Η μοιραία απόφαση
Έπειτα από ένα πολύωρο ταξίδι η Ελένη είχε φτάσει σώα και αβλαβής στο αγαπημένο της χωριό. Πάντα τον αγαπούσε υπέρ του δέοντος τον τόπο της, όμως ήταν η πρώτη φορά που ένιωθε να την πνίγει. Το σπίτι της είχε γίνει η φυλακή της, ενώ τα πολυαγαπημένα της χωράφια, που πάλεψε τόσο για να μην αποχωριστεί, είχαν γίνει τα κάγκελα. Το Διαφάνι της φαινόταν μισό, χωρίς τον Λάμπρο. Δεν είχε σταματήσει να τον σκέφτεται ούτε λεπτό, από τη στιγμή που έφυγε από την Λέρο. Ήταν καλά; Έτρωγε; Μήπως τον είχαν χτυπήσει; Όλα αυτά τα αναπάντητα ερωτήματα, τριγύριζαν συνεχώς στο μυαλό της.
Όλοι οι συγχωριανοί της, την υποδέχτηκαν με μεγάλη θέρμη και ενθουσιασμό. Είχαν χαρεί όλοι πολύ που η Λενιώ τους επέστρεψε στο Διαφάνι, πάντα όμως είχαν την έγνοια του Λάμπρου. Ο ταξίαρχος και ο Προύσαλης έκαναν ό,τι μπορούσαν προκειμένου να επιστρέψει και αυτός σπίτι του. Όσο για την Δρόσω, την Ασημίνα και τον Σέργιο, πέταξαν στον ουρανό όταν γύρισε η Ελένη. Η Δρόσω μαγείρεψε το αγαπημένο φαγητό της Λενιώς, για να την ευχαριστήσει και εκείνη το καταβρόχθισε, χωρίς δεύτερες σκέψεις. Της είχε λείψει πολύ το ζεστό φαΐ από τα χεράκια της αδερφής της, ύστερα από τόση πείνα.
Η ανακοίνωση της εγκυμοσύνης της, ήταν κάτι το οποίο δεν περίμεναν να ακούσουν. Η Δρόσω φίλησε και αγκάλιασε σφιχτά την αδερφή της, με δάκρυα στα μάτια. Ο μικρός Σέργιος άρχισε να χοροπηδάει πάνω κάτω σε όλο το σπίτι από χαρά.
«Θα έχω ξαδερφάκι! Θα έχω ξαδερφάκι!» φώναζε, τρέχοντας γύρω-γύρω από το τραπέζι με τα χεράκια του σηκωμένα ψηλά
Η μόνη που ήταν λίγο επιφυλακτική με αυτό το νέο, ήταν η Ασημίνα. Από τη μία χάρηκε για την Λενιώ, αλλά από την άλλη έβλεπε την αδερφή της να μαραζώνει χωρίς τον Λάμπρο. Η Ασημίνα ήξερε καλύτερα από όλους, τι σήμαινε ο Λάμπρος για Ελένη. Θυμόταν ότι στα έξι μαρτυρικά χρόνια που πέρασε η αδερφή της στη φυλακή, ο Λάμπρος ήταν πάντα δίπλα της, άγρυπνος φρουρός, να την αγαπάει και να την προστατεύει. Μπορεί η Λενιώ να είχε μεγαλύτερη αδυναμία στην μικρότερη αδερφή της οικογένειας, όμως τους μεγαλύτερους της φόβους τούς εκμυστηρευόταν πάντα στην Ασημίνα. Εξάλλου, η Ασημίνα ήξερε καλά τι σημαίνει να γκρεμίζεται η ζωή σου από τη μία μέρα στην άλλη.
