Κεφάλαιο 13°


Άνοιξε τα μάτια της κυριευμένη από το πανικό. Το ρολόι έδειχνε δέκα παρά τέταρτο και τινάζοντας το σεντόνι άρχισε να φωνάζει "Λόγκαν!!! Το σχολείο! Άργησα!!!" Στο πρώτο της βήμα, μόλις τα μπούτια της ήρθαν σε τριβή , ετσουξαν κι εκείνη άρχισε να γρυλιζει ακατανόητες βρισιές.
"Λόγκαν!!" Ξανά φώναξε μέχρι που βγαίνοντας προς τα έξω είδε ένα δίσκο πάνω στο τραπέζι και ένα σημείωμα.

Πλησίασε σιγά σιγά και το άνοιξε :
Ενημέρωσα πως σήμερα δε θα πας στο σχολείο. Έχεις μια εβδομάδα άδεια σου αρέσει δε σου αρέσει.
Θα γυρίσω το βράδυ.
Φάε το πρωινο σου και μέσα στη κουζίνα θα βρεις και μεσημεριανό.
Σε παρακαλώ πολύ, κάτσε φρόνιμη και μη γκρεμίσεις το σπίτι!

Η Άλισον χαμογέλασε αυθόρμητα.
Κοίτα να δεις που τελικά έχει και χιούμορ σκέφτηκε και ανοίγοντας το πακέτο ολόκληρο το σαλόνι μοσχομυρισε ζεστό φαγητό.

Αρπαξε μια ζεστή πατάτα και κοίταξε τριγύρω της.
Έπιασε ψηλά τα μαλλιά της και προχώρησε μέχρι το μπαρ.
Ήταν η δεύτερη φορά που έμενε ολομόναχη ξέροντας όμως ότι θα αργήσει να γυρίσει και μπαίνοντας από την εσωτερική μεριά άφησε το βλέμμα της να περιπλανηθεί στα μπουκάλια

"Μμμ όχι... Όχι... Μμμ ίσως..."
Κατέληξε σε ένα μπουκάλι που έγραφε επάνω "Καθαρτήριο"...
"Εσύ νομίζω είσαι ότι πρέπει..." Άρπαξε το ανοιχτήρι και χωρίς καμία δυσκολία έβγαλε το φελλό. Πήρε το πιο κοντόχοντρο ποτήρι και το γέμισε σχεδόν μέχρι τη μέση. Έπειτα το μύρισε και χαμογέλασε "Φίνα!" ψέλλισε και ύστερα άρχισε να κοιτάζει γύρω της "Κάπου εδώ το είχε γαμώ το... Αφού το είδα!" έψαχνε πάνω κάτω δεξιά στα ράφια και στα ντουλάπια του μπαρ ώσπου βρήκε ότι ακριβώς έψαχνε.
Το καπνό του. Τον εφεδρικό τουλάχιστον. Έβγαλε το σακουλάκι, έστριψε στα γρήγορα ένα τσιγάρο και έπειτα το έβαλε στη θέση του προσέχοντας παράλληλα ο καπνός να μη φαίνεται πειραγμενος.

Το τζάκι ήταν σβηστό αλλά το σπίτι αρκετά ζεστό ακόμα
Κάθισε κάτω, άνοιξε το κλαπετο από το εσωτερικό του τζακιού έτσι ώστε να τραβάει τον αέρα και πίνοντας μια γουλια κρασί , άναψε ικανοποιημένη το τσιγάρο της. Τα στήθη της κάηκαν μα το απόλαυσε στο τέρμα. Μέρες τώρα τον έβλεπε να βάζει κάπου το καπνο και δεν κατάφερε να τον βρει.

"Γαμήθηκα τη τρέλα μου μέσα!" μονολογησε κοιτάζοντας τα μπούτια της. "Σκατα τα έκανα!"

Ήταν έξαλλη με τον εαυτό της.
Πυρ και μανία! Βέβαια τράβηξε αρκετά το ενδιαφέρον του Λόγκαν αλλά δεν ήθελε να το πετύχει εκθέτοντας τη σωματική της ακεραιότητα.

Τηλεόραση δεν υπήρχε.
Μαθήματα δεν ήθελε να κάνει εξ αρχής οπότε ήταν βολεμενη για τουλάχιστον 7 μέρες και είχε όλο το σπίτι για πάρτη της. Ήταν σίγουρη πως ο Λόγκαν θα γυρίσει βράδυ. Δεν ήταν χαζή. Από την αρχή που πάτησε το πόδι της στο σπίτι του, δεν ηταν. Βέβαια το να το παίζει χαζή εξυπηρετούσε το σκοπό αλλά κάπου στο βάθος απολάμβανε και η ίδια το όλο θέατρο.
Ήταν η μικρή αθώα ανιψουλα...
Εν μέρη ήταν, αλλά από την άλλη όχι και τόσο. Σε κάθε περίπτωση όμως ήταν κάτι που της άρεσε.

