Μια ευτυχία καταρρέει

Χιλιάδες ήταν αυτοί που αποχωρίστηκαν τα σπίτια τους, τις οικογένειες τους, τον τόπο τους και αναγκάστηκαν να υπακούσουν στις διαταγές του καθεστώτος της 21ης Απριλίου. Εξορίστηκαν σε Γυάρο, Μακρόνησο ακόμα και στην Λέρο. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο Λάμπρος με την Ελένη. Έφτασαν στη Λέρο στις 5 Αυγούστου του 1967, την ημέρα των γενεθλίων της Ελένης. Μια ήμερα τόσο ξεχωριστή για εκείνη. Για πρώτη φορά θα γιόρταζε τα γενέθλια της μαζί με όλους τους ανθρώπους που αγαπούσε. Μαζί με τον Λάμπρο της, τις αδερφές της, τον ανιψιό της. Και όμως για ακόμη μία φορά η μοίρα είχε άλλα σχέδια για εκείνη...

Ήταν μια μέρα στα τέλη του Ιούλη, ο ήλιος άπλωνε τις ακτίνες του σε όλο τον Θεσσαλικό κάμπο. Είχε φοβερή ζέστη. Ο Λάμπρος έλειπε από το σπίτι από νωρίς, καθώς είχε ακόμα μαθήματα με τους ενήλικες του χωριού. Η Ελένη σκούπιζε τα σκαλιά της εισόδου όταν ξαφνικά κατάλαβε ότι...Έτρεξε αμέσως μέσα στο σπίτι κατέβασε τη φούστα της. Το είδε. Μόλις είχε αδιαθετήσει. Το πρόσωπο της σκοτείνιασε, δάκρυα ήρθαν να θολώσουν τα μάτια της, αλλά κατάφερε να τα πνίξει. Ούτε αυτόν τον μήνα είχε συμβεί. Πλέον δεν είχε καμία αμφιβολία, μόνο ένα θαύμα θα μπορούσε να της χαρίσει αυτό που επιθυμούσε τόσο πολύ. Ένα δικό της παιδί. Δικό της και του Λάμπρου.

Της ήρθαν στο μυαλό τα λόγια του. Ο Θεός τούς είχε αφήσει μια χαραμάδα και για εκείνους μια χαραμάδα ήταν αρκετή. Η Ελένη είχε αποφασίσει ότι θα κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι της για να διασχίσει αυτή τη χαραμάδα που θα την οδηγούσε στο παιδί της. Εξάλλου σε αυτό το δύσκολο μονοπάτι δεν θα ήταν μόνη. Πολλές φορές ο μικρός Σέργιος την είχε καθησυχάσει λέγοντας της ότι θα αγαπάει πολύ το ξαδερφάκι που τόσο επιθυμούσε να αποκτήσει, ότι θα παίζει μαζί του και ότι θα το προσέχει πιο πολύ και από τον εαυτό του.
_________________________________________
Ο Λάμπρος αισθάνθηκε τον κόσμο να γυρνάει ανάποδα μόλις βγήκε από το αστυνομικό τμήμα. Τον είχε παραξενέψει η συμπεριφορά του ενωμοτάρχη όταν του μήνυσε ότι πρέπει επειγόντως να του μιλήσει. Δεν μπορούσε να φανταστεί τι μπορούσε να είχε συμβεί. Αμέσως το μυαλό του πήγε στην υπόθεση του πατέρα του, όμως είχε κάνει λάθος. Ο πραγματικός λόγος για τον οποίον είχε ζητήσει να τον δει ήταν εντελώς διαφορετικός.

Τα λόγια του Προύσαλη ήχησαν σαν κεραυνοί στα αυτιά του Λάμπρου. Ένιωσε την ψυχή του να φεύγει από το σώμα του, είχε μουδιάσει ολόκληρος. Αισθάνθηκε την ανάγκη να καθίσει για να μην σωριαστεί στο πάτωμα. Ο Βασίλης άρχισε να του μιλάει ακατάπαυστα αλλά το μόνο που κράτησε ο Λάμπρος ήταν «εξορία λόγω αντιφρονούντων πεποιθήσεων». Μετά από αυτή τη φράση η ακοή του, τον είχε εγκαταλείψει.

