Η επανένωση
«Λάμπρο;» είπε ξέπνοα η Ελένη
Η ανάσα της ήταν βαριά και γρήγορη. Στεκόταν εκεί μπροστά της. Ολοζώντανος.
«Ήρθα, καρδιά μου» της είπε με δάκρυα στα μάτια
Έμειναν να στέκονται στο κατώφλι του σπιτιού. Ακίνητοι. Αμίλητοι. Κοιτάζονταν στα μάτια. Τέσσερα μάτια γεμάτα δάκρυα.
Ξαφνικά, με μια ταυτόχρονη κίνηση έπεσε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Σφίχτηκαν τόσο δυνατά που ένιωσαν το αίμα να σταματά στις φλέβες τους.
Για μια στιγμή ο χρόνος πάγωσε. Όλα γύρω τους εξαφανίστηκαν. Έκλεισαν τα μάτια για να απολαύσουν αυτό που περίμεναν τόσο καιρό.
Έπειτα, φιλήθηκαν. Επιτακτικά, έντονα, με πάθος και ορμή, όπως μόνο εκείνοι ήξεραν.
Λίγη ώρα αργότερα, χορτασμένοι ο ένας από τα χείλη του άλλου, χωρίστηκαν. Κοιτάχτηκαν και πάλι.
Η Ελένη πήρε πρώτη τον λόγο
«Είσαι καλά;» ρώτησε γεμάτη αγωνία.
Άρχισε να τον κοιτάζει. Η εικόνα του την τρόμαξε. Φαινόταν κατάκοπος. Τα ρούχα του ήταν βρώμικα και τα μαλλιά του ανακατεμένα. Είχε αδυνατίσει πολύ.
«Καλά» είπε ξερά «Είμαι ζωντανός. Αυτό έχει σημασία! Το μωρό;» ρώτησε και το βλέμμα του στράφηκε στη κοιλιά της «Καλέ, μεγάλωσε αυτό!» αναφώνησε με δάκρυα στα μάτια.
Χάιδεψε τρυφερά την κοιλιά της, που πλέον είχε μια εμφανή στρογγυλάδα.
Η Ελένη τού έβαλε να φάει, του ετοίμασε ζεστό νερό για να πλυθεί και του έδωσε καθαρά ρούχα. Η περιποίηση που του πρόσφερε, έκανε τον Λάμπρο να αισθανθεί ότι επιτέλους βρισκόταν στο σπίτι του. Μετά από πάρα πολύ καιρό, ένιωθε μια απέραντη αρμονία μέσα του. Η Ελένη καθόταν και τον χάζευε όσο έτρωγε και ένα φωτεινό χαμόγελο ήρθε να σχηματιστεί στα χείλη της.
Έμειναν αμίλητοι. Τα πώς και τα γιατί δεν είχαν θέση ανάμεσα τους. Είχαν καιρό γι΄ αυτά. Τώρα έπρεπε να χορτάσουν ο ένας την παρουσία του άλλου. Αυτό λαχταρούσαν.
«Οι αδερφές σου;» ρώτησε ο Λάμπρος
«Στο σπίτι του Νικηφόρου στην Λάρισα. Πάνε καμιά φορά με τον μικρό και μένουν εκεί το βράδυ»
«Και σε άφησαν μόνη σου;»
«Δεν θέλω κόσμο, Λάμπρο. Κανέναν δεν ήθελα. Μέχρι που ήρθες...»
Ο Λάμπρος σηκώθηκε από την καρέκλα του και την πλησίασε. Η Ελένη σηκώθηκε και εκείνη. Του έδωσε το χέρι της. Ο Λάμπρος το έπιασε και εκείνη τον τράβηξε προς το μέρος της. Τον κοίταξε στα μάτια. Του χαμογέλασε.
Τότε εκείνος δεν άντεχε να περιμένει άλλο. Την φίλησε. Ξανά και ξανά και ξανά. Στα χείλη, στα μάγουλα, στον λαιμό. Εκείνη τον έσπρωξε ελαφρά και τον οδήγησε στην κάμαρη τους.
Μπήκαν και έκλεισαν πίσω τους την πόρτα. Για μια στιγμή, απομακρύνθηκαν ο ένας από τον άλλον και κοντοστάθηκαν. Κοίταξαν το κρεβάτι τους. Το κρεβάτι που φιλοξένησε όλες τις χαρές και τις πίκρες που είχαν ζήσει. Το κρεβάτι που φώλιαζε ο έρωτας τους. Που ζέσταινε τα αγκαλιασμένα τους κορμιά τις νύχτες.
