25
Πίσω στο κλαμπ τα πράγματα είχαν ηρεμήσει αρκετά, ο πολύς κόσμος είχε κουραστεί να χορεύει και ανανεωνόταν με νέα ποτά, η ένταση της μουσικής είχε εξασθενήσει και η παρέα είχε συγκεντρωθεί στον καναπέ σιωπηλά και χωρίς βλέμματα.
Μπαίνοντας μέσα αμέσως καταλάβαμε πώς λείπαμε αρκετή ώρα με αποτέλεσμα η Γεωργία να εξιστορεί δακρύβρεχτα στους υπόλοιπους ότι ο Σωτήρης μόνο κακά της έχει προσφέρει και ότι αυτή σαν ηρωίδα ανέχεται όλη αυτή την στάση εξαιτίας της αγάπης και της μεγάλης της καρδιάς. Παλεύω να κρατήσω το ειρωνικό γέλιο μου και κάθομαι ήρεμα δίπλα στον Ιάκωβο, ο οποίος πρέπει να βρίσκεται στο τρίτο του ποτό.
«Πόση ώρα μιλάει;» Του ψιθυρίζω για να εισπράξω μία γκριμάτσα απόγνωσης και κούρασης.
«Τουλάχιστον δεκαεπτά λεπτά και δεν το βλέπω να σταματά. Ειλικρινά μοιάζει σαν να έχει ετοιμάσει αυτή την ομιλία ώρες πριν.» Μου απαντά και μου προσφέρει μία γουλιά από το ποτό του, την οποία δέχομαι με ευχαρίστηση.
«Εντάξει νομίζω πως αρκετά αμαύρωσες το όνομα μου στους φίλους σου. Όπως διακρίνω από τα απεγνωσμένα βλέμματα όλων εδώ είσαι ανεπιθύμητη πλέον!»Ο Σωτήρης διακόπτει το λογύδριο της πρώην υποτίθεται ξεπέτας του και εκείνη τον κοιτάζει με θυμό και οργή.
«Δεν μπορείς να με χωρίσεις! Έχεις εμμονή μαζί μου και με αγαπάς ξέρεις! Οπότε θα σε αφήσω να σκεφτείς πόσα σημαίνω για σένα και θα σε περιμένω πίσω στον θρόνο μου για να σου προσφέρω την πολύτιμη συγχώρεση.» Τινάζει το πλούσιο ξανθό της μαλλί και αφού μου ρίχνει μια δολοφονική ματιά αποχωρεί από την παρέα μας.
«Υποθέτω πως θα περιμένει πολύ καιρό..» Ο Νέστορας γελάει απαλά και κρατά στην αγκαλιά του την ελαφρώς μεθυσμένη Βαλέρια. «Καμία ιδέα για το πώς να ξεμεθύσει πριν πάει σπίτι;»
«Μην σε απασχολεί, απλά θέλει πολλές σοκολάτες και αγκαλιές από τον κύριο Σνούπι δηλαδή τον χνουδωτό αρκούδο της.. δηλαδή εσένα. Α και εννοείται μην επιχειρήσεις να την βάλεις για ύπνο. Πιστεύει πως το τέρας θα πεταχτεί από το κρεβάτι για να βλάψει τον κ. Σνούπι και να την διεκδικήσει.» Αναφωνώ στα τρία αγόρια και δείχνω μερικές συλλεκτικές φωτογραφίες της κολλητής μου από τα προηγούμενα μεθύσια της. «Σε ευγνωμονώ που δεν είμαι εγώ ο κ. Σνούπι πλέον!»
Ξεσπάμε όλοι σε γέλια και αποφασίζουμε να λήξουμε σε αυτό το σημείο την έξοδο μας, την επεισοδιακή και ομολογουμένως διασκεδαστική. Μοιράζουμε τα έξοδα στα έξι άτομα και αφού πληρώνουμε αποχωρούμε από το κλαμπ.
