Κεφάλαιο 2°
(Πριν ξεκινήσω να ενημερώσω πως κάποια σχόλια δεν μπορούσα να τα απαντήσω για κάποιο λόγο ούτε στην εισαγωγή ούτε στο πρώτο κεφάλαιο. Πατούσα απάντηση και έκλεινε η εφαρμογή οπότε με συγχωρείτε)
*****
"Και μετά, τόσο απλά, τόσο βεβιασμένα, τόσο εφιαλτικά εύκολα, όλα άλλαξαν..."
Όλοι οι άνθρωποι σε κάποια φάση της ζωής τους έρχονται αντιμέτωποι με επιλογές. Μερικές από αυτές είναι δικές τους ενώ άλλες πάλι όχι. Κάθε επιλογή έχει σαν επίπτωση την αλλαγή. Αλλαγή στη ζωή, στους ανθρώπους γύρω τους αλλά και σε ότι μέχρι τώρα είχανε δεδομένο. Όλα εκείνα τα μικρά και μεγάλα πράγματα που γεμίζουν μια καθημερινότητα χάνονται στη δίνη των επιλογών. Κάποιες φορές είναι για το καλύτερο. Άλλες πάλι, φέρνουν τη καταστροφή , το φόβο, το τρόμο και την αποστροφή.
Μια τέτοια αποστροφή για επιλογές που η ίδια δεν έκανε ένιωθε και εκείνη. Καθισμένη στο κρεβάτι κοιτούσε στα βουβά ολόκληρη τη ζωή της. Μια ζωή που ήταν γραμμένη απ'άκρη σ'άκρη του δωματίου πλέον έμελλε να χάνεται μέσα σε μια μικροσκοπική βαλίτσα.
Μα πόσα άραγε να χωρέσει μια τόση δα βαλίτσα; αναρωτήθηκε βγάζοντας βεβιασμένα την βαθιά ανάσα απογοήτευσης που γέμιζε τα στήθη της.
Εκλαψε. Φώναξε. Εκλαψε ξανά... Προσπάθησε να κάνει τα πάντα για να την ακούσει ο πατέρας της μα εκείνος ήταν ανένδοτος και κάθε προσπάθεια έπεσε στο κενό. Η μάνα της δε πήρε θέση και πλέον η φυγή της ήταν γεγονός. Αναρωτήθηκε ουκ ολίγες φορές πως είναι δυνατόν να την στέλνουν τόσο μακριά. Σε ένα μέρος που κάθε ανάμνηση της έμοιαζε με θολή ξεθωριασμένη φωτογραφία. Ήταν δεν ήταν μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού οι θύμησες από την Αμερική.
Μα ήταν ανώφελο. Κάθε της λέξη έβρισκε ένα τοίχο. Μέσα σε μια νύχτα ο πατέρας της ήρθε σε επικοινωνία με το σχολείο, το προξενείο, την αστυνομία και κάθε άλλο μέσο που χρειαζόταν έτσι ώστε το επόμενο πρωί να υπάρχει ένα έτοιμο διαβατήριο , μια κάρτα πρόσκλησης για την Αμερική, όλα τα χαρτιά από το σχολείο καθώς και η μεταγραφή της. Το είπε και το έκανε. Η επόμενη μέρα θα την έβρισκε στην πτήση για το άγνωστο...
Ένα απαλό χτύπημα στη πόρτα , μια γλυκιά ευωδία από τα αγαπημένα της κουλουράκια και η όψη της μάνας της να στέκει με ένα ταπερακι στα χέρια, έφεραν δάκρυα στα μάτια της.
"Είναι για το καλό σου..." ξεστόμισε γλυκά και την έπιασε το παράπονο.
"Μαμά; Αλήθεια θα φύγω; Πες μου όχι...πες μου πως είναι ψέμα" η φωνή της τρεμούλιασε ψάχνοντας για ένα ίχνος ζεστασιάς και προστασίας στο πρόσωπο της Βίβιαν μα δεν υπήρχε τίποτα παραπάνω εκτός από λύπη.
