Αμυγδαλιές

Θα σας πω τι παίζεται. Αυτό υποτίθεται ότι θα είχε κόμφορτ αλλά λίγο το γράφω πανελλήνιες, λίγο έχασα το ενδιαφέρον μου για το συγκεκριμένο φικ, λίγο θέλω να γράψω ένα συγκεκριμένο Tower of God (ΔΕΙΤΕ TOG ΡΕ) φικ αλλά δεν ήθελα να έχω άλλες εκκρεμότητες--cool kids laughter in the background-και τελικά το κόμφορτ πήγε περίπατο. Δεν είναι καν καλό. Απλά ήθελα να φύγει από πάνω μου ο πόνος.

Υπάρχουν αρκετές σταθερές στον κόσμο. Ο ουρανός είναι μπλε, δεν θα πέσεις αν βρίσκεσαι στο νότιο ημισφαίριο και ναι, αν δεν μπορείς να βρεις κάτι, η μητέρα σου μπορεί. Ο κόσμος δεν είναι πλέον το μπλεγμένο κουβάρι που παρουσιάστηκε στους πρώτους ανθρώπους παρά ένας κύβος του Ρούμπικ. Κάποια κομμάτια σταθερά, κάποια μεταβλητά, κάποια βγάζουν νόημα μονάχα όταν είναι στην σωστή σειρά.

Η αγάπη είναι και αυτή μια μεταβλητή, γιατί οποιαδήποτε σταθερότητα εκ μέρους της θα πήγαινε ενάντια στην ανθρώπινη φύση. Ίσως και αυτό είναι το τραγικότερο αμάρτημα του ανθρώπου. Τα ζώα αγαπούν και θα αγαπούν για πάντα. Ένας σκύλος μαθαίνει να αγαπάει το αφεντικό του ό,τι και αν του κάνει, ακόμα και αν εναντιώνεται στην ίδια του την επιβίωση, και αυτό, αν και θλιβερό, κρύβει μια ομορφιά μέσα του.

Ο άνθρωπος δεν είναι έτσι και για αυτό η αγάπη του είναι ρευστή. Ο άνθρωπος αγαπάει την Δευτέρα και το ξεπερνάει την Τετάρτη, όχι γιατί πληγώθηκε, αλλά γιατί βαρέθηκε, και αν πονάει το Σάββατο γιατί θρηνεί μια νεκρή αγάπη δεν έχει σημασία, την Δευτέρα θα αγαπήσει ξανά. Γιατί η αγάπη είναι και θα είναι για πάντα ρευστή.

Το Hanahaki όμως είναι σταθερό γιατί ο κόσμος πάντα λάτρευε την ειρωνεία.

.

Στον Ανδρέα αρέσουν οι αμυγδαλιές.

.

Ο Ανδρέας δεν είναι λάτρης των λουλουδιών, πόσο ειρωνικό θα ήταν άλλωστε για έναν δολοφόνο να έχει μια τέτοια πλευρά, αλλά ξέρει τρία, τέσσερα είδη. Για αυτό δεν έφταιγε κανένας άλλος παρά η μητέρα του, και ο πατέρας του, και ο κόσμος, και οι γείτονες, και αυτοί που έβλεπαν μα δεν μιλούσαν—

Στην μητέρα του Ανδρέα άρεσαν τα λουλούδια. Ήταν άλλωστε κοπέλα της εξοχής. Οπότε όταν με τον πατέρα του μπόρεσαν να αγοράσουν ένα σπίτι με κήπο, ήταν λογικό για αυτόν να γεμίσει με λουλούδια. Όταν ο Ανδρέας ήταν μικρός, θα τον έπαιρνε στον κήπο και θα του έδειχνε τα λουλούδια. Όταν πάλι ο πατέρας του άρχισε να νευριάζει και να λέει πικρά λόγια, η μητέρα του θα τον κρατούσε και θα του ονομάτιζε τα λουλούδια σαν μάντρα. Ο Ανδρέας ποτέ δεν ηρεμούσε με αυτή την πράξη αλλά, ύστερα από χρόνια, συνειδητοποίησε ότι δεν το έκανε για εκείνον.

Μια μέρα, όταν πλέον ήταν μεγαλύτερος και η καρδιά του έτοιμη να μαραθεί, η μητέρα του χαμογέλασε και τον ρώτησε ποιο λουλούδι του άρεσε περισσότερο. Της είπε την αμυγδαλιά στην μέση του κήπου.