Πήρε μια τελευταία τζούρα και βύθισε βαθιά μέσα στις στάχτες τη γόπα.

Σηκώθηκε, ήπιε όλο το κρασί με τη μια και πήγε στη κουζίνα. Η αίσθηση ήταν απίστευτη. Έπλυνε το ποτήρι, έφαγε λιγάκι και ύστερα ξεντυθηκε. Έξω είχε αρχίσει να βρέχει. Ήταν μόλις 11 το πρωί αλλά έμοιαζε με νύχτα.
Είχε τη τέλεια ατμόσφαιρα έτσι ώστε να απολαύσει ένα ζεστό μπάνιο και γιατί όχι, να χρησιμοποιήσει το δικό του αφρολουτρο. Είχε ωραία γούστα σαν άντρας. Δεν είχε έρθει φυσικά και σε επαφή με πολλούς αλλά πάνω ήξερε να αντιλαμβάνεται το χαρακτήρα.
Το τζακετ, η μάρκα του καπνού, τα κρασιά, το άρωμα του , το χρώμα.που είχαν τα ρούχα και ο τρόπος που περπάταγε. Όλα αυτά σε συνδιασμό έβγαζαν μια εικόνα που ναι μεν ερχόταν σε αντιπαράθεση με το προστατευτικό Λόγκαν απέναντι της αλλά παράλληλα της έδινε την αίσθηση ότι άνετα μπορεί να της πάρει και το κεφάλι. Δεν ανησυχούσε φυσικά. Μα πάραυτα τον έκανε περισσότερο σέξυ στα μάτια της.

Ένα δυνατό χτύπημα στη πόρτα τη τρόμαξε.

"Ποιος διάολος είναι! Ο Λόγκαν έχει κλειδιά!" σκέφτηκε φωναχτά και τυλίγοντας μια πετσέτα γύρω της, πλησίασε τη πόρτα. Δεν υπήρχε κανένα οπτικό μέσο για να διακρίνει ποιος ήταν έξω και βλέποντας το τσεκούρι για τα ξύλα δίπλα από την εξώπορτα ένιωσε έτοιμη. Μόλις την άνοιξε είδε έναν άντρα να τη κοιτάζει χαμογελαστός.

"Ποιος είσαι;" ρώτησε σηκώνοντας το φρύδι της μα όπως το σήκωσε έτσι και το κατέβασε σαν τον παρατήρησε καλά καλά. Είχε ακριβώς το ίδιο τατουάζ με το Λόγκαν  ή τουλάχιστον αυτό που φαινόταν και προεξείχε από το στήθος ως το λαιμό. Κατάλαβε αμέσως πως όποιος κι αν ήταν αυτός ο τύπος δούλευε σίγουρα για εκεινον αλλά ακόμα κι αν δε δούλευε είχαν κάποια σχέση. Το πρόσωπο του πάραυτα της φάνηκε γνωστό.

"Να υποθέσω είσαι η Άλισον σωστά;"

"Σωστά..." δίστασε παραμένοντας πίσω από τη πορτα.

"Μπορείς να κάνεις στην άκρη να περάσω; Δε δαγκώνω...Για σένα ήρθα άλλωστε" ζωγράφισε ένα αθώο αλλά ταυτόχρονα άκρως επικίνδυνο χαμόγελο στα χείλη του. Το τσεκούρι ήταν εκεί και εκείνη ήξερε καλά πως να το χρησιμοποιήσει.

"Δεν είναι κατάλληλη στιγμή" του είπε και ένιωσε το βλέμμα του πάνω στα βρεγμένα της μαλλιά. Ήταν το μόνο που έβλεπε άλλωστε.

"Είναι επείγον" αποκρίθηκε και εκείνη κάνοντας ένα βήμα πίσω, άνοιξε ελαφρά τη πόρτα και του έδωσε το ελεύθερο να περάσει.
Μόλις όμως το πόδι του πάτησε στο εσωτερικό το χαμόγελο άλλαξε...
Το χέρι του τυλίχθηκε αστραπιαία στο λαιμό της , η πόρτα πίσω του έκλεισε δυνατά από τη κλωτσιά που της έδωσε και εκείνη βρέθηκε κολλημένη στο τοίχο. Ένιωσε στη παλάμη του τους χτύπους της καρδιάς της και σαν καλο λαγωνικό που ήταν, μύρισε αδιάκοπα το φόβο της και γέλασε. Αυτό που δεν ήξερε φυσικά ήταν πως δεν ήταν χτύποι φόβου αλλά αδρεναλίνης...

