Κεφάλαιο 8°

Από την ώρα που ξύπνησε δε σταμάτησε να κοιτάζει τον εαυτό της στον καθρέφτη. Δεν είχε ιδέα πως βρέθηκε στο κρεβάτι της αφού το μόνο που θυμόταν ήταν πως αποκοιμήθηκε μπροστά από το τζάκι αλλά θεώρησε πως κάποια στιγμή μέσα στη νύχτα θα είχε σηκωθεί και δε θα το θυμόταν.
Ξημέρωσε Κυριακή. Μια ακόμα μέρα και μετέπειτα θα άρχιζε η καινούρια της σχολική  ζωή . Στην αρχή ήταν τρομοκρατημένη αλλά όσο περνούσε χρόνο με το Λόγκαν άλλο τόσο άρχισε να αισθάνεται σίγουρη για τον εαυτό της. Οι κουβέντες που έκαναν ίσως ήταν μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού, πάραυτα όμως στο τέλος έχτιζαν μέσα της μια αυτοπεποίθηση που δεν είχε.
Έξω δεν είχε ξημερώσει ακόμα. Το ρολόι έδειχνε 6 παρά τέταρτο αλλά εκείνη είχε κολλήσει με το καθρέφτη. Κοιτούσε τον εαυτό της ψάχνοντας να βρει εκείνη τη γυναίκα που έβγαινε που και που στην επιφάνεια.
Σήκωσε ελαφρά τη μπλούζα της , κοίταξε τη κοιλιά και μετέπειτα την έβγαλε και άρχισε να παρατηρεί το στήθος της. Δεν ήταν " αβγαλτη" καθώς είχε ακούσει αρκετές ιστορίες από τις φίλες της αλλά με το δικό της σώμα, δεν είχε και τις καλύτερες σχέσεις. Δεν το είχε επεργαστει ποτέ και γενικά της είχαν μάθει να μην αγγίζει τον εαυτό της και συνέχεια να φοράει σουτιέν.
Μάλιστα η μητέρα της , της είχε αγοράσει μερικά που έμοιαζαν με μπουστακια τα οποία έβγαζε όταν έκανε μπάνιο και τα έβαζε σχεδόν αμέσως. Στο θέμα της σεξουαλικότητας ήταν αρκετά αυστηροί και οι δύο.

"Άλισον;" Η πόρτα χτύπησε απαλά κι εκείνη άρπαξε και φορεσε αμέσως τη πιτζάμα της τρομοκρατημένη.

"Μισό λεπτό θείε! Ντύνομαι!" είπε και ένα λεπτό μετά άνοιξε τη πόρτα αλαφιασμενη.

"Τι έκανες εκεί μέσα ; Παλευες με κανένα λιοντάρι;" σχολίασε ο Λόγκαν βλέποντας τα ανακατεμένα της μαλλιά.

"Όχι όχι. Με συγχωρείς απλά ντύθηκα αρκετά βιαστικά και δε προλαβα να τα χτενισω"

"Μάλιστα..." απάντησε σκεπτικός "Και γιατί είσαι ξύπνια τέτοια ώρα;"

"Γενικά ξυπνάω νωρίς...ίσως φταίει και το άγχος. Ένας λόγος παραπάνω να αισθάνομαι λιγάκι περίεργα. Τελευταία μετά σήμερα και από αύριο ξεκινάω και το σχολείο. Δεν είναι λίγο..."

"Μάλιστα... Καλώς"

"Ο Λόγκαν έκανε να γυρίσει μα η Άλισον τον σταμάτησε

"Είχες φύγει; Γιατί είσαι ντυμένος; Μυρίζεις και..." πήγε κοντά και χωρίς προειδοποίηση μύρισε τα ρούχα του "Μυρίζεις τσιγάρο..."

"Ναι. Σε έβαλα στο κρεβάτι όταν βγήκα από το μπάνιο και έφυγα. Σε πήρε ο ύπνος στο πάτωμα... Και τώρα ξάπλωσε λίγο παραπάνω ή έστω κάνε ησυχία. Το κεφάλι μου κοντεύει να σπάσει ..."

"Με.. έβαλες; Α..." η Άλισον έπιασε αμήχανα τα χέρια της. Ήθελε φυσικά να ρωτήσει που ήταν τέτοια ώρα και γιατί βγήκε αλλά δε τόλμησε. Στη τελική πριν φύγει ο πατέρας της ήταν ξεκάθαρος σε ένα πράγμα. Δεν ρωτάμε το θείο για τις δουλειές του ούτε για το που πάει.