(Και αν ο πατέρας του έφευγε για μερικές εβδομάδες στα τέλη Ιανουαρίου για 'δουλειές' ενώ η αμυγδαλιά έβγαζε τα πρώτα της άνθη, αυτό δεν είχε καμιά σημασία.)

.

Ο Ανδρέας δεν θέλει να προτρέχει στις δουλείες του. Ξέρει ότι η σιγουριά δεν ωφέλησε κανένα, έτσι έχει κάνει τα μεγαλύτερα λάθη του, αλλά μια φωνή μέσα του του λέει ότι πλέον μπορεί να ησυχάσει. Τους έχει πιάσει, τρία στα πέντε, δεν μπορούν να ξεφύγουν. Το τούνελ της βρομοδουλειάς του Παυρινού ήταν πάντα σκοτεινό αλλά για πρώτη φορά μπορεί να δει το φως. Δεν υπάρχει κάτι που μπορεί να πάει στραβά. Βέβαια,

«Μιλήστε και στον άλλο.»

ο Ανδρέας πάντοτε μιλούσε πολύ γρήγορα.

«Ανδρέα!», η φωνή του Νίκου ήρθε ως μια κακή υπενθύμιση της πραγματικότητας. Μιας πραγματικότητας στην οποία ο Ανδρέας ήταν αποτυχημένος και οι καλοί πάντα κερδίζουν. Δεν ξέρει πώς βρήκαν τον Νίκο, δεν θέλει να το σκεφτεί, αλλά για πρώτη φορά μετά από χρόνια, ο Ανδρέας φοβάται.

Είναι τραγικό ότι φοβάται πέντε, δύο, ανθρωπάκια—όπως θα τους χαρακτήριζε και ο Παυρινός—αλλά δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. Έφτασαν μέχρι εδώ, γλύτωσαν απ' τον θάνατο σαν εφτάψυχες γάτες, αυτό σημαίνει ότι έχουν κάτι το ξεχωριστό. Και αν αυτή τους η ιδιαιτερότητα τους οδήγησε στον Νίκο, δεν ξέρει ποιο μπορεί να είναι το αποτέλεσμα.

.

Ο Ανδρέας κοιμάται στο σπίτι του Μανοβιρογιαννάκη, μη θέλοντας να αφήσει τον άχρηστο συνεργό του να φυλάει τους τρεις. Ανά τα χρόνια έχει κάνει πολλούς άβολους ύπνους, σε στρυμωγμένα μέρη, σε σημεία που δεν θα έπρεπε να κοιμάσαι, μαζί με άτομα τα οποία δεν σε άφηναν να κοιμηθείς, μαζί με τον ίδιο του τον εαυτό όταν είχε κακές μέρες, αλλά καμιά νύχτα δεν μπορούσε να συγκριθεί.

Και όταν ο ήλιος βγήκε και ο Ανδρέας αδυνατούσε να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά, ήρθε ο βήχας και η ξηρότητα του λαιμού του ήταν αρκετή για να τον σηκώσει. Δεν πρόλαβε να ανοίξει την πόρτα και ένα κόκκινο πέταλο βγήκε από τα στόμα του.

.

Υπάρχουν πολλά λουλούδια με κόκκινα πέταλα και ο Ανδρέας δεν έχει αρκετές γνώσεις για να διαχωρίσει αυτό που θα τον σκοτώσει.

.

Στην επέτειο του θανάτου της μητέρας του Ανδρέα, είχε μείνει στο σπίτι του Νίκου καθώς δεν ήθελε να μείνει μόνος. Ο Νίκος προσέφερε μια ζεστασιά και οικειότητα που κάλυπταν, έστω και προσωρινά, το κενό εκείνης της ημέρας. Μια μέρα κατά την οποία ο Ανδρέας δεν θα ήταν παρά μια απομίμηση του εαυτού του, ένα ον που φορούσε το πρόσωπο του Ανδρέα και τίποτα παραπάνω.

Είχε κάνει το λάθος να πράξει, ξανά, απερίσκεπτα. Το μεσημέρι πήγε σε ένα ανθοπωλείο-πήγε σε τρία για την ακρίβεια, κανένα εκ των οποίων δεν ήταν κοντά στο σπίτι-και πήρε ένα κλωνάρι αμυγδαλιάς. Ο Νίκος τον βρήκε αργότερα έξω στο μπαλκόνι να το κοιτάει, χαμένος στην σκέψη, και αν σκέφτηκε κάτι-σίγουρα θα σκέφτηκε κάτι-δεν είπε τίποτα.

