Κεφάλαιο 11
Τα λεπτά περνάνε κι εγώ δεν δίνω καμία απάντηση στον συνομιλητή μου. Από το ακουστικό διάσπαρτες εκρήξεις θυμού ακούγονται και είμαι αρκετά σίγουρη ότι προέρχονται από το αγόρι μου.
《Λυδία εάν μπορείς να μου δώσεις κάτι ώστε να τον καθησυχάσω.. σε παρακαλώ;》
《Θ-θα το έκανα ευχαρίστως αλλά πρέπει να κλείσω..》Τερματίζω την κλήση και νιώθω έναν τοίχο γύρω μου να με κλείνει μέσα του. Η καρδιά μου χτυπάει γρήγορα, οι σκέψεις μου είναι χαοτικές και διάσπαρτες. Δάκρυα στάζουν ανεξέλεγκτα από τα μάτια μου και το αίσθημα της ανημποριάς με καταβάλει: πραγματικά νιώθω πως θα λιποθυμήσω.
Για καλή μου τύχη το λεωφορείο φτάνει και εγώ επιβιβάζομαι με μηχανικές και αβέβαιες κινήσεις. Βρίσκω μια θέση με θέα το παράθυρο και χάνομαι για λίγο στο απέραντο κενό του μυαλού μου. Καλύτερα έτσι, καλύτερα στο κενό. Ακόμη και τώρα χιλιόμετρα μακριά από την Θεσσαλονίκη, την γενέτειρα μου, νιώθω να πνίγομαι, πως η ζωή μου δεν μου ανήκει πραγματικά. Τότε την ήλεγχε ο πατέρας μου και τώρα οποιοσδήποτε άλλος εκτός από μένα. Μα φυσικά εγώ δεν είμαι ικανή να καθορίσω τίποτε μήτε να διεκδικήσω αυτά που θα έπρεπε να μου ανήκουν. Όχι γιατί είμαι κάποια αλλά γιατί είμαι άνθρωπος! Σκουπίζω τα δάκρυα μου με κόπο, αναπνέω βαθιά και ρίχνω μια ματιά στην φορτωμένη με σημειώσεις τσάντα μου. Ένα αχνό χαμόγελο κάνει την εμφάνιση του στα χείλη μου. Όσο αποτυγχάνω να ελέγξω την ζωή μου, τόσο διαπρέπω στην σχολή μου. Μια παρηγοριά στην γκρίζα ημέρα είναι πως ξέρω ότι πράγματι θα γίνω δικηγόρος και μάλιστα καλή.
Το μεγαλοπρεπές και βανδαλισμένο με αφίσες και γκράφιτι κτίριο της σχολής μου κάνει την εμφάνιση του στο οπτικό μου πεδίο και εγώ αποβιβάζομαι στην επόμενη στάση. Σέρνω τα πόδια μου ανάμεσα από ένα σωρό βιαστικούς και βλοσυρούς ανθρώπους και εισέρχομαι τελικά στο κτίριο. Αγοράζω έναν καφέ και ένα λαχταριστό κρουασάν από το κυλικείο και με τα μάτια μου αναζητώ την Βαλέρια.
'Μακάρι να ήσουν εδώ να σου μιλήσω..'Ψελλίζω λυπημένα στην σκέψη πως η κολλητή μου θα λείπει για αρκετό καιρό ακόμη και τελικά κάθομαι σε μία γωνία απομονωμένη. Μασουλάω ανόρεχτα το κρουασάν και ρίχνω μια ματιά στις σημειώσεις μου για παν ενδεχόμενο.
Αισθάνομαι μια παρουσία αρκετά κοντά μου αλλά δεν σηκώνω το βλέμμα μου και αντίθετα εστιάζω περισσότερο στις σημειώσεις μου. Ο ενοχλητικός περαστικός ξεροβήχει και κουνάει νευρικά το πόδι του στο μάρμαρο δημιουργώντας έναν μονότονο και διαπεραστικό ήχο. Ασυναίσθητα υψώνω το βλέμμα μου έτοιμη να τον διώξω αλλά τα χείλη μου μένουν μετέωρα.
《Θα ήθελα να μιλήσουμε για λίγο. Έχει πολύ κόσμο εδώ, τι θα έλεγες να ανέβουμε στην οροφή μιας που σταμάτησε να βρέχει;》Η αντρική του φωνή λυτρώνει κάπως την ψυχή μου και χαμογελώ συγκροτημένα. Ο Σωτήρης στέκεται μπροστά μου ελάχιστα βρεγμένος και ντυμένος με ζεστά ρούχα.
