Κεφάλαιο 6ο

Ξυπνάω πολύ νωρίτερα από το καταραμένο ξυπνητήρι. Για την ακρίβεια δεν κοιμηθηκα καθόλου ολόκληρη την νύχτα. Στο μυαλό μου έπαιζαν σαν κασέτα οι σκηνές με τον Σωτήρη.. και μπορώ να πω πως κατά πολύ βάθος χαιρόμουν μέσα μου που έστω και για μία και μοναδική φορά στην ζωή του υπερασπίστηκε εμένα αντί για κάποια άλλη.. αντί για κάποιον άλλον. Όμως δεν άξιζε στον Σταύρο αυτή η συμπεριφορά για κανέναν λόγο. Ίσα ίσα προθυμοποιήθηκε να μου επιστρέψει την τσάντα μου, να λύσουμε όλα τα προβλήματα που μάλλον εγώ δημιούργησα, γιατί αν τα δημιουργούσε αυτός εγώ θα έκανα το πρώτο βήμα να το διορθώσω.

Απρόθυμα σηκώνομαι από το κρεβάτι, επιλέγω ένα τυχαίο συνολάκι και φτιάχνω τα ανακατεμένα μαλλιά μου στον καθρέφτη. Μάλλον πρέπει να έγινε η αποκάλυψη γιατί μοιάζω με ζόμπι. Δεν νομίζω όμως πως γίνεται μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα να αναπτύξεις σχέση με κάποιον και να πάει μάλιστα καλά! Πρέπει να γίνονται αμοιβαίες υποχωρήσεις, να υπάρχει κατανόηση, αγάπη και ύστερα έρχονται και τα υπόλοιπα.

Πηγαίνω ως την κουζίνα, επιλέγω το αγαπημένο μου μπλε μπολ, προσθέτω γάλα και ρίχνω δυο χούφτες δημητριακών. Κάθομαι στην πολυθρόνα και τρώω αργά μιας και ακόμη δεν έχω ξυπνήσει καλά. Η οθόνη του κινητού μου ανάβει κα παρατηρώ το όνομα του Σταύρου. Ένα μικρό χαμόγελο στολίζει τα χείλη μου καθώς διαβάζω το μήνυμα του. Μου ζητά ευγενικά να συναντηθούμε μετά το μάθημα και να συζητήσουμε τα χθεσινοβραδινά γεγονότα. Αποδέχομαι χωρίς να το σκεφτώ ιδιαίτερα και τότε χτυπά το δεύτερο ξυπνητήρι που μου θυμίζει πως σε πέντε λεπτά πρέπει να βρίσκομαι στην στάση του λεωφορείου.

Μετά από πέντε λεπτά βρίσκομαι στην στάση, τυλιγμένη με την ζακέτα μου και τα ακουστικά στα αυτιά μου. Η γλυκιά μελωδία της μουσικής με ηρεμεί και με κάνει να ξεχαστώ. Το λεωφορείο φτάνει με μια μικρή καθυστέρηση αλλά ένα χέρι με τραβάει πριν προλάβω να κάνω βήμα.

《Τι στο..》Γυρίζω προς τα πίσω και αντικρίζω τον Σωτήρη να με κοιτάζει χαμογελαστός.
《Καλημέρα! Μόλις έχασες το λεωφορείο σου.. κρίμα σε μισή ώρα έρχεται το επόμενο. 》Μου χαμογελάει πλατιά και μου δείχνει το λεωφορείο που απομακρύνεται.

Από την άλλη εγώ κοιτάζω σαν χάνος το λεωφορείο να απομακρύνεται και ένας εκνευρισμός με διαπερνά.
《Τώρα γιατί το έκανες αυτό; Έχω μάθημα και μάλιστα σημαντικό! Ρε Σωτ-》
《Από που γνωρίζεις τον γελοίο τυπά από χθες; Λυδία φαίνεται ψυχάκι. Είναι επικίνδυνος..》Απομακρύνει το χέρι του από πάνω μου και βγάζει ένα πακέτο τσιγάρα.