_________________________________________
Είχε περάσει ήδη μια εβδομάδα από τότε που επέστρεψε η Ελένη στο χωριό. Η κάθε μέρα κυλούσε φυσιολογικά, χωρίς τσακωμούς και εντάσεις. Λες και δεν υπήρχε η χούντα. Μετά από τη φρίκη της εξορίας, η ηρεμία του χωριού της ήταν ό,τι χρειαζόταν. Ένιωθε ένοχη που μπορούσε να απολαμβάνει μια κανονική ζωή, τη στιγμή που ο αγαπημένος της έπαιζε κορώνα γράμματα τη ζωή του. Η Ελένη ήξερε πως κάθε μέρα που περνούσε μόνος, ήταν και μια δοκιμασία. Όταν ήταν εκείνη κοντά του, προσπαθούσε να κρατάει τις ισορροπίες. Ήξερε, όμως, καλύτερα από τον καθένα ότι ο Λάμπρος ήταν ανήσυχη ψυχή, δεν άντεχε το άδικο. Έτρεμε στην ιδέα πως θα μπορούσε να μπλέξει άσχημα, προκειμένου να σώσει κάποιον άλλον. Έτσι, έκανε πάντα. Από μικρό παιδί. Από τότε που έμπαινε στη μέση για να την σώσει από τα καθημερινά πειράγματα του Σέργιου στο σχολείο. Πού να ΄ξερε τότε; Πώς τα φέρνει καμιά φορά η ζωή; Πού να φανταζόταν, μικρό κοριτσάκι ακόμη, πως μια μέρα θα παντρεύονταν και θα περίμεναν και το πρώτο τους παιδάκι;
Όσο πιο πολύ τον σκεφτόταν, τόσο πιο πολύ της έλειπε. Αποφάσισε, λοιπόν, να του στείλει ένα γράμμα, όπως έκαναν παιδιά. Ήξερε, βέβαια, ότι μπορεί αυτό το γράμμα να μην έφτανε ποτέ στον προορισμό του. Να μην κατάφερνε ποτέ να το διαβάσει ο Λάμπρος. Άξιζε, όμως, να προσπαθήσει. Εκείνη θα έγραφε το γράμμα και θα το έδινε στον ταχυδρόμο. Και ίσως η μοίρα να μην τους άφηνε έτσι.
Ξεκίνησε, λοιπόν, να γράφει χωρίς σταματημό. Σε μια στιγμή, όμως, κατάλαβε πως όλα αυτά που ήθελε να του πει δεν μπορούσε να τα περιορίσει σε μερικές γραμμές. Δεν την ένοιαζε. Συνέχισε να γράφει όσα περισσότερα μπορούσε.
Το επόμενο πρωί, πήγε νωρίς στο καφενείο, βρήκε τον ταχυδρόμο και του έδωσε το γράμμα. Το μόνο που είχε να κάνει τώρα ήταν να περιμένει για μια απάντηση. Αυτό που δεν ήξερε, όμως, ήταν ότι τελικά το γράμμα θα έφτανε στην Λέρο.
_________________________________________
Οι μέρες κυλούσαν αργά και βασανιστικά για τον Λάμπρο, χωρίς την Λενιώ του. Μετρούσε τις μέρες που ήταν χωριστά. Είχε φύγει πριν από ακριβώς έντεκα μέρες. Έντεκα ολόκληρες μέρες. Έντεκα βράδια που είχαν κοιμηθεί χώρια. Είχε να την αγκαλιάσει και να την φιλήσει διακόσιες εξήντα τέσσερις ώρες. Δεν είχε καθόλου νέα της. Δεν ήξερε αν ήταν καλά. Αν είχε φτάσει στο Διαφάνι σώα. Και το παιδί; Ήταν καλά; Οι ανησυχίες τον άφηναν ξάγρυπνο πολλά βράδια. Για ακόμη μία φορά, είχε δυστυχήσει.
Υπήρχε, ωστόσο, κάτι που τον έκανε να ξεχνά τα προβλήματα του. Αυτό ήταν η ενασχόληση με την Γη. Δούλευε από το πρωί έως το βράδυ στα χωράφια. Η επίπονη εργασία τον βοηθούσε να μην σκέφτεται. Δεν άφηνε τον εαυτό του να σκεφτεί. Μόνο όταν γύριζε σπίτι και το έβλεπε άδειο και σκοτεινό, καταλάβαινε ότι έλειπε κάτι σημαντικό από τη ζωή του. Το φως του. Το Λενιώ του.
Εκείνη την μέρα στα χωράφια είχε παρατηρήσει κάποιους να μιλούν μόνοι τους ενώ δούλευαν. Ψιθύριζαν ορισμένα πράγματα πολύ συνωμοτικά. Είχε περιέργεια να δει τι λένε, αλλά φοβόταν τους χωροφύλακες. Όταν, λοιπόν, ήρθε η ώρα για διάλειμμα, εκείνοι πρώτοι τον πλησίασαν για να του μιλήσουν.
«Δάσκαλε, θέλαμε να σου μιλήσουμε» είπε ο ένας
Έτσι τον προσφωνούσαν. Δάσκαλο. Του άρεσε πολύ. Το απολάμβανε. Εκείνοι όλοι ήταν σχεδόν αγράμματοι. Έβλεπαν τον Λάμπρο ως κάποιον πολύ ανώτερο πνευματικά και τον σέβονταν.
«Τι συμβαίνει, παιδιά;»
«Να...» είπε ένας άλλος και έκατσε δίπλα στον Λάμπρο.