"Κάτι άλλο;"

"Όχι όχι. Τίποτα. Όλα καλά. Θέλεις μήπως να ξαπλώσεις εδώ; Θα μπορούσα να καθαρίσω λιγάκι στο σαλόνι και να κοιμηθείς στο κρεβάτι..."

"Δε χρειάζεται. Δεν ήρθες για να καθαρίζεις. Εκτός αυτού μια φορά το μήνα  φέρνω γυναίκα και τα βασικά τα κάνω και μόνος μου. Μπορείς να κάνεις ότι θέλεις."

"Μα δε μπορώ να μείνω κλεισμένη στο δωμάτιο μέχρι να ξυπνήσεις και δε θέλω να κάνω θόρυβο. Θα ήταν καλύτερα να ξαπλώσεις εδώ..." Επέμεινε και ο Λόγκαν ήταν τόσο κουρασμένος που δεν είχε ενέργεια ούτε για να έρθει σε αντιπαράθεση μαζί της.

"Καλώς. Θέλεις να πάρεις κάτι από το δωμάτιο πριν ξαπλώσω; Γιατί θα κλείσω το φως και τις κουρτίνες"

"Όχι. Είμαι εντάξει. Καληνύχτα θείε.."

Με ένα ξερό καληνύχτα και από τη πλευρά του, τη προσπέρασε και μπήκε μέσα. Έκλεισε στα γρήγορα τα παντζούρια μα σας γύρισε την είδε να στέκεται ακόμα στη πορτα.

"Εκεί θα κάτσεις;" ρώτησε κι εκείνη γέλασε.

"Συγνώμη. Αφαιρέθηκα" χαριτολογησε και τράβηξε τη συρόμενη πόρτα για να του αφήσει το χώρο του.
Ο Λόγκαν έδειχνε πραγματικά εξαντλημένος. Η Άλισον δεν είχε ιδέα που ηταν και γιατί γύρισε σπίτι ξημερώματα. Ο πατέρας της έλεγε πάντα πως οι άντρες που γυρίζουν τέτοιες ώρες είναι αγύρτες. Πώς βγαίνουν στα μπαρ, τριγυρίζουν με γυναίκες και μεθάνε. Πάραυτα ο Λόγκαν δεν ήταν μεθυσμένος. Σίγουρα μύριζε καπνό και λίγο αλκοόλ αλλά ήταν φυσιολογικός. Στην ιδέα ο θείος της να ήταν με κάποια γυναίκα ένιωσε περίεργα. Τι κι αν του στερούσε το ελεύθερο του σπιτιού; Σκέφτηκε και αισθάνθηκε άσχημα.

Παραμέρισε κάθε σκέψη που έκανε και περπάτησε μέχρι το σαλόνι. Το σπίτι ήταν χτισμένο μέσα σε ένα καταπράσινο τοπίο. Όταν άνοιγε το παράθυρο άκουγε νερά να τρέχουν και ήταν σίγουρη πως κάπου θα υπήρχε κάποια λίμνη αλλά έξω είχε πιάσει κρύο για να βγει για περίπατο. Είχε πιάσει Οκτώβριος. Όσο σκεφτόταν πως τώρα θα είχαν ήδη ξεκινήσει οι ετοιμασίες για να κλείσει το παλιό της σχολείο για τις γιορτές την έπιανε μια μελανχολια. Ήθελε να ξεκινήσει μετά το νέο έτος έτσι ώστε να μη χρειαστεί να πάει μόνο για μια εβδομάδα και μετά ξανά επιστρέψει σπίτι αλλά ήταν αδύνατο. Θα έπαιρνε στο κεφάλι της αρκετές απουσίες και αν το μάθαινε ο πατέρας της σίγουρα θα γινόταν έξαλλος.

Είδε το τζακετ του πεταμένο στο καναπέ και σαν το επιασε για να το βάλει στη κρεμαστρα  έπεσε ένα χαρτάκι από τη τσέπη.
Η περιέργεια της να το ανοίξει και να δει τι γράφει κορυφώθηκε σε χρόνο ρεκόρ.

