26
Παρασυρμένη από το συναίσθημα και έχοντας αφήσει στην άκρη την λογική και τους ενδοιασμούς, φιλώ με πάθος τον Σωτήρη σαν να είναι το τελευταίο φιλί που θα δώσω ποτέ σε κάποιον. Είμαι διατεθειμένη να προσφέρω τα πάντα σε αυτόν τον άνθρωπο που πράγματι φαίνεται να έχει αλλάξει και να έχει μετανιώσει για το παρελθόν. Τον νιώθω να αποτραβιέται και να με κοιτάζει με ένα αχνό χαμόγελο, αρκετά απόμακρο και ενοχικό. Το λιγοστό φως που εισέρχεται από το παράθυρο μου επιτρέπει να διακρίνω τις εκφράσεις του καθώς και αυτός τις δικές μου.
«Τι έπαθες; Δεν σου άρεσε; Δεν το ήθελες;» Ρωτώ δειλά ενώ παλεύω να κρύψω την ντροπή που έχει ζωγραφίσει κάθε σπιθαμή του προσώπου μου.
«Ήταν υπέροχο και εάν δεν το ήθελα δεν θα βρισκόμουν καν εδώ γλυκιά μου..» Κάπου μέσα μου το νιώθω, θα υπάρχει ένα αλλά. «Αλλά έχεις πιει, έχεις σχέση και είσαι έντιμος άνθρωπος. Δεν θα εκμεταλλευτώ την αδυναμία σου, την κατάσταση ανάμεσα σε σένα και στον Σταύρο απλά για ν πάρω αυτό που εγώ θέλω. Πριν χρόνια ίσως και να το έκανα, τώρα όμως έχω αλλάξει για τα καλά. Και στο αποδεικνύω καθημερινά.» Μου χαϊδεύει με στοργή τα μαλλιά μου και μπλέκει το δάχτυλο του σε μία τούφα με προσοχή.
«Μπορεί απλά να μην με θες..» Μουρμουρίζω γεμάτη απογοήτευση και παρατηρώ το γυμνασμένο σώμα του. Αυτός είναι ένας πλούσιος νεαρός, με αγγελικά χαρακτηριστικά, υπέροχο κορμί και πρόθυμος να αλλάξει τον χαρακτήρα του. Για ποιον λόγο να ασχοληθεί μαζί μου; Για ποιον λόγο να δώσει αξία σε μία κατεστραμμένη κοπέλα που το μόνο θετικό που έχει στην ζωή της είναι η επιτυχία της στην σχολή;
«Μόλις οι καταστάσεις φτιάξουν και εάν ποτέ τύχει να διασταυρωθούν οι δρόμοι μας θα σου αποδείξω πως για μένα δεν υπάρχει πιο ταιριαστή κοπέλα.» Ψιθυρίζει και φιλά γλυκά το μέτωπο μου προσφέροντας μου ζεστασιά και ασφάλεια.
«Μόνο εάν το επιτρέψει η μοίρα λοιπόν..» Νεύω άνευρα και κατευθύνομαι στο δωμάτιο μου εξουθενωμένη. Μπλοκάρω τις σκέψεις στο μυαλό μου με το να επαναλαμβάνω ξανά και ξανά τους αγαπημένους μου στίχους ενός τραγουδιού ώσπου να καταλήξω στο αναπαυτικό στρώμα μου και να βυθιστώ στην αγκαλιά του Μορφέα.
[...]