Έπειτα ακολούθησαν και οι υπόλοιποι
«Σκεφτόμαστε να αποδράσουμε» είπε ψιθυριστά
«Τι πράγμα;» είπε ο Λάμπρος άφωνος
«Να το σκάσουμε, ρε δάσκαλε, πώς το λένε;»
«Είστε καθόλου με τα σωστά σας; Είναι πολύ επικίνδυνο» απάντησε ο Λάμπρος
«Δεν μας πτοεί τίποτα. Δεν φοβόμαστε τους κωλομπάτσους» είπε ο ένας
«Έτσι και αλλιώς, την ελευθερία μας την έχουμε χαμένη για χαμένη. Δεν χάνουμε κάτι να προσπαθήσουμε» είπε ένας άλλος
«Έχετε να χάσετε. Αν σας πιάσουν θα σας εκτελέσουν επιτόπου» αποκρίθηκε ο Λάμπρος
«Εμείς αυτά τα επιτόπου, ξεπιτόπου, δεν τα ξέρουμε. Την απόφαση μας, την έχουμε πάρει. Δεν αλλάζει. Αυτό που θέλαμε να σου πούμε είναι αν θες να έρθεις μαζί μας!» είπε ένας
«Ξέρουμε ότι άφησαν ελεύθερη την γυναίκα σου. Και κουβαλάει και το παιδί σου. Πρέπει να προσπαθήσεις να γυρίσεις κοντά τους» είπε ένας άλλος
«Δεν ξέρω...» απάντησε ο Λάμπρος διστακτικά
«Δεν σου λέμε να αποφασίσεις τώρα. Σκέψου το. Έχεις διορία μέχρι το βράδυ. Εμείς σήμερα φεύγουμε από αυτήν την κόλαση. Το σχέδιο είναι πολύ καλό. Δεν θα αποτύχει»
«Αν αποφασίσεις να έρθεις, θα σε περιμένουμε απόψε στις έντεκα ακριβώς στην πίσω πύλη»
Οι άντρες σηκώθηκαν και έφυγαν. Ο Λάμπρος έμεινε εκεί ακίνητος. Σκεφτόταν. Όχι! Όχι! Δεν έπρεπε να το κάνει. Αν ήταν εδώ η Ελένη, θα του έλεγε να μην θέσει σε κίνδυνο την ζωή του.
«Ελάτε! Τέλος το διάλειμμα! Συνεχίστε τη δουλειά!» φώναξε ο χωροφύλακας
Ο Λάμπρος σηκώθηκε και έπιασε το φτυάρι του. Όταν πήγαινε σπίτι, θα μπορούσε να σκεφτεί πιο καθαρά το τι θα κάνει.
_________________________________________
Είχε ήδη νυχτώσει όταν μπήκε στο μικρό του δωμάτιο. Όμως, πριν προλάβει να ξαπλώσει στο κρεβάτι, ψόφιος από την κούραση, άκουσε ένα χτύπημα στην πόρτα.
«Λάμπρο, άνοιξε, εγώ είμαι!»
Ήταν η γνώριμη φωνή της κυρά-Μέλπως
Ο Λάμπρος άνοιξε την πόρτα
«Δεν θα σε απασχολήσω πολύ. Ξέρω ότι είσαι κουρασμένος. Ήρθα μόνο να σου δώσω αυτό...» είπε και του έδωσε ένα γράμμα «Ήρθε ένας αστυφύλακας το πρωί και σε έψαχνε να στο δώσει. Και επειδή δεν σε βρήκε το έδωσε σε μένα»
«Σε ευχαριστώ πολύ» απάντησε ευγενικά ο Λάμπρος
«Καλή ξεκούραση, παλικάρι μου»
«Να 'στε καλά» είπε και έκλεισε την πόρτα
Διάβασε προσεχτικά τον φάκελο. Αποστολέας: Ελένη Σταμίρη-Σεβαστού. Περιοχή αποστολής: Διαφάνι, Νομού Θεσσαλίας. Ήταν από εκείνη. Επιτέλους και ένα καλό νέο. Άνοιξε τον φάκελο με πολύ γρήγορες κινήσεις και άρχισε να ρουφά τις λέξεις αχόρταγα...
Αγάπη μου,
Σου γράφω αυτό το γράμμα, χωρίς να ξέρω αν θα το διαβάσεις. Ένιωθα, όμως, την ανάγκη να κάτσω και να σου γράψω όλα όσα αισθάνομαι, γιατί ξέρω ότι θα είναι η μόνη σου παρηγοριά τώρα που είμαστε χώρια.
Τα πράγματα στο χωριό είναι ακριβώς όπως τα θυμάσαι. Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Σχεδόν. Η ζωή κυλά ήρεμα με την μόνη διαφορά ότι υπάρχει απαγόρευση κυκλοφορίας τα βράδια. Κατά τ' άλλα όπως τα ξέρεις.
