Ο από μηχανής Θεός

Όπως σε όλης την χώρα, έτσι και στο Διαφάνι είχαν απλωθεί τα μαύρα πανιά της δικτατορίας. Για τους κατοίκους, όμως, αυτού του μικρού χωριού η ζωή ήταν πιο εύκολη και ήσυχη. Υπάκουαν στους κανόνες και δεν έφερναν αντιρρήσεις. Προσπαθούσαν να μην δημιουργούν προβλήματα, για να μην θέτουν τις ζωές τους σε κίνδυνο. Έτσι, η καθημερινότητα τους κυλούσε φυσιολογικά.

Μέσα σε όλη αυτήν την αντάρα της εποχής, ο ταξίαρχος προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να βρει ένα παραθυράκι, έτσι ώστε να επανεξεταστεί το θέμα της εξορίας του Λάμπρου και της Λενιώς. Είχε τηλεφωνήσει σε όσους γνωστούς τού είχαν απομείνει στην ασφάλεια, αλλά δεν είχε αποτέλεσμα. Είχε απογοητευτεί. Έτριβε τα μάτια του από την κούραση. Το ρολόι στο γραφείο του, χτύπησε δυνατά. Ήταν κιόλας μεσάνυχτα. Το χτύπημα στην πόρτα ήταν κάτι που δεν περίμενε να ακούσει. Πετάχτηκε πάνω από τον φόβο και πήγε να ανοίξει την πόρτα με δισταγμό.

«Νέστορα άνοιξε, εγώ είμαι»

Από την άλλη πλευρά της πόρτας ακούστηκε η γνώριμη φωνή του Βασίλη Προύσαλη. Ο Νέστορας στο άκουσμα αυτού του ηχοχρώματος, ανακουφίστηκε και άνοιξε τη πόρτα,

«Βασίλη, τι θέλεις τέτοια ώρα; Είναι επικίνδυνο να κυκλοφορείς!»

«Το ξέρω, αλλά έπρεπε οπωσδήποτε να σε ενημερώσω»

«Έλα, πέρασε» είπε ο Νέστορας και του έκανε νόημα να μπει

«Κάθισε...τι συνέβη;» ρώτησε ο Νέστορας

«Πριν από λίγο μου τηλεφώνησαν στο τμήμα από την ασφάλεια Λάρισας. Έχουμε εξελίξεις για το θέμα του Λάμπρου και της Ελένης»

«Τι εξελίξεις;»

«Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να καταφέρουν να γυρίσουν...»

«Αλήθεια;» ρώτησε ενθουσιασμένος ο Νέστορας

«Περίμενε, μην βιάζεσαι...Μου είπαν ότι τα στοιχεία πάνω στα οποία βασίστηκαν για να τους στείλουν στην εξορία, αφορούν μόνο πταίσματα του Λάμπρου...»

«Αυτά είναι ανοησίες. Δεν έκανε ποτέ, τίποτα το παλικάρι»

«Αυτοί πιστεύουν, όμως, ότι έκανε. Γι' αυτό η μόνη παραχώρηση που θα κάνουν είναι να αφήσουν την Ελένη να γυρίσει, αλλά μόνο εκείνη. Ο Λάμπρος θα πρέπει να μείνει εκεί μέχρι νεωτέρας»

«Τι είναι αυτά που λες;»

«Δυστυχώς έτσι έχουν τα πράγματα. Μου είπαν ότι αύριο το πρωί θα δοθεί η εντολή στην χωροφυλακή της Λέρου και θα ειδοποιήσουν την Ελένη ότι μπορεί να φύγει»

«Ας ελπίσουμε όλο αυτό να είναι μια καλή αρχή και ότι μετά θα καταφέρουμε να φέρουμε και τον Λάμπρο πίσω. Βέβαια αμφιβάλλω αν θα θέλει η Λενιώ να τον αποχωριστεί...»
_________________________________________