Ο καυτός ήλιος καίει το πρόσωπο μου και το κύμα της θάλασσας σκάει στα πόδια μου προσφέροντας μου ανακούφιση. Παρατηρώ πως φορώ ένα μαγιό χωρίς άλλα υπάρχοντα γύρω μου σε μια περιοχή που δεν αναγνωρίζω. Στριφογυρίζω προκειμένου να αντικρίσω κάτι γνώριμο, ένα σήμα ζωής αλλά ο ήλιος σαν να έρχεται όλο και πιο κοντά μου εμποδίζοντας με να κινηθώ. Η αποπνικτική ατμόσφαιρα με ζαλίζει ελαφρώς και προκειμένου να κρατήσω την ισορροπία μου γαντζώνω τα πόδια μου στην αμμουδιά. Σύντομα, όμως, και αυτή αρχίζει να καίει σαν υπαρκτή φωτιά που ξεσκίζει την σάρκα μου. Κραυγάζω όμως η φωνή δεν βγαίνει από τα ξερά χείλη μου. Νιώθω ανίκανη να αντιδράσω με αποτέλεσμα να πέσω προς τα πίσω, στην καταγάλανη θάλασσα και στα ορμητικά κύματα μόνο και μόνο για να ανακουφιστώ. Επιπλέω για λίγο στην αλμυρή επιφάνεια των κυμάτων και κάθε εκατοστό του σώματος μου χαλαρώνει σταδιακά. Οι σκέψεις μου έχουν μπει σε σίγαση και το ίδιο και τα συναισθήματα μου. Μα πού βρίσκομαι; Μήπως ονειρεύομαι; Η ατμόσφαιρα αλλάζει στο δευτερόλεπτο και παγωμένη βροχή ξεχύνεται από τα γκρίζα σύννεφα που αντικατέστησαν τον λαμπρό ήλιο. Οι σταγόνες βροχής μαστιγώνουν το πρόσωπο μου ενώ τα ταραχώδη κύματα γδέρνουν την πλάτη μου ενώ ο βυθός υποχωρεί και πλέον δεν πατώ σταθερά. Ίσα ίσα βυθίζομαι όλο και πιο πολύ, τα χέρια μου μετά βίας με κρατούν στην επιφάνεια. Και τότε τον βλέπω ως από μηχανής Θεό να πλησιάζει φορώντας τα λευκά ρούχα του για να με σώσει. Τα κυανά του μάτια με καθησυχάζουν και τα χρυσαφένια μαλλιά του μοιάζουν με θετική αύρα. Απλώνει το χέρι του προς το μέρος μου και μιμούμαι την κίνηση του, μάταια. Όσο και εάν προσπαθώ να ενώσω τα χέρια μας υπάρχει κάτι σαν τείχος ανάμεσα μας. Το όνομα Σωτήρης εμφανίζεται στο μυαλό μου και εξαφανίζεται τόσο ξαφνικά όπως εμφανίστηκε, ενώ η αντρική μορφή επιπλέει νεκρή βαμμένη στο αίμα με ένα μαχαίρι στην καρδιά και την θέση της έχει πάρει κάποιος άλλος. Αυτός καταφέρνει να με πάρει κοντά του και την στιγμή που έχω σχεδόν σωθεί στην αγκαλιά του, τα χέρια του ανοίγουν και πέφτω ολόκληρη στον βυθό ενώ ένας αόρατος βράχος στέκεται από πάνω μου και εγώ χάνω τις αισθήσεις μου στην προσπάθεια να σωθώ..
[...]
Ξυπνώ ιδρωμένη και τρομοκρατημένη. Παίρνω βαθιές αναπνοές και με τρεμάμενα χέρια αγγίζω το μπουκαλάκι με το νερό στο κομοδίνο μου. Αφού πίνω λίγο και μη μπορώντας να ξεχάσω όσα διαδραματίστηκαν λίγο πριν στον ύπνο μου πηγαίνω στο σαλόνι αγχωμένη. Και εκεί τον βλέπω να κοιμάται γαλήνια σαν μωρό διπλωμένος στα δύο και σκεπασμένος με το υπέροχο ροζ σεντόνι με πριγκίπισσες. Γονατίζω μπροστά από τον καναπέ και χαϊδεύω απαλά τα ροδαλά μάγουλα του Σωτήρη.
«Τόσο πολύ άλλαξε η γνώμη σου σε μία βραδιά;» Μου ψιθυρίζει ήρεμα και αργά ανοίγει τα μάτια του χαμογελαστός.
«Είδα έναν εφιάλτη.. δεν ήξερα ότι ήσουν ξύπνιος.» Απαντώ δυναμικά χωρίς να απομακρύνω το χέρι μου και χωρίς να μετακινηθώ.
