Αγαπώ θα πει χάνομαι
Έξω είχε σχεδόν νυχτώσει. Η Ελένη δεν είχε καταλάβει πώς πέρασε τόσο γρήγορα η ώρα. Άλλες φορές οι μέρες τής φαίνονταν ατελείωτες. Σήμερα, όμως, όλα ήταν αλλιώτικα. Ακόμα και η ίδια είχε αλλάξει. Είχε κάτι διαφορετικό πάνω της, κάτι πρωτόγνωρο. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε να ετοιμάσει το φαγητό. Σε πολύ λίγο θα ερχόταν ο Λάμπρος. Έστρωσε τραπέζι. Έπειτα, φόρεσε το κόκκινο φόρεμα που της είχε χαρίσει ο Λάμπρος την ημέρα που γύρισε σπίτι της, μετά τον Γολγοθά που είχε βιώσει στη φυλακή. Πήγε μπροστά στον καθρέφτη για να φτιάξει τα μαλλιά της.
Ασυναίσθητα το χέρι της οδηγήθηκε, ακουσίως πια, στην κοιλιά της. Την χάιδεψε τρυφερά και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο της. Αυτή τη φορά, όμως, τα δάκρυα είχαν εξαφανιστεί από τα μάτια της. Ήταν απόλυτα ευτυχισμένη. Έμεινε έτσι για αρκετά λεπτά. Την είχαν συνεπάρει τα συναισθήματα χαράς που ένιωθε και δεν κατάλαβε ότι είχε μπει στο σπίτι ο Λάμπρος. Καθόταν και την χάζευε. Έπειτα από μια τόσο κουραστική μέρα, η μορφή της Λενιώς του ήταν αυτό που λαχταρούσε όσο τίποτα να αντικρίσει. Όταν συνήλθε γύρισε και τον είδε...
«Αχ!» αναφώνησε, «Με τρόμαξες!»
«Γιατί κοιτιέσαι τόση ώρα στον καθρέφτη; Είσαι πανέμορφη, έτσι και αλλιώς!» της απάντησε ο Λάμπρος
Την πλησίασε και της φίλησε απαλά το χέρι. Η Ελένη χαμογέλασε. Το πρόσωπο του την τρόμαξε. Ήταν κατάκοπος και χλωμός. Έβαλε τα χέρια της στα μάγουλα του και τα χάιδεψε γλυκά
«Φαίνεσαι κουρασμένος...»
«Καλά είμαι», την καθησύχασε «Αντέχω ακόμα...»
«Έλα να σου βάλω να φας...»
«Δεν πάω πουθενά χωρίς φιλί» της είπε και την τράβηξε κοντά του
Η Ελένη χαμογέλασε πονηρά και τον φίλησε στα χείλη με λαχτάρα.
_________________________________________
Κάθισαν στο τραπέζι και ξεκίνησαν να τρώνε. Ο Λάμπρος άρχισε να μιλάει για ό,τι είχε συμβεί σήμερα στα χωράφια. Ευτυχώς δεν υπήρξε κανένα δυσάρεστο συμβάν. Η Ελένη προσπαθούσε να ακούει προσεχτικά όλα όσα της διηγούνταν, ωστόσο της φαίνονταν ανούσια και ασήμαντα μπροστά σε αυτό που είχε να του πει εκείνη. Όσο, λοιπόν, εκείνος μιλούσε ακατάπαυστα, εκείνη ξαφνικά τον διέκοψε με μία και μόνο φράση
«Είμαι έγκυος»
Ο Λάμπρος σταμάτησε απότομα. Το βλέμμα του πάγωσε και το πιρούνι τού έπεσε από τα χέρια. Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που μόλις είχε ακούσει
«Τι;» ρώτησε γεμάτος απορία
«Είμαι έγκυος, Λάμπρο» επανέλαβε η Ελένη
Ο Λάμπρος δεν μπορούσε αρθρώσει άλλη λέξη. Ένας κόμπος τού είχε πνίξει τον λαιμό. Είχε μουδιάσει ολόκληρος. Αν δεν καθόταν, σίγουρα θα είχε σωριαστεί. Έμειναν σιωπηλοί για λίγα λεπτά. Κανείς τους δεν μπορούσε να πει τίποτα. Δεν υπήρχαν, εξάλλου, λέξεις για να περιγράψουν τα συναισθήματα και των δύο εκείνη τη στιγμή. Η Ελένη έκανε την πρώτη κίνηση
«Σήμερα το πρωί το έμαθα. Ήρθε η κυρά-Μέλπω από δίπλα και με εξέτασε. Μου είπε ότι είμαι μερικών εβδομάδων, μάλλον...Δεν θα πεις τίποτα;»
«Δεν ξέρω τι να πω» απάντησε ο Λάμπρος ανασηκώνοντας τους ώμους
Όταν ξανά βρήκε τις δυνάμεις του, σηκώθηκε, την πλησίασε και γονάτισε μπροστά της.
