Μια νέα ζωή
Εκείνο το πρωί η Λενιώ ξύπνησε με έντονους πόνους στο στομάχι.
Σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι και διπλώθηκε στα δύο. Ο Λάμπρος τρόμαξε.
«Τι έπαθες, κορίτσι μου;» την ρώτησε φοβισμένος
«Ένας ξαφνικός πόνος» του απάντησε η Ελένη με φωνή που έτρεμε
«Έλα ξάπλωσε λίγο να ηρεμήσεις και εγώ θα σου φτιάξω ένα χαμομήλι»
Όσο περνούσε η ώρα ο πόνος υποχωρούσε.
«Πώς είσαι τώρα, Λενιώ μου;»
«Λίγο καλύτερα. Ο πόνος σταμάτησε»
«Από την κακή διατροφή είναι αυτοί οι πόνοι. Πάλι προχτές ένας έπαθε δηλητηρίαση και πέθανε» απάντησε ο Λάμπρος
«Μας φέρονται σαν να είμαστε ζώα» παρατήρησε θλιμμένα η Ελένη
«Μόνο που δεν έχουν καταλάβει ότι τα μόνα ζώα αυτής της ιστορίας, είναι αυτοί!» φώναξε εκνευρισμένος ο Λάμπρος
«Μην φωνάζεις!» του είπε η Ελένη «Έτσι και μας ακούσουν, έχουμε υπογράψει τη θανατική μας καταδίκη»
Ο Λάμπρος την πλησίασε και την πήρε αγκαλιά. Αν πάθαινε κάτι κακό εξαιτίας του, δεν θα το άντεχε. Ήδη ένιωθε τις ενοχές να τον κατακλύζουν. Εκείνος ήταν ο υπαίτιος για τη εξορία τους. Εκείνος ήταν η λόγος που ξεριζώθηκαν από το σπίτι τους και την οικογένεια τους. Εκείνος έφταιγε που η Λενιώ του τώρα πονούσε. Δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια του. Δάκρυα απόγνωσης. Δάκρυα απελπισίας. Η Ελένη τον κοίταξε παραξενευμένη.
«Τι έπαθες, γιατί κλαις;» τον ρώτησε και πήρε το πρόσωπο του στα χέρια της
«Εγώ φταίω, εγώ φταίω, εγώ φταίω» άρχισε να παραμιλάει
«Τι είναι αυτά που λες, καρδιά μου;»
«Εγώ φταίω για όλη αυτή την κατάσταση. Εγώ! Μόνο εγώ!» συνέχισε να παραμιλάει
«Σε παρακαλώ, σταμάτα! Δεν φταις εσύ! Μην το ξαναπείς!»
Ο Λάμπρος είχε καταρρεύσει. Ξάπλωσε και εκείνος στο κρεβάτι και συγκεκριμένα στην αγκαλιά της Ελένης, ακουμπώντας το κεφάλι του στα πόδια της. Εκείνη του χάιδευε στοργικά τα μαλλιά. Όλη αυτή την ώρα τα δάκρυα δεν είχαν σταματήσει να τρέχουν από τα μάτια του.
«Σε παρακαλώ, αγάπη μου, σταμάτα!» του είπε
Ο Λάμπρος δεν απάντησε
«Δεν θέλω να σε ξανά ακούσω να ξεστομίζεις τέτοια πράγματα. Δεν φταις εσύ. Σε τίποτα δεν φταις. Η ζωή μπορεί να γίνει πολύ άδικη και δύσκολη, εμείς το ξέρουμε αυτό καλύτερα από τον καθένα. Δεν θα έπρεπε να μας απελπίζει ένα μικρό εμπόδιο»
«Μικρό εμπόδιο...» απάντησε ο Λάμπρος με ένα τόνο ειρωνείας
«Ναι, μικρό εμπόδιο, Λάμπρο! Μικρό, πολύ μικρό! Θα γυρίσουμε γρήγορα σπίτι μας. Και σου το λέω εγώ αυτό. Η γυναίκα σου! Και θέλω να με πιστέψεις! Όλα θα πάνε καλά, όσο έχουμε ο ένας τον άλλον»
Πήρε το πρόσωπο του στα χέρια της έτσι ώστε οι ματιές του να συναντηθούν. Τον κοίταξε βαθιά στα μάτια
«Θα σου πω δύο πράγματα και θέλω να τα θυμάσαι! Πρώτον, ποτέ μην ξαναπείς ότι φταις εσύ! Και δεύτερον, θα γυρίσουμε σπίτι μας πολύ σύντομα και όλα αυτά θα είναι ένα κακό όνειρο που θα ξεχαστεί!»
Τον φίλησε γλυκά στα χείλη. Ο Λάμπρος τύλιξε τα χέρια του γύρω από τη μέση της και χώθηκε με όλο του το σώμα και την ψυχή στην αγκαλιά της. Η αγκαλιά της τον ηρεμούσε και έκανε τις άσχημες σκέψεις να ξεμακραίνουν σιγά σιγά από το μυαλό του. Τα χέρια της, που χάιδευαν το κορμί του, τον νανούριζαν και θόλωναν την ανάμνηση κάθε κακής στιγμής που είχαν ζήσει. Κοντά της ένιωθε άλλος άνθρωπος.