"Όχι. Δεν είναι σωστό ..." μάλωσε τον εαυτό της και βάζοντας το χαρτάκι σε μια απο τις τσέπες κρέμασε το τζακετ. Γύρισε για να φύγει μα σταμάτησε και ξεφυσησε.  Δεν ήταν περίεργη σαν άνθρωπος και ήξερε πως ο καθένας έχει τα προσωπικά του αλλά αυτή τη φορά η περιέργεια νίκησε. Η Άλισον έκανε αναστροφή και πήγε ξανά στο τζακετ.
"Που το έβαλα;" Μονολογησε ψάχνοντας τις τσέπες. "Εδώ πρέπει να είναι. Να το!" έβγαλε το χαρτάκι μα πριν το ανοίξει ένιωσε μια ζεστασιά πίσω της.

"Θέλω να είσαι φρόνιμο κορίτσι στο σπιτι όταν λείπω ή κοιμάμαι....Αν δεν είσαι, δεν έχεις ιδέα τι μπορώ να κάνω. Και πίστεψέ με, δε θα λογαριασω τίποτα..." άκουσε τη φωνή του από πίσω της σιγανα ενώ ταυτόχρονα ένιωσε τα χέρια του να τυλίγονται και να σφίγγουν τη μέση της...  Ο Λόγκαν τη πλησίασε τοσο σιγανα και τόσο αθόρυβα που τον κατάλαβε μόνο όταν ένιωσε την ανάσα του πριν από το ψίθυρο. Ανατριχιασε από τη βαριά μπάσα φωνή του ενώ στη σκέψη πως κατάφερε να βρεθεί ακριβώς από πίσω της χωρίς να τον αντιληφθεί , την έπιασε τρέμουλο. Δεν ακουγόταν όπως συνήθως. Αυτή τη φορά τόσο η φωνή όσο και το κράτημα του ήταν διαφορετικά. Ξύπνησαν μέσα της συναισθήματα που δεν είχε ιδέα ότι είχε και αισθήσεις στο κορμί τόσο περίεργες που ανέβασαν τη θερμοκρασία του κορμιού της. Ένιωθε πως το μέτωπο της έπιασε φωτιά ενώ ανάμεσα στα μπούτια της οι μύες άρχισαν να πάλλονται χωρίς λόγο.

Μα γιατί; Δεν ήταν φυσιολογικό. Δεν ήταν πρέπον. Δεν ήταν καν εφικτό πόσο μάλλον επιλογή να νιώσει έτσι. Έτσι ένιωθαν οι γυναίκες σε όλες εκείνες τις ταινίες που έβλεπε κρυφά...
Καταραμένο σώμα...σκέφτηκε και κάνοντας  ένα βήμα μπροστά  βρήκε το θάρρος και γύρισε. Τον κοίταξε κατάματα αλλά κι εκείνος είχε εστιάσει μέσα στα μάτια της. Σαν να της έριχνε φωτιά με το βλέμμα. Ίσως ήταν η αϋπνία, ίσως ο θυμός του, δεν ήξερε... Το μόνο που ήξερε και έβλεπε καθαρά ήταν εκείνες οι μικρές κόκκινες γραμμές στο λευκό των ματιών του να τη θωρούν θυμωμένα.

"Συγνώμη θείε... Δε θα επαναληφθεί." Είπε με τρεμαμενη φωνη και αδυνατώντας να κρατήσει τον εαυτό της από το τρόμο, τον προσπέρασε από δεξιά και έτρεξε στο δωμάτιο της. Ούτε σκέφτηκε πως του το παραχώρησε για ύπνο ούτε τίποτα. Ήταν τόσο φοβισμένη,  τόσο για τη πράξη της όσο και για τα συναισθήματα της που δε χωρούσε σκέψη. Απλά έτρεξε...

"Κατάρα!" βλασφημησε ο Λόγκαν έξαλλος... Μπορούσε να γίνει πολύ δεκτικός αλλά και πολύ επικίνδυνος συνάμα με όλους. Κάτι που όλοι ήξεραν σχεδόν σαν κανόνα στην έπαυλη, ήταν πως κανένας μα κανένας δε πειραζε ή ψαχουλευε τα πράγματά του. Για κανένα λόγο. Ποτέ. Μπορούσε να χώσει στο κεφάλι κάθε περίεργου μια σφαίρα και να χαρεί και από πάνω. Όταν κατάλαβε πως ο Λίαμ έψαξε και βρήκε για την Άλισον έγινε πυρ και μανία αλλά ήταν οικογένεια... Μπορούσε να θυμώσει, να φωνάξει και να ουρλιάξει αλλά όχι να τον σκοτώσει.
Το θέμα ήταν πως για να αποβάλει το συσσωρευμένο θυμό του έπαιρνε ώρα.
Ο Λόγκαν άρχισε να γρυλιζει από μέσα του. Έβαλε το χέρι στη τσέπη και έβγαλε το χαρτάκι. Το άνοιξε και ξεφυσησε δυνατά σαν ταύρος.
Ώρα 2:00
Άνταμ Στράους.
Νεκρός με βασανισμό.
Βιαστής.
Εργοδότης : Γκρέγκορι Μπέλ.
Δουλειά : σε αναμονή.