«Σ' αγαπώ...» της είπε, παίρνοντας μια μπούκλα από τα μαλλιά της και βάζοντας την πίσω από το αυτί της
Η Ελένη χαμογέλασε. Σηκώθηκε όρθια και τον τράβηξε πάνω. Χώθηκε με λαχτάρα στην αγκαλιά του, τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από τη μέση του. Στη συνέχεια, φιλήθηκαν με πάθος, χωρίς κανένας να μπορεί να απομακρύνει τα χείλη του από τον άλλον. Όταν χόρτασαν ο ένας τα χείλη του άλλου, ο Λάμπρος έβαλε το χέρι του όσο πιο γλυκά και απαλά μπορούσε στην κοιλιά της και την χάιδεψε τρυφερά. Η Ελένη τον κοιτούσε, καμαρώνοντας τον.
«Δεν θα με ρωτήσεις...»
«Δεν με νοιάζει τίποτα», την διέκοψε «Μόνο αυτό εδώ και εσύ, τίποτα άλλο. Εσείς είστε η ευτυχία μου, καρδιά μου. Ο ήλιος μου και η μικρή μου ηλιαχτίδα» είπε γελώντας
Η Ελένη έβαλε τα γέλια
«Ηλιαχτίδα ακούω...να φανταστώ ότι θέλουμε κορίτσι...»
«Να μην το φανταστείς, να είσαι σίγουρη»
«Μάλιστα, θα το έχω στα υπόψιν», απάντησε η Ελένη
Έσκασαν και οι δύο στα γέλια. Είχαν πολύ καιρό να αισθανθούν έτσι. Ήταν τόσο χαρούμενοι.
«Θέλω να χορέψουμε» είπε ο Λάμπρος
Ένα δυνατό γέλιο ξέφυγε από την Ελένη
«Τι πράγμα;»
«Θέλω να σε χορέψω...να σας χορέψω»
«Απαγορεύεται η μουσική, το ξέρεις» απάντησε σιγανά η Ελένη
«Δεν πειράζει, θα τραγουδάμε χαμηλόφωνα» είπε ο Λάμπρος ενθουσιασμένος
_________________________________________
Είχε πια νυχτώσει για τα καλά. Ο ήλιος είχε παραδώσει τα σκήπτρα του στο φεγγάρι, το οποίο δέσποζε ολόγιομο στον ουρανό. Φαινόταν πεντακάθαρο και λαμπερό από το παράθυρο της μικρής κάμαρης του Λάμπρου και της Ελένης. Το φως του ήταν τόσο δυνατό που έφτανε μέχρι το εσωτερικό του σπιτιού. Εκεί, λοιπόν, κάτω από το κίτρινο φως του φεγγαριού ξεκίνησαν να χορεύουν. Ο Λάμπρος την τράβηξε όσο πιο κοντά του γινόταν, σφίγγοντας τα χέρια του γύρω από τη μέση της. Τα σώματα τους σχημάτιζαν μια ενιαία μάζα. Τα δύο κορμιά τους φαίνονταν σαν ένα. Έτσι αισθάνονταν εκείνη τη στιγμή. Οι τελευταίοι άνθρωποι πάνω στη Γη. Οι δύο και μοναδικοί.
«Τι σκέφτεσαι:» τον ρώτησε
«Τίποτα, τραγουδάω από μέσα μου για να μην χάσω τον ρυθμό»
Ξέσπασαν και οι δύο σε γέλια. Ένα τεράστιο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο του. Η Ελένη είχε κουρνιάσει ολόκληρη πάνω του. Τα χείλη της χάιδευαν απαλά τον λαιμό του. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Ο Λάμπρος αισθάνθηκε την ανάσα της καυτή και κατάλαβε ότι κάτι την απασχολούσε
«Τι συμβαίνει;» την ρώτησε
«Δεν θέλω να σε φορτώνω με τις έγνοιες μου...» του απάντησε θλιμμένα.
Φαινόταν τόσο χαρούμενος που δεν ήθελε να του χαλάσει τη διάθεση με τις δικές της μαύρες σκέψεις
«Οι έγνοιες σου, καρδιά μου, είναι και δικές μου. Δεν έχουμε πει ότι θα τα λέμε όλα μεταξύ μας; Πες μου τι σε απασχολεί»
Σταμάτησαν να χορεύουν. Τώρα στέκονταν ο ένας απέναντι από τον άλλον, κοιτάζονταν στα μάτια.