Κάθισε απλά δίπλα του, έβγαλε ένα τσιγάρο και περίμενε. Τι ακριβώς, ο Ανδρέας δεν ήταν σίγουρος. Ότι και να ήταν δεν ήρθε, γιατί ο Νίκος αναστέναξε και ακούμπησε το τσιγάρο στο τασάκι δίπλα του.

«Δεν έφερνες και σε 'μένα τίποτα; Το μπαλκόνι είναι άδειο.», αν το είχε πει αυτό κάποιος άλλος εκείνη την ήμερα, ο Ανδρέας ήταν σίγουρος πως θα έκανε καβγά. Αλλά, για δικιά του τύχη, ο Νίκος αστειευόταν.

«Θα σου φέρω έναν κάκτο.»

«Μην γίνεσαι μαλάκας, θέλω λουλούδια.», του χτύπησε ελαφρά τον ώμο, «Νομίζω το αξίζω.»

«Καλά. Την επόμενη φορά θα σου φέρω μαργαρίτες.»

Ο Νίκος ρουθούνισε. «Δεν μ' αρέσουν οι μαργαρίτες.»

«Έτσι θα το πάμε τώρα; Τι λουλούδια θες;»

«Δεν ξέρω πάντως όχι μαργαρίτες. Φέρε μου κάτι ωραίο. Κατά προτίμηση να μην θέλει πολύ προσοχή. Να μην προσελκύει πολλά έντομα—»

«Καφέ να σου φτιάχνει ή μπορείς;»

«Σκάσε.» του χαμογέλασε ο Νίκος «Μου αρέσουν τα κόκκινα.»

Δυο μέρες μετά, ο Ανδρέας του παίρνει αμαρυλλίδες.

.

Ο Νίκος γυρίζει, σώος και αβλαβής, σχετικά αλλαγμένος και ένα κιλό βαρύτερος. Τουλάχιστον τον τάιζαν καλά. Ο Ανδρέας το βρίσκει λίγο ειρωνικό, αυτή η αλλαγή στην αύρα του Νίκου. Λίγο πιο σκεπτικός, λίγο πιο υγιής, λίγο πιο φωτεινός. Θα έλεγες πως είχε πάει ταξίδι αναψυχής και όχι όμηρος.

Αυτό όμως δεν σταματά τον Ανδρέα από το να νιώσει μια τρομερή ανακούφιση όταν τον βλέπει. Όταν αγκαλιάζονται, ο Ανδρέας χαμογελάει και η ανάσα που κρατούσε καταπίνεται.

.

Από την άλλη, η κατάσταση του Ανδρέα μετά την ομηρία του Νίκου είναι, από όλες τις απόψεις, χάλια. Κομμένος, το βλέμμα του απλανές και τα σεντόνια του βαμμένα με αίμα. Λένε πως το Hanahaki δεν έχει συγκεκριμένο χρόνο δράσης-εξαρτάται από τα συναισθήματά σου, από την προσοχή που σου δίνει ο άλλος, απ' την δύναμη της καρδιάς σου ακόμα και από το γενετικό υπόβαθρο-και φαίνεται ότι ό,τι επηρεάζει την κατάσταση του Ανδρέα τον σκοτώνει ταχύτατα.

Δεν το αναφέρει σε κανέναν, υποθέτει δεν έχει και πολλά άτομα για να μιλήσει. Οι μόνοι που καταναλώνουν τον χρόνο του είναι ο Παυρινός(δεν υπάρχει περίπτωση) και ο Νίκος και ο Ανδρέας δεν θέλει να μιλήσει σε κανέναν από τους δύο.

Ιδιαίτερα στον Νίκο.

(Την ίδια στιγμή, σε ένα μπαλκόνι μακριά απ' τον Ανδρέα, ανθίζουν αμαρυλλίδες.)

.

Επισκέπτεται έναν Αφαιρετή τρεις μήνες αργότερα, μη μπορώντας να αντέξει πλέον το βάρος. Ο γιατρός τον εξετάζει, κοιτάει μια αυτόν και μια το σχεδόν ολόκληρο λουλούδι, τα μάτια του είναι σοβαρά και λυπημένα. Στον Ανδρέα δεν άρεσε ποτέ ο οίκτος.