"Λυπάμαι πολύ καρδούλα μου..." Ξεκίνησε να λέει αφήνοντας το ταπερακι πάνω στο γραφείο "Ξέρω πως δε φταίς για όσα έγιναν αλλά ο μπαμπάς δεν αλλάζει γνώμη. Γιατί βρε αγάπη μου; Πάντοτε σου έλεγα να μην εμπιστεύεσαι εύκολα. Δες που καταντησαμε τώρα..." Η Άλισον παρέμεινε σιωπηλή. Είχε δίκιο η μάνα της εν μέρει. Όχι φυσικά για τις φίλες της ... Μα για τη κατάληξη. Δυστυχώς η ευτυχώς , όσο όμορφη και ήρεμη ήταν η ζωή τους, άλλο τόσο ανιαρή άρχισε να γίνεται. Η Άλισον έπαιρνε συγκεκριμένο χαρτζιλίκι, η έξοδος το βράδυ ήταν απαγορευμένη καθώς ο πατέρας της δε θεωρούσε πως η νεολαία "ξέρει να διασκεδάζει" τη σήμερον ημέρα ενώ ακόμα και το ντύσιμο της , είχε περιορισμούς. Σπάνια μιλούσε σε αγόρια καθώς δεν "ήταν σωστό" ενώ για να έρθουν καμιά φορά οι φίλες της σπίτι έπρεπε να αλλάξουν ρούχα. Για ένα κορίτσι στα 17, όλο αυτό είχε αρχίσει να γίνεται εξωφρενικά βαρετό.
Δε θέλησε πολλά .. μια μέρα ελευθερίας θέλησε αλλά της βγήκε ξινό. Ίσως η μητέρα της αρνούνταν να το δεχθεί αλλά η Άλισον πράγματι πήρε κάποια χρήματα από το παγκαρι και πράγματι βγήκε και διασκέδασε μέχρι τελικής πτώσης. Το είχε μετανιώσει φυσικά αλλά πλέον ήταν αργά...
"Δε θα πεις τίποτα; Κάτι... Οτιδήποτε" η μητέρα της την έβγαλε από τις σκέψεις και η Άλισον σηκώθηκε κατσουφιασμενη και άρχισε να κλείνει τη βαλίτσα της.
"Τι να πω ρε μαμά; Πάω σε ένα άγνωστο μέρος, με έναν άγνωστο θείο που έχω να δω από τότε που ήμουν 4 , σε ένα καινούριο σπίτι καινούριο σχολείο και όλα αυτά γιατί δε μου δωθηκε η ευκαιρία να επανορθώσω. Έστω να εξηγήσω..."
"Όλα θα πάνε καλά κορίτσι μου. Θα το δεις... Μη ξεχνάς πως ο θείος μπορεί να μην σε έχει δει καθόλου αλλά αυτό δε σημαίνει πως δε νοιάζεται..."
"Μαμα;" Η Άλισον σήκωσε τη βαλίτσα και τη κοίταξε σοβαρή "Γιατί έφυγε από ο μπαμπάς από το σπίτι στη Αμερική; Γιατί μάλωσαν;" ρώτησε το θέμα "ταμπού" της οικογένειας χωρίς ενδοιασμό. Η Άλισον δεν ήξερε πολλά για το παρελθόν. Έπιανε μερικές φορές κάτι κουβέντες από δω και από εκεί αλλά τίποτα παραπάνω. Η βαθιές ρίζες και ο λόγος που ξεριζώθηκε ο πατέρας της παρέμεναν άγνωστα προς εκείνη.
"Δεν νομίζω πως έχει σημασία το παρελθόν κόρη μου..."