«Να, σκέφτομαι ότι αυτό το παιδί που τόσο επιθυμούσαμε ήρθε, αλλά...»
«Αλλά;»
«Η γιατρός με είχε προειδοποιήσει ότι στην περίπτωση μια πιθανής εγκυμοσύνης, τα πράγματα δεν θα είναι εύκολα. Θα υπάρξουν επιπλοκές. Μπορεί ακόμα και να...»
Και μόνο στην ιδέα, τα μάτια της Ελένης γέμισαν δάκρυα
«Μην το πεις, Λενιώ μου, μην το πεις! Δεν πρόκειται να συμβεί κάτι τέτοιο! Πρέπει να σκεφτόμαστε θετικά και να είμαστε αισιόδοξοι»
«Έχεις δίκιο...» ψιθύρισε η Ελένη με ένα θλιμμένο βλέμμα
«Από δω και πέρα, αυτό εδώ το δωμάτιο θα είναι γεμάτο χαρά και τραγούδια. Τίποτα και κανένας δεν μπορεί να επισκιάσει αυτό που νιώθουμε»
Η Ελένη τον διέκοψε
«Ξεχνάς που βρισκόμαστε;»
«Προσπαθώ να ξεχάσω»
Ο Λάμπρος έσκυψε το κεφάλι και τα μάτια του σκοτείνιασαν
«Θα τα καταφέρουμε» της είπε. «Στο τελευταίο του γράμμα ο Προύσαλης με διαβεβαίωσε ότι θα προσπαθήσει να πείσει την χωροφυλακή να επανεξετάσει την υπόθεση μας. Μπορεί πολύ σύντομα να γυρίσουμε σπίτι μας»
«Μακάρι...»
Η Ελένη κοίταξε το φεγγάρι και ευχήθηκε με όλη την δύναμη της ψυχής της αυτό το μαρτύριο να τελειώσει και να υποδεχτούν το μωρό τους στο σπίτι τους, περιτριγυρισμένοι από όλους εκείνους που αγαπούν
_________________________________________
Το επόμενο πρωί θα τους έβρισκε αγκαλιά. Μόνο που αυτή τη φορά, αυτή η αγκαλιά περιλάμβανε και κάτι ακόμη. Κάτι πολύ μικρό, αλλά συνάμα σπουδαίο. Πλέον δεν ήταν μόνοι τους. Είχαν το παιδί τους ανάμεσα τους. Και αυτό τους έκανε πολύ χαρούμενους. Μπορεί αυτή η εγκυμοσύνη να είχε έρθει την πιο λάθος στιγμή, αλλά δεν είχαν σκοπό να αφήσουν την ευτυχία τους να χαθεί. Είχαν βρεθεί στο λάθος μέρος την πιο λάθος ώρα, χωρίς κανένα στήριγμα, χωρίς κανένα φίλο, δίχως βοήθεια. Αυτό, όμως, το μικρό πλασματάκι που μεγάλωνε μέσα στην κοιλίτσα της Ελένης, θα αποτελούσε το στήριγμα τους. Θα ήταν ο λόγος για να συνεχίσουν να ζουν.
Εκείνο το πρωινό ο Λάμπρος ξύπνησε πρώτος. Το προηγούμενο βράδυ δεν είχε καταφέρει να κοιμηθεί, παρά μόνο λίγες ώρες. Συνεχώς στριφογύριζε στο μυαλό του η εικόνα της Ελένης και ανά τακτά χρονικά διαστήματα σηκωνόταν για να βεβαιωθεί ότι είναι καλά. Μόλις άνοιξε τα μάτια του, την κοίταξε και χαμογέλασε. Κοιμόταν τόσο όμορφα και γαλήνια. Τα χείλη της είχαν σουφρώσει από τον βαθύ ύπνο. Αισθάνθηκε την ανάγκη να τα φιλήσει αλλά κρατήθηκε, γιατί δεν ήθελε να την ξυπνήσει. Έπειτα, το βλέμμα του έπεσε πάνω στην κοιλιά της. Χαμογέλασε ξανά. Άρχισε να την χαϊδεύει με πολύ προσεκτικές κινήσεις. Έπειτα, άρχισε να της μιλά σαν μικρό παιδάκι
«Ψυχούλα μου...παιδάκι μου» ψιθύρισε,
«Σ' αγαπάω τόσο πολύ. Δεν βλέπω την ώρα να σε γνωρίσω και να σε σφίξω στην αγκαλιά μου...»