"Γαμώ...!" φώναξε εν τέλει εξαγριωμένος στη σκέψη και μόνο να διαβαζε η Άλισον τι είχε μέσα το χαρτί.
Ο Λόγκαν είχε συνηθίσει να γράφει τέτοια μικρά χαρτάκια και τα κολλούσε όλα σε ένα πίνακα που είχε κρυμμένο στο πίσω μέρος του μπαρ.  Ανοιγε με μηχανισμό και κανένας δεν είχε πρόσβαση αλλά έπειτα από αυτό ένιωσε πως πλέον έπρεπε να είναι πιο προσεκτικός και κατά συνέπεια ένιωσε πιεσμένος.

Δεν είχε σκοπό να φύγει τη προηγούμενη νύχτα αλλά ο Λίαμ του έστειλε μήνυμα πως ο Γκαρσία τον περιμένει αλλιώς δε φεύγει.
Την ίδια στιγμή φτάνοντας στην έπαυλη ο Ντρέικ του έδωσε ένα φάκελο με μια καινούρια αποστολή που μόλις είχε φθάσει και σε γενικές γραμμές ύστερα από αρκετή κουβέντα με όλους και για όλα κατάφερε να επιστρέψει το ξημέρωμα. Συνήθως οι αποστολές ήταν μια με δύο το μήνα και τις υπόλοιπες μέρες απλώς έκαναν τα σχέδια για να τις φέρουν εις πέρας. Το τελευταίο δίμηνο όμως οι δουλειές είχαν εκτοξευθεί με τη πιο βασική τη μεταφορά τους στη Ρωσία εντός ολίγων ημερών. Προέκυψε πριν το τηλεφώνημα του Τζακ και ο Λόγκαν έδωσε το λόγο του οπότε δε μπορούσε να το πάρει πίσω. Εκτός όμως από όλα αυτά, είχε να αντιμετωπίσει και το Λίαμ ο οποίος ήθελε απεγνωσμένα να έρθει σε επαφή με την Άλισον κάτι που δεν ήταν καλή ιδέα για την ώρα. Έτσι τουλάχιστον το έβλεπε ο Λόγκαν. Σκέφτηκε  να τον αφήσει πίσω όταν θα έφευγαν για να τη προσέχει οπότε μέχρι τότε είχε καιρο για να οργανωθεί.
Ήταν δύσκολη νύχτα  σε γενικές γραμμές παρά την επιτυχία που είχε η ομάδα και δεν ήθελε τίποτα λιγότερο από λίγη ξεκούραση. Το κεφάλι του έβραζε. Να όμως που όλα πήγαν κατά διαόλου. Τρόμαξε τη μικρή με τη συμπεριφορά του και εκτός από εκείνη τρόμαξε και τον ίδιο. Ένιωσε εντελώς μαλακας και δεν έμαθε να θεωρεί τον εαυτό του μαλακά για κανένα λόγο.

Ετριψε με τις παλάμες του το πρόσωπο του και περπάτησε μέχρι το δωμάτιο. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Η Άλισον είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι και ο Λόγκαν ένιωσε πως εν μέρη της οφείλει μια συγνώμη.