«Γιατί, γιατί;» φώναξε νευριασμένος

«Γιατί, λέει, τόλμησες να πας κόντρα σε αυτό το κάθαρμα τον Ακύλα. Έτσι μου είπαν από τη χωροφυλακή» απάντησε ο Προύσαλης

Ο Λάμπρος μάζεψε όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει και βγήκε από το τμήμα. Προσπαθούσε με όλη του σκέψη να καταλάβει πώς μπορούσε να είχε συμβεί κάτι τέτοιο. Ήταν πάντα πολύ προσεκτικός σε θέματα πολιτικής και είχε σταματήσει να λέει ελεύθερα τη γνώμη του γιατί φοβόταν μην θέσει σε κίνδυνο τη ζωή της Λενιώς αλλά και τη δική του.

Δεν το είχε καταλάβει ακόμα αλλά το μεγαλύτερο του λάθος ήταν ότι απήγγειλε στους μαθητές του ένα ποίημα του Μενέλαου Λουντέμη, ο οποίος ήταν εξόριστος στην Μακρόνησο εδώ και αρκετό καιρό λόγω των πολιτικών του απόψεων. Τη στιγμή, λοιπόν, της απαγγελίας του ποιήματος περνούσε έξω από το σχολείο ο Μελέτης που αμέσως έτρεξε να το πει στον Ακύλα Μεγαρίτη. Από τότε που μετακόμισε στο χωριό ο Μεγαρίτης με την οικογένεια του, ο Μελέτης είχε γίνει τσιράκι του.

Ο Ακύλας είχε ορκιστεί στον συγχωρεμένο τον αδερφό του, τον Αχιλλέα, να πάρει εκδίκηση για τον θάνατο του. Ο Λάμπρος, λοιπόν, ως γιος του δολοφόνου του ήταν στοχοποιημένος και περίμεναν στο πρώτο του μικρό ατόπημα να τον εκδικηθούν. Αυτό το ατόπημα είχε έρθει. Ήταν τόσο ασήμαντο αλλά ο Ακύλας με τις διασυνδέσεις που είχε, κατάφερε να δηλώσει τον Λάμπρο και την γυναίκα του ως εκ πεποιθήσεως αριστερούς, με αποτέλεσμα να έρθει εντολή από την Αθήνα που απαιτούσε την άμεση απομάκρυνση τους από το Διαφάνι και την μεταφορά τους στο νησί της Λέρου χωρίς δικαίωμα επιστροφής στο χωριό τους.
_________________________________________
Ο Λάμπρος κατάφερε μετά από αρκετή ώρα να φτάσει σπίτι του. Για μια στιγμή κοντοστάθηκε στα σκαλιά της εισόδου. Τα πόδια του δεν τον βαστούσαν να κάνει ούτε βήμα παραπάνω. Η ανάσα του ήταν βαριά. Ανέπνεε με δυσκολία. Πώς θα ανακοίνωνε κάτι τέτοιο στην Λενιώ του; Πώς θα μπορούσε να της πει ότι θα αναγκάζονταν να φύγουν από τον τόπο τους; Δεν είχαν, όμως, άλλη επιλογή. Αν προσπαθούσαν να αντιδράσουν, θα έθεταν σε κίνδυνο μέχρι και τη ζωή τους. Η εντολή, εξάλλου, ήταν ρητή. Είχαν μια εβδομάδα ακριβώς για να μαζέψουν τα πράγματα τους και να φύγουν αμέσως για το νησί.

Άνοιξε με βαριά καρδιά την πόρτα του σπιτιού. Η Ελένη έτρεξε να τον υποδεχτεί.

«Καλώς τον» του είπε χαμογελαστά και τον αγκάλιασε.