Παρόλο που τα καθησυχαστικά λόγια της Ελένης φαίνεται να είχαν γαληνέψει τον Λάμπρο, την ίδια δεν την είχαν ηρεμήσει καθόλου. Το νησί έβραζε τόσο από τη ζέστη όσο και από νεκρούς. Κάθε μέρα έφτανε στα αυτιά τους και ένας νέος θάνατος. Είτε από τον καύσωνα, είτε από την ασιτία, είτε από τις άθλιες συνθήκες υγιεινής, είτε απλά επειδή πήγε κόντρα σε κάποιον ανώτερο. Εκείνοι είχαν μια ήσυχη ζωή, αλλά για πόσο ακόμα;
Έμειναν για αρκετή ώρα έτσι αγκαλιά, χαμένοι ο καθένας στη σκέψη του, όταν ξάφνου χτύπησε η πόρτα. Τρόμαξαν και οι δύο και πετάχτηκαν από το κρεβάτι.
«Ποιος είναι;» ρώτησε ο Λάμπρος
«Εγώ κυρ-δάσκαλε, ο Λευτέρης. Με έστειλαν να σε φωνάξω γιατί έχεις αργήσει στη δουλειά»
«Έρχομαι, έρχομαι» αποκρίθηκε ο Λάμπρος και έπειτα στράφηκε στην Ελένη «Πρέπει να φύγω»
«Ναι, ναι πήγαινε, μην βρεις κανένα μπελά»
«Είσαι καλύτερα εσύ;»
«Μια χαρά είμαι, δεν με βλέπεις;»
«Σίγουρα;» ρώτησε ανήσυχος ο Λάμπρος
«Σίγουρα» απάντησε καθησυχαστικά η Ελένη
_________________________________________
Δεν είχε περάσει πολλή ώρα από τότε που έφυγε ο Λάμπρος και η πόρτα χτύπησε ξανά. Η Ελένη ένιωσε να την διαπερνά ηλεκτρικό ρεύμα. Σηκώθηκε δειλά και με τρεμάμενη φωνή ρώτησε
«Ποιος είναι;»
«Εγώ είμαι κοκόνα μου, η Μέλπω»
Μόλις η Ελένη άκουσε τη γνώριμη, γλυκιά φωνή της, ανακουφίστηκε και πήγε να ανοίξει την πόρτα.
«Καλημέρα, κορίτσι μου»
«Καλή σας μέρα, κυρά-Μέλπω»
«Ήρθα να πιούμε ένα καφεδάκι παρέα μπας και περάσει αυτή η ριμάδα η ώρα»
«Καλά κάνατε. Περάστε!» απάντησε η Ελένη
«Ο Λάμπρος;»
«Έφυγε νωρίς για τα χωράφια»
«Τους λυπάμαι τους καημένους. Όλη μέρα δουλειά μέσα στη ζέστη. Δεν τους λυπούνται καθόλου πια;»
«Ποιος έχασε την λύπηση για να την βρουν αυτοί, κυρά-Μέλπω;» είπε η Ελένη καθώς έψηνε τους καφέδες
«Τι έχεις εσύ κοπέλα μου; άσπρη σαν το πανί είσαι!»
«Τις τελευταίες μέρες η αλήθεια είναι ότι δεν αισθάνομαι και πολύ καλά» είπε η Ελένη και ρούφηξε μια γουλιά από τον καφέ της. «Μάλλον θα με πείραξε κάτι που έφαγα»
«Ποιο φαΐ, βρε κοκόνα μου; τα δυο ψίχουλα που μας δίνουν; Κακό χρόνο να έχουν όλοι τους»
Η Ελένη δεν απάντησε. Η Μέλπω άρχισε να την κοιτάει πιο σχολαστικά.
«Να σου πω, βρε κορίτσι μου, επειδή δεν σε βλέπω και πολύ καλά, μήπως να σε εξετάσω;»
«Να με εξετάσετε;» ρώτησε απορημένα η Ελένη
«Ήμουν νοσοκόμα στον πόλεμο, ξέρω λίγα πράγματα»
«Εντάξει» απάντησε η Ελένη
Έπειτα από λίγη ώρα η Μέλπω είχε τελειώσει την εξέταση και πήγε να ρίξει λίγο νερό στα χέρια της. Η Ελένη έφτιαξε το φόρεμα της και την ρώτησε
«Λοιπόν κυρά-Μέλπω;»
«Βρε κορίτσι μου, κόψε αυτό τον πληθυντικό! Τόσο καιρό μαζί, έχουμε γίνει φίλες πια»
«Έχετ..έχεις δίκιο! Λοιπόν, έχω κάτι;»
«Εεεε...» είπε διστακτικά η Μέλπω καθώς σκούπιζε τα χέρια της
«Τι είναι; Πες μου! Είναι σοβαρό;» είπε η Ελένη φανερά τρομαγμένη
«Όχι, βρε Λενιώ μου. Είσαι μια χαρά, απλά να....»