"Μάθημα πρώτο μικρή..." της ψιθύρισε σκύβοντας προς το πρόσωπο της. "Δεν ανοίγουμε ποτέ τη πόρτα σε αγνώστους!" συνέχισε και βγάζοντας έναν ήχο κοροϊδίας από τα χείλη, την απελευθέρωσε και στάθηκε απέναντι της. Η Άλισον έπιασε απευθείας το κατακόκκινο λαιμό της μα ούτε που κουνήθηκε.
"Λίαμ, χάρηκα .." της συστήθηκε τείνοντας το χέρι του κι εκείνη το κοίταξε ακόμα πιο τρομαγμένη "Ωωω έλα τώρα... Θα κάνουμε συχνά τέτοια μαθήματα , θα συνηθίσεις... Είμαι η προσωπική σου νταντά!" της ανακοίνωσε περιχαρής κι εκείνη ασπρισε. Τωρα πλέον η μνήμη της ζωντάνεψε. Το μόνο που δεν ήθελε ήταν ακόμα έναν Λώρενς στα πόδια της.

"Τρόπους δεν σας έμαθαν στη σχολή σας;" Τον ειρωνεύτηκε δείχνοντας του παράλληλα τη πετσέτα που είχε τυλιγμένη γύρω της μα δαγκωθηκε σαν τον είδε να τη κοιτάζει από πάνω μέχρι κάτω. Άφησε τα μάγουλα της να κοκκινίσουν και έφυγε τρέχοντας στο δωμάτιο.

"Με συγχωρείς! Που να φανταστώ πως θα ήσουν στο μπάνιο!" Τον άκουσε να της φωνάζει  από το σαλόνι και έριξε ένα άγριο βλέμμα προς τη πόρτα.

"Καθυστερημένε!" Ψέλλισε ενοχλημένη που της χάλασε την ηρεμία και ντύθηκε στα γρήγορα. "Γαμώ το σου Λόγκαν!" συνέχισε εκνευρισμένη νιώθοντας το τσούξιμο στα μπούτια της και βάζοντας στα γρήγορα τα ρούχα της βγήκε έξω. Ο Λίαμ είχε ήδη καθίσει στο σαλόνι.

"Νταντά;" ρώτησε και μόλις εκείνος γύρισε προς το μέρος της, η Άλισον έπιασε τα μανίκια από τη μπλούζα της ελαφρώς φοβισμένη. "Ξέρει ο θείος μου πως είσαι εδώ;"

"Εκείνος με έστειλε για την ακρίβεια. Προέκυψε κάτι και έπρεπε να φύγει απόψε. Θα έχω την... Την επίβλεψη σου ας το πούμε για την επόμενη εβδομάδα!"

"Τι πράγμα;!" Είπε δυνατά μα αμέσως ξεροβηξε "Χρειάζομαι επίβλεψη για κάτι;" ρώτησε πιο ήρεμα μετέπειτα  κι εκείνος υψωσε το φρύδι. Σηκώθηκε από το καναπέ και πήγε κοντά της.

"Καταρχήν μη με φοβάσαι... Το βλέπω στα μάτια σου..." ξεκίνησε να λέει "Είμαι οικογένεια σου. Δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα..."

"Οικογένεια;"

"Ουφφ. Ξάδερφος σου ρε παιδάκι μου! Σόι. Ίδιο επίθετο! Πώς το λένε;!!"

"Μα... Μα δεν έτυχε ποτέ να..."

"Καλά δεν είχα αμφιβολία. Σιγά μη σου έλεγαν για το σόι που υπάρχει πίσω!
Όταν έφυγε ο πατέρας σου έριξε μαύρη πέτρα. Πάραυτα, επειδή όπως σου εξήγησα έτυχε κάτι και ο Λόγκαν έπρεπε να φύγει επειγόντως ήρθα εγώ!"
Το βλέμμα της προς το πρόσωπο του ήταν γεμάτο απορίες κι εκείνος ένας χείμαρρος από την ώρα που μπήκε.
"Αν σε τρόμαξα πριν, με συγχωρείς .." δικαιολογήθηκε. "Δεν έχω και τους καλύτερους τρόπους. Εννοώ μαρεσει να τρομάζω κόσμο κτλ αλλά..."

"Και γιατί θέλω κάποιον εδώ; Τι είστε; Τίποτα γκάνγκστερ και χρειάζομαι προστασία;" Του είπε κι ο Λίαμ ξεροκαταπιε.

"Όχι φυσικά! Πώς σου πέρασε κάτι τέτοιο από το μυαλό , τρελάθηκες;"

"Άρα;" Τον ρώτησε

"Άρα..."