"Μικρή;" ρώτησε μαλακά και ήρεμα και εκείνη κουνήθηκε "με συγχωρείς. Έχω συνηθίσει να συναναστρέφομαι με άντρες και καμιά φορά... Να... Καμιά φορά δεν έχω τρόπους... Απλώς δε μου αρέσει να πειράζουν τα πράγματά μου ..." Ο Λόγκαν άκουσε ένα πνιχτο κλάμα και βλέποντας πως η πλάτη της ήταν ακόμα γυρισμένη , άνοιξε τη συρόμενη και μπήκε μέσα. Πλησίασε το κρεβάτι και κάθισε σιγανα κάτω. "Κλαίς επειδή σε μάλωσα λιγάκι; Έλα τώρα... Δεν έκανα δα και κάτι τόσο τρομερό. Συγνώμη ..." είπε άλλη μια λέξη που δεν έμαθε να λέει και είχε ήδη πει αρκετές φορές.
Η Άλισον γύρισε ελαφρώς προς το μέρος του. Τα μάτια της ήταν κλαμενα και κόκκινα.
"Έλα εδώ ρε μικρό..." της είπε και χώνοντας γύρω της τα χέρια του , τη τράβηξε στην αγκαλιά του. Εκείνη κουρνιασε στο στήθος του αμίλητη.
"Είμαι λιγάκι μαλάκας εντάξει; Αν συνεχίσεις όμως να κλαίς θα νιώσω ακόμα περισσότερο. Μπορείς να μου υποσχεθεις πως δε θα ξαναψαξεις τα πράγματά μου;" ρώτησε και εκείνη κούνησε το κεφάλι. Σκούπισε το πρόσωπο της πάνω στη μπλούζα του και ανακαθισε κοντά του. Τον κοίταζε κατάματα μέσα στο μισοσκόταδο αλλά όπως έβλεπε εκείνος έτσι μπορούσε και εκείνη να διακρίνει τη μετάνοια στο βλέμμα του.

"Συγνώμη. Ποτέ δε ψάχνω τίποτα. Δεν έχω ιδέα γιατί το έκανα..." παραδέχθηκε σιγανα. "Δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος Λόγκαν..." είπε σχεδόν έτοιμη να ξεσπασει σε κλάματα

"Λόγκαν;!" αποκρίθηκε εκείνος έκπληκτος κι εκείνη αντιλαμβανόμενη τι είπε, ξέσπασε τελικά σε λυγμούς.

"Συγνώμη. Συγνώμη!" είπε κλαίγοντας  "Δεν ήθελα να... Φταίει και η ηλικία γαμωτο" έσπευσε να δικαιολογηθεί τρέμοντας ολόκληρη σα το ψάρι και για πρώτη φορά στη ζωη της, έβρισε χωρίς να το αντιληφθεί.

"Δε πειράζει. Χαλάρωσε!" την καθησύχασε αμέσως  "Αν σε βολεύει εγώ δεν έχω τέτοια θέματα. Εδώ που τα λέμε και αυτό το θείε και θείε με έκανε να νιώθω εκατό ετών!" Η Άλισον γέλασε μέσα στο παράπονο της και εκείνος ανταπέδωσε. Σκούπισε με τα δάχτυλα του τα δάκρυα της και έπειτα της άφησε ένα απαλό φιλί στο μέτωπο.
"Νομίζω πως και οι κάναμε λάθος σήμερα. Και οι δύο όμως είπαμε μια συγνώμη και πλέον φτάνει.
Είναι αρχή και τα λάθη είναι φυσιολογικά.  Εντάξει;" Η Άλισον κούνησε πάνω κάτω το κεφάλι σιωπηλή. "Και τώρα ξάπλωσε λιγάκι να ηρεμήσεις και εγώ θα πάω στο καναπέ γιατί πραγματικά είμαι απίστευτα κουρασμένος"

"Θέλεις μήπως να..." ρώτησε δείχνοντας του το κρεβάτι

"Όχι. Θα είμαι ενταξει" της είπε και σηκώθηκε. Βγαίνοντας της έριξε μια τελευταία ματιά και έκλεισε τη πόρτα.
Το βλέμμα της ήταν τόσο μα τόσο ίδιο με της Αναστασίας εκείνη τη στιγμή ενώ η αύρα και η θέρμη του κορμιού της καθώς τη κρατούσε του ξύπνησαν μνήμες που ηταν καλά κρυμμένες..
Μνήμες που τον γύρισαν 19 χρόνια πισω....
Τότε που όλα άλλαξαν...
Τότε που εκείνος ήταν ένα πιτσιρίκι και έμαθε με το πιο σκληρό τρόπο πως σε τέτοιες δουλειές, δε χωράνε γυναίκες...δε χωράνε οικογένειες ούτε παιδιά...
Πόσο μάλλον όταν όλα αυτά χάνονται από ένα πρόσωπο που αγαπάς και έχεις σαν πρότυπο... Τον ίδιο σου τον αδερφό...

❤️❤️❤️❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top