Η Ελένη άρχισε να κουνιέται
«Σςςςς, πρέπει, όμως, τώρα να κάνουμε ησυχία για να μην ξυπνήσουμε την μανούλα» είπε ενώ συνέχιζε να χαϊδεύει την κοιλιά της.
Δεν είχε, όμως, καταλάβει ότι η Ελένη είχε ήδη ξυπνήσει και τον κοιτούσε χαμογελαστή
«Τι κάνεις;» τον ρώτησε
«Μιλάω με το παιδί μου..»
«Ποιό παιδί σου;»
«Αυτό» απάντησε ο Λάμπρος δείχνοντας την κοιλιά της
«Ποιό; Το αγέννητο;»
«Ναι!»
Την Ελένη την έπιασαν τα γέλια
«Γιατί γελάς;»
Χάιδεψε το πρόσωπο του
«Έχεις γίνει ήδη ένας χαζομπαμπάς ή μου φαίνεται;»
Ξέσπασαν και οι δύο σε γέλια
«Λοιπόν, σήμερα δεν θα κάνεις τίποτα. Χρειάζεσαι ξεκούραση. Γι' αυτό θα πάω να σου φτιάξω πρωινό...»
Το βλέμμα του στράφηκε στην μικρή κουζινούλα. Το πρόσωπο του σκοτείνιασε. Όλες αυτές οι στιγμές που ζούσαν τις τελευταίες ώρες, ήταν στιγμές ευτυχίας και ξεγνοιασιάς. Προς στιγμήν είχε ξεχάσει παντελώς το πού βρίσκονταν. Η εικόνα, όμως, του άχαρου δωματίου στο οποίο έμεναν, τον προσγείωσε απότομα στην σκληρή πραγματικότητα. Η αλήθεια ήταν ότι δεν είχαν παρά ελάχιστα τρόφιμα που τους τα είχαν δώσει πριν μέρες. Ένας καφές, που η μυρωδιά του είχε ξεθυμάνει, και λίγο ψωμί θα ήταν το πρωινό τους. Ήθελε να της χαρίσει τον ουρανό με τ' άστρα αλλά δεν μπορούσε. Τα χέρια του ήταν για μία ακόμη φορά δεμένα.
Η Ελένη κατάλαβε αμέσως τον λόγο για τον οποίο η διάθεση του Λάμπρου καταστράφηκε ολοσχερώς, σαν ένας πύργος από τραπουλόχαρτα που τον γκρεμίζει ένα παιδάκι με τα μικρά του δαχτυλάκια. Πήρε το πρόσωπο του στα χέρια της και άρχισε να τον φιλάει γλυκά στα χείλη. Τα χέρια της χάθηκαν μέσα στα μαλλιά του. Είχε καταφέρει αυτό που ήθελε. Είχε διώξει κάθε κακή σκέψη από το μυαλό του. Τον είχαν συνεπάρει τα ζεστά χείλη της και η αγκαλιά της. Είχε φωλιάσει μέσα της, σαν ένα μικρό παιδί που κουρνιάζει στην αγκαλιά της μητέρας του για ασφάλεια. Όταν τελείωσαν το φιλί τους, τού χαμογέλασε και εκείνος έσκυψε και φίλησε τρυφερά την κοιλίτσα της.
«Πρέπει να την προσέχουμε την μαμά μας, αγάπη μου, γιατί είναι ό,τι πιο πολύτιμο έχουμε...»
Η Ελένη βλέποντας αυτή την τρυφερή εικόνα, δάκρυσε. Ήταν ευτυχισμένη. Μετά από τόσο καιρό, ήταν πραγματικά ευτυχισμένη. Ό,τι ήθελε το είχε στην αγκαλιά της. Τον θησαυρό της και το μικρό της θαύμα. Ήθελε να χαθεί στον ρυθμό της αγάπης που την παρέσερνε γλυκά. Αλλά για πόσο ακόμα θα κρατούσε αυτή η ευτυχία; Κανείς δεν ήξερε...
Αγάπη (Κώστας Καρυωτάκης)
Κι ήμουν στο σκοτάδι.
Κι ήμουν στο σκοτάδι.
Και με είδε μια αχτίδα.
Δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπό της
κι εγώ ήμουν το κατάξερο ασφοδίλι.
Πώς μ' έσεισε το ξύπνημα μιας νιότης,
πώς εγελάσαν τα πικρά μου χείλη!
Σάμπως τα μάτια της να μου είπαν ότι δεν είμαι πλέον ο ναυαγός κι ο μόνος,
κι ελύγισα σαν από τρυφερότη,
εγώ που μ' είχε πέτρα κάνει ο πόνος.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top