"Ναι αυτό λέω και εγώ! Άρα; Προς τι η εμφάνιση σου;"

"Χρειάζομαι λόγο για να προσέχω τη νεοφερμένη ξαδέρφη μου;! Πες πως θέλεις να βγεις μια βόλτα ρε αδερφέ! Κάτι! Δε μπορείς να περάσεις τις μέρες σου στο σπίτι έτσι δεν είναι;"

"Μέρες; Ποσο καιρό θα λείψει ο Λόγκαν;"

"Λόγκαν;?!" ο Λίαμ τη κοίταξε σαν εξωγήινη

"Εννοώ ο θείος! Με συγχωρείς. Καμιά φορά λόγω και της ηλικίας δε μου βγαίνει να τον φωνάζω έτσι.. Πήρα άδεια φυσικά αλλά και πάλι με συγχωρείς..." Έσκυψε το κεφάλι της αλλά ο Λίαμ γέλασε δυνατά

"Πλάκα έχεις...!"

"Να και κάτι που δεν ακούω συχνά..." είπε εκείνη ντροπαλά.

"Λοιπόν;"

"Λοιπόν τι;"

"Αμάν βρε κορίτσι μου! Είσαι και αργοστροφο! Εννοώ τι θα κάνουμε; Δεν έχεις κανονίσει κάτι; Δε θέλεις να πας κάπου; Να ρωτήσεις κάτι! Οτιδήποτε!"

Η Άλισον γύρισε ελαφρώς το πρόσωπο της προς τα πίσω πριν του καρφώσει καμία κλωτσιά μέσα στα μούτρα και πήγε προς το δωμάτιο.

"Για την ακρίβεια έχω να ρωτήσω κάτι..."

"Τι;"

"Που είναι ο Λόγκαν; Δυστυχώς δε ξέρω τι δουλειά κάνει οπότε όλα αυτά καταλαβαινεις... Μου φαίνονται τόσο καινούρια..." Γύρισε ξανά το βλέμμα της προς το μέρος του κι αυτή τη φορά ήταν δακρυσμένη
"Λες ότι είσαι ξάδερφος μου και ούτε σε ξέρω ... Δεν ξέρω τίποτα... Ο Λόγκαν φεύγει. Εσύ έρχεσαι. Είναι τόσο μυστικοπαθής. Ούτε καν ο μπαμπάς με ενημέρωσε για τίποτα. Απλά με έβαλε στο αεροπλάνο και ήρθα..."

Βλέποντας τη τόσο λυπημένη ο Λίαμ ένιωσε άσχημα. Προσπάθησε να μπει στη θέση της και στην οπτική της αλλά πραγματικά ήταν δύσκολο.

"Είναι... Σωματοφύλακας..." Αρκέστηκε να της πει για να τη καθησυχάσει. "Προέκυψε κάτι και έπρεπε να προστατέψει κάποιον. Ίσως δεν ήθελε να τον δεις με κακό μάτι. Ξέρεις καμιά φορά όσοι κάνουν τέτοιες δουλειές θεωρούνται επικίνδυνοι..."

"Καταλαβαίνω... Ευχαριστώ" τον ευχαρίστησε ντροπαλά.

"Δε κάνει τίποτα. Ίσως έπρεπε να σε ενημερώσει εν μέρη και εκείνος και το ξέχασε. Θα ήθελες να πάμε κάπου; Για ψώνια, ή για φαγητό; Εγώ είμαι το μεσημεριανό σου!"
Η Άλισον σαστισε... 
"Υπεύθυνος για το μεσημεριανό σου εννοώ!"

"Αααα....." Είπε συνεσταλμένα εκείνη. "Βασικά ίσως θα μπορούσαμε να πάμε μια βόλτα!"

"Πες μου που θες και φύγαμε!"

"Θελω απεγνωσμένα ένα καλό εσπρέσσο!" Ο Λίαμ παραξενεύτηκε αλλά χαμογέλασε.
"Πίνεις και καφέ;" Τη ρώτησε

"Κακό είναι;"

"Όχι φυσικά! Αλλά ξέροντας το Τζακ νόμιζα θα στο είχε απαγορεύσει..."
Η Άλισον τον κοίταξε αμήχανα. "Α! Μα φυσικά! Γι αυτό θες καφέ! Γιατί δεν σε άφηνε να πίνεις! Μην σκας! Ο Λίαμ είναι εδώ! Ετοιμάσου και φύγαμε!"

Η Άλισον χαμογέλασε πλατιά...
Τελικά δεν ήταν κακός...
Ίσα ίσα...

❤️❤️❤️❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top