Η Ελένη τον πλησίασε και του χάιδεψε το πρόσωπο. Άρχισε να του ξεκουμπώνει με αργές κινήσεις το πουκάμισο, ενώ εκείνος δεν χόρταινε να την κοιτάζει. Στη συνέχεια, ξεκούμπωσε και το δικό της φόρεμα. Ο Λάμπρος είχε μείνει στήλη άλατος. Δεν μπορούσε να πάρει καμία πρωτοβουλία. Τα άφησε όλα σε εκείνη.
Έπειτα από λίγο συνήλθε. Την φίλησε γλυκά και την οδήγησε στο κρεβάτι τους, καλύπτοντας το σώμα της με το δικό του. Έσκυψε πολύ κοντά στο πρόσωπο της, πάνω από τα μελιά μάτια της. Τα βρήκε να τον κοιτούν, όπως κοιτάνε τα μάτια των αρρώστων μέσα από το βάθος της θέρμης. Είχε το βλέμμα της προσμονής και της επιθυμίας.
Ο Λάμπρος έκλεισε το πρόσωπο της στα χέρια του. Την ένιωθε να τρέμει.
«Λενιώ μου, τρέμεις!» της είπε «Είσαι καλά;»
«Φοβάμαι...» του απάντησε βαριανασαίνοντας.
Η φωνή της ίσα που ακούστηκε
«Φοβάσαι; Ποιόν; Εμένα;»
«Φοβάμαι ότι δεν είσαι αληθινός! Φοβάμαι ότι αυτή η στιγμή είναι ένα όμορφο όνειρο και σε λίγο θα ξυπνήσω. Μόνη. Χωρίς εσένα πλάι μου»
Ο Λάμπρος χαμογέλασε. Πήρε το χέρι της και το τοποθέτησε στο στέρνο του, στο σημείο της καρδιάς
«Την ακούς που χτυπάει;»
Η Ελένη τον κοίταξε στα μάτια και κούνησε καταφατικά το κεφάλι
«Για σένα κάνει έτσι. Σαν τρελή. Είμαι αληθινός, καρδιά μου. Είμαι εδώ!»
«Μην με αφήσεις ξανά μόνη μου!»
«Ποτέ, αγάπη μου! Ποτέ!»
Άρχισαν να φιλιούνται και πάλι. Αργά αυτή τη φορά. Δεν βιάζονταν. Ήθελαν να απολαύσουν ο ένας τον άλλον. Τα σώματα τους ενώθηκαν για πρώτη φορά έπειτα από πολύ καιρό. Ένιωθαν ο ένας τη θέρμη του άλλου, τα κρυφά σχήματα των κορμιών τους την στιγμή της παράδοσης και της ηδονής. Ένωσαν τα μέτωπα τους. Κοιτάζονταν βαθιά στα μάτια. Έντονα. Σαν να αποκάλυπταν ο ένας στον άλλον ένα παράνομο μυστικό. Σαν να αναγνώριζαν ο ένας στην όψη του άλλου το μοναδικό πλάσμα στη Γη.
Ο Λάμπρος άγγιξε με το δάχτυλο του τη γωνία του στόματος της. Την φίλησε ξανά. Κι αυτή τη φορά το φιλί τους ήταν μακρόσυρτο και πεινασμένο. Σχεδόν σκληρό. Οι μύες στην πλάτη τους κινούνταν με έναν ζωώδη τρόπο. Τα χέρια τους έσφιγγαν ολοένα και περισσότερο το σώμα του άλλου.
Ώσπου, για μια στιγμή ο Λάμπρος σταμάτησε απότομα. Η Ελένη τον κοίταξε λαχανιασμένη, με μάτια υπνωτισμένα. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι την κρατούσε και πάλι στην αγκαλιά του. Έσκυψε και την φίλησε πάλι. Η γλώσσα της ήταν γλυκιά. Έγδερνε το εσωτερικό του στόματος του. Το φιλί της ήταν μανιασμένο, συναρπαστικό και τον έκανε να νιώσει μια δόση τρέλας. Σαν ν' απλωνόταν ανάμεσα τους ένα λεπτό πυρακτωμένο σίδερο.
Ο χρόνος σταμάτησε για να ατενίσει το βαλς του έρωτα. Έπειτα από αρκετή ώρα, όταν χόρτασαν τα κορμιά το πάθος τους, η Ελένη έγειρε το κεφάλι της στο στήθος του και εκείνος την έκλεισε σφιχτά στην αγκαλιά του. Εκείνη άρχισε να χαϊδεύει τις πληγές που είχε στο σώμα του από την ταλαιπωρία και τις κακουχίες που βίωσε.