«Σε άκουγα να φωνάζεις το όνομα μου.. δεν ήρθα όμως. Δεν ήξερα εάν έβλεπες κάτι καλό ή όχι.» Τα μάγουλα μου καίγονται από ντροπή και αυτόματα γυρίζω το κεφάλι μου σε άλλη κατεύθυνση.
«Πρέπει να πάω στην δουλειά, μικρή.» Σπάει την σιωπή φιλώντας στοργικά το χέρι μου και ανακάθεται στον καναπέ τεντώνοντας το κορμί του.
«Εννοείται θα σου αφήσω χώρο να ετοιμαστείς.» Καταλήγω και μαζεύω προσεκτικά τα σκεπάσματα του για να τα μεταφέρω στο επάνω μέρος της ντουλάπας μου. «Τι δουλειά κάνεις;» Του φωνάζω ενόσω βρίσκομαι στο δωμάτιο μου και τακτοποιώ την βόμβα ρούχων που προκάλεσα εχθές.
«Καλύτερα να μην ξέρεις πίστεψε με!» Μου απαντά στον ίδιο τόνο και έρχεται στο δωμάτιο ντυμένος και χτενισμένος.
«Υποσχέθηκες πως θα χτίσεις κάτι μόνος σου και ελπίζω τίμια..»
«Μερικές φορές δεν είναι όλα κάτω από τον έλεγχο μας. Θα προσπαθήσω όσο γίνεται να είναι..» Μου κλείνει το μάτι και μένει να με κοιτάζει συνεπαρμένος από τις σκέψεις του. Κυριολεκτικά η ματιά του ταξιδεύει στο σώμα μου, στο αγουροξυπνημένο πρόσωπο μου και ρουφά την παραμικρή λεπτομέρεια. «Φεύγω λοιπόν..» Κουνά αργά το κεφάλι του και αφού ξεκολλά την ματιά του από πάνω μου και φορά τα παπούτσια του, αποχωρεί από το διαμέρισμα μου.
Πριν προλάβω καν να συμμαζέψω τα υπόλοιπα και μόλις ανοίγω το θερμοσίφωνα για να κάνω ένα ζεστό μπάνιο, ο ήχος του κουδουνιού ηχεί στον χώρο. Απρόθυμα και εντελώς βαριεστημένα, σέρνω τα πόδια μου ως την πόρτα για να ξεκλειδώσω την είσοδο και να δω την φιγούρα της κολλητής μου να βαστά καφέδες στα χέρια. Ανοίγω βιαστικά και την υποδέχομαι με περισσή απορία και χαρά.
«Πώς και από εδώ τόσο πρωί;» Ρωτώ και της κάνω χώρο στον καναπέ.
«Κυριολεκτικά κοντεύει απόγευμα οπότε δεν έχεις δικαίωμα για υποδείξεις! Πω μία φορά ξενύχτησες δεν ήταν δα και ξημέρωμα όταν φύγαμε.» Με επιπλήττει και παίρνει στα χέρια της τον καφέ της ενώ παρατηρεί τον χώρο γύρω της. «Γιατί ο καναπές σου μυρίζει.. χμ.. τσιγάρο και.. Θεέ μου!»Φέρνει τα χέρια της μπροστά στο πρόσωπο της για να συγκρατήσει το ουρλιαχτό της. «Έφερες τον Σωτήρη εδώ μέσα! Είσαι απίστευτη!»
Κοκκινίζω από ντροπή και παίρνω τον δικό μου καφέ μαζί μου. «Δεν είναι όπως φαίνεται. Αργήσαμε να επιστρέψουμε και τον φιλοξένησα αυτό είναι όλο. Σου υπόσχομαι πως δεν έγινε τίποτα, εξάλλου είμαι πιστή.» Κάθομαι στο πλάι της και ακουμπώ το κεφάλι μου στον ώμο της μελαγχολικά. Μου έχει λείψει να βρίσκομαι με την κολλητή μου και να εκμυστηρεύομαι όλα μου τα προβλήματα σε αυτήν.
