καθόμαστε σιωπηλοί στον καναπέ και τρώμε με όρεξη το λιτό πρωινό. Δεν έχω κουράγιο να συζητήσω το οτιδήποτε άλλο, το φιλί και η εξομολόγηση του Σωτήρη μου φαίνονται εξωπραγματικά και επίπλαστα καθώς είναι πολύ πιθανό να θέλει απλά να με απομακρύνει από τον Σταύρο. Είναι πιθανό να επιθυμεί απλά να καταστρέψει την ζωή μου όπως και τότε όχι όμως με πράξεις βίας αλλά με ένα πιο ύπουλο παιχνίδι, αυτό της καρδιάς. Τελειώνω το γεύμα μου και αφήνω το μπολ στο τραπέζι δίχως να ρίξω ματιές στον πρώην συμμαθητή μου.
《Εγώ και εσύ δεν θα είμαστε ποτέ μαζί. Πολύ απλά δεν σε εμπιστεύομαι και είναι εξαιρετικά πιθανό να με μισείς.. και όλα αυτά να είναι πράξεις εκδίκησης.》Μουρμουρίζω και αποφεύγω να ενώσω τα βλέμματα μας, βέβαια νιώθω την ένταση να αυξάνεται στην ατμόσφαιρα, ο Σωτήρης πετάει σχεδόν το μπολ στο τραπέζι και χτυπάει νευρικά το πόδι του στο πάτωμα.
Ο Σωτήρης αποχωρεί από το δωμάτιο και κλείνεται στο μπάνιο κοπανώντας την πόρτα πίσω του. Αφού του δίνω λίγα λεπτά να ηρεμήσει, πλησιάζω την πόρτα του μπάνιου και με έκπληξη τον ακούω να μιλάει στο τηλέφωνο.
《Έλα ρε Νέστορα! Προσπάθησα σου λέω, η τύπισσα είναι ανένδοτη! Λέει πως δεν γίνεται να υπάρχει έρωτας ή αγάπη..》Ξεφυσάει και ανοίγει την βρύση του μπάνιου.
Τι δουλειά έχει ο Νέστορας στην μεταξύ μας σχέση;
《Δεν έχω ακόμη τις πληροφορίες που θέλω αλλά είμαι σίγουρος ότι είναι τρελός. Κάτι με χαλάει πάνω του. Θα το ψάξεις εσύ; Έγινε σε ευχαριστώ θα σου στείλω τα στοιχεία του σε μήνυμα. Μιλάμε.》Τερματίζει την κλήση και χτυπάω απαλά την πόρτα του μπάνιου.
《Σωτήρη αργείς; Ο Σταύρος θα είναι εδώ από λεπτό σε λεπτό..》Του θυμίζω ανήσυχα αλλά αυτός αρνείται να ανοίξει την πόρτα. Η υπομονή μου εξαντλείται και τα λεπτά περνάνε πολύ πιο γρήγορα από όσο περίμενα. 《Σωτήρη με ακούς; Ο Σταύρος έρχεται και δεν πρέπει να σε βρει εδω..》 Δεν παίρνω καμία απάντηση.
《Γλυκιά μου έκπληξη! Η πόρτα της πολυκατοικίας ήταν ανοιχτή!》Ακούω την αντρική φωνή του Σταύρου έξω από την πόρτα και χάνω την γη κάτω από τα πόδια μου.
Αυτοί οι δύο δεν πρέπει να συναντηθούν.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top