《Λοιπόν.. να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν σε αφορά. Ακόμη, όμως, και να σε αφορούσε δεν τον γνώρισα μέσω ίντερνετ αν αυτό πιστεύεις. Βρεθήκαμε στο ίδιο μπαρ και το ένα έφερε το άλλο.. και απλά καταλήξαμε μαζί..》Τινάζω το μαλλί μου και μιλάω όσο πιο γλυκά μπορώ, προσπαθώντας να φανώ ευχαριστημένη με την ομολογουμένως - καθόλου- ρομαντική γνωριμία μου με τον Σταύρο. Ο Σωτήρης περιεργάζεται ένα τσιγάρο σαν να ζυγίζει τα λόγια μου και να τα αξιολογεί μέσα στο μυαλό του.

《Πόσο καιρό τον γνωρίζεις; Να σου θυμίσω πως χθες βρισκόσουν σπίτι του, προχθές σε πέταξε κάπου με το αυτοκίνητο του και κάτι μέσα μου μου λέει ότι τίποτα από τα δύο δεν κατέληξε καλά..》 Τοποθετεί το τσιγάρο στα χείλη του και το ανάβει με τον αναπτήρα του. Ρουφάει μια γερή τζούρα και φυσά τον καπνό στο πρόσωπο μου.

Σταυρώνω τα χέρια μου κάτω από το στήθος μου και σηκώνω το φρύδι μου. 《Παραδέχομαι πως δεν τον γνωρίζω αρκετό καιρό.. αλλά.. με σέβεται, με προστατεύει, είναι εκεί για μένα..》
《Και όλα αυτά τα κατάλαβες μέσα σε πόσο; Τέσσερις, πέντε μέρες, μια εβδομάδα, πόσο;》Η φωνή του είναι βραχνή, το ελεύθερο χέρι του σφίγγεται σε μια γροθιά, κάνοντας με να αγχωθώ και να παραπατήσω.

《Ποιο είναι το πρόβλημά σου; Αν τον εμπιστεύτηκα σε τόσο μικρό διάστημα σημαίνει πώς κάτι έκανε καλά..》Η φωνή μου τρέμει και τα μάτια μου έχουν καρφωθεί στα χέρια του.
《Ίσως απλά να σε πήδηξε καλά Λυδία, δεν συμφωνείς; Πώς γίνεται να είσαι τόσο αφελής και ηλίθια ώστε να τον εμπιστεύεσαι τόσο; Έχεις δει τα μάτια του; Λάμπουν από μίσος!》Πετάει το τσιγάρο στο πεζοδρόμιο και το σβήνει - για την ακρίβεια το συνθλίβει- με το πόδι του.

《Ή ίσως τα δικά σου μάτια έχουν τόσο μίσος που μόνο αυτό βλέπεις γύρω σου!》Φωνάζω απεγνωσμένα και σηκώνω τα χέρια μου στον αέρα. 《Δεν ξέρεις τι σημαίνει αγάπη, δεν ξέρεις τι σημαίνει καν σχέση, απορώ αν ξέρεις τι είναι οικογένεια!》Τον πλησιάζω με νεύρο και χτυπάω τα χέρια μου στο γυμνασμένο του κορμί με μανία. 《Δεν ξέρεις τι σημαίνει 'αισθάνομαι' εκτός αν πρόκειται για τον εαυτό σου!》Έχω βάλει τα κλάματα ασυναίσθητα και ξαφνικά νιώθω τόσο αδύναμη που τα χέρια μου μένουν μετέωρα στον αέρα.

《Σκάσε! Σταμάτα, μην μιλάς άλλο δεν ξέρεις τι λες..》Ψελλίζει με τρόμο και με τα χέρια του γραπώνει τους καρπούς μου φέρνοντας με πάνω του. 《Ούτε εσύ γνωρίζεις τι έχω περάσει και πίστεψε με δεν θες να μάθεις..!》

《Και εσύ που υποτίθεται ξέρεις για εμένα θυμάσαι πως μου φέρθηκες;》Κλείνει τα μάτια του σαν να του έδωσα ένα γερό χαστούκι που γκρέμισε τον υψηλό εγωισμό του.