«Θα ήθελες να έχεις κάνει όμως και μην μου το αρνηθείς.. σε νιώθω παραπάνω από όσο νομίζεις.» Νεύω θετικά και ομολογουμένως δειλά το κεφάλι μου με αποτέλεσμα η κολλητή μου, να αφήσει τον καφέ και να με αγκαλιάσει στοργικά. «Αχ βρε Λυδία..»
«Όσο και εάν αγαπώ τον Σταύρο, όσα και εάν έχουμε περάσει μαζί, ο Σωτήρης ενεργοποιεί μία πλευρά μου που δεν ήξερα καν πως υπάρχει. Δεν μπορώ να στο εξηγήσω.» Ξεφυσώ και απομακρύνομαι ελάχιστα για να ρουφήξω μία γουλιά ζεστού καφέ. «Νιώθω γυναίκα κοντά του, νιώθω ζωντανή και ολοκληρωμένη.» Γελώ πικρά και περιεργάζομαι το πλαστικό ποτήρι στα χέρια μου. «Είναι παροδικό όμως. Ο Σωτήρης καταστρέφει οτιδήποτε καλό υπάρχει κοντά του. Το μολύνει σαν αρρώστια μέχρι να το εξαφανίσει από το οπτικό του πεδίο. Ακροβατώ στα όρια, στα λεπτά όρια του πόνου και του έρωτα.» Όσο και εάν θέλω, δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να χύσει κανένα δάκρυ για εκείνον. Όχι πάλι, ποτέ ξανά.
«Ειλικρινά δεν ξέρω πώς να σε συμβουλέψω. Βλέπεις κάποτε ήμουν καλή με αυτά αλλά πλέον δεν νομίζω πως είμαι η κατάλληλη να σε κατευθύνω. Ούτε καν την γνώμη μου μπορώ με σιγουριά να σου εκφράσω.» Την παρατηρώ να γίνεται όλο και πιο σκυθρωπή, μαζεύεται στην γωνία του καναπέ και παίζει ενοχικά με το καλαμάκι του καφέ της.
«Βαλέρια τι συνέβη; Πολλές φορές σε νιώθω αρνητική ως προς την επαφή με τον Σωτήρη άλλες πάλι σαν να θες να εξαφανίσεις τον Σταύρο από κοντά μου.» Την πιέζω ελάχιστα για να ομολογήσει αλλά κουνάει νευρικά το κεφάλι της. «Δεν θες την ευτυχία μου;» Εκφράζω μία απορία που ξέρω πως δεν είναι πραγματική αλλά είναι αρκετά ισχυρή ώστε να την ωθήσω να ανοιχτεί.
«Πάντα μα πάντα θέλω το καλό σου και προσπαθώ τρομερά να το πραγματοποιήσω. Αχ Λυδία γι αυτό έφυγα είναι η αλήθεια. Έτρεξα σαν κυνηγημένη πίσω στην Θεσσαλονίκη για να σωθώ και να σκεφτώ με καθαρό μυαλό τις επόμενες κινήσεις μου.» Γυρίζει τον κορμό της προς τα εμένα, αφήνει τον καφέ της στο τραπέζι και ψάχνει κάτι στο κινητό της. «Δεν θα σε άφηνα ποτέ τόσο ξαφνικά ούτε θα έχανα κοντά ένα μήνα από την σχολή χωρίς σπουδαίο λόγο και μία καλή δικαιολογία. Ούτε θα σου έστελνα ένα ξερό μήνυμα γεμάτο γρίφους και σπαζοκεφαλιές. Δεν είχα καμία άλλη δυνατότητα όμως.» Τα εβένινα μάτια της καρφώνονται στα δικά μου και το κύμα ανησυχίας με παρασέρνει στο διάβα του. Τι στο καλό συνέβη;
«Βαλέρια τι προσπαθείς να μου πεις ακριβώς;» Την πλησιάζω και περισσότερο και μου κρατά το χέρι σφιχτά.