"Νομίζω πως από τη στιγμή που εσείς πήρατε μια απόφαση για μένα. Πώς από τη στιγμή που φεύγω χωρίς περιθώρια επιλογής και απο τη στιγμη που θα μείνω εκεί, οφείλω δικαιωματικά να ξέρω. Πώς απαιτείτε από εμένα να πάω σε ένα άγνωστο μέρος χωρίς να ξέρω ούτε τα βασικά! Πόσο κακό ήταν πια αυτό που έκανα για να με τιμωρείτε έτσι μου λες;!" Ύψωσε τη φωνή της έτοιμη να βάλει τα κλάματα
"Γιατί δε σε απασχολεί το παρελθόν !" ο πατέρας της εμφανίστηκε στη πόρτα κι εκείνη γύρισε τρομαγμένη προς τα πίσω. "Θα μείνεις αποκλειστικά με το θείο σου και δε θα έχεις επαφή με κανέναν άλλο από την οικογένεια. Δεν νομίζω πως θα σου φανεί χρήσιμη καμία άλλη πληροφορία" Τόνισε με έμφαση και έπειτα κοίταξε τη βαλίτσα της "Σε δέκα λεπτά φεύγουμε. Καλύτερα να ετοιμαστείς" της είπε ψυχρά και έφυγε..
"Σ' αγαπάει..." ακούστηκε σιγανα η φωνή της μάνας της σαν παρηγοριά
"Το βλέπω..." αρκέστηκε να της απαντήσει η Άλισον και χωρίς να συνεχίσει τη κουβέντα, πήρε τα πράγματα της και ετοιμάστηκε.
**********
Μπρούκλιν, Αμερική.
"Όλη μέρα σήμερα πας πέρα δώθε εκνευρισμένος! Λέξη δε μπορεί να σου πει άνθρωπος! Θα μου πεις επιτέλους τι συμβαίνει από χθες το βράδυ;"
"Τίποτα που να σε απασχολεί Ντρέικ. Μπορείς να φύγεις και αν χρειαστώ κάτι θα σε καλέσω" Η φωνή του ακούστηκε βαριά όπως ακριβώς ήταν και το άρωμα του. Όπως ήταν και ο ακριβός καπνός από το ταμπάκο που του άρεσε να στρίβει τις νύχτες που έμενε μόνος. Όπως ακριβώς και τα δεκάδες "φορτία" που κουβαλούσε στις πλάτες του καθημερινά. Όλα ήταν βαριά γύρω από αυτόν τον άντρα. Ακόμα και οι ευθύνες...
"Όπως επιθυμείς" με δύο κοφτές κουβέντες , ο Ντρέικ σηκώθηκε από τη καρέκλα παίρνοντας μαζί το φάκελο για τον οποίο είχε πάει εξ αρχής στο γραφείο και έφυγε.
"Ανάθεμα με.." ψέλλισε σαν έμεινε μόνος και βγάζοντας ένα μπουκάλι κατακόκκινο κρασί από το μίνι μπαρ, σέρβιρε ένα ποτήρι στον εαυτό του και κάθισε. Μπρούσκο. Πόσο του άρεσε αυτό το κρασί. Ήταν βαθύ, κόκκινο και βαρύ. Δεν ήταν μια επιλογή για πολλούς και η συγκεκριμένη παρτίδα είχε άψογη γεύση. Έστριψε ένα τσιγάρο, εγυρε τη καρέκλα προς τα πίσω και ανεβάζοντας τα πόδια πάνω στο γραφείο, άφησε το κεφάλι του ξεκουραστεί. Η πίεση που δέχθηκε για να πει το πολυπόθητο ναι, ήταν τεράστια. Δεν είχε ιδέα από παιδιά. Πόσο μάλλον από μια κοπέλα στα 17 που ήταν πάνω στη τρέλα της ηλικίας.
Η δουλειές ήταν πολλές. Το προσωπικό σε έλλειψη και οι άντρες που εμπιστευόταν μέχρι το κόκαλο ήταν δεν ήταν δέκα.