«Σίγουρα είσαι σε θέση να οδηγήσεις Ιάκωβε;»
«Ειλικρινά ούτε εγώ ξέρω. Καλύτερα να μην το διακινδυνέψω και να πάρω ταξί. Μπορείς να φύγεις με κάποιο από τα παιδιά; Ή εάν θέλεις να έρθεις μαζί μου στο ταξί, δεν έχω θέμα.» Ελαφρώς ζαλισμένος και με ένα χαζοχαρούμενο χαμόγελο στα χείλη, ο Ιάκωβος καλεί ταξί και περιμένει την απάντηση μου.
«Ξέρεις θα ερχόμουν αλλά μένουμε αρκετά μακριά και είναι κρίμα να χρεωθούμε τόσο πολύ από την στιγμή που υπάρχει εναλλακτική. Ελπίζω να πέρασες όμορφα, γνωρίζω πως τα κλαμπ δεν σου αρέσουν και πολύ.»
«Ήταν μία πρωτότυπη βόλτα με μία καταπληκτική κοπέλα της οποίας η καρδιά δεν έχει θέση για μένα. Θα το αντέξω. Θα τα πούμε άλλη φορά, μικρή.» Μου κλείνει το μάτι και απομακρύνεται πριν προλάβω να αντιδράσω στα λόγια του, αφήνοντας με ξαφνιασμένη. Τελικά το ποτό σε κάνει όντως άλλο άνθρωπο.
Γυρίζω προς το μέρος που ο Νέστορας πάρκαρε το αυτοκίνητο του και γεμάτη έκπληξη συνειδητοποιώ ότι ο Νέστορας οδηγεί μηχανή και όχι αυτοκίνητο πράγμα που σημαίνει πως δεν χωράω ούτε εκεί.
«Ξέμεινες μαζί μου!» Ο Σωτήρης έρχεται προς το μέρος μου κρατώντας ένα κόκκινο κράνος και έχοντας περασμένο στον αγκώνα του το δικό του μαύρο.
«Δεν παριστάνω πως δεν χαίρομαι» Απαντώ και του επιτρέπω να μου φορέσει το κράνος και να με κατευθύνει στην μηχανή του.
Η διαδρομή κυλά σιωπηλά, οι σκέψεις μας εξάλλου είναι πιο δυνατές και αποκαλυπτικές από όσο τα λόγια. Απόψε το βράδυ ξεπέρασα τον εαυτό μου, κατάφερα να εγκλωβίσω το παρελθόν μου, να το συρρικνώσω και να το καταστρέψω προκειμένου να έχω ένα λαμπρό μέλλον. Απόψε πρώτη φορά ένιωσα την καρδιά μου ολοκληρωμένη, τις ανασφάλειες μου να εξανεμίζονται σαν στάλες νερού και το συναίσθημα να υπερνικά την λογική και να επιβάλει την δική του κυριαρχία.
«Λυδία! Κρατήσου!» Τα λόγια ταξιδεύουν με ταχύτητα φωτός στα αυτιά μου και αμέσως γαντζώνομαι από το σώμα του και σφίγγομαι πάνω του. Η μηχανή ολοένα και αυξάνει ταχύτητα, ο Σωτήρης καλπάζει ανάμεσα από άλλα αυτοκίνητα, προσπερνάει πεζούς, δεν ενδιαφέρεται για τα φανάρια. Πανικοβλημένη ρίχνω μια ματιά πίσω μου για να αντικρίσω ένα περιπολικό με ανοιχτό φάρο να μας κυνηγά σαν τρελό. Ο φόβος ριζώνει μέσα μου και απλώς προσεύχομαι να γυρίσω σπίτι μου σώα και αβλαβής. Ξαφνικά ο Σωτήρης στρίβει σε ένα μικρό λοφάκι, η μηχανή του το αντέχει και έπειτα κατευθυνόμαστε έναν χωματόδρομο διόλου ευχάριστο.
«Μας ακολουθούν ακόμη;» Ρωτά εμφανώς ταραγμένος δίχως να κόβει ταχύτητα και προφανώς δίχως να ενδιαφέρεται για τον προορισμό.
