Ο αποχωρισμός

Το γράμμα έπεσε από τα χέρια του Λάμπρου. Το λευκό χαρτάκι προσγειώθηκε στο ξύλινο πάτωμα. Ήταν τόσο μικρό, αλλά αυτό που έγραφε ήταν τόσο μεγάλο. Ο Λάμπρος και η Ελένη το κοίταζαν που ήταν πεσμένο κάτω, χωρίς να μπορούν να μιλήσουν. Τα δάκρυα δεν είχαν σταματήσει να τρέχουν από τα μάτια και των δύο. Οι ανάσες τους ήταν βαριές αλλά συγχρονισμένες. Η Ελένη χάιδεψε την κοιλιά της. Ο Λάμπρος πήρε πρώτος τον λόγο

«Θα φύγεις!» της είπε ξερά

Κοιτάχτηκαν ταυτόχρονα

«Θα φύγεις» επανέλαβε, σχεδόν μηχανικά

Η Ελένη σηκώθηκε από την καρέκλα της και άρχισε να περπατάει νευρικά πάνω κάτω

«Ελένη, με άκουσες; Θα φύγεις! Θα γυρίσεις πίσω στο χωριό!»

Η Ελένη μάζεψε όσες δυνάμεις τις είχαν απομείνει

«Όχι, Λάμπρο, δεν θα φύγω! Δεν έχω να πάω πουθενά!» είπε κατηγορηματικά

«Πρέπει να φύγεις!»

«Δεν πρόκειται να σε αφήσω μόνο σου. Μαζί ήρθαμε σε αυτήν την κόλαση, μαζί θα φύγουμε»

«Ελένη, άκουσε με, σε παρακαλώ. Δεν είμαστε πλέον οι δυο μας. Υπάρχει ένα παιδί...»

Η Ελένη τον διέκοψε εκνευρισμένη

«Ακριβώς επειδή υπάρχει ένα παιδί, δεν πρόκειται να φύγω. Δεν θα επιτρέψω το μωρό μου να γεννηθεί χωρίς τον πατέρα του»

«Και προτιμάς να γεννηθεί ανάμεσα στους τυράννους;»

Η Ελένη κατέβασε το βλέμμα της. Ο Λάμπρος σηκώθηκε από την καρέκλα του και την πλησίασε. Έκλεισε τα χέρια της μέσα στα δικά του

«Αυτό το παιδί θα έχει και μητέρα και πατέρα που θα το αγαπούν περισσότερο από οτιδήποτε. Μπορεί να μην είμαι εκεί όταν γεννηθεί, αλλά σου υπόσχομαι ότι θα μεγαλώσει και με τους δύο τους γονείς»

«Λες ψέματα...» ψιθύρισε η Ελένη

«Δεν σου έχω πει ποτέ ψέματα, καρδιά μου! Για να σε αφήσουν εσένα ελεύθερη, σημαίνει ότι επανεξετάζουν την υπόθεση μας. Μπορεί πολύ σύντομα να έρθει και άλλη επιστολή που να λέει ότι και εγώ είμαι ελεύθερος να γυρίσω σπίτι μας»

«Ωραία, θα περιμένω και εγώ μαζί σου μέχρι να έρθει αυτή η επιστολή. Δεν θέλω....δεν μπορώ να σε αφήσω...» αποκρίθηκε η Ελένη και τον αγκάλιασε

Ο Λάμπρος την έκλεισε στην αγκαλιά του, χαϊδεύοντας της απαλά την πλάτη. Η Ελένη σήκωσε τα μάτια της και τον κοίταξε

«Θέλω να είσαι εκεί όταν θα γεννηθεί αυτό το παιδί, Λάμπρο. Εσύ θέλω να μου κρατάς το χέρι όταν θα κοιλοπονάω. Μαζί θέλω να ακούσουμε το πρώτο κλάμα του. Εσύ θέλω να είσαι ο πρώτος που θα το πάρει αγκαλιά...Δεν μπορώ να σε αποχωριστώ ξανά...»

«Ούτε εγώ μπορώ να σε αποχωριστώ, ψυχή μου... Αλλά ξέρεις πολύ καλά ότι πρέπει να φύγεις. Εσύ δεν έφταιξες σε τίποτα. Εμένα κατηγορούν»

«Και στο εκτελεστικό απόσπασμα θα πήγαινα, αρκεί να ήμουν μαζί σου...»