«Πες μου βρε Μέλπω πια, με έσκασες!»
«Είσαι έγκυος, Ελένη!»
Οι λέξεις ήχησαν σαν κεραυνοί στα αυτιά της Ελένης. Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτά που άκουγε. Είχε μείνει στήλη άλατος να κοιτάει την Μέλπω με το στόμα ανοιχτό.
«Μα πώς...πώς είναι δυνατόν; Θέλω να πω....οι γιατροί μας είχαν δώσει ελάχιστες πιθανότητες...»
«Πρέπει να είσαι μερικών εβδομάδων, περίπου. Δεν μπορώ να σου πω και ακριβώς. Μόνο γιατρός μπορεί να σου πει. Δεν χαίρεσαι; Νόμιζα ότι θέλατε πολύ ένα μωράκι;»
«Ναι το θέλουμε, πάρα πολύ! Απλά γιατί τώρα;»
«Καμιά φορά τα χαρμόσυνα νέα έρχονται μέσα σε δυστυχείς καιρούς! Ένα παιδί είναι ευλογία, Ελένη μου. Θα σας φέρει μεγάλη τύχη!»
Η Ελένη κοιτούσε αποχαυνωμένη την Μέλπω να μιλάει, χωρίς να μπορεί να αρθρώσει λέξη. Ένιωθε όλο το σώμα της βαρύ. Η Μέλπω κατάλαβε ότι της είχε έρθει ξαφνικό και της πρόσφερε ένα ποτήρι νερό για να συνέλθει. Αποφάσισε να την απαλλάξει από την παρουσία της για να ηρεμήσει και να συνειδητοποιήσει τι της συμβαίνει.
«Λοιπόν, Λενιώ μου, εγώ φεύγω. Σε αφήνω να ξεκουραστείς. Χρειάζεσαι ξεκούραση στην κατάσταση σου. Αν χρειαστείς οτιδήποτε, βάλε μια φωνή και έφτασα»
«Σε ευχαριστώ πολύ, κυρά-Μέλπω. Για όλα!»
«Μην το ξανά πεις! Σε χαιρετώ»
«Αντίο...» είπε σιγανά η Ελένη
_________________________________________
Δεν μπορούσε με τίποτα να χωνέψει αυτό που μόλις της είχε πει η Μέλπω. Ένα παιδί. Δάκρυα χαράς ήρθαν στα μάτια της. Και οι πρωινοί πόνοι; Τι να ήταν άραγε; Ήξερε ότι αυτή η εγκυμοσύνη δεν θα ήταν εύκολη. Έπρεπε να προσέχει πολύ αν ήθελε να γεννήσει αυτό το παιδί. Σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι και άρχισε να οργώνει πάνω κάτω όλο το σπίτι νευρικά. Είχε μετρήσει κάθε ξύλινη τάβλα του πατώματος, μέχρι να συνειδητοποιήσει τι συμβαίνει. Έπειτα, από αρκετή ώρα, κάθισε στο κρεβάτι λαχανιασμένη και ακούμπησε το κεφάλι της στην κορυφή του κρεβατιού. Το βλέμμα της έπεσε στην κοιλιά της. Για μια στιγμή όλα γύρω της σβήστηκαν, εξαφανίστηκαν. Έβαλε δειλά και όσο πιο απαλά μπορούσε το χέρι της στην κοιλιά της. Την χάιδεψε τρυφερά. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο της. Ένα χαμόγελο ελπίδας αλλά και αισιοδοξίας. Ένα μωρό δικό της και του Λάμπρου. Ένα μικρό πλασματάκι. Μια νέα ζωή μεγάλωνε μέσα της. Αυτό το μωράκι που τόσο λαχταρούσε. Ξανά χάιδεψε απαλά την κοιλιά της.
«Ψυχούλα μου...» ψιθύρισε και τα δάκρυα έτρεχαν πλέον ασταμάτητα από τα μάτια της
Το μόνο που έμενε τώρα να κάνει, ήταν να βρει τον κατάλληλο τρόπο να το ανακοινώσει στον Λάμπρο...
Στην απλότητα κρύβεται η ευτυχία (Οδυσσέας Ελύτης)
Mπορώ να γίνω ευτυχισμένος με τα πιο απλά πράγματα
και με τα πιο μικρά..
Και με τα καθημερινότερα των καθημερινών.
Μου φτάνει που οι εβδομάδες έχουν Κυριακές.
Μου φτάνει που τα χρόνια φυλάνε Χριστούγεννα για το τέλος τους.
Που οι χειμώνες έχουν πέτρινα, χιονισμένα σπίτια.
Που ξέρω ν' ανακαλύπτω τα κρυμμένα πετροράδικα στις κρυψώνες τους.
Μου φτάνει που μ' αγαπάνε τέσσερις άνθρωποι.
Πολύ...
Μου φτάνει που αγαπάω τέσσερις ανθρώπους.
Πολύ...
Που ξοδεύω τις ανάσες μου μόνο γι' αυτούς.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top