Ενώ, λοιπόν, όλο το Διαφάνι βρισκόταν σε αναβρασμό με τα νέα για την επιστροφή της Ελένης, ο Λάμπρος και η Ελένη στην Λέρο έπλεαν σε πελάγη ευτυχίας μετά το χαρμόσυνο γεγονός για τον ερχομό του μωρού τους. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι, επιτέλους, είχε συμβεί το θαύμα που περιμέναν τόσο καιρό. Κάθε μέρα ο Λάμπρος περίμενε με τις ώρες με το χέρι και το αυτί του στην κοιλιά της Ελένης, μήπως και κλωτσήσει το μωρό. Τι και αν του είχε πει χιλιάδες φορές η Ελένη ότι ήταν ακόμη πολύ νωρίς, εκείνος επέμενε. Ήθελε να είναι ο πρώτος που θα ακούσει αυτό το μικρό πλασματάκι να δίνει τα πρώτα σημάδια ζωής. Ένα τόσο δα μωράκι, θα ήταν η επιβεβαίωση ότι όλα πάνε καλά. Μια απλή κίνηση θα πρόδιδε την ύπαρξη του και θα καθησύχαζε τους μελλοντικούς γονείς του. Θα ήταν σαν να τους λέει «Είμαι εδώ, είμαι καλά. Ανυπομονώ να σας γνωρίσω!»

Ωστόσο, οι ανησυχίες τριβέλιζαν συνεχώς το μυαλό της Ελένης και δεν την άφηναν να ηρεμήσει. Αν όλα πήγαιναν καλά, θα έφερνε στον κόσμο ένα παιδί. Αλλά, πού; Στην εξορία; Ανάμεσα στους βάρβαρους φασίστες που τυραννούσαν αθώους όποτε τούς έκανε κέφι. Ο Νέστορας και ο Προύσαλης τούς είχαν υποσχεθεί ότι θα έκαναν τα αδύνατα δυνατά για να τους βοηθήσουν. Οι μέρες, όμως, περνούσαν και δεν είχαν κανένα νέο από το Διαφάνι. Έτσι, οι ανησυχίες και το άγχος της Ελένης όλο και μεγάλωναν. Ο Λάμπρος ήταν το μόνο πράγμα που την ηρεμούσε. Γαλήνευε η ψυχή της κάθε φορά που της χαμογελούσε. Ήταν σαν να της υπόσχεται ότι όλα θα φτιάξουν, ότι το παιδί τους θα μεγαλώσει στο σπίτι τους και θα παίζει στα χωράφια του Θεσσαλικού κάμπου, όπως ακριβώς και εκείνοι όταν ήταν μικροί.

Είχε ήδη νυχτώσει. Έξω επικρατούσε το απόλυτο σκοτάδι και ησυχία. Ο Λάμπρος και η Ελένη κάθονταν αμίλητοι στο κρεβάτι τους και διάβαζαν. Άρεσε και πολύ και στους δύο το διάβασμα. Τους ταξίδευε σε αλλοτινούς κόσμους όπου τα πράγματα ήταν πιο απλά και εύκολα. Ξέφευγαν από τις έγνοιες της πραγματικότητας. Ωστόσο, δεν είχαν πολύ χρόνο στη ζωή τους για να ασχοληθούν με πράγματα που τους ευχαριστούσαν. Αυτή η απομόνωση είχε πολλές δυσκολίες, αλλά τους βοήθησε να ξανά βρουν τον εαυτό τους.

«Λενιώ;»

«Δεν έχει κλωτσήσει ακόμα το παιδί, Λάμπρο. Πριν από πέντε λεπτά με ξανά ρώτησες!» απάντησε η Ελένη ενοχλημένη

Ο Λάμπρος έβαλε τα γέλια

«Όχι, άλλο ήθελα να σου πω...»

«Τι;»

«Άκου αυτό...»

Ο Λάμπρος άρχισε να απαγγέλει ένα απόσπασμα από ένα ποίημα που διάβαζε

«Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα,
κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας,
μπορεί να φανταστούμε κιόλας πώς θα πετάξουμε,
γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη, ακούω το θόρυβο του φουστανιού μου
σαν το θόρυβο δυο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν,
κι όταν κλείνεσαι μέσα σ' αυτόν τον ήχο του πετάγματος
νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου,
κ' έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα,
μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους,
δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις
κι ούτε σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου
(δεν είναι τούτο η λύπη μου - η λύπη μου
είναι που δεν ασπρίζει κ' η καρδιά μου).
Άφησε με να' ρθω μαζί σου»

Η Ελένη τον άκουγε να απαγγέλει με θρησκευτική προσήλωση. Τον χάζευε και ένα απαλό μειδίαμα ήρθε να σχηματιστεί στο πρόσωπο της. Όταν ήταν μικροί απολάμβανε να της διαβάζει αυτά τα όμορφα ποιήματα που διάλεγε για εκείνη. Θα μπορούσε να τον ακούει για όλη της την ζωή...