«Κορίτσι μου, πρέπει να φύγεις. Κάντο για χάρη μου, σε παρακαλώ. Αν πάθεις κάτι κακό όσο είμαστε εδώ πέρα, δεν θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου. Θέλω να είσαι ασφαλής και εσύ και το παιδί μας...» είπε και της χάιδεψε απαλά την κοιλιά

Τα σώματα τους ήταν ενωμένα σε μια σφιχτή αγκαλιά. Δεν ήθελαν να χωριστούν. Βυθίστηκαν ο ένας στα χείλη του άλλου.

Ένα βαρύ, όμως, χτύπημα στην πόρτα τούς ξύπνησε απότομα. Ο Λάμπρος πήγε να ανοίξει. Αντίκρισε έναν χωροφύλακα.

«Τυχεράκηδες, την γλίτωσε» είπε με ειρωνικό ύφος, δείχνοντας την Ελένη.

«Λοιπόν, αύριο το πρωί φεύγει με το καράβι των οχτώ και μισή»

«Μισό λεπτό» τον διέκοψε ο Λάμπρος. «Δεν έχουμε αποφασίσει ακόμα, αν θέλει να φύγει»

«Σιγά μην ζητούσαμε και την γνώμη σας για το αν θα φύγει ή όχι. Θα φύγει θέλει, δεν θέλει, αύριο το πρωί. Η απόφαση είναι ξεκάθαρη.» είπε απότομα και έφυγε βιαστικά

Ο Λάμπρος έκλεισε την πόρτα και στράφηκε προς την Ελένη

«Απ' ό,τι φαίνεται δεν έχουμε άλλη επιλογή...»

«Όχι, Λάμπρο, έχουμε. Δεν θα πάω στο λιμάνι στο αύριο, θα κρυφτώ εδώ μέχρι να φύγει το καράβι»

«Ελένη, τι λες; Αυτά είναι επικίνδυνα πράγματα, δεν γίνονται. Θα μπλέξουμε. Δεν θα επιτρέψω να πάθεις κανένα κακό. Αύριο το πρωί φεύγεις και δεν ακούω άλλη κουβέντα»

Η Ελένη όσο και να προσπάθησε, δεν κατάφερε να αλλάξει γνώμη στον Λάμπρο. Ξεκίνησε, λοιπόν, να μαζεύει τα πράγματα της. Πότε απελπιζόταν και έβαζε τα κλάματα, πότε εκνευριζόταν και πετούσε με δύναμη τα ρούχα της μέσα στην βαλίτσα. Όσο και να το αρνούνταν, ήξερε ότι δεν είχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να φύγει. Ήταν το καλύτερο για το παιδί που κουβαλούσε στα σπλάχνα της. Ίσως ο Λάμπρος να κατάφερνε να γυρίσει γρήγορα κοντά της. Ίσως να προλάβαινε τη στιγμή τής γέννησης του παιδιού τους. Έβαλε τα γέλια. Αυτό το παιδί το ήθελε όσο τίποτα. Και όμως, είχε έρθει την πιο ακατάλληλη στιγμή στη ζωή τους. Ποτέ δεν κατάλαβε γιατί η ζωή ήταν πάντα τόσο λάθος. Πάντα μέσα στη δυστυχία και στον πόνο. Ακόμα και τότε που έγινε αυτό που λαχταρούσε από μικρό κοριτσάκι, τότε που παντρεύτηκε τον έρωτα της ζωής της, δεν μπόρεσε να το χαρεί πραγματικά. Πάντα κάποια συμφορά εμπόδιζε την ψυχή της να γαληνέψει και να ευτυχήσει. Η φωνή του Λάμπρου την έβγαλε από τις σκέψεις της.

«Είσαι καλά;»

«Σοβαρά μου κάνεις τώρα αυτή την ερώτηση;» η Ελένη έκλεισε με δύναμη τη βαλίτσα φανερά εκνευρισμένη. «Όχι, Λάμπρο, δεν είμαι καλά. Καθόλου καλά δεν είμαι. Δεν θέλω να φύγω. Δεν θέλω να σε αφήσω. Δεν θέλω να σε χάσω. Δεν θέλω να αγωνιώ πάλι για το αν είσαι υγιής, για το αν είσαι ζωντανός»

Η Ελένη βρισκόταν σε παράκρουση. Μιλούσε ασταμάτητα και νευρικά. Τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμια από τα μάτια της. Ο Λάμπρος την πλησίασε. Την αγκάλιασε όσο πιο σφιχτά μπορούσε. Η Ελένη έκανε να τον απομακρύνει, αλλά δεν άντεχε. Χώθηκε στην αγκαλιά του, απελπισμένη.