«Νομίζω πως είμαστε εντάξει.. δεν μπορούν να έρθουν ως εδώ πάνω εξάλλου.» Σταδιακά η ταχύτητα ελαττώνεται και ο Σωτήρης σβήνει την μηχανή και με βοηθά να κατέβω. Βγάζω το κράνος και τον κοιτάζω εξοργισμένη.
«Θα μπορούσαμε να είχαμε πάθει κάτι! Θα μπορούσες να είχες σκοτώσει κάποιον με την ταχύτητα αυτή! Τι στο καλό σε έπιασε; Γιατί δεν σταμάτησες;» Δάκρυα κυλούν από τα μάτια μου και εκείνος σπεύδει να αφαιρέσει το κράνος και να με αγκαλιάσει.
«Θ-Θα με αναγνώριζαν γι αυτό δεν σταμάτησα.» Ψιθυρίζει και με κρατά στην αγκαλιά του προκειμένου να με καθησυχάσει.
«Τι εγκληματικό έκανες πάλι;» Η ματιά μου τον κόβει σαν μυτερή λεπίδα αλλά δεν αποστρέφει το βλέμμα του από το δικό μου.
«Νοιάστηκα για εσένα, μπλέχτηκα χωρίς να πρέπει, μεταμφιέστηκα σε αστυνομικό, εισχώρησα στο τμήμα και προσπαθούσα να μάθω για την υποτιθέμενη μήνυση που κατέθεσες στον ληστή. Για να ανακαλύψω πως όλα ήταν ένα ψέμα.» Ξεφυσάει και χαϊδεύει τα ανακατεμένα μαλλιά μου στοργικά. «Ήξερα πως λες ψέματα απλά δεν περίμενα να το έχεις στήσει τόσο λάθος.»
Απομακρύνομαι από την αγκαλιά του και κάνω κύκλους εμφανώς ταραγμένη. Τα χέρια μου τρέμουν και δεν προσπαθώ καν να το κρύψω, το δέρμα μου είναι κάτασπρο και χλωμό και ο φόβος ξυπνά μέσα μου για ακόμη μία φορά. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά το κινητό μου χτυπάει και με αναγκάζει να αντικρίσω στην οθόνη του το όνομα του Σταύρου και ένα σωρό αναπάντητες κλήσεις από εκείνον. Με μία κίνηση κάνω νόημα στον Σωτήρη να σωπάσει και απαντώ στο ανήσυχο αγόρι μου.
«Λυδία επιτέλους! Πέθανα από τον φόβο μου! Πώς είσαι; Πέρασες καλά; Έφτασες σπίτι;» Η ανήσυχη και ταραγμένη φωνή του Σταύρου μου προκαλεί τύψεις και ενοχές που όλο και γιγαντώνονται μέσα μου.
«Ήταν πολύ ωραία δεν το άκουγα γιατί χόρεψα λίγο με τον Ιάκωβο και.. τον Σωτήρη και μετά ο Ιάκωβος ήπιε πολύ και γυρίζω τώρα με την Βαλέρια. Ελπίζω να μην σε ενοχλεί αυτό..» Μουρμουρίζω τα τελευταία λόγια σε μια τελευταία προσπάθεια να μην τα ακούσει ο Σωτήρης, μάταια βέβαια.
«Δεν με ενοχλεί ακόμη και με αυτόν να γύριζες τουλάχιστον θα ήσουν ασφαλής και αυτό μετράει για εμένα. Αφού είσαι καλά αυτό μετράει. Εγώ είμαι εξουθενωμένος από το συνέδριο και αποφάσισα να διανυκτερεύσω εδώ απόψε. Από αύριο θα επιστρέψω εάν δεν προκύψει κάτι.»
«Χαίρομαι πολύ που το ακούω αυτό, να ξεκουραστείς αγάπη μου το χρειάζεσαι. Θα μιλήσουμε αύριο ναι; Καλό βράδυ..» Βιάζομαι να τερματίσω την κλήση για να περιορίσω τις ενοχές μου.