«Λοιπόν,» αρχίζει ο ηλικιωμένος άνδρας «αν δεν γίνει η εγχείρηση έχεις πάνω κάτω δυο μήνες. Ίσως λιγότερο δεδομένου ότι έχετε ιστορικό στην οικογένεια.»

«Τότε ας κάνουμε την αφαίρεση.»

Ο Αφαιρετής ξεροκαταπίνει. Ο Ανδρέας δεν συγκινείται. Ήξερε για ποιο λόγο είχε έρθει και ήταν προετοιμασμένος για όλους τους συναισθηματισμούς που θα έριχνε στο μέρος του ο γιατρός.

«Είσαι βέβαιος ότι δεν αισθάνεται το ίδιο; Πρέπει να σου τονίσω, σίγουρα γνωρίζεις άλλωστε είναι συχνά,»--ο γιατρός κάνει μια μικρή παύση—«οι κίνδυνοι είναι πολλοί. Μπορεί να επηρεάσουμε το κέντρο των συναισθημάτων, μπορεί να πάθεις καρδιακή προσβολή κατά την εγχείρηση και φυσικά μπορεί να επηρεαστεί ο μετωπιαίος λοβός.»

«Τα ξέρω όλα αυτά.» αποκρίθηκε ο Ανδρέας «Η απάντηση μου δεν αλλάζει. Δεν ξέρω καν πώς κόλλησα.»

Ο γιατρός γελάει λυπημένα με αυτό το σχόλιο. Ο Ανδρέας τον κοιτάει περίεργα και ελαφρά ενοχλημένα.

«Αδυνατώ να πιστέψω ότι νιώθεις τόσο μεγάλη αγάπη μέσα σου και δεν ξέρεις για ποιον.»

Ο Ανδρέας όμως δεν ξέρει. Πίστευε ότι ο επερχόμενος θάνατός του ήταν αποτέλεσμα των κακών πράξεων του, ίσως μια τιμωρία, ίσως μια λύτρωση, ίσως ο τρόπος του σύμπαντος να του δώσει μια διαφυγή. Οπότε ναι, ο Ανδρέας δεν γνώριζε πως ήρθε η αρρώστια. Ήξερε όμως ότι δεν ήρθε εξαιτίας μιας μεγάλης αγάπης. Άλλωστε, τι θα μπορούσε να αγαπήσει;

.

Όταν η εγχείρηση γίνεται την επόμενη εβδομάδα, ο ίδιος γιατρός που του είχε μιλήσει, έρχεται χαμογελώντας με ένα λουλούδι. Μεγάλο και όμορφο. Του το δίνει με προσοχή, δίνει την καρδιά του Ανδρέα με ένα μικρό φιόγκο, καθαρισμένη από αίματα και πόνους.

«Ομορφιά, αποφασιστικότητα και υπερηφάνεια.»

.

Ο Ανδρέας καταλαβαίνει τι έκανε μόνο όταν βλέπει τον Νίκο το ίδιο βράδυ και νιώθει ένα τεράστιο κενό.

.

Όταν ο Νίκος αποφυλακίστηκε, νόμιζε ότι η ζωή του μπορεί να αλλάξει. Μπορεί να βελτιωθεί. Ήταν ελεύθερος, πρόθυμος να αλλάξει και με τον Ανδρέα να τον στηρίζει. Εξάλλου, κατά γενική ομολογία, η αλλαγή είναι ευκολότερη αν δεν είσαι μόνος. Αυτό όμως που δεν υπολόγιζε—άλλωστε πώς θα μπορούσε—είναι να ξυπνήσει μια μέρα βήχοντας αίμα και πέταλα.

Ο Νίκος δεν ήταν χαζός. Ήξερε τι προμήνησέ το τρυπημένο πέταλο, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι ξαφνική του εμφάνιση. Το έπιασε στο χέρι του και το εξέτασε προσεκτικά, είχε μια ελαφρά ροζ απόχρωση.

Αμυγδαλιά.

.

Στον Νίκο δεν άρεσαν ποτέ τα λουλούδια.

