Κεφάλαιο 14

Η προηγούμενη εξομολόγηση του Σταύρου για την ζωή του και για τις δυσκολίες που πέρασε μου ράγισε την καρδιά. Πραγματικά έχοντας ζήσει με έναν υποτιμητικό πατέρα, ο οποίος ποτέ του δεν αγάπησε τα παιδιά του και φέρθηκε στην γυναίκα του σαν σκουπίδι είχαν πλάσει στο μυαλό μου την ψευδαίσθηση ότι συμβαίνει έτσι σε όλους. Όμως όχι! Δεν σημαίνει πως όλοι οι άντρες είναι μισογύνηδες ούτε πως όλες οι γυναίκες αγαπούν την οικογένεια τους και την προστατεύουν. Τώρα μπορώ να κατανοήσω τους λόγους που ο Σταύρος συχνά μειώνει το γυναικείο φύλο, ο λόγος που του έχει γίνει έμμονη ιδέα πως η γυναίκα πρέπει να είναι κοντά στο παιδί πάντα, ό,τι και εάν συμβεί.

Μετά από το ξέσπασμα του, κατάφερα να τον πείσω να κάνει ένα γρήγορο μπάνιο και να ξαπλώσει όσο εγώ θα επέστρεφα σπίτι μου για να μελετήσω τις σημειώσεις μου και να σκεφτώ όλα όσα μου είπε. Η αλήθεια είναι πως πλέον κατανοώ όμως δεν τον δικαιολογώ. Είναι ενήλικας πλέον με τραύματα από το παρελθόν του όπως σχεδόν όλοι. Ο ίδιος επέλεξε τον δρόμο της ψυχολογίας για να βοηθήσει τον εαυτό του αλλά και άλλους ώστε να νιώσουν καλύτερα, να βελτιωθούν, να γίνουν η καλύτερη εκδοχή τους. Αυτό που βλέπω εγώ είναι ένας κατεστραμμένος άντρας που ξεσπά σε όλο τον γυναικείο πληθυσμό επειδή μία γυναίκα του φέρθηκε έτσι. Ξεφυσάω νευρικά και κοιτάζω το τετράδιο μου. Δεν είμαι δικαστής. Δεν μπορώ να κρίνω τόσο αυθαίρετα χωρίς να έχω βιώσει ό,τι βίωσε κι αυτός. Εδώ η ίδια μισώ τον πατέρα μου για λόγια και πράξεις του, γιατί να μην το κάνει και ο ίδιος; Όμως, εγώ δεν ξεσπώ σε άλλους. Ίσως γιατί είμαι αδύναμη.. ίσως..

Ανοίγω τις πρώτες σελίδες και διαβάζω τον νέο νόμο της πώλησης που τροποποιήθηκε πρόσφατα κατόπιν οδηγίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Απορροφώ τις πληροφορίες σαν νερό και συνεχίζω στο επόμενο μάθημα ώσπου χτυπά η πόρτα του σπιτιού μου. Γεμάτη απορία πλησιάζω και βλέπω από το ματάκι της πόρτας τον Σωτήρη να κρατά έναν κίτρινο φάκελο και ένα κουτί πίτσας. Με δισταγμό ξεκλειδώνω την πόρτα και αντικρίζω το χαρούμενο πρόσωπο του Σωτήρη.

«Έχω διάβασμα και καμία όρεξη να ασχοληθώ μαζί σου.» Αναφωνώ αυταρχικά και ετοιμάζομαι να κλείσω την πόρτα, την οποία σταματά με το σώμα του.

«Έχω μάθει κάτι για τον Σταύρο και πρέπει να σου το πω.. έφερα και πίτσα. Εσύ δεν μου είπες πως ό,τι μαθαίνουμε θα το λέμε ο ένας στον άλλον;» Ρωτά με αγανάκτηση και τελικά τον αφήνω να περάσει πριν γίνουμε το θέαμα της πολυκατοικίας. Μόλις κλείνω την πόρτα πίσω μου, σταυρώνω τα χέρια μου κάτω από το στήθος μου και σηκώνω το φρύδι μου.