«Λυδία ξέρω ότι γυρίζεις μαζί του μην φοβάσαι μωρό μου.» Μένω σύξυλη και ρίχνω μια γουρλωμένη ματιά στον Σωτήρη, ο οποίος με κοιτάζει με περιέργεια. «Σε εμπιστεύομαι. Καλό βράδυ.» Τερματίζει την κλήση χωρίς να χάνει χρόνο και μένω μετέωρη να κρατώ το κινητό.
«Μπορούμε απλά να πάμε σπίτι;»
«Μόνο εάν μου απαντήσεις σε κάτι.. σε χτύπησε;» Έρχεται μπροστά μου μηδενίζοντας την απόσταση με ένα βήμα και με αργές κινήσεις αφαιρεί το κινητό από το χέρι μου.
Βρίσκομαι μπροστά στο μεγαλύτερο δίλημμα της ζωής μου. Ο Σωτήρης είναι αν μη τι άλλο ένας έκρυθμος χαρακτήρας, απρόβλεπτος που άλλοτε το παίζει ήρωας και άλλοτε απλά εκμεταλλεύεται καταστάσεις και ανθρώπους. Εάν του αποκαλύψω κάτι τόσο σημαντικό μπορεί να επιχειρήσει να αποκαλύψει την αλήθεια προκειμένου να καταστρέψει τον Σταύρο και να ντροπιάσει εμένα, να με φέρει στην αγκαλιά του και να με κάνει δική του.
«Μου ορκίζεσαι πως θα μείνει μεταξύ μας και δεν θα κινηθείς με κανένα νόμιμο ή και παράνομο μέσο εναντίον του;» Σηκώνω το φρύδι μου μόνο και μόνο για να κρύψω την αγωνία μου.
Αφού ζυγίζει την κατάσταση και σκέφτεται τις επιλογές του, παίρνει μια βαθιά αναπνοή και κλείνει τα μάτια του. «Το ορκίζομαι στην αγάπη που έχω για σένα.»
«Ναι το έκανε, αλλά είχε πιει και επηρεαστεί από την ηλίθια και τοξική πρώην σου. Αυτή ήταν η αιτία που απέκτησε την τόσο λάθος εικόνα για μένα, που δεν μου έδωσε την ευκαιρία να εξηγήσω τις καταστάσεις. Εάν θες να κατηγορήσεις κάποιον για όλο αυτό τότε αυτήν και μόνο αυτήν είναι η αιτία του κακού.» Η φωνή μου σταθερή και παγερή, το σώμα μου άκαμπτο και στυλωμένο στο έδαφος, η καρδιά μου όμως τρεμοπαίζει και ραγίζει σε χιλιάδες κομμάτια.
«Ας πάμε σπίτι καλύτερα..» Μου προσφέρει το κράνος και αποφεύγοντας να μου ρίξει το παραμικρό βλέμμα ανεβαίνει στο μηχανάκι του, ενώ εγώ μιμούμαι τις κινήσεις του.
Αυτήν την φορά η διαδρομή εξελίσσεται ομαλά και φτάνουμε με ασφάλεια κάτω από την πολυκατοικία μου. Κατεβαίνω από το μηχανάκι και του παραδίδω το κράνος. Παρατηρώ τον νυχτερινό ουρανό και υπολογίζω πως σε λίγες ώρες θα χαράξει ο ουρανός και θα ξημερώσει. Ο Σωτήρης με κόπο στηρίζεται στο μηχανάκι με κοιτάζει πίσω από το κράνος σαν να περιμένει να μπω στο σπίτι και έπειτα να φύγει.
«Έλα κι εσύ επάνω, θα είσαι σίγουρα κουρασμένος και δεν αξίζει να οδηγείς με τον κίνδυνο να σε πιάσουν τέτοιες ώρες.» Η πρόταση μου τον ξαφνιάζει, όμως, δεν του παίρνει πολλή ώρα να την δεχτεί και να με ακολουθήσει.