Η Βιολέτα είναι καλά και σου στέλνει όλη την αγάπη της. Ο Σέργιος μού είπε να σου γράψω ότι όταν έρθεις θα σε κάνει μια μεγάλη αγκαλιά, γιατί-λέει-του έχεις λείψει πάρα πολύ. Ο νέος δάσκαλος που φέρανε για να σε αντικαταστήσει, δεν έχει -λέει- καμία σχέση με σένα. Τους βάζει συνέχεια ασκήσεις. Η Ασημίνα και η Δρόσω τα πάνε πολύ καλά. Νομίζω ότι είναι όπως παλιά. Ο μικρός τις έχει γαληνέψει και τις δύο. Σου στέλνουν και εκείνες την αγάπη τους, με την ευχή να γυρίσεις σύντομα.
Όσο για μένα...δεν έχω νιώσει πιο μόνη στη ζωή μου. Χωρίς εσένα, είμαι μισή, καρδιά μου. Φαντάζομαι ότι το ίδιο θα ισχύει και για σένα. Δεν βλέπω την ώρα να σε σφίξω στην αγκαλιά μου. Να σε σφίξω τόσο δυνατά, μέχρι να καταλάβω ότι είσαι αληθινός. Κάθε βράδυ κοιμάμαι με την φωτογραφία σου κάτω από το μαξιλάρι μου. Κάθε μέρα πάω στην εκκλησία και προσεύχομαι να σε έχει ο Θεός καλά. Ελπίζω τώρα που διαβάζεις αυτό το γράμμα να είσαι υγιής.
Ο ταξίαρχος και ο Προύσαλης προσπαθούν για να επανεξεταστεί και η δική σου υπόθεση. Σήμερα, μου είπαν, ότι βρίσκονται σε καλό δρόμο. Μπορεί να το πετύχουν, Λάμπρο! Μπορεί να γυρίσεις γρήγορα κοντά μας!
Όσο για το μωρό μας, επειδή είμαι σίγουρη ότι θα θέλεις να ξέρεις, δεν έχει κλωτσήσει ακόμη. Φαίνεται περιμένει τον μπαμπά του, για να δώσει τα πρώτα σημάδια ζωής. Η Ρίζω έρχεται σχεδόν κάθε μέρα για να με εξετάσει. Μου λέει ότι όλα πάνε καλά, παρόλο που έχω λίγους πόνους. Είναι φυσιολογικό, λέει. Όλη τη μέρα την περνάω ξαπλωμένη. Η Ρίζω, λέει, ότι πρέπει να ξεκουράζομαι. Ευτυχώς μου κάνει παρέα ο Σέργιος και έτσι περνάει ευχάριστα η ώρα.
Είμαστε καλά, αγάπη μου! Μην ανησυχείς! Και εγώ και το παιδί μας σε περιμένουμε να γυρίσεις κοντά μας. Εύχομαι αυτό να συμβεί σύντομα! Δεν αντέχω άλλο μακριά σου! Έχε πίστη και υπομονή, ψυχή μου! Κάνε κουράγιο! Θα τα καταφέρουμε και πάλι!
Σε αγαπώ με όλη την δύναμη της ύπαρξης μου
Δικιά σου για πάντα,
Λενιώ
Ο Λάμπρος τελείωσε το γράμμα και το έβαλε πίσω στο φάκελο. Έπειτα, στράφηκε στην ντουλάπα. Πήγε γρήγορα και την άνοιξε. Έβγαλε από μέσα έναν μεγάλο σάκο και άρχισε να βάζει μέσα ρούχα. Το είχε αποφασίσει. Θα έφευγε. Θα το έσκαγε μαζί με τους υπόλοιπους. Δεν τον ένοιαζε αν θα τα κατάφερνε ή όχι. Θα έκανε τα πάντα για να γυρίσει πίσω στην Λενιώ και στο παιδί τους. Ήταν αποφασισμένος να φτάσει μέχρι το τέλος. Άραγε αυτό το τέλος, μήπως σήμαινε και το δικό του οριστικό τέλος;
Φυγή
(Γιώργος Σεφέρης)
Δεν ήταν άλλη η αγάπη μας
έφευγε ξαναγύριζε και μας έφερνε
ένα χαμηλωμένο βλέφαρο πολύ μακρινό
ένα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο
μέσα στο πρωινό χορτάρι
ένα παράξενο κοχύλι που δοκίμαζε
να το εξηγήσει επίμονα η ψυχή μας.
H αγάπη μας δεν ήταν άλλη ψηλαφούσε σιγά μέσα στα πράγματα που μας τριγύριζαν
να εξηγήσει γιατί δε θέλουμε να πεθάνουμε με τόσο πάθος.
Kι αν κρατηθήκαμε από λαγόνια κι αν αγκαλιάσαμε
μ' όλη τη δύναμή μας άλλους αυχένες
κι αν σμίξαμε την ανάσα μας με την ανάσα εκείνου του ανθρώπου
κι αν κλείσαμε τα μάτια μας, δεν ήταν άλλη
μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε μέσα στη φυγή.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top