«Είπαμε πως θα γίνεται στην σχολή μου, στην ταράτσα την μέρα που θα τύχει να πάρουμε το ίδιο λεωφορείο εάν θυμάσαι καλά! Επίσης δεν θέλω να έρχεσαι σπίτι μου λες και είμαστε φίλοι γιατί δεν είμαστε. Ήσουν αυτός που μου έκανε την ζωή κόλαση και δεν θα αλλάξει αυτό! Δεν έχεις δικαίωμα να έρχεσαι εδώ!» Ο τόνος της φωνής μου κατά την διάρκεια της ομιλίας μου αυξάνεται απότομα με αποτέλεσμα να καταλήξω να ουρλιάζω μπροστά στο πρόσωπο του Σωτήρη.

«Τι σε έπιασε; Νόμιζα πως τα ξεπεράσαμε αυτά! Ζήτησα συγγνώμη και ε-«

«Ω! Ζήτησες συγγνώμη; Αλήθεια; Εάν σε σπάσω στο ξύλο και ζητήσω συγγνώμη γιατρεύω τις πληγές σου; Εάν σε μαχαιρώσω και σε αφήσω αβοήθητο και επιστρέψω μετά από δύο χρόνια μπορεί να είσαι νεκρός! Όμως, θα ζητήσω συγγνώμη και όλα καλά ε;» Ουρλιάζω ειρωνικά και χτυπάω την γροθιά μου στο στέρνο τους χωρίς να καταφέρω να τον κουνήσω καθόλου.

«Δεν ήξερα.. δεν.. εγώ.. δεν ξέρω τι να πω..»

«Τότε φύγε αμέσως από εδώ! Και ό,τι έμαθες για τον Σταύρο; Δεν με ενδιαφέρει. Εκείνος προσπαθεί να αλλάξει προς το καλύτερο. Προσπάθησε κι εσύ και ίσως γίνεις άνθρωπος.» Φτύνω τις λέξεις μπροστά στο πρόσωπο του και αυτόματα με κολλάει στον τοίχο με νεύρο.

«Ξέρεις εάν ανακαλύψεις την αιτία των προβλημάτων σου πάλι εσύ και η γαμημένη σου οικογένεια θα βρίσκεται από κάτω. Η μόνη υπεύθυνη των προβλημάτων σου είσαι εσύ! Καβαλημένο πλουσιοκόριτσο!» Χτυπάει τις γροθιές του στον τοίχο ξυστά από το πρόσωπο μου και φεύγει γρήγορα από την ανοιχτή πόρτα μαζί με τον φάκελο.

Βγάζω μια δυνατή κραυγή και σωριάζομαι στο πάτωμα αποδυναμωμένη. Απελευθερώνω τα δάκρυα μου και ξαφνικά σαν να μεταφέρομαι πίσω στα μαθητικά μου χρόνια που ο Σωτήρης και οι φίλοι του με χτυπούσαν ανελέητα. Δεν θα του επιτρέψω να χαλάσει την ευτυχία μου με τον Σταύρο, τον μοναδικό άνθρωπο που ενέκρινε ο πατέρας μου και που με αγαπάει. Που παρά τα ελαττώματα του προσπαθεί να αλλάξει σε κάτι καλύτερο και παράλληλα να μου χαρίσει και εμένα στοργή και αγάπη, γιατί αυτά και μόνο αυτά αξίζω.