«Τι ωραίο!» αναφώνησε η Ελένη

«Μόλις το διάβασα εσένα σκέφτηκα»

Αντάλλαξαν ένα χαμόγελο

«Ποιός το έχει γράψει;» ρώτησε η Ελένη

«Ο Γιάννης Ρίτσος και το ποίημα λέγεται η Σονάτα του Σεληνόφωτος. Και εκείνον εξορία τον είχαν στείλει» απάντησε ο Λάμπρος θλιμμένα

«Αλήθεια;»

«Ναι! Πριν από κάποια χρόνια, στην Μακρόνησο»

Η Ελένη έσκυψε το κεφάλι. Σκεφτόταν ότι, τελικά, πολλοί άνθρωποι, ακόμα και διανοούμενοι, είχαν την ίδια μοίρα με εκείνους. Εν τέλει, αυτός ο απάνθρωπος θεσμός της εξορίας υπήρχε πολύ πριν τη επιβολή της δικτατορίας.

Έπειτα από λίγη ώρα, είχαν αποκοιμηθεί και οι δύο. Το ωχρό φως του φεγγαριού θα τους έβρισκε αγκαλιά, έχοντας παραδώσει και οι δύο τα κουρασμένα κορμιά τους στην γλυκιά αγκαλιά του Μορφέα. Ήταν το τελευταίο βράδυ που θα κοιμόντουσαν έτσι γαλήνια ο ένας δίπλα στον άλλον. Από την επόμενη μέρα, όλα θα ήταν πολύ διαφορετικά...
________________________________________

Το επόμενο πρωί τούς ξύπνησαν οι φωνές των χωροφυλάκων. Τρόμαξαν και οι δύο πολύ

«Περίμενε εδώ. Πάω να δω τι γίνεται έξω» είπε ο Λάμπρος

Αυτό που αντίκρισε τον έκανε να ανατριχιάσει από φόβο. Οι φύλακες έσπρωχναν βάναυσα κάποιους από τους κατοίκους και τους οδηγούσαν στο κεντρικό κτήριο, χωρίς όμως να τους πουν τον λόγο. Οι άνθρωποι άρχιζαν να ουρλιάζουν και να αναρωτιούνται τι συμβαίνει. Αλλά με το που πήγαιναν να αρθρώσουν έστω και μία λέξη, οι φύλακες άρχισαν να τους χτυπούν δίχως σταματημό. Όλοι έβγαιναν έντρομοι από τα σπίτια τους, παρακολουθώντας άπραγοι το βίαιο θέαμα. Η Ελένη δεν άντεξε και πήγε να δει τι συμβαίνει. Μαζί με τους υπόλοιπους, βγήκε και η κυρά-Μέλπω από δίπλα

«Καλημέρα παιδιά μου!»

«Καλημέρα» απάντησαν ο Λάμπρος και η Ελένη

«Πού να τους πηγαίνουν άραγε;» αναρωτήθηκε η Ελένη

«Έχει γούστο;» είπε προβληματισμένη η Μέλπω

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Λάμπρος

«Ο γιος μου, στο τελευταίο του γράμμα, μού είπε ότι θα μας βάλουν να υπογράψουμε μια δήλωση μετάνοιας. Για να ζητήσουμε, λέει, από τους βρωμοφασίστες να μας συγχωρέσουν για το κακό που κάναμε στο έθνος»

«Θεός φυλάξοι!» αναφώνησε η Ελένη

«Απ' ό,τι κατάλαβα, αυτοί οι καημένοι που τους τραβολογάνε, δεν συμφώνησαν να υπογράψουν και τώρα ένας Θεός ξέρει τι τους περιμένει»