Ρουφηξε αργά μια γερή τζούρα τόση όση έπρεπε για να κάψει τα πνευμόνια του, ήπιε μια γουλια κρασί και άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθεί στο ταβάνι. Στη κατάσταση που ήταν άνετα θα κατεβαζε μονοκοπανια ολόκληρο το μπουκάλι αλλά ο Λόγκαν ποτέ στη ζωή του δεν ήπιε κανένα ποτό μπαμ και κάτω. Μια γουλια τη φορά. Τόσο όσο... Η απολαυση για εκείνον υπερτερούσε της ποσότητας. Τόσο στη προσωπική του ζωή όσο και στη δουλειά του.
Έβγαλε έναν αναστεναγμό πιάνοντας παράλληλα τα πυκνά του άγρια μούσια και ανακαθισε στη πολυθρόνα. Δεν είχε συνηθίσει να κολλάει σε πράγματα και καταστάσεις αλλά δεν κατάφερε να πει όχι στον Τζακ... Δε φοβόταν φυσικά για τον ίδιο. Μα για την όλη κατάσταση. Δεν είχε χρόνο να τρέχει και πίσω από μια έφηβη τη δεδομένη στιγμή. Πάραυτα ένιωθε υποχρέωση του να την αναλάβει. Δεν ήταν ο άντρας που έλεγε "όχι" σε μια δοκιμασία ποτέ. Πόσο μάλλον όταν υπήρχε λόγος και ανάγκη.
Θα μπορούσε κάλλιστα κάποιος να πει ότι ένιωθε τύψεις για όσα ήξερε σε σχέση με τον Τζακ που υπερτερούσε της γνώσης αλλά δεν ήταν τέτοιος. Δεν ένιωσε ποτέ του τύψεις για τίποτα.
Ίσα ίσα , η δύναμη που απέκτησε με τα χρόνια ήταν ευλογία για εκείνον. Του έμαθε και του δίδαξε περισσότερα από ότι θα μπορούσε να φανταστεί ώντας και ο ίδιος παιδί. Για εκείνον, το αίμα που κυλούσε στις φλέβες του ήταν ένα τίποτα. Ήταν κατώτερο συγκριτικά με το δεσμό της οικογένειας που ένιωθε οτι ειχε με το Τζακ και δεν είχε καμία σημασία...
Ξάφνου σηκώθηκε και έσβησε το τσιγάρο του...
Έβρεξε για τελευταία φορά τα χείλη του με το κρασί και αρπάζοντας το τζακετ από τη πολυθρόνα χαμογέλασε ...
Πάντα όλοι έλεγαν ότι όταν ο Λόγκαν χαμογελούσε ήταν τρομακτικός...
Δεν ήξερες τι είχε μέσα στο κεφάλι του.
Δεν είχες ιδέα τι να περιμένεις.
Ο Λόγκαν είχε μάθει να πράττει χωρίς βάσεις και όρια. Γι αυτό έφτασε και εδώ που έφτασε άλλωστε... Δεν έβαζε μπροστά ούτε τη λογική, ούτε το ένστικτο ούτε τη καρδιά ούτε τα δεδομένα. Δεν είχες ιδέα τι σκεφτόταν... Δεν είχες ιδέα ποια θα ήταν η επόμενη κίνησή του...
Δεν είχες ιδέα για το που βρίσκεται και αν πραγματικά σε ακολουθεί... Αν έφυγε ή αν ήταν ακόμα εκεί.
Αυτή ήταν και η δουλειά του άλλωστε...
Αυτός ήταν και ο ίδιος...
Μια σκιά....
❤️❤️❤️❤️
(Σκέφτομαι για cast αλλά επειδή ξέρετε τα γούστα μου, δυσκολεύομαι. Από τη μια δε θέλω να σας δώσω εικόνες που όσες με ξέρετε αρκετά καλά έχετε δει σε δεκάδες βιβλία μου αλλά από την άλλη σκανδαλίζομαι να επαναληφθώ 🤣. Δεν έχω ιδέα τι θα κάνω. Σίγουρα αν βάλω cast θα δείτε γνώριμα πρόσωπα...)
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top