Με όση δύναμη μου έχει απομείνει σηκώνομαι στα πόδια μου και πλησιάζω το παράθυρο από όπου βλέπω τον Σωτήρη να ανεβαίνει στην μηχανή του και να εξαφανίζεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Μουγκρίζω θυμωμένα και παρατηρώ την μορφή μου στην αντανάκλαση του τζαμιού. Τα μάτια μου είναι πρησμένα από το κλάμα αλλά το βλέμμα μου.. είναι γεμάτο θυμό και κακία. Μήπως ήμουν άδικη; Μήπως δεν έπρεπε να του πω τόσο σκληρά λόγια; Τι κι εάν προσπαθεί να αλλάξει;

«Μωρό μου είσαι καλά;» Γυρίζω το κεφάλι μου προς την πόρτα που στέκεται ο Σταύρο κρατώντας μπύρες και αναψυκτικά. «Ήθελα να σου κάνω έκπληξη αλλά.. τι συνέβη;»

«Μάλωσα με τον πατέρα μου ξανά..» Ψελλίζω και τρέχω να τον αγκαλιάσω. Τον σφίγγω ανεξέλεγκτα στην αγκαλιά μου και ακουμπάω το πρόσωπο μου στον θώρακα του για να νιώσω ασφάλεια. «Δεν θέλω να τον ξαναδώ.. ποτέ μα ποτέ! Τον μισώ» Προφέρω με μίσος και τα δάκρυα μου συνεχίζουν να ξεχύνονται από τα μάτια μου.

«Όλα είναι καλά αγάπη μου, δεν χρειάζεται να του μιλήσεις παρά μόνο για τα βασικά.. ησύχασε.. εδώ είμαι εγώ..» Ψιθυρίζει στο αυτί μου και με το ελεύθερο χέρι του με στηρίζει στην αγκαλιά του. «Δεν σκοπεύω να πάω πουθενά Λυδία μου, θα είμαι εδώ για ό,τι χρειαστείς για πάντα. Ό,τι κι εάν συμβεί.» Με φιλά στο κεφάλι και ξεφυσάει.

«Σε ευχαριστώ που ήρθες.. το είχα τόση ανάγκη..» Σηκώνω αργά το κεφάλι μου και κλειδώνω τα βλέμματα μας. Αυθόρμητα και τελείως ενστικτωδώς ενώνω τα χείλη μας σε ένα παθιασμένο φιλί. Με την σειρά του αφήνει κάτω τις μπίρες και με κολλά επάνω του και κλωτσάει απαλά την πόρτα για να κλείσει. Πηδάω στην αγκαλιά του ώσπου φτάνουμε στο δωμάτιο μου και τα σώματα μας χορεύουν στους ρυθμούς του έρωτα και της αγάπης. Αυτόν τον άνθρωπο αγαπώ και ποθώ. Αυτός είναι το στήριγμα μου, θα είναι εδώ για πάντα και θα με λατρεύει. Όπως κι εγώ αυτόν. Αφαιρώ με γρήγορες κινήσεις την μπλούζα του και το παντελόνι του. Είναι ο άνθρωπος που πρώτη φορά με αγάπησε γι αυτό που είμαι, με αποδέχτηκε έτσι και πρώτη φορά μου έδωσε τρυφερότητα και πόθο. Γι αυτό και θα είναι ο πρώτος στον οποίο θα δοθώ ποτέ. Γιατί το αξίζει και τον αγαπώ.

Τα σώματα μας ενώνονται όπως και οι ψυχές μας, οι σκέψεις μας. Πλέον του ανήκω και μου ανήκει ολοκληρωτικά. Δεν θα το μετανιώσω ποτέ, επειδή ποτέ μα ποτέ δεν θα με πληγώσει ένας τόσο υπέροχος και στοργικός άντρας. Δεν πρέπει να το μετανιώσω γιατί είναι κάτι που το θέλω πολύ.. που μόλις γίνει δεν γίνεται να ξεγίνει!

«Σε αγαπάω ζωή μου..» Μου ψιθυρίζει και φιλάει τον ώμο μου.

«Κι εγώ σε αγαπάω..» Απαντώ στον ίδιο τόνο και τον κοιτάζω ερωτευμένα.

[...]

Το επόμενο πρωί ξυπνώ στο δωμάτιο μου από μια γλυκιά μυρωδιά που προέρχεται από την κουζίνα μου. Φορώ βιαστικά τα εσώρουχα μου και πηγαίνω προς τον Σταύρο, ο οποίος μαγειρεύει τηγανίτες και τηγανίζει αυγά με λουκάνικα.