«Ηρέμησε...Ηρέμησε, κορίτσι μου»

Την ένιωθε να τρέμει μέσα στα χέρια του. Για ακόμη μία φορά, ήταν ανήμπορος να αντιδράσει. Για ακόμη μία φορά, κάποιοι άλλοι είχαν αποφασίσει για την τύχη τους. Ήθελε να βγει έξω και να αρχίσει να φωνάζει. Να παλέψει με θεούς και δαίμονες. Αρκεί να μην την έχανε. Για ακόμη μία φορά, όμως, τα χέρια του ήταν δεμένα. Έπρεπε να υπακούσουν στις εντολές που τους είχαν δοθεί.
_________________________________________

Τις επόμενες ώρες δεν αντάλλαξαν ούτε κουβέντα. Εξάλλου, δεν είχαν τι να πουν. Τα λόγια τους είχαν στερέψει πια. Μια τέτοια ώρα, μια τέτοια στιγμή, μόνο τα κορμιά τους θα μπορούσαν να μιλήσουν. Είχαν τόσα πολλά να πουν το ένα στο άλλο.

«Σε θέλω...»

Αυτή ήταν η μοναδική φράση που κατάφερε να βγει από το στόμα της Ελένης. Οι επόμενες κινήσεις ήταν σχεδόν μηχανικές. Ρούχα πεταμένα στο πάτωμα, σκεπάσματα και μαξιλάρια ανακατεμένα πάνω στο κρεβάτι. Και στη μέση δυο σώματα ενωμένα, να πάλλονται ταυτόχρονα το ένα πάνω στο άλλο. Δύο ανάσες συγχρονισμένες. Δυο καρδιές, σαν μία. Τα κορμιά τους ταίριαζαν απόλυτα το ένα στο άλλο. Κάθε καμπύλη και κάθε κοίλωμα συνενωνόταν σχηματίζοντας ένα τέλειο σύνολο. Έκαναν έρωτα για αρκετή ώρα. Ήθελαν να χορτάσουν ο ένας τον άλλον όσο περισσότερο γίνεται.

Ήταν σχεδόν σκοτεινά. Μόνο μία λάμπα έκαιγε στο κομοδίνο και χάριζε λίγο από το φως της στο δωμάτιο.

«Θέλω να σε βλέπω» της είχε ψιθυρίσει στο αυτί και εκείνη άφησε αναμμένη την λάμπα.

Κατάλαβαν ότι ήταν η τελευταία τους φορά. Τουλάχιστον έτσι νόμιζαν. Άραγε πόσες τελευταίες φορές είχαν ζήσει; Η τελευταία φορά που συναντήθηκαν στο μέρος τους, εκεί κοντά στη ρεματιά. Η τελευταία φορά που φιλήθηκαν, όταν ήταν ακόμα παιδιά, την ημέρα που ο Λάμπρος έφυγε από το Διαφάνι. Η τελευταία φορά που έκαναν έρωτα, λίγο πριν η Ελένη ομολογήσει τον φόνο τού Σέργιου Σεβαστού. Η τελευταία φορά που αγκαλιάστηκαν πριν μεταφερθεί η Ελένη στη φυλακή. Και τώρα, η τελευταία φορά που θα κοιμόντουσαν αγκαλιά...

Σε κανένα από τους δύο δεν κόλλαγε ύπνος. Κάθονταν στο κρεβάτι αγκαλιά. Ο Λάμπρος χάιδευε γλυκά την κοιλιά της

«Εεεε ψιτ, εσύ μικρούλι; Εκεί μέσα; Με ακούς; Θέλω να ξέρεις ότι ο μπαμπάς σε αγαπάει πάρα πολύ και σου υπόσχεται ότι θα γυρίσει σύντομα κοντά σου»

Η Ελένη κοιτάζοντας τον Λάμπρο να μιλά με τόση τρυφερότητα στην κοιλίτσα της, δάκρυσε. Έπειτα, το βλέμμα του στράφηκε σε εκείνη.