《Εάν μας δει η κοπέλα σου θα έχεις θέματα..》Αντιγυρίζω όλο νόημα ενώ κρεμάω την τσάντα στον ώμο μου. 《Κερνάω καφέ》Συμπληρώνω και παραγγέλνω το είδος καφέ που του αρέσει στην πωλήτρια.
《Μην σε αγχώνει η Γεωργία, δεν την αφορά αυτό που τρέχει μεταξύ μας.》Χαμογελώ λαμπρά πριν με δει και ένα αίσθημα νίκης αναδύεται μέσα μου. 《Εξάλλου δεν είναι κάτι το ερωτικό..》Μουρμουρίζει τα τελευταία λόγια και παίρνει τον καφέ στα χέρια του. Ω έλα τώρα δεν μπορεί να το είπε αυτό!
《Φυσικά! Είμαστε απλά γνωστοί που μπλέκουν χωρίς να το θέλουν..》Σχολιάζω ειρωνικά και με το ασανσέρ φτάνουμε στην οροφή του κτιρίου, όπου βρίσκονται ελάχιστες παρέες σκορπισμένες.
Ο Σωτήρης κάθεται σε μία καρέκλα κάτω από το υπόστεγο και μου κάνει νόημα να κάνω το ίδιο. Υπακούω με ένα νεύμα και του προσφέρω λίγο από το κρουασάν, το οποίο αρνείται.
《Λοιπόν.. εξαφανίστηκες. Δεν σήκωνες τηλέφωνα, δεν απαντούσες σε μηνύματα και ας ανέβαζες φωτογραφίες με τον γκόμενο σου..》Ξεφυσάει και ανάβει με δυο κινήσεις ένα τσιγάρο.
《Αυτό θα έπρεπε να το πω εγώ. Σταμάτησες να έρχεσαι με το λεωφορείο, έχω τα μηνύματα που σου έστελνα.. και όλα αυτά αφότου μου άφησες το σπίτι άνω κάτω. Τόσο πολύ το άξιζα αυτό Σωτήρη;》Ρωτώ λυπημένα και με κόπο συγκρατώ τα δάκρυα μου.
《Το σπί-; Ορίστε; Τι είναι αυτά που λες; Εγώ άφησα το σπίτι σου εκείνο το βράδυ αφού πήρα την μπλούζα μου, έφαγα τα δημητριακά- μην με κοιτάς με αυτό το βλέμμα, πεινούσα- και αυτό είναι όλο..》Τα λόγια του μου προκαλούν σοκ και έκπληξη. Εάν δεν το έκανε ο Σωτήρης τότε ποιος;
《Υπέθεσα πως ήσουν εσύ επειδή είχες νεύρα που σε άφησα..》Ξεφυσώ. 《Αυτό είναι πολύ σοβαρό, κάποιος διέλυσε το σπίτι μου στην κυριολεξία! Τι ηλίθια που είμαι! Τώρα πάει. Τα καθάρισα όλα..》Κλωτσώ με δύναμη το δάπεδο και πίνω μια γουλιά καφέ.
《Σε διαβεβαιώνω πως δεν είμαι εγώ τουλάχιστον.. και τα μηνύματα που μου λες δεν ήρθαν ποτέ όπως και τα δικά μου..》Ολοκληρώνει το συμπέρασμα του και σηκώνεται όρθιος απελευθερώνοντας τον καπνό από τα χείλη του.
《Τότε ποιος;》
《Ποιος άλλος έχει πρόσβαση στο κινητό σου; Να μαντέψεις ή να στο πω ξεκάθαρα; Ο Σταύρος! Ο ψυχάκιας..》
《Πρόσεχε πώς μιλάς γι' αυτόν! Δεν σου επιτρέπω!》Φωνάζω με νεύρο και σηκώνομαι όρθια. 《Δεν θα το έκανε..》
《Ω ναι; Και γιατί ήρθε σπίτι σου εκείνο το πρωί αντί να πάει στο γραφείο του; Σε παρακολουθεί! Δώσε μου το κινητό σου και θα σου το αποδείξω!》Η ματιά του με καίει και ο εγωισμός μου ξυπνά σαν λιοντάρι μέσα μου. Ξεκλειδώνω το κινητό μου και του το παραδίδω.
《Ορίστε όμως δεν θα βρεις τίποτα..》ελπίζω δηλαδή!
