Κεφάλαιο 5°
Εκείνο το καλοκαίρι....
Κοντά σου μόνο να είμαι... Κι ας είχε κύματα...
°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°
Χαλκιδική
Έντεκα χρόνια πριν ...
"Δε θέλω να σας ψάχνω εντάξει;"
"Ναι ρε μαμά. Με εμένα τι φοβάσαι;"
"Δε φοβάμαι Άρη μου. Απλά η Ξανθίππη είναι μικρή ακόμα"
"Ολόκληρη γυναίκα είναι. Δεκαπέντε πάει. Χαλάρωσε λίγο"
"Το ξέρω βρε αγόρι μου αλλά τώρα δεν είναι ούτε ο Φάνης εδώ"
"Και θα τη προσέχε καλύτερα ο Φάνης; Αυτός επέλεξε να πάει στο μπαμπά φέτος. Ας κάνει ότι σκατά θέλει"
"Μη μιλάς έτσι σε παρακαλώ. Αδέρφια είστε Άρη. Δε θέλω να μαλώνετε ποτέ και για κανένα"
"Δεν μαλώνουμε ρε μάνα... Τελείωσες τώρα; Πάω να πάρω ένα καφέ"
"Πάρε και τη Ξανθίππη μαζί. Έξω κάθεται"
"Καλά..."
Κάθε χρόνο σχεδόν πήγαιναν από παιδάκια στο σπίτι της Δάφνης για λίγες μέρες.
Ο Άρης βγήκε έξω και τη βρήκε να κάθεται κοντά στην θάλασσα.
"Έλα μικρό πάμε να πάρουμε καφέ"
"Δε πίνω καφέ ρε Άρη"
"Πάρε χυμό. Άντε σήκω όμως, γιατί εγώ θέλω καφέ"
Η Ξανθίππη σηκώθηκε, τιναξε την αμμουδιά από πάνω της και τον ακολούθησε
"Να δοκιμάσω και εγώ;"
"Όχι γιατί μετά δε θα κοιμάσαι το βράδυ και θα τη πληρώσω εγώ"
"Γιατί να τη πληρώσεις εσύ;"
"Γιατί θα τη πληρώσω. Το ξέρω. Άντε, πάμε..."
"Πολύ κόσμο έχει φέτος... "
"Πράγματι. Χαμός γίνεται"
Η Ξανθίππη μαζεύτηκε κάπως
"Τι έπαθες;"
"Τίποτα...."
"Πώς τίποτα; Τραβάς τα ρούχα σου προς τα κάτω..."
"Κοίτα τι όμορφα σώματα έχουν όλα τα κορίτσια με τα μαγιό ρε Άρη..."
"Τι σχέση έχεις εσύ με αυτά;"
"Αυτό λέω κι εγώ..." Ξεφυσησε θλιμμένα "Ούτε στήθος δεν έχω ακόμα..."
"Δεκαπέντε είσαι Ξανθίππη..."
"Ε και; Η Κατερίνα στη τάξη έχει πανέμορφο κορμί..."
"Και εσύ έχεις. Μη γίνεσαι γκρινιάρα τώρα πάμε..."
"Σκατά έχω..."
"Ξανθίππη σταματά να μαζεύεις τα ρούχα σου μωρό μου μια χαρά είσαι..."
"Είμαι πολύ αδύνατη... Ούτε καμπύλες έχω. Η μαμά λέει έτσι είναι το σκαρι μου.. Δε θα έχω ποτέ όμορφο σώμα..."
Ο Άρης σταμάτησε.
"Έλα εδώ..." στάθηκε μπροστά της και της χαμογέλασε. Έπιασε την άκρη από τη μπλούζα της και την τράβηξε ψηλά.
"Τι κάνεις ρε Άρη! Ρεζίλι..."
"Πάψε"
Έπιασε το κοκαλακι από τα μαλλιά της, τα απελευθέρωσε και τη κοίταξε.
"Νιώθω άσχημα..."
"Μη κρύβεις το σώμα σου Ξανθίππη... Έλα.." τη πήγε μπροστά από μια βιτρίνα και στάθηκε πλάι της. "Κοίτα τον εαυτό σου μωρό μου..." Περασε το χέρι του γύρω από τη μέση της και της χαμογέλασε. "Κοίταξε μας... Τι βλέπεις;"
Η Ξανθίππη χαμογέλασε ντροπαλά
"Απάντησε μου..."
"Δείχνω αλλιωτικη..."
"Είδες; Δε θέλει πολύ για να νιώθεις όμορφα. Αλλά ξέρεις κάτι;"
"Τι πράγμα;"
Ο Άρης έπιασε τη μπλούζα της, της τη φόρεσε και ύστερα πήγε από πίσω της και έπιασε και τα μαλλιά της.
"Εμένα έτσι μου αρέσεις... Εκτός αυτού, με γλιτώνεις και από καυγάδες..."