Εκείνος άρχισε να περιεργάζεται και να χαϊδεύει το σώμα της. Του άρεσε να την κοιτάζει. Ήταν το γλυπτό του. Η γυναίκα του. Η μοναδική κοπέλα που αγάπησε. Για μια στιγμή ένιωσε ένα τρομερό ρίγος φόβου. Το ένιωσε στο πετσί του. Αυτός ο τρόμος κυκλοφόρησε μονομιάς μέσα της. Ένα γλυκό ρίγος την συντάραξε σύγκορμη και σφίχτηκε σπασμωδικά πάνω του με όλη της την δύναμη.
«Δεν θα μου πεις τι συνέβη;» τον ρώτησε
Δεν ήξερε αν ήθελε να ακούσει τι του είχε συμβεί. Δεν ήξερε αν θα το άντεχε.
«Δεν ξέρεις; Δεν στα είπε ο ενωμοτάρχης;»
«Όχι, δεν μου είπε τίποτα!»
«Γιατί;»
«Δεν ήθελα, Λάμπρο. Ήθελα να τα ακούσω από το στόμα σου όταν γυρίσεις»
«Πώς ήσουν τόσο σίγουρη ότι θα γυρνούσα;»
«Ήμουν. Απλά ήμουν!»
«Ωραία, λοιπόν. Θα στα πω όλα με λεπτομέρειες...»
Ξεκίνησε να της διηγείται τι του είχε συμβεί τους τελευταίους δύο μήνες που ήταν εξαφανισμένος. Της είπε για την παράτολμη απόφαση που είχε πάρει να δραπετεύσει με τους υπόλοιπους, την ώρα που διάβασε το γράμμα της. Σε εκείνο το σημείο σταμάτησε να μιλά. Περίμενε να τον μαλώσει που είχε θέσει σε κίνδυνο την ζωή του. Εκείνη, όμως, δεν είπε λέξη. Τον άφησε να συνεχίσει.
Της εξήγησε με ποιο τρόπο κατάφεραν να βγουν από το στρατόπεδο και να φτάσουν στο λιμάνι της Λέρου και από εκεί στην Κάλυμνο, όπου συνέβη το μοιραίο. Είχε δοθεί σήμα στην χωροφυλακή ότι το έσκασαν και κατευθύνονταν προς την Κάλυμνο με καΐκι. Στο λιμάνι, λοιπόν, της Καλύμνου τους έπιασαν. Άρχισαν να τους πυροβολούν.
Η Ελένη τον άκουγε αποσβολωμένη.
«Και μετά;»
«Κρύφτηκα πίσω από ένα άλλον. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα εκείνος έπεσε νεκρός στην αγκαλιά μου. Δεν πρόλαβα να τον κρατήσω. Πέσαμε και οι δύο ανάσκελα στο χώμα. Το σώμα του κάλυπτε εξολοκλήρου το δικό μου. Και τότε θυμήθηκα τις ιστορίες του πατέρα μου από τον πόλεμο. Που οι ζωντανοί έκαναν ασπίδα τα σώματα των νεκρών για να γλιτώσουν. Αυτό έκανα και εγώ. Παρίστανα τον νεκρό, ενώ δεν ήμουν. Είχα μείνει ακίνητος και περίμενα. Έκλεισα τα μάτια και προσευχόμουν να μην καταλάβουν ότι ζω. Μετά από λίγη ώρα, οι χωροφυλακές έφυγαν. Σηκώθηκα όσο πιο αθόρυβα μπορούσα και έφυγα. Είχα, ευτυχώς, μαζί μου την πλαστή ταυτότητα για το καράβι. Επιβιβάστηκα και γύρισα στην Αθήνα. Από εκεί, πήρα το πρώτο λεωφορείο για τη Λάρισα. Αναγκαζόμουν να κρύβομαι για μέρες, πριν κάνω οποιαδήποτε κίνηση. Γι' αυτό άργησα τόσο πολύ να έρθω...»
Τα μάτια της Ελένης ήταν γεμάτα δάκρυα, καθώς τον άκουγε να της διηγείται τον Γολγοθά που πέρασε για να φτάσει σπίτι του
«Δεν χρειάζεται να δικαιολογείσαι, καρδιά μου! Φτάνει που τα κατάφερες και γύρισες κοντά μας. Ταλαιπωρήθηκες πολύ! Αλλά τώρα είσαι εδώ μαζί μου, στην αγκαλιά μου! Είμαι πολύ περήφανη για σένα που τα κατάφερες, που άντεξες τόσο καιρό...»
