Η Κυριακή του Γάμου

Την ημέρα του γάμου, από νωρίς το γλέντι ξεκινούσε ήδη από τα καφενεία του χωριού με τους συγγενείς και τους φίλους του ζευγαριού.Από νωρίς το μεσημέρι, οι φίλοι και οι συγγενείς του γαμπρού, με τη συνοδεία των παιχνιδιών (μουσικών οργάνων) πήγαιναν στο πατρικό σπίτι του για να τον ξυρίσουν, να τον λούσουν και να τον χτενίσουν. Εκεί, του έλεγαν τα λεγόμενα «παινέματα» (τραγούδια έμμετρα με παραδοσιακό ρυθμό που αναδείκνυαν τα κάλλη και τη ζωή του) και καθένας εκτελούσε κάποιο «χρέος» όπως για παράδειγμα να του βάλει τη γραβάτα όπου το εκτελούσε με το κάλεσμα από το στίχο. (Κάποια απ' αυτά υπάρχουν στο ηχητικό μέρος της εργασίας)

Έπειτα, τα παιχνίδια μαζί με τον κόσμο πήγαιναν στο σπίτι της νύφης για να κάνουν και σε αυτήν τα ίδια. Της τραγουδούσα, την χτένιζα, την έβαφαν και την παίνευαν.

Μετά από το σπίτι της νύφης, πηγαίνανε όλοι μαζί στο σπίτι του γάμου (αν το σπίτι του γάμου ήταν στο πατρικό της νύφης, τότε ο γαμπρός πήγαινε εκεί) και τα παιχνίδια έπαιζαν, ο κόσμος παίνευε και οι συγγενείς και οι φίλοι, έδιναν τα δώρα στο ζευγάρι όπου ήταν κυρίως είδη προικός, κοσμήματα και λεφτά.

Όταν τελείωναν το τελετουργικό του παινέματος, ο κόσμος ξεκινούσε με τα πόδια να συνοδεύσει το ζευγάρι στην εκκλησία. Το ζευγάρι κινούσε πρώτο μαζί με τα παιχνίδια και τις οικογένειες τους και του κουμπάρους, και ο κόσμος χόρευε και έπινε τραγουδώντας κατά τη διαδρομή. Όταν έφταναν στην εκκλησία, τους περίμενε κανονική ορχήστρα για να χορέψουν με πρωτοχορευτές το ίδιο το ζευγάρι.

Κατά τη διάρκεια της στέψης, όταν ψέλνονταν ο «χορός του Ησαΐα», χτυπούσαν με βέργες ή και με τα χέρια τους τις πλάτες των κουμπάρων και πετούσαν κουφέτα και ρύζι. Αυτά τα κουφέτα, τα μάζευαν οι ανύπαντρες του χωριού για να τα βάλουν κάτω από το μαξιλάρι τους το βράδυ. Λένε, πως θα έβλεπαν ποιον θα παντρευτούν!

Όταν τελείωνε το μυστήριο, το ζευγάρι, παντρεμένο πια, χόρευε έξω από την εκκλησία ξανά με τον κόσμο και μετά πηγαίνανε με τα πόδια όλοι μαζί στο σπίτι του γάμου. Κατά τη διαδρομή, οι κουμπάροι πετούσανε κέρματα στο δρόμο για να τα πιάσουν τα μικρά παιδιά! Όταν φτάνανε στο σπίτι τους περίμεναν οι μαμάδες και ο παπάς με ένα βαζάκι μέλι με καρύδια όπου τους το έδιναν (στο ζευγάρι και στους κουμπάρους) και κάνοντας ένα σταυρό στο πάνω μέρος της εξώπορτας με αυτό έπειτα για να είναι γλυκός ο έγγαμός τους βίος. Μετά, σαν περνούσε ο γαμπρός το κατώφλι του σπιτιού, πάταγε ένα ρόδι για να είναι τυχερός ο γάμος τους.

Το βράδυ εκείνης της μέρα, γινόταν το γλέντι του γάμου όπου με ορχήστρα και φαγητά που είχαν ετοιμάσει από τις προηγούμενες μέρες, ο κόσμος γλεντούσε, χόρευε και έτρωγε μαζί με τους νεόνυμφους είτε σε κάποια πλατεία του χωριού είτε σε κάποιο μεγάλο καφενείο. Την ώρα του τραπεζιού, κάποια παλληκάρια κλέβανε τα παραθυρόφυλλα από το σπίτι του αντρόγυνου και σφάζανε κότες και τα φέρνανε στο τραπέζι με σκοπό οι κουμπάροι να τάξουν και γλέντι την επόμενη μέρα. Τα παραθυρόφυλλα μόνο έτσι θα έμπαιναν ξανά στη θέση τους και οι κότες θα γίνονταν σούπα να φάνε και να γλεντήσουν. Και έτσι και γινόταν.

Στο τέλος του χορού χορεύονταν το «γαϊτάνι»

Γαϊτανάκι Ρόδου

Συναντάται και με το όνομα Ροδίτικος και είναι κυρίως γυναικείος σταυρωτός χορός. Τον συναντάμε στους γάμους και τις γιορτές. Το Γαϊτάνι αναφέρεται στις κορδέλες που ήταν ραμμένες στην γυναικεία φορεσιά και είχαν συμβολική σημασία. Το χρώμα της κάθε μιας φανέρωνε ένα σταθμό της ζωής της γυναίκας και βλέποντας τες μπορούσε κάποιος να «διαβάσει» την προσωπική της ιστορία. Στον Ροδίτικο το κορίτσι που βρίσκεται αμέσως μετά τον πρωτοχορευτή - που είναι συνήθως ο αρραβωνιαστικός της - κρατιέται από την ζώνη του με το δεξί της χέρι. Το δεξί χέρι του πρώτου ανεμίζει μαντίλι, το αριστερό του κρατάει το δεξί χέρι του τρίτου στη σειρά. Η δεύτερη χορεύτρια κρατάει από τον τέταρτο κ.ο.κ. Σε αρχαία αγγεία που υπάρχουν αναπαραστάσεις χορού εξαιρετικά όμοιου με τον Ροδίτικο.

( To γαϊτάνι ήταν στην ουσία ένα ξύλο με διάφορα υφάσματα να κρέμονται από αυτό όπου μετά το ζευγάρι θα έπαιρνε για να φτιάξει τα ρούχα του.) \

Στίχοι : Γαϊτάνι ν-είχα στο πλεχτρί και τσόχαν εις το ράφτη,
ωχ, και τσόχαν εις το ράφτη,
και ξένον εις την ξενιτιά και καρτερώ τον να 'ρθει,
ωχ, και καρτερώ τον να 'ρθει.

Γαϊτανάκι μου πλεγμένο,
στην ανέμη τυλιγμένο.

Ροδίτικο 'ναι το νερό, ροδίτικια κι η βρύση,
Ροδίτισσα κι η κοπελιά που πάει για να γεμίσει.

Γαϊτανάκι μου πλεγμένο,
στην ανέμη τυλιγμένο.

Ροδίτικο 'ναι το πανί, ροδίτικο το χτένι,
Ροδίτισσα κι η κοπελιά που κάθεται και υφαίνει.

Γαϊτανάκι και μπιρσίμι1
μου 'στειλαν από τη Σύμη
για να ράψουν οι κοπέλες
των αντρών τους τις φανέλες.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top