"Τι εννοείς;"
"Εννοώ μωρό μου ότι αν σε κοιτάξει κάποιος θα με δεις να αλλάζω. Αυτό εννοώ... Δεν έχεις ανάγκη να βγάλεις τα στήθη και το κορμί σου προς τα έξω για να είσαι όμορφη Ξανθίππη..." Την αγκάλιασε από πίσω και κοιταχθηκαν από την αντανάκλαση της βιτρίνας "Είσαι ότι πιο όμορφο περπατάει και αναπνέει.."
"Λες αλήθεια;"
"Ναι μωρό μου. Αλήθεια λέω... Θα το δεις όσο μεγαλώνεις. Θα με βάλεις σε μεγάλους μπελάδες εσύ..."
"Αηδιες... Δε θέλω να μαλώνεις με κανένα"
"Σου έχω υποσχεθεί να μη το κάνω. Και δε θα το κάνω. Εκτός κι αν χρειαστεί... Και τώρα πάρε τον όμορφο πωπο σου και πάμε να πάρουμε καφέ..."
Η Ξανθίππη γύρισε ελαφρώς και ανασηκώνοντας τη φαρδιά κοντομανικη μπλούζα της, κοίταξε τα οπίσθια της από την αντανάκλαση
"Τον βρίσκεις όμορφο;"
"Ρε Ξανθίππη!" Ο Άρης κατεβασε τη μπλούζα και τον κάλυψε αμέσως
"Μια ερώτηση έκανα ρε Άρη!"
"Δεν είσαι μικρή για να σε νοιάζει αν δείχνει όμορφος ο πωπος σου;"
"Η μαμά πάντα έλεγε ότι ο πωπος ήταν δυνατόν σημείο στις γυναίκες της οικογένειας ενώ το στήθος όχι"
"Ωραία. Συμφωνώ. Μπορείς να σταματήσεις τώρα να μου τον κουνάς πέρα δώθε;"
"Καλά..."
"Άντε επιτέλους..."
"Άρη;"
"Τι είναι...;"
"Μετά τον καφέ πάμε για μπάνιο;"
"Θα πάμε Ξανθίππη μου. Αλλά εσύ στα ρηχά εντάξει;"
"Γιατί πάντα με βάζεις στα ρηχά ρε Άρη. Δεν είμαι παιδί πια!"
"Γιατί πιο βαθιά θα πρέπει να σε προσέχω και δε μπορώ. Θέλω να μπορώ να κολυμπήσω"
"Κι εγώ θα κολυμπήσω .. θέλω να δω πως είναι η θάλασσα ρε Άρη! Βαρέθηκα. Σε λίγο θα παίρνω και κουβαδάκια μαζί..."
"Μη γκρινιάζεις ρε μωρό μου να χαρείς... Καλά, θα σε πάω και στα βαθιά εντάξει;"
"Αληθεια λες;!" Αναφώνησε ενθουσιασμένη
"Ναι αλλά θα είσαι φρόνιμη..."
Πήραν ένα καφέ και κίνησαν για τη παραλία.
"Θυμάσαι τι σου είπα;" της είπε φτάνοντας
"Ναι. Σε κρατάω από τη πλάτη και προχωράμε. Δεν σε αφήνω γιατί θα πνιγώ"
"Ωραία. Θα πάμε λίγο προς τα μέσα και θα βγούμε οκ;"
"Ναι ρε Άρη, άντε!!" έβγαλε τη μπλούζα της , ξεντυθηκε και εκείνος και προχώρησαν προς το νερό.
"Έλα πίσω μου και πιάσε με από τη πλάτη .."
Η Ξανθίππη τον αγκάλιασε από πίσω και εκείνος άρχισε να μπαίνει προς μέσα.
"Είναι τόσο υπέροχα!"
"Για σένα. Εγώ που πατάω χίλια αηδιαστικά φύκια δεν είναι!"
"Μη γκρινιάζεις! Έλα πάμε πιο μέσα"
"Καλά είναι εδώ Ξανθίππη. Πιο μέσα δε πατάω και εγώ. Δε μπορώ να σε έχω στη πλάτη. Θα βουλιάξουμε .."
"Πάρε με αγκαλίτσα!"
"Δε πας καλά...."
"Γιατί ρε Άρη;"
"Γιατί έτσι... Αγκαλίτσες στο νερό δεν έχει. Είναι επικίνδυνα .."
"Θα πνιγούμε;"
"Πες το κι έτσι..."
Η Ξανθίππη συννεφιασε
"Αν με κρατήσεις από τη μέση να προσπαθήσω να κολυμπήσω;"
"Όχι"
"Αμάν ρε Άρη!"
"Έλα πάμε προς τα έξω... Έκανε μπάνιο. Φτάνει..." Η Ξανθίππη τον άφησε ξαφνικά και εκείνος γύρισε πανικόβλητος και την έπιασε από τη μέση. Εκείνη τύλιξε τα πόδια της γύρω του και γέλασε δυνατά.