Μπουμπουνητά ακούγονται και αστραπές ξεσκίζουν τον γκρίζο ουρανό.

《Εσένα σου άξιζε και τα πέρασες, εγώ δε έφταιγα σε τίποτα! Τ' ακούς; Σε τίποτα!》Τα μάτια του γουλρώνουν και οργή ρέει στις φλέβες του, το πρόσωπο του κοκκινίζει και το σαγόνι του σφίγγει απότομα.
《Ήμουν ένα παιδί, δεν έφταιγα σε τίποτα..》Του υπενθυμίζω και τα χείλη μου τρέμουν ανεξέλεγκτα. Θα μου κάνει πάλι κακό. Θα νιώσω πάλι σκουπίδι στα χέρια του.

Χοντρές σταγόνες βροχής πέφτουν στα μαλλιά μου και στο πρόσωπο μου. Κοιτάζω στιγμιαία ψηλά στον γκρίζο ουρανό και εύχομαι νοητά να με αφήσει ήσυχη.

《Και εγώ ήμουν παιδί Λυδία.. και εγώ..》Καταλήγει και με μια κίνηση με τραβάει στην αγκαλιά του. Η αίσθηση είναι παράξενη, η μυρωδιά του αντρικού του αρώματος εισχωρεί στα ρουθούνια μου, ο χτύπος της καρδιάς του φτάνει στα αυτιά μου και είναι πολύ πιο γρήγορος από όσο θα έπρεπε.

Άξαφνα παρατηρώ πως το σώμα μου έχει ηρεμήσει, η καρδια μου χτυπάει γρήγορα αλλά όχι από φόβο και το στομάχι μου γουργουρίζει χαρούμενα.

《Με συγχωρείς, το είχα ανάγκη..》Μου ψιθυρίζει στο αυτί και ανατριχιάζω ολόκληρη.
《Ο-Όλα καλα.. κι εγώ το είχα ανάγκη..》Απομακρύνω απρόθυμα τα σώματα μας και τον κοιτάζω ενώ έχουμε γίνει μούσκεμα απο την βροχή. 《Ξέρεις κάτι; Τώρα το έχασα το μάθημα, δεν έχει νόημα να παω. Τι θα έλεγες να έρθεις σπίτι μου για ένα καφέ;》Προτείνω χωρίς να το σκεφτώ και μετανιώνω την ίδια στιγμή.

《Μόνο εάν μου δώσεις έστω μια καθαρή μπλούζα..》Γελάει ανάλαφρα και περνάει το χέρι του γύρω από την μέση μου.
《Εάν υποσχεθείς ότι δεν θα με ξαναχτυπήσεις..》Αναγνωρίζω πως πέταξα κοτσάνα και σπεύδω να το διορθώσω. 《Έλα αστειεύομαι!》Απομακρύνει το χέρι του από την μέση μου και ξεφυσώ λυπημένα. 《Συγγνώμη ρε Σωτήρη αλήθεια..》Νιώθω το χέρι του να προσγειώνεται με φόρα στον πισινό μου.

《Ουψ μάλλον σε ξαναχτύπησα!》Γελάει και με προσπερνάει ανασηκώνοντας τους ώμους του.

Τι θα κάνω μαζί σου Σωτήρη; Τι;

Η μοίρα γελούσε χαιρέκακα βλέποντας την κοπέλα να μπλέκεται στα βρώμικα και σκοτεινά της σχέδια. Καιρό είχε να ασχοληθεί με τις ζωές των θνητών και η περίπτωση των δύο αυτών γνωστών της κίνησε την περιέργεια. Πάντως η συνέχεια- όπως την είχε στο μυαλό της - θα ανέτρεπε τα πάντα. Τίποτα καλό δεν κρατά για πάντα Και τίποτε κακό δεν κρατά για λίγο. Πήρε λοιπόν στα χέρια της τις βελόνες της, πείραξε το νήμα και δημιούργησε ένα τεράστιο κόμπο με μανία. Ω ναι, αυτό ήταν, τίποτα δεν θα κρατούσε για πολύ..

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top