Ανασήκωσε ελαφρώς τα πόδια για να μπορέσει να τον φτάσει και να τον φιλήσει. Όταν τα χείλη τους έφτασαν σε απόσταση αναπνοής το ένα από το άλλο, παρατήρησε ότι το πρόσωπο του ήταν θλιμμένο και τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα, τα οποία προσπαθούσε να πνίξει.

«Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε τρομαγμένη

«Οι αδερφές σου;»

«Έχουν πάει με τον μικρό βόλτα στα χωράφια, γιατί;»

Ένιωθε έναν τρομερό κόμπο στον λαιμό. Του ήταν να αδύνατο να αρθρώσει έστω και μία λέξη. Έπειτα από μερικά λεπτά, μάζεψε όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει

«Ελένη πρέπει να σου μιλήσω. Κάθισε»
_________________________________________
Οι χτύποι της καρδιάς της αύξαναν όλο και περισσότερο ταχύτητα. Το κορμί της άρχισε να μουδιάζει ολόκληρο στο άκουσμα όλων αυτών που της έλεγε ο Λάμπρος. Το πρόσωπο της είχε ασπρίσει και τα μάτια της ήταν κόκκινα από τα δάκρυα που δεν είχαν σταματήσει να τρέχουν.

«Δεν είναι δυνατόν!» αναφώνησε

Μόνο αυτή η φράση κατάφερε να βγει από το στόμα της και ύστερα δάκρυα συνέχισαν να κυλούν από το μάγουλα της. Ο Λάμπρος αμέσως την πήρε αγκαλιά.

«Γιατί μας το κάνει αυτό ο Θεός, Λάμπρο, γιατί;»

«Δεν ξέρω, καρδιά μου, δεν ξέρω!»

«Δεν υπάρχει κάποιος τρόπος να το αποτρέψουμε;»

«Ο Προύσαλης μού είπε ότι η εντολή δόθηκε από την χωροφυλακή στην Αθήνα και δεν μπορούμε να την αλλάξουμε. Σε μια εβδομάδα πρέπει να έχουμε φύγει από το χωριό μας»

«Πώς θα το πω στις αδερφές μου; Πώς θα αποχωριστούμε το σπίτι μας;»

«Δεν θα είναι για πολύ, Λενιώ μου, θα δεις. Ο Βασίλης με διαβεβαίωσε ότι θα χρησιμοποιήσει όλες τις γνωριμίες του και θα προσπαθήσουν να γυρίσουμε το συντομότερο δυνατόν. Είναι άδικο αυτό που μας κάνουν. Κάποια λύση θα βρεθεί!» είπε προσπαθώντας να την καθησυχάσει

Ωστόσο, τίποτα από όσα της είπε δεν τα πίστευε. Ήξερε πως όσοι έφευγαν για την εξορία, δύσκολα επέστρεφαν σπίτι τους. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που πέθαιναν μόνοι και απομακρυσμένοι από όλους όσους αγαπούν. Έπρεπε να φανεί δυνατός και για εκείνον και για την Ελένη. Έπρεπε να ήταν το στήριγμα και των δύο. Είχε, όμως, πια κουραστεί. Είχε κουραστεί να παλεύει τόσο χρόνια να αποκτήσει μια φυσιολογική ζωή με την γυναίκα που αγαπούσε. Η Ελένη είχε καταρρεύσει μέσα στην αγκαλιά του. Την ένιωθε να τρέμει, οι λυγμοί έπνιγαν την ανάσα της και δεν την άφηναν να συνέλθει. Εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκε πιο μόνος από ποτέ. Δεν είχε που να στηριχτεί. Δεν είχε που στραφεί, έναν ώμο να κλάψει. Αν ήταν ο πατέρας του εδώ...δεν ήταν, όμως.

Επιθυμίες (Κωνσταντίνος Καβάφης)

Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν
και τα 'κλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό,
με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά -
ετσ' οι επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν
χωρίς να εκπληρωθούν· χωρίς ν' αξιωθεί καμιά
της ηδονής μια νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top