Ξεκλειδώνω την πόρτα του διαμερίσματος μου και αποκαλύπτω το χάος στον Σωτήρη καθώς δεν είχα προλάβει να τακτοποιήσω. Ευτυχώς όμως το σαλόνι είναι σε καλύτερη κατάσταση από το δωμάτιο μου. Αφαιρώ σε κλάσματα δευτερολέπτου τις γόβες μου, ισιάζω τα μαξιλάρια και στοιβάζω μερικά καλλυντικά στα χέρια μου προκειμένου να τα βάλω στην θέση τους.
«Πέρασε και βολέψου σε παρακαλώ, σαν το σπίτι σου. Θα σου φέρω μερικά σκεπάσματα μόλις πάω αυτά μέσα.» Τρέχω όσο μου το επιτρέπει το ελαφρώς ζαλισμένο κεφάλι μου και αφήνω στο νεσεσέρ μου τα καλλυντικά.
«Μία χαρά είναι το σπίτι σου ηρέμησε και πέσε για ύπνο, άκου εκεί ξημερώματα να κάνεις δουλειές!» Μου φωνάζει και επιστρέφω στο σαλόνι παραπατώντας.
«Για την ακρίβεια είναι η καλύτερη ώρα για γενική.. απλά προϋποθέτει έναν καλό ύπνο πριν.» Ο Σωτήρης μου πετάει ένα μαξιλάρι και γελάει.
«Θα χρειαστώ και μια αλλαξιά ξέρεις!»
«Αχ όχι να χαρείς δεν έχω άλλα ρούχα του πατέρα μου. Κοιμήσου όπως θες εξάλλου εγώ θα είμαι μέσα.» Πηγαίνω στο δωμάτιο μου και ξεβάφομαι μπροστά από τον καθρέφτη ενώ λύνω την αλογοουρά προσφέροντας ανακούφιση στο πονεμένο μου κεφάλι. Γελάω σιγανά με την φάτσα μου και στην συνέχεια αφαιρώ το φόρεμα μου προσεκτικά για να μην το σκίσω με κάποια απότομη κίνηση. Έπειτα σκύβω και παίρνω το κουτί για να το τοποθετήσω μέσα και να το θάψω και πάλι στα έγκατα του δωματίου μου.
«Θα μου δώσεις τελικά τις κ-.» Γυρίζω αυτόματα προς την πόρτα που στέκεται ένας ημίγυμνος Σωτήρης, που παρατηρεί την εξίσου ημίγυμνη μορφή μου. «Ω Θεέ μου συγγνώμη!» Γυρίζει από την άλλη πλευρά όσο εγώ τυλίγομαι με μία παρατημένη πετσέτα δίπλα από το κρεβάτι μου.
«Μπορείς να γυρίσεις τώρα..» Παρατηρώ το γυμνασμένο του σώμα με τους καλοσχηματισμένους μυς και κοιλιακούς ενώ μόνο το εσώρουχο του με αποτρέπει από το να έχω μπροστά μου έναν εντελώς γυμνό Σωτήρη.
Του παραδίδω τα σκεπάσματα και αφού τον καληνυχτίζω, παρατάω την πετσέτα στο πάτωμα και φορώ τις πιτζάμες μου. Ο πειρασμός του να πάω για ακόμη μια φορά στο σαλόνι και να τον αντικρίσω είναι ακαταμάχητος. Εν τέλει καταλήγω να φτάνω στην σαλοκουζίνα μου και να βάζω και καλά ένα ποτήρι νερό.
«Εάν δεν σε ήξερα θα έλεγα πως ήρθες για εμένα..» Ακούω την φωνή του πολύ κοντά μου και πριν προλάβω να γυρίσω η καυτή του ανάσα μου σηκώνει την τρίχα. «Αυτό το βράδυ είναι ξεχωριστό όμως..» Μουρμουρίζει και φιλάει απαλά τον λαιμό μου χωρίς να με αφήνει να αντιδράσω.. ή χωρίς να θέλω. Για λίγο αφήνω το συναίσθημα να κυριεύσει και με μιας γυρίζω προς το μέρος του και ενώνω τα χείλη μας στο πιο μεθυστικό φιλί του απωθημένου.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top