«Αλήθεια, σας υπόσχομαι ότι θα γυρίσω. Ειδικά τώρα έχω δύο λόγους παραπάνω να παλέψω με ό,τι έχω για να επιστρέψω στην αγκαλιά σας»

«Το ξέρω, αγάπη μου, το ξέρω. Εμείς εκεί θα είμαστε και θα σε περιμένουμε να γυρίσεις σπίτι μας»

Φιλήθηκαν για ακόμη μία φορά. Καθώς την φιλούσε σαν να έπαιρνε την τελευταία του ανάσα, θαρρείς και το κορμί της έγινε έρμαιο στα χέρια του. Το ένα του χέρι ήταν τυλιγμένο γύρω από τη μέση της, ενώ το άλλο βρισκόταν στο μήκος της πλάτης της με την παλάμη χαμένη στα μαλλιά της. Κρατούσε το πρόσωπο της στραμμένο στο δικό του, σαν να φοβόταν πως θα του έφευγε εκείνη ακριβώς τη στιγμή, πριν προλάβει να καταχωρήσει στο νου του την παρουσία της. Αποκοιμήθηκαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Ονειρεύτηκαν πως παίζουν μαζί με το παιδάκι τους στην αυλή του σπιτιού τους, ευτυχισμένοι και ελεύθεροι. Αληθινά λυτρωμένοι...

_________________________________________

Ξύπνησαν με τις πρώτες λάμψεις της αυγής και τη φασαρία των σπουργιτιών. Όμως, το ξύπνημα τους ήταν αρκετά δύσκολο. Σηκώθηκαν με βαριά καρδιά. Η Ελένη έπρεπε να παρουσιαστεί στις εφτά και μισή ακριβώς στο κεντρικό κτήριο και με τη συνοδεία φυλάκων, να φύγει για το λιμάνι μαζί με τους υπόλοιπους.

Ο αποχωρισμός ήταν δύσκολος.

«Λενιώ μου, πρέπει να πηγαίνεις. Σε λίγο θα αρχίσουν να σε ψάχνουν»

«Δεν θέλω να φύγω...»

«Μην το κάνεις πιο δύσκολο σε παρακαλώ!»

Ο Λάμπρος την πλησίασε και την έσφιξε στην αγκαλιά του.

«Θα σε σκέφτομαι συνέχεια» του είπε

«Είσαι η μόνη μου έγνοια. Θα προσπαθήσω να σου γράψω. Να προσέχεις τον εαυτό σου»

«Και εσείς να προσέχετε»

Το χέρι του οδηγήθηκε στην κοιλιά της. Την χάιδεψε και την φίλησε τρυφερά

«Να προσέχεις την μανούλα μας. Να είσαι καλό παιδί όσο θα λείπω, ε;»

Η Ελένη προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να πνίξει τα δάκρυα της, τώρα πια όμως δεν άντεχε άλλο. Τα άφησε να τρέξουν. Το ίδιο και ο Λάμπρος.

«Σε αγαπώ!» του είπε και τον φίλησε με λαχτάρα

«Σε αγαπάω πολύ, Λενιώ μου»

Έμειναν έτσι να φιλιούνται αγκαλιά για αρκετή ώρα.

«Πρέπει να φύγεις»

Η Ελένη δεν ξεκολλούσε από πάνω του. Δεν μπορούσε. Ήταν πάνω από τις δυνάμεις της.

«Έλα, Λενιώ μου» της είπε

Η Ελένη πήρε την βαλίτσα της και κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα. Την άνοιξε. Ο Λάμπρος πήγε να την ξεπροβοδίσει. Εκείνη προχωρούσε με την βαλίτσα της στο χέρι. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό της ότι δεν θα γύριζε να τον κοιτάξει. Αλλά δεν κατάφερε να τηρήσει αυτή της την υπόσχεση. Γύρισε το κεφάλι. Οι ματιές τους συναντήθηκαν. Ο Λάμπρος με ένα του νεύμα την παρότρυνε να προχωρήσει. Έτσι και έκανε. Συνέχισε να περπατά, σκεπτόμενη μόνο ένα πράγμα. Θα τον ξανά έβλεπε άραγε;

Σε περιμένω παντού
(Τάσος Λειβαδίτης)

Την αγάπη μας αύριο θα τη διαβάζουν
τα παιδιά στα σχολικά βιβλία,
πλάι στα ονόματα των άστρων
και τα καθήκοντα των συντρόφων.
Αν μου χάριζαν όλη την αιωνιότητα χωρίς εσένα
θα προτιμούσα μια μικρή στιγμή πλάι σου.
Θα θυμάμαι πάντα τα μάτια σου, φλογερά και μεγάλα
σα δυο νύχτες έρωτα μες στον εμφύλιο πόλεμο.
Α! ναι, ξέχασα να σου πω,
πως τα στάχυα είναι χρυσά κι απέραντα
γιατί σ' αγαπώ.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top