«Η σκέψη σου, ψυχή μου, με κρατούσε ζωντανό. Έφερνα την εικόνα σου στο μυαλό μου και έπαιρνα κουράγιο. Εσύ και το παιδί μας μου δίνατε δύναμη για να συνεχίσω, μέχρι να καταφέρω να έρθω κοντά σας»
Έκλεισαν τα μάτια και αγκαλιάστηκαν σφιχτά
«Το μωρό μας;» ρώτησε ο Λάμπρος
«Να το! Εδώ είναι! Σε περίμενε και εκείνο!» απάντησε η Ελένη και έβαλε το χέρι του στην κοιλιά της
Εκείνος την χάιδεψε τρυφερά. Δάκρυα ήρθαν να θολώσουν για ακόμη μία φορά τα μάτια του.
«Είναι καλά;» ρώτησε.
«Υγιέστατο. Μεγαλώνει μέρα με την μέρα!» απάντησε η Ελένη
«Εσύ, Λενιώ μου, είσαι καλά;»
Η Ελένη έσκυψε το κεφάλι. Το βλέμμα της σκοτείνιασε.
«Μου κόπηκαν τα πόδια όταν μου είπαν ότι αγνοείσαι. Στην αρχή κατέρρευσα. Θρήνησα σαν να ήξερα ότι είχες χαθεί. Ένα βράδυ, όμως, ένιωσα κάτι πρωτόγνωρο. Αισθάνθηκα ότι ήσουν καλά. Ότι ήσουν ζωντανός. Έτσι, αποφάσισα να σε περιμένω, παρόλο που όλοι ήταν πεπεισμένοι ότι ήσουν νεκρός. Και να που είχα δίκιο, τελικά»
«Ελένη;»
«Μμμμ...;»
«Πρέπει να σου πω και κάτι ακόμη...»
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε έντρομη
«Λενιώ μου, είμαι δραπέτης. Με ψάχνουν παντού οι αστυνομικοί. Δεν μπορούμε να μείνουμε στο χωριό. Πρέπει να φύγουμε το συντομότερο» απάντησε ανήσυχος
«Δεν ξέρεις τίποτα;»
«Τι να ξέρω;»
«Σου έδωσαν χάρη, Λάμπρο»
«Τι;» ρώτησε ξαφνιασμένος
«Ναι! Μερικές μέρες αφού γύρισα στο Διαφάνι, ήρθε ο Προύσαλης και με ενημέρωσε ότι σε αθώωσαν. Μετά μάθαμε τα μαντάτα για σένα...»
«Καλά, πώς έγινε κάτι τέτοιο;»
«Δεν ξέρω. Έχω ρωτήσει πολλές φορές, αλλά ο Βασίλης δεν μου λέει. Κάποιος στην έδωσε την χάρη. Κάποιος με πολύ δύναμη, αλλά δεν ξέρουμε ποιος»
«Μήπως αυτό το κάθαρμα, ο Μεγαρίτης;»
«Δεν νομίζω. Αυτός σε έστειλε εξαρχής εξορία. Για να πάρει πίσω την απόφαση του;»
«Ίσως κάποιος ανώτερος να τον πίεσε»
«Δεν μπορώ να καταλάβω. Πραγματικά!»
«Δηλαδή τώρα είμαι ελεύθερος;»
«Ναι, αγάπη μου! Και θα μπορείς να ασκήσεις το επάγγελμα του δασκάλου κανονικά, παρά το όσα συνέβησαν»
«Ακόμα και μετά την απόδραση;»
«Ναιιι! Όλα θα γίνουν όπως πριν! Πήραμε πίσω την ζωή μας»
«Ναι, Λενιώ μου. Την πήραμε πίσω! Και τώρα πια έχουμε ακόμα μια ζωή ανάμεσα μας»
«Μια ζωή ακόμα...» είπε ονειροπόλα η Ελένη και χάιδεψε τρυφερά την κοιλιά της.
Ο Λάμπρος έσκυψε και φίλησε πρώτα την κοιλίτσα της και ύστερα εκείνη.
Ήταν επιτέλους μαζί. Μαζί και ευτυχισμένοι! Μετά από τόσο καιρό! Ενωμένοι, δυνατοί και αληθινά λυτρωμένοι αυτή τη φορά!
Αποκοιμήθηκαν ο ένας στη αγκαλιά του άλλου. Έναν ύπνο βαθύ και πολύωρο, όπως ακριβώς είχαν ανάγκη. Όλα είχαν τελειώσει. Από εδώ και πέρα θα ζούσαν την ζωή που πάντα ονειρευόντουσαν...
Ο Δεκέμβριος του 1903
(Κωνσταντίνος Καβάφης)
Κι' αν για τον έρωτα μου δεν μπορώ -
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια
όμως το προσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
η μέραις του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
ταις λέξεις και ταις φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν
εις όποιο θέμα κι' αν περνώ, όποιαν ιδέαν κι' αν λέγω.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top