Αλλά μια μέρα ο Ανδρέας του μιλούσε για το σπίτι του, και την μητέρα του, και εκείνον, και για αυτή την όμορφη αμυγδαλιά που είχαν στο σπίτι τους και ο Νίκος δεν μπορούσε παρά να σκεφτεί ότι το συγκεκριμένο φυτό είχε κάποια γοητεία.

.

Μια από τις επόμενες μέρες, ο Νίκος βρίσκει τον εαυτό του να πηγαίνει στο σπίτι του Ανδρέα. Ύστερα από ώρες συλλογισμού αποφάσισε να πει την αλήθεια και ότι γίνει. Στην χειρότερη περίπτωση θα έχανε τον Ανδρέα για πάντα αλλά, εφόσον δεν ήθελε να διακινδυνέψει με την αφαίρεση, θα πέθανε ούτως ή άλλως. Παρόλα αυτά, όταν είδε την Αγγέλα Ιωακειμίδου να βγαίνει από το σπίτι του Ανδρέα, αυτό το σχέδιο ματαιώθηκε.

Ο Νίκος έτρεξε πάνω, μην ξέροντας τι θα αντιμετωπίσει. Ο Ανδρέας του άνοιξε με ένα χαμόγελο και χωρίς καμιά εξήγηση.

«Είδα την Αγγέλα κάτω.»

«Ναι, ήταν εδώ πριν.» του λέει ο Ανδρέας λες και ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Ο Νίκος αναστέναξε 'Αγαπώ έναν βλάκα'.

«Δεν μου είπες γιατί όμως.»

«Λιποθύμησε και την βοήθησα.»

«Γιατί;» Δεν ρωτάει κακοπροαίρετα, έτσι και αλλιώς ο καθένας θα έπρεπε να βοηθήσει. Αλλά ίσως εξαιρέσεις θα έπρεπε να γίνονται αν έχετε προσπαθήσει να αλληλοσκοτωθείτε.

«Έχει Hanahaki και την λυπήθηκα.» του αποκρίνεται «Της έδωσα και μια κάρτα Αφαιρετή.»

Ο Νίκος γνέφει και ο Ανδρέας πάει στην κουζίνα να του φτιάξει καφέ. Συνεχίζουν να κάθονται εκεί, αμίλητοι, και όμως η ησυχία δεν είναι άβολη. Είναι οικεία. Είναι σαν να έρχεσαι σπίτι μετά από ένα μακρύ ταξίδι. Είναι σαν ένα λουλούδι που ανθίζει, ένα λουλούδι που τρυπά κάθε όργανο του Νίκου με κάθε λεπτό που περνάει. Και όμως δεν πονάει. Ο Νίκος πεθαίνει αλλά ποτέ του δεν πονάει. Μέχρι—

«Γιατί είχες κάρτα Αφαιρετή;»

.

Ένα ποτήρι σπάει. Πέφτει από τα χέρια του Ανδρέα ακαριαία και θρυμματίζεται. Ο Ανδρέας δεν τον κοιτάει, αντιθέτως βρίζει και σκύβει για να μαζέψει τα σπασμένα. Ο Νίκος στέκεται εκεί και τον κοιτάει, το μυαλό του κατακλυσμένο από σκέψεις. Ερωτήσεις, θεωρίες, φωνές και πάνω από όλα μια συνειδητοποίηση.

.

Αστείο πράγμα,

(«Νίκο; Νίκο!»)

οι άνθρωποι πέφτουν σαν τα ποτήρια.

Γλιστράνε. Σπάνε. Και θρυμματίζονται.

(Ο Νίκος δεν του απαντάει. Παρά μόνο βήχει, βήχει και βήχει και τα πέταλα δεν σταματάνε. Το αίμα δεν σταματάει.)

Και όταν ένα ποτήρι σπάει, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα άλλο παρά να μαζέψεις τα σπασμένα.

(«Πήρα στο νοσοκομείο, κρατήσου, θα έρθουν σύντομα.»--Ο Νίκος γελάει. Είναι ένα μικρό θλιβερό γέλιο. Ο Ανδρέας βαράει την γροθιά του στο πάτωμα. --«Γιατί δεν μου το είπες;»

«Δεν είχε σημασία.», ο Νίκος παίρνει ένα ματωμένο άνθος αμυγδαλιάς στο χέρι του και το δίνει στον Ανδρέα.)

Ο Θεός, αν υπάρχει, ποτέ δεν αγάπησε τον Ανδρέα Καλογήρου.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top