«Λυδία έφυγα από την Αθήνα γιατί σχεδόν δυόμιση μήνες πριν κάποιος με απείλησε. Δέχτηκα ένα ανώνυμο μήνυμα σαν ιό στο κινητό μου. Μπλόκαραν όλα και η οθόνη μαύρισε. Έπειτα εμφανίστηκε μία φράση γραμμένη με κόκκινα γράμματα. Έπρεπε να φύγω για να μην μου συμβεί κάτι κακό. Το θέμα είναι πως εγώ δεν είχα ποτέ εχθρούς και κανέναν υποψήφιο για να μου στείλει κάτι τέτοιο.» Ξεφυσά και μου δείχνει το μπλοκαρισμένο κινητό της. «Υπέθεσα πως σχετίζεται με σένα καθώς ήσουν και είσαι το πιο κοντινό πρόσωπο που συναναστρέφομαι. Ακόμη δεν γνωρίζω εάν το μήνυμα έχει σταλθεί από τον Σωτήρη ή τον Σταύρο ή την Γεωργία ή ας πούμε τον πατέρα σου. Αυτό προσπαθώ να ανακαλύψω και ο Νέστορας προθυμοποιήθηκε να με βοηθήσει σε αυτό. Από εκεί προέκυψε και η έξοδος στο κλαμπ..» Ολοκληρώνει την εξήγηση για την απότομη εξαφάνιση της και εγώ μένω να την κοιτώ σοκαρισμένη. Ουσιαστικά κάποιος κοντινός μου άνθρωπος απείλησε την κολλητή μου εξαιτίας μου.
Οριακά η κρίση πανικού με καταβάλλει, το σώμα μου τρέμει ανεξέλεγκτα και όλο το δωμάτιο γυρίζει σαν τυφώνας γύρω μου. Παίρνω βαθιές αναπνοές για να πολεμήσω γιατί αυτήν την στιγμή πρέπει να φανώ δυνατή. Οφείλω να φανώ δυνατή και να αποδείξω ότι δεν είμαι το αδύναμο κοριτσάκι που ήμουν λίγα χρόνια νωρίτερα. Και εάν κάποιος από τον περίγυρο μου προσπαθεί να ελέγξει την ζωή μου μέσω του μοναδικού ανθρώπου στον οποίο μπορώ να μοιραστώ τα πάντα, αυτό μειώνει τους πιθανούς υπόπτους.
«Είμαι καλά απλά θέλω να ξέρω τι ακριβώς σου είπε..»
«Λυδία δεν θα σου το συνιστούσα τώρα.. είσαι ταραγμένη και είναι καλύτερο να περιμένεις και να ηρεμήσεις πρώτα για το δικό σου καλό.»
«Είπα πως θέλω να ξέρω!» Αυξάνω την ένταση της φωνής μου και την κοιτάζω με κοφτερό βλέμμα σαν την λεπίδα ενός μαχαιριού. «Τώρα!» Ουρλιάζω και η κολλητή μου ταράζεται παραπάνω από όσο σκόπευα.
«Αυτοαποκαλείται μοίρα! Θέλει απλά να σε πονέσει, Λυδία ψάχνω το θέμα μόνη μου δεν χρειάζεται να εμπλακείς..»
«Πες μου τι έλεγε το καταραμένο μήνυμα!» Επιμένω και τελικά την βλέπω να παραδίνεται.
«Λοιπόν..» Μου δείχνει την οθόνη του κινητού της και το διαβάζω με την καρδιά μου να τρεμοπαίζει ανάμεσα στο στήθος μου.
Για να μην σε βρούνε σε κανένα χαντάκι, άφησε ήσυχη την Λυδία να παίξει με μαεστρία το καλοστημένο παιχνίδι μου και να αφανιστεί σαν να συμμετείχε στον χειρότερο πόλεμο της ανθρωπότητας. Τέρμα τα πυρηνικά όπλα, ήρθε η ώρα για συναισθήματα. Και εφόσον η μοίρα είναι μία τόσο απρόσωπη και γενικευμένη έννοια, σκοπεύω να της δώσω σάρκα και οστά ώσπου να καθορίσει οριστικά τις ζωές σας. Και παράλληλα την δική μου.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top