"Είσαι βλαμμένο ρε;! Θα βουλιαζες!"
"Σε έπιασα. Έλα πάμε μέσα..."
"Όχι αγκαλίτσα και μέσα. Σου είπα... Άντε ξεκαβαλα και πάμε έξω"
"Όχι!"
"Ξανθίππη βγάλε τα πόδια σου από γύρω μου!"
"Ρε Άρη... Αμάν πια! Πόσο ξενερωτος γίνεσαι!"
"Το ακούσαμε και αυτό ..."
"Πάμε πιο μέσα έλα!!"
"Ξανθίππη....;" Της είπε σοβαρός "Τράβα μωρό μου τα πόδια σου από γύρω μου .."
"Γιατί κανείς έτσι; Αφού μπορούμε να πάμε πιο βαθιά!"
"Δε θέλεις να ακούσεις , καλως. Παμε έτσι έξω!" Ο Άρης άρχισε να περπατάει προς τα έξω αλλά εκείνη έσφιξε γύρω του τα πόδια της εντελώς
"Ρε πούστη μου..."
"Θα με πας στα βαθιά;" τον ρώτησε με παράπονο και εκείνος αναστεναξε.
"Αν δε πάρεις τα πόδια σου από πάνω μου θα σε πάω όντως βαθιά και δε το θέλω..."
"Δηλαδη;" τα μάγουλα της πήραν φωτιά για κάποιο λόγο. Ένιωσε τα χέρια του κατώ από το νερό να αγκαλιάζουν τα οπίσθια της και τη κόλλησε πάνω του.
Της χαμογέλασε με ένα περίεργο χαμόγελο. Πρώτη φορά το έβλεπε στα χείλη του.
Έμπλεξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του και του χαμογέλασε και εκείνη
"Τι θέλεις από τη ζωή μου ρε Ξανθίππη πες μου..." είπε σιγανα και σκύβοντας προς το λαιμό της, γεύτηκε την αλμύρα του νερού στο δέρμα της.
"Με γαργαλας!" είπε και χαχανισε
"Πάλι καλά που σε γαργαλαω μόνο..."
"Άρη;"
"Τι θες ρε τύραννε, πες μου..."
"Να μη σε χάσω ποτέ..."
"Δε θα με χάσεις..."
"Ξέρεις τι άλλο θέλω;"
"Τι θέλεις... Λέγε όμως γιατί λίγο ακόμα και θα έχουμε προβλημα"
"Τι πρόβλημα;"
"Ξανθίππη μου λέγε να τελειώνουμε..."
"Θέλω να μάθω να φιλάω ..."
Ο Άρης σαστισε.
"Αυτό ήταν. Βγαίνουμε από το νερό τώρα!"
"Ρε Άρη, τι είπα;!"
"Έλα, πάμε πάμε..."
"Ει..." κατσουφιασε αμέσως "Τι είπα πια; Όλες οι συμμαθητριες μου ξέρουν ρε Άρη ..."
"Και εγώ τι θες να κάνω μάτια μου, πες μου... Τι φταίω;"
"Θα μου μάθεις;"
"Ξέχασε το...!"
"Γιατί;"
Εκείνος αναστεναξε...
"Αν δε μου μάθεις εσύ που είσαι κολλητός μου τότε ποιος;"
"Ξανθίππη; Αν σου μάθω, δε νομίζω μωρό μου να είμαστε φίλοι μετά για πολύ..."
"Τι εννοείς;" η Ξανθίππη τρόμαξε
"Αυτό που εννοώ. Έλα, πάμε έξω..."
"Περίμενε!"
"Τι θες ρε φίλε! Τι θες;!"
Η Ξανθίππη τον κοίταξε περίεργα
"Κακό είναι να μάθουμε μαζί;"
"Εγώ ξέρω. Και εσύ θα μάθεις κάποια στιγμή..."
"Εγώ τώρα θέλω..." Τον πλησίασε στο πρόσωπο και μόλις τα χείλη της άγγιξαν την άκρη των χειλιών του, ο Άρης απομακρύνθηκε ελαφρά.
"Σταμάτα Ξανθίππη..."
"Δε θέλω ..."
"Θέλω εγώ μωρό μου ... Έχεις τρελαμενες ορμόνες. Δε ξέρεις τι θέλεις αυτή τη στιγμή. Και σου το έχω πει ξανά... Η σεξουαλικότητα με τη φιλία, δε ταιριάζουν..."
"Αν σε φιλήσω θα πάψεις να είσαι φίλος μου;"
"Ξεκάθαρα..."
"Δε το θέλω αυτό"
"Το ξέρω μωρο μου. Αν δε το ήξερα ο μαλάκας έτσι θα ήμουν τώρα...;" παραμίλησε και άρχισε να περπατά προς τα έξω
"Γιατί δε μπορούμε όμως;" του είπε φτάνοντας στην ακρογιαλιά και εκείνος πήγε ως τα ρούχα του, έβγαλε ένα τσιγάρο και κάθισε. "Άρχισες να καπνίζεις. Δε μου αρέσει .."