«Αγάπη μου μαγειρεύω πρωινό για να πάρουμε δυνάμεις για μετά..» Με φιλάει τρυφερά και μου δίνει να δοκιμάσω την ζύμη που έφτιαξε.

«Τι ώρα ξύπνησες για να τα ετοιμάσεις όλα αυτά; Σε ευχαριστώ καρδούλα μου..» Χαμογελώ και μασουλάω με ευχαρίστηση το φαγητό. «Είναι υπέροχο!»

«Είμαι γρήγορος στο να μαγειρεύω.. απλά δεν το κάνω συχνά..» Παίρνει ένα πιάτο και τοποθετεί την ομελέτα με τα λουκάνικα.

«Και πολύ ταλαντούχος τολμώ να πω» Συμπληρώνω και στρώνω το τραπέζι. «Είναι Κυριακή σήμερα, για ποιον λόγο να πάρουμε δυνάμεις;» Εκφράζω την απορία μου ενόσω μεταφέρω τα πιάτα στο τραπέζι.

«Θα πάμε εκδρομή! Σε μέρος έκπληξη!» Γυρίζει προς το μέρος μου και μου κλείνει το μάτι.

«Ω ΝΑΙ! ΣΕ ΛΑΤΡΕΥΩ!!» Ουρλιάζω και πέφτω στην αγκαλιά του.

«Τα πάντα για την κοπέλα που αγαπώ..»

Του χαμογελώ και τρώμε όλα όσα έχει φτιάξει σε ένα πολύ ευχάριστο μεταξύ μας κλίμα. Στην συνέχεια ντυνόμαστε, ετοιμαζόμαστε λες και ζούμε μαζί χρόνια και αφού κλειδώνω κατεβαίνουμε στην είσοδο.

«Αυτός τι σκατά θέλει εδώ;» Ο Σταύρος μου δείχνει τον Σωτήρη επάνω στην μηχανή του να με κοιτάζει με μίσος. Όμως, δεν σταματά για πολύ. Γελάει ειρωνικά και εξαφανίζεται με αναπτυγμένη ταχύτητα.

«Είναι ψυχάκιας!» Καταλήγω και φιλώ το αγόρι μου. «Μην το σκέφτεσαι.. είναι εμμονικός. Πάμε να περάσουμε τέλεια!» Κουνάει καταφατικά το κεφάλι του και μπαίνουμε στο αυτοκίνητό του.

«Θα είναι η καλύτερη μέρα της ζωής σου στο υπόσχομαι.» Μου κλείνει το μάτι και βάζει μπρος στο αυτοκίνητο.

Για κάποιον λόγο νιώθω πως έχω βρει το άλλο μου μισό και χαίρομαι πολύ που αυτός είναι ένας σοβαρός άντρας σαν τον Σταύρο. Πρέπει να αφήσω πίσω μου τυχόν δεύτερες σκέψεις.

«Αχ ξέχασα την φωτογραφική μηχανή. Δώσε μου ένα λεπτό..» Ανεβαίνω στο διαμέρισμα μου και αρπάζω την φωτογραφική μηχανή αλλά με σταματά το σταθερό που χτυπά. Το σηκώνω βιαστικά.

«Λυδία αύριο πρέπει να συναντηθούμε.» Η φωνή του Ιάκωβου με ξαφνιάζει και μου προκαλεί ανησυχία.

«Εμ ναι εννοείται. Στις δώδεκα έχω ένα κενό.. θέλεις να περάσω από το γραφείο σου;» Απαντώ όσο πιο ψύχραιμα μπορώ.

«Ναι εννοείται θα σε δω τότε..» Ξεροβήχει και προσθέτει: «Καλά να περάσεις σήμερα και κοίτα να το απολαύσεις, σας αξίζει.» Πριν προλάβω να απαντήσω τερματίζει την κλήση και με αφήνει εμβρόντητη.

Τι στο καλό θέλουν όλοι; Δεν τους αρκεί η ευτυχία μου;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top