《Είσαι σίγουρη πώς ξέρεις με ποιον βγαίνεις;》Αυτή η ερώτηση με πονάει περισσότερο από όσο θα έπρεπε. Γνωρίζω άραγε ποιος πραγματικά είναι ο Σταύρος;
《Το μόνο που μπορώ να πω με σιγουριά είναι ότι με αγαπάει..》
《Τι είδους αγάπη είναι αυτή; Πάντως όχι αγνή και υγιής!》Στρέφεται προς τα εμένα και μου δείχνει ένα κρυφό εικονίδιο. Πρόκειται για μια εφαρμογή εντοπισμού θέσης. Ο λαιμός μου στεγνώνει απρόσμενα και κάθομαι στην καρέκλα απευθείας. 《Να υποθέσω πως δεν ήξερες για την ύπαρξη της από την αντίδραση σου. Διάολε!》Αναφωνεί, πετάει το τσιγάρο του και κλωτσάει την καρέκλα που καθόταν προ ολίγου.
Κατεβάζω το κεφάλι μου ντροπιασμένη και αφήνω τον καφέ στο δάπεδο δίπλα μου. Όλα αυτά δεν βγάζουν νόημα..
Νιώθω τον Σωτήρη να έρχεται στο ύψος μου και με το χέρι του ανασηκώνει το πρόσωπο μου ώστε τα βλέμματα μας να συναντηθούν.
《Λυδία.. ούτε την εφαρμογή mSpy γνωρίζεις έτσι;》Ψιθυρίζει ήρεμα αλλά στα μάτια του διακρίνω οργή και βία. Κουνάω το κεφάλι μου πέρα δώθε και δάκρυα στάζουν από τα μάτια μου. Και τότε γίνεται κάτι που δεν περίμενα ποτέ μου. Ο Σωτήρης με αγκαλιάζει στοργικά, χαϊδεύει τρυφερά τα μαλλιά μου και με αφήνει να μουσκέψω τα ρούχα του.
《Πρέπει να μάθω περισσότερα γι-για αυτόν..》Καταλήγω και σκουπίζω τα δάκρυα μου αποφασιστικά. Ο Σωτήρης σηκώνεται ξανά όρθιος και παίρνει τον καφέ του.
《Θα σε βοηθήσω κι εγώ. Δεν μπορείς να τον χειριστείς μόνη σου. Ίσως είναι επικίνδυνος. 》 Χαμογελάω ελάχιστα και παίρνω τον καφέ μου κι εγώ.
《Τώρα μίλησε μου για την μέρα σου..》Αρχίζω την συζήτηση και αγνοώ την ώρα. Εξάλλου την διάλεξη την έχω χάσει ήδη.
[...]
Το απογευματάκι επιστρέφω στην πολυκατοικία με ανάμεικτα συναισθήματα. Η γειτόνισσα μου με χαιρετάει ευγενικά και ανταποδίδω. Πρέπει να βρω έναν τρόπο να χειριστώ τον Σταύρο πριν να είναι πολύ αργά. Θεωρώ πολύ άρρωστο το γεγονός να με κατασκοπεύει ενώ τα έχουμε μόνο δύο μήνες! Και για την ακρίβεια δεν είναι ούτε δύο μήνες. Συμφώνησα με τον Σωτήρη να μην απεγκαταστήσουμε τις εφαρμογές για να μπορώ να χειραγωγώ τον Σταύρο όπως θέλω εγώ. Επίσης θα συναντιόμαστε τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα, την μέρα εκείνη που θα παίρνουμε το ίδιο δρομολόγιο στην ταράτσα της σχολής μου. Προς το παρόν είναι ένα καλό σχέδιο ώστε να ανακαλύψουμε με ποιον πραγματικά έχουμε να κάνουμε.
Ξεκλειδώνω την πόρτα του σπιτιού μου και διαπιστώνω πως όλα τα φώτα είναι ανοιχτά. Όχι πάλι..
《Λυδία γύρισες;》
《Πατέρα τι κάνεις εσύ εδώ;》Σχεδόν τρέμω από την έκπληξη- την δυσάρεστη έκπληξη.
《Κάνεις λες και δεν χαίρεσαι! Ήρθα να σε επισκεπτώ για το Σαββατοκύριακο. Μας είπε η Βαλέρια για τον Σταύρο, αυτόν τον νεαρό με τον οποίο βγαίνεις και αποφάσισα να έρθω για να τον γνωρίσω!》Ανοίγω το στόμα μου για να πω κάτι αλλά συνειδητοποιώ πως δεν βγαίνει η φωνή μου. Όλα είναι μάταια πλέον.
Ο πατέρας μου και ο Σταύρος είναι όμοιοι σαν σταγόνες νερού. Αυτό ένα πράγμα μπορεί να σημαίνει: δεν υπάρχει διέξοδος.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top