«Λάμπρο δεν πάμε καλύτερα μέσα; Και συ κυρά-Μέλπω μπες γρήγορα σπίτι σου να μην σε δουν»

Η ώρα περνούσε και οι φωνές σιγά-σιγά σταμάτησαν. Τελικά, η Μέλπω είχε δίκιο. Ο λόγος για τον οποίον μάζευαν έναν-έναν τους ανθρώπους ήταν αυτή η περιβόητη δήλωση μετάνοιας. Πολλοί αρνούνταν να την υπογράψουν, με αποτέλεσμα να τους κλείνουν οι χωροφύλακες σε μπουντρούμια και να τους χτυπούν, μέχρι να πέσουν λιπόθυμοι από το ξύλο και την αιμορραγία. Έτσι, ο Λάμπρος και η Ελένη είχαν αποφασίσει να υπογράψουν οποιοδήποτε χαρτί και να τους δώσουν. Μπορεί με αυτόν τον τρόπο να κατάφερναν, τελικά, να γυρίσουν σπίτι τους. Ωστόσο, αυτό που επακολούθησε δεν το περίμενε κανείς από τους δύο...

Ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα τούς έκανε να αναπηδήσουν από τρόμο. Γύρισαν και κοιτάχτηκαν ξαφνιασμένοι.

«Ποιος είναι;» ρώτησε ο Λάμπρος

«Γράμμα για την κυρία Ελένη Σεβαστού» ακούστηκε μια αντρική φωνή από την άλλη πλευρά της πόρτας

Ο Λάμπρος άνοιξε την πόρτα και πήρε τον φάκελο.

«Λες να είναι γράμμα από τις αδερφές μου;» ρώτησε η Ελένη

«Δεν νομίζω. Γενική Ασφάλεια Αθηνών γράφει απέξω ο φάκελος»

Ο Λάμπρος άνοιξε το γράμμα και άρχισε να το διαβάζει προσεχτικά. Ένιωσε το ίδιο συναίσθημα με τότε που του πρωτοανακοίνωσε ο Προύσαλης την απόφαση για την εξορία τους. Ένιωσε την Γη να φεύγει κάτω από τα πόδια του. Αισθάνθηκε την ανάγκη να κάτσει. Η Ελένη τον παρατηρούσε σύγκορμη.

«Τι συμβαίνει, Λάμπρο; Τι λέει;»

«Ελένη...» ψιθύρισε και την κοίταξε

«Ελένη, απαλλάσσεσαι των κατηγοριών, μπορείς όποτε θες να γυρίσεις στο χωριό»

«Τι πράγμα;»

Δάκρυα ήρθαν να πνίξουν τα μάτια και των δύο. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που μόλις είχε διαβάσει ο Λάμπρος. Η Ελένη ήταν ελεύθερη, ο Λάμπρος όμως; Τι θα έκαναν από εδώ και πέρα; Κοιτάχτηκαν και οι δύο με απορία...


Η Σονάτα του Σεληνόφωτος
(Γιάννης Ρίτσος)

(...) Άφησε με να 'ρθω μαζί σου.
Τι φεγγάρι απόψε!
Είναι καλό το φεγγάρι-
δε θα φαίνεται που ασπρίσαν τα μαλλιά μου.
Δε θα καταλάβεις
Άφησε με να 'ρθω μαζί σου.


Όταν έχει φεγγάρι μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι,
αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,
ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του
πιάνου
λησμονημένα λόγια - δε θέλω να τ' ακούσω.
Σώπα (....)

(...) Το ξέρω η ώρα πια είναι περασμένη.
Άφησε με,
γιατί τόσα χρόνια, μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια,
έμεινα μόνη, ανένδοτη και πάναγνη,
ακόμη στη συζυγική μου κλίνη
πάναγνη και μόνη,
γράφοντας ένδοξους στίχους στα γόνατα του Θεού,
στίχους που σε διαβεβαιώ,
θα μείνουμε σα λαξευμένοι σε άμεμπτο μάρμαρο
πέρα απ' τη ζωή μου και τη ζωή σου,
πέρα πολύ.
Δε φτάνει.
Άφησε με να 'ρθω μαζί σου. (...)

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top