"Αρέσει σε εμένα..."
Η Ξανθίππη κάθισε κοντά του.
"Άκουσε με...." της είπε χωρίς να τη κοιτά "Είσαι τόσο μικρή... Δε το λέω με κακία μωρό μου. Μόλις έκλεισες τα δεκαπέντε. Καταλαβαίνω πολλά περισσότερα από ότι νομίζεις... Μη βιάζεσαι στη ζωή σου. Όλα έρχονται στην ώρα τους...."
"Ίσως έχεις δίκιο..." Παραδέχθηκε και του χαμογέλασε.
"Βλέπεις; Θα μπορούσα να τα γαμήσω όλα σε μια στιγμή μόνο λίγα λεπτά πριν..."
"Δηλαδή;"
"Τίποτα... Απλά δεν είμαι ο τύπος που θα επωφεληθεί κάτι. Αυτό μόνο.
"Να δοκιμάσω λίγο από το καφέ σου;'
"Γιατί με ρωτάς;"
"Δε ξέρω... Δεν αφήνεις κανένα να πιει από το ποτήρι σου τόσα χρόνια. Είπα να ρωτήσω..." Εκείνος έσβησε το τσιγάρο και τη κοίταξε
"Εσύ μπορείς να κάνεις ότι γουστάρεις... Και με τα ποτήρια , τα πιάτα μου τα πιρουνια μου , τα ρούχα μου όλα..."
"Αλήθεια;'
"Ναι μωρό μου"
"Μπορώ να φοράω και τις μαύρες σου τις φόρμες;"
"Τι είναι αυτό πάλι;"
"Ξέρω ότι το μαύρο είναι το αγαπημένο σου χρώμα..."
"Και πως το ξέρεις ρε νιανιαρο;"
"Είναι;" του είπε χαμογελαστή
"Είναι..." Παραδέχθηκε
"Είδες; Σε ξέρω καλύτερα από όσο νόμιζεις.."
"Μπορεί..."
"Μπορώ να φοράω τις φόρμες σου;"
"Άντε πάλι... Ναι, ρε Ξανθίππη. Φορά και τα ρούχα μου και ότι θες μωρό μου. Εντάξει;"
Γέλασε και έλαμψε ολόκληρη.
"Άρη;"
"Εγώ το είπα... Δε το είπα; Κάποια μέρα θα αλλάξω όνομα με τη πάρτη σου..."
"Να σου πω κάτι;"
"Πες μου Ξανθίππη μου"
"Σε είδα στο όνειρο μου χθες..."
"Σε έπνιγα;"
"Όχι..."
"Τότε δεν ήταν ωραίο όνειρο"
"Σταμάτα πια!"
"Καλά καλά... Πώς με είδες;"
"Με φιλουσες ..." είπε και εκείνος ξεφυσησε "Για αυτό ήθελα να δοκιμάσω σήμερα. Ήταν όμορφα..."
"Ξέρεις κάτι;" είπε ξαφνικά και γύρισε προς το μέρος της.
"Θα μου μάθεις;!" αναφώνησε χαρούμενα
"Όχι ρε βλάκα. Ξέχασε το αυτό... Όχι τώρα τουλάχιστον...."
"Κάποια στιγμή;"
"Ίσως..."
"Πότε;"
"Όταν μεγαλώσεις τρία χρονακια ακόμα..."
"Και θα περιμένω τόσο πολυ;"
"Δεν έχω ταμπού μωρό μου ... Μα σε ξέρω. Είσαι ενθουσιασμένη για μονοπάτια άγνωστα. Μονοπάτια που τώρα δε μπορείς να βαδισεις... Θα ήταν αισχρό από μέρους μου"
"Γιατί ένα φιλί να είναι αισχρό;" ρώτησε περίεργα και εκείνος γύρισε ολόκληρος και τη ξάπλωσε προς τα πίσω
"Γιατί μάτια μου, μετά θα θέλω να σου κάνω κι άλλα...." Η Ξανθίππη δάγκωσε τη γλώσσα της. "Κι αν στα κάνω...."
"Δε θα είσαι φίλος μου..." βρήκε το σθένος να πει
"Ακριβώς..." χάιδεψε τη βρεγμένη κοιλιά της και σκαρφάλωσε το άγγιγμα του ως το λαιμό της "Ποτέ δε θα εκμεταλλευομουν τις στιγμές σου..." είπε σιγανα "Ούτε τα θέλω σου..."
"Άρη; Τι θα συμβεί αν πάψεις να είσαι φίλος μου;"
"Θέλεις να μάθεις;" ρώτησε κοιτώντας τη κατάματα
"Θα γίνω όπως η Ελένη; Ή η Βάλια;"
"Ποτέ δε θα γίνεις σαν αυτές... Το θέμα όμως ξέρεις ποιο είναι;" είπε αφήνοντας το χέρι του να μπλεχτεί στα μαλλιά της "Φοβάσαι ... Φοβάσαι το αύριο. Φοβάσαι το μέλλον..."
"Δε θέλω να σε χάσω. Γι αυτό φοβάμαι..." Παραδέχθηκε "Και ξέρω ότι αν..."
Εκείνος έβαλε το δάχτυλο στα χείλη της και εκείνη σώπασε
"Όταν δε θα θέλεις να είμαι φίλος σου, θα ξανακάνουμε αυτή τη συζήτηση. Προς το παρόν, κάτσε φρόνιμη..."
"Ποτέ δε θα θελήσω να σε χάσω από φίλο... Γιατί πρέπει απαραίτητα να πάψεις να είσαι;" μίλησε πάνω στα δάχτυλα του
"Γιατί έτσι είναι η ζωή... Μετά μεταμορφώνεται όλο αυτό..."
"Σαγαπαω..." είπε σιγανα και σηκώνοντας τα χέρια της τον αγκάλιασε.
"Κι εγώ μωρό μου... Και επειδή δε θέλω να φερθω σαν μαλάκας, καμιά φορά παίρνω αποφάσεις που δε σου αρέσουν..."
"Το βλέπω..."
"Ξέρεις κάτι; Απάντησε μου σε μια ερώτηση..."
"Εντάξει .." του είπε και εκείνος της χαμογέλασε
"Τι κόλλημα έχεις φάει με τη φιλία;"
Η Ξανθίππη σκυθρωπιασε
"Η μαμά και ο μπαμπάς ήταν κολλητοί φίλοι Άρη... Μετά άλλαξαν μεταξύ τους. Και τώρα κοίταξε τους... Τα έχασαν όλα. Ούτε που μιλάνε ..." είπε στεναχωρημένη "Δε θέλω ποτέ στη ζωή μου να ζήσω κάτι τέτοιο... Καμιά φορά τη βλέπω να κοιτάζει παλιές τους φωτογραφίες και κλαίει ακομα...Νομίζει ότι κοιμάμαι μα την ακούω... Θυσίασαν τη φιλία τους. Δε ξέρω πως... Δε ξέρω γιατί. Μα ξέρω ότι χάθηκαν..."
Ο Άρης έκλεισε τα βλέφαρα του, τη φίλησε απαλά στα μαλλιά κα ξάπλωσε πλάι της "Για αυτό και νιώθω ιερή τη φιλία. Δε θέλω ποτέ να γίνουμε σαν τη μαμά και το μπαμπά μου... Γι'αυτό σε πρήζω. Για αυτό σε θέλω πάντα στη ζωή μου... Και φοβάμαι..."
Η Ξανθίππη γύρισε προς το μέρος του και τον αγκάλιασε
"Αγαπάω το μυαλό σου..." της είπε σιγανα "Για αυτό και δε μπορώ ακόμα να σου εξηγήσω ... Μπορώ να σου δείξω μόνο"
"Τι να μου δείξεις;"
"Πώς όσο περνάνε τα χρόνια εγώ θα είμαι πάντα εδώ ... Πώς δε θα γίνουμε ποτέ έτσι.."
"Οι δικοί σου; Ήταν φίλοι;"
"Ήταν..." Παραδέχθηκε "Αχώριστοι..."
"Γιατί πρέπει να τα χαλάνε όλα;"
"Δε ξέρω Ξανθίππη μου. Ξέρεις όμως κάτι; Θα το μάθουμε μαζί μεγαλώνοντας. Τώρα δεν είναι η ώρα... Η ζωή είναι στιγμες μωρό μου... Ας τη χαρουμε χωρίς φόβο. Εντάξει;"
"Συμφωνώ... Τίποτα δε θα μπει ποτέ ανάμεσα μας... Όπως εκείνο το τραγούδι που ακούσαμε στο αμάξι σήμερα"
"Ακριβώς... Όσα κύματα κι αν έρθουν, εμείς θα είμαστε εδώ"
"Που ξες..." του είπε ύστερα από λίγο "Ίσως αποδείξουμε το λάθος στη ζωή. Τι λες;"
"Μακάρι μάτια μου..."
"Μέχρι τότε, θα είμαστε έτσι; Εγώ και εσύ ενάντια στο κόσμο!" είπε πιο χαρούμενη
"Πάντα θα είμαστε ενάντια στο κόσμο..."
"Άρη;"
"Μμμ..." ψέλλισε κοιτώντας τον ουρανό
"Μου το υποσχεσαι έτσι;"
"Τι πράγμα;"
"Ποτέ να μη τα χαλάσουμε μεταξύ μας..."
"Ναι ρε διαολε στο υπόσχομαι. Εντάξει;"
"Εντάξει..." έμειναν αγκαλιασμενοι να κοιτάζουν απλά τον ουρανό. Ο καθένας με τις σκέψεις του... Στη τελική, ήταν κοινές άγνωστες και γνωστές ανάμεσα τους...
°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°
Παρόν
"Σιωπηλή είσαι... Δε χάρηκες που ήρθα να σε πάρω;"
"Μια χαρά είμαι Φάνη μου. Λίγο αγχωμενη μόνο"
"Κοίτα Ξανθίππη, ξέρω ότι έχω κάνει μαλακίες τελευταία. Μα σ'αγαπαω όσο τίποτα. Συγνώμη αν σε πλήγωσα..."
"Δεν πληγώνομαι τόσο εύκολα. Όλα είναι εντάξει..."
"Νιώθω ότι είσαι κάπως απόμακρη..."
"Ιδέα σου είναι Φάνη. Απλά έπεσαν όλα μαζεμένα..."
"Θα φύγουμε σε λίγες μέρες και θα ηρεμήσουμε. Θα το δεις. Θα περάσουμε όμορφα..."
"Το ελπίζω. Να σου πω την αλήθεια έχω ανάγκη από ψυχική ξεκούραση. Του χρόνου θα ξεκινήσω τη πρακτική και θέλω μέχρι τότε να έχω ηρεμήσει από όλα..."
"Στο υπόσχομαι. Θυμάσαι τότε που ήμασταν παιδιά και πηγαίναμε συνέχεια στο εξοχικό μας;"
"Εννοείται θυμάμαι..."
"Πόσο αγαπημένα ήμασταν... Μου έχει λείψει αυτό. Όλο έτρεχες και γελούσες..."
"Παιδιά ήμασταν..."
"Ακόμα είμαστε παιδιά Ξανθίππη μου .."
"Μεγαλώσαμε Φάνη..."
"Ε και;"
"Και απλά μεγαλώσαμε..."
"Θέλω να ζήσω μαζί σου.... Να χαθώ. Να σε έχω πλάι μου χωρίς τσακωμούς..."
Εκείνη χαμογέλασε κοιτώντας έξω από το παράθυρο "Σε νιώθω απλά απόμακρη κάποιες στιγμές. Ξέρω ότι δεν είναι το άγχος..."
"Το άγχος είναι"
"Μήπως ύστερα από τόσα χρόνια με βαρέθηκες; Από παιδιά είμαστε μαζί... Δε ξέρω" ο Φάνης ήταν πολύ στεναχωρημένος.
"Ξέρω ότι μας έφαγε η καθημερινότητα και ίσως..."
"Όλα είναι καλά Φάνη μου. Φτάσαμε κι όλας..."
Δεν της είπε κάτι παραπάνω.
Ήξερε τα λάθη του.
Τα είχε μετανιώσει πικρά
Ήθελε μόνο ευτυχία στη ζωή τους κι αν η σιωπή του ήταν το κλειδί αυτό θα της χάριζε ... Την απάτησε. Μα την αγαπούσε σαν τρελός και ήταν ένα λάθος μέσα στο μεθύσι του. Το είχε μετανιώσει. Κάθε μέρα το μετάνιωνε...
°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°
Ένα χρόνο πριν.
Αλεξανδρούπολη...
Άνοιξε τα μάτια του μπερδεμένος και με ένα κεφάλι καζάνι. Πονούσε απίστευτα.
Γύρισε το κεφάλι του πλάι και μόλις την είδε στο κρεβάτι πετάχτηκε ολόκληρος.
Την αναγνώρισε αμέσως. Ήταν η φίλη της Μαγδας. Έβρισε την ώρα και τη στιγμή και σηκώθηκε σαστισμένος. Κοίταξε το κινητό του και είδε τρεις κλήσεις από τη Μάγδα.
Ο Άρης δεν κατάφερε να τη πάει στους δικούς της και την πήγε εκείνος μα αυτό το ταξίδι πήρε άλλη τροπή πια..
Ντύθηκε και έφυγε αμέσως από το ξενοδοχείο. Ήταν στα χαμένα.
Το κινητό του χτύπησε ξανά και είδε το όνομα της.
"Που στο διάολο είσαι ρε Φάνη;"
"Μάγδα..."
"Τι Μάγδα;! Ήπιες το κωλο σου χθες και εξαφανίστηκες με την Μυρτώ!"
"Μάγδα έκανα μαλακία..."
"Τι έκανες; Πες μου ότι..."
"Δε θυμάμαι τίποτα! Τη τρέλα μου μέσα! Γιατί δε με σταμάτησες;"
"Ρε Φάνη είσαι σοβαρός τώρα;! Τι διάολο έκανες;!"
"Σκατά!" έβρισε τρελαμενος
"Θεέ μου... Η Ξανθίππη... Πώς μπόρεσες;"
"Πάψε Μάγδα! Πάψε!"
"Τι να πάψω ρε μαλάκα;! Την απατησες!"
"Πάψε σου λέω! Δε το ήθελα γαμωτο μου... Ούτε που το θυμάμαι!"
"Που είσαι;"
"Βγήκα από το ξενοδοχείο"
"Πήγαινε στο κέντρο και έρχομαι. Θα βρούμε μια άκρη..."
"Μάγδα μη το πεις πουθενά σε ικετεύω. Τη λατρεύω τη Ξανθίππη. Δε μπορώ να καταλάβω πώς διάολο έγινε..."
°°°°°°°°°°°
Χτύπησε τη πόρτα του και εκείνος άνοιξε
"Τι ήθελες ακόμα δε γύρισα και ήταν τόσο επείγον ρε Άρ..." του έσκασε ένα μπουκέτο και ο Φάνης πιάστηκε από τη κάσα της πόρτας πριν σωριαστεί κάτω.
"Τι έκανες ρε αρχιδι;!" ούρλιαξε και τον σβερκωσε. Του έδωσε ακόμα μια μπουνιά και ο Φάνης έπεσε κάτω βάζοντας τα κλάματα.
Η Μάγδα μιλησε. "ΤΙ ΣΟΥ ΕΙΠΑ ΡΕ; ΝΑ ΜΗ ΤΗ ΠΛΗΓΩΣΕΙΣ ΠΟΤΕ ΔΕ ΣΟΥ ΕΙΠΑ;!"
"Άρη τη λατρεύω! Σταματά! Δε ξέρω πως έγινε!"
"Ούτε όταν πηδήξες τη Ξανθίππη στα δεκαέξι της κατάλαβες πως έγινε! Ανάθεμα σε!" ο Φάνης σηκώθηκε κλαίγοντας
"Σε ικετεύω... Μη της πεις λέξη. Θα πεθάνω στο ορκίζομαι!"
"Κόψε τις μαλακίες! Πάνε μίλησε της γιατί θα γίνουμε κώλος ακούς;!"
"Δε μπορώ. Αν τη χάσω θα τρελαθώ στο ορκίζομαι!"
"Την έχεις ήδη χάσει και δε το ξέρεις!"
"Άρη σε ικετεύω!"
"Στα αρχιδια μου! Σου είπα κάτι ρε μαλάκα! Έκανα πίσω για σένα!"
"Τι εννοείς;!" ο Φάνης ασπρισε
"Εννοώ ότι σε άφησα να μπλέξεις μαζί της εξ αρχής! Αυτό εννοώ! Από τότε έπρεπε να σου δώσω μια καλή να τελειώνουμε!"
"Ξέρω τη σχέση σας. Σε εκλιπαρώ.... Δε μπορώ να τη χάσω δε το καταλαβαίνεις;!"
"Όταν εχωνες το πουλί σου άλλου δε το σκέφτηκες;!"
"Άρη μη το κάνεις..."
"Τράβα γαμήσου! Αρκετά ανέχτηκα! Δε ξέρεις καν τι έχεις δίπλα σου παλιό μαλάκα! Δε ξέρεις να εκτιμάς! Από παιδιά με ζαλισες για εκείνη! Της πήρες τα πάντα της! Και τώρα τι κάνεις;!"
"Είχα πι..." ο Άρης τον χτύπησε ξανά και ο Φάνης έχασε την ισορροπία του.
"Να βάλεις το αλκοόλ στο πάτο σου!" ούρλιαξε έξαλλος
"Θα πεθάνω! Ακούς;!"
°°°°°°°°°°°°°°°°°
Καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα.
Η Ξανθίππη ήταν στο μάθημα ακομα.
Το σπίτι του θύμιζε ρημαδιο. Είχε ήδη πιεί ένα μπουκάλι ουίσκι μόνος του.
Ήταν εξαγριωμένος. Με τα πάντα.
Ξάφνου είδε το όνομα της να αναβοσβηνει στην οθόνη .
"Άρη;!"
"Τι έγινε μωρό μου;" Απάντησε δίνοντας μάχη με τον εαυτό του
"Ο Φάνης! Τράκαρε!"
Ο Άρης σηκώθηκε όρθιος
"Τι λες;!"
"Είμαι στο νοσοκομείο με τη Μάγδα. Έλα σε ικετεύω!"
"Που είστε;"
"Στο Παπαγεωργίου... Ένα σίδερο καρφώθηκε στη κοιλιά του. Ευτυχώς δεν άγγιξε όργανο..."
"Έρχομαι"
Άρχισε να κλωτσαει τραπέζια και καρέκλες πιάνοντας το κεφάλι του.
Έβρισε τη ζωή του...
Τη ψυχή και τη καρδιά του...
Όλα τα έβρισε...
Άρπαξε τα κλειδιά από το αμάξι και βγήκε...
°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°
"Είσαι τυχερός. Αύριο βγαίνεις... Περαστικά" ο γιατρός έφυγε από το δωμάτιο και ο Άρης τον κοίταξε. Ήταν μια εβδομάδα μέσα.
Ο Φάνης απέφυγε την οπτική επαφή.
"Της το είπατε έτσι; Για αυτό δεν ήρθε τρεις μέρες τώρα..." είπε δακρυσμένος
"Όχι ρε παπάρα! Δε της είπαμε τίποτα! Η μάνα της αρρώστησε"
Ο Φάνης έβαλε τα κλάματα
"Την αγαπάω .."
"Αρχιδια κάνεις! Τι σκεφτόσουν μου λες;!"
"Δε τη θέλω τη ζωή χωρίς εκείνη!"
"Να το σκεφτόσουν νωρίτερα αυτό!"
"Άρη γαμησε με! Πονάω σου λέω! Τι σόι αδερφός και φίλος είσαι ανάθεμα σε;!"
"Χρόνια τώρα αυτό αναρωτιέμαι!"
"Θα τα φτιάξω όλα... Στο ορκίζομαι. Θα την λατρεύω όσο τον ίδιο το Θεό. Μια ευκαιρία μόνο... Την αγαπάω ρε... Πεθαίνω για εκείνη .."
"Το είδαμε αυτό..." σχολίασε εκνευρισμένος
"Καταλάθος έφυγα στη στροφή .. δε το έκανα επίτηδες"
"Φάνη με κούρασες μα το θεό..."
"Άφησε με να τα διορθώσω όλα... Αδέρφια είμαστε!"
Ο Άρης πήρε μια βαθιά ανάσα
"Με τη πρώτη μαλακία δε θα προλάβεις να πεθάνεις... Θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια. Να το θυμάσαι.." Του είπε ύστερα από λίγο, και χωρίς να περιμένει απάντηση, άνοιξε τη πόρτα και εφύγε απο το δωμάτιο...
°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•
Παρόν
Λίγες ημέρες μετά...
"Θα τα πάρω όλα τελικά!" αναφώνησε η Μάγδα φτιάχνοντας μια ακόμα βαλίτσα.
"Αμάν μωρέ Μάγδα. Μια εβδομάδα θα πάμε"
"Ακριβώς. Θέλω να φοράω κάθε μέρα και άλλα ρούχα..Κοίτα τι πήρα χθες!" Είπε δείχνοντας της ένα κόκκινο μαγιό
"Είπες κόκκινο και πήρα κόκκινα!"
Η Ξανθίππη γέλασε
"Δεν πας καλά..."
"Που ξέρεις μωρέ Ξανθίππη, ίσως του έρθει η έμπνευση.."
"Για ποιο πράγμα;"
"Να μας δεί πιο σοβαρά. Δε ξέρω .. κι εσύ; Τι ρούχα είναι ρε Ξανθίππη; Σε κηδεία πάμε; Βάλε λίγο χρώμα στη ζωή σου ρε πουλάκι μου..."
"Μου αρέσει έτσι..."
"Μα μαύρα όλα;!"
"Δεν είναι όλα μαύρα ρε Μάγδα!"
"Τέλος πάντων. Με τον Φάνη πως τα πάτε;" Σας βλέπω πιο ήρεμους μετά το ταξίδι στη Χαλκιδική"
"Τα ίδια είμαστε..."
"Σαγαπαει παρά πολύ ..."
"Δεν αμφιβάλω"
"Το ξέρω αλλά είσαι περίεργη τελευταία..."
"Άντε και εσύ τώρα... Γιατί είμαι περίεργη;"
"Δεν ξέρω. Χάνεσαι πολλές φορές... Είσαι σκεπτική"
"Μια χαρά είμαι..."
"Εσύ ξέρεις. Πάντως είμαι εδώ αν θελήσεις κάτι... Ξέρω έχεις τον Άρη αλλά καμιά φορά η γυναικεία φιλία είναι διαφορετική"
"Ευχαριστώ Μάγδα μου. Αλλά είμαι εντάξει .."
"Σε λίγο θα έρθουν. Παω να κάνω ένα τελευταίο τσεκ πριν φύγουμε... Χαίρομαι τόσο πολύ που φεύγουμε επιτέλους"
"Ναι... Καλά θα είναι"
"Υπέροχα θα είναι! Χαμογελα λιγάκι πια!"
"Χαμογελάω..."
"Αλήθεια; Γιατί έχω να σε δω να γελάς με τη ψυχή σου κανένα εξάμηνο..."
"Υπερβάλεις λιγάκι .."
"Καθόλου. Τέλος πάντων. Θα στρώσουν όλα στο ταξίδι. Το έχουμε όλοι ανάγκη... Και εγώ θέλω να περάσω λίγο χρόνο με τον Άρη. Καμιά φορά δε ξέρω ... Νιώθω πως δε του είμαι αρκετή"
"Μη λες βλακείες..."
"Το ξέρεις ότι ποτέ δε μου είπε πίσω πως μ'αγαπαει;" της είπε και η Ξανθίππη σήκωσε το βλέμμα από τη βαλίτσα της και τη κοίταξε
"Αστείο έτσι; Ξέρω ότι μ'αγαπαει αλλά... Δεν εκφράζεται. Εσύ είσαι φίλη του. Τον ξέρεις καλύτερα..."
"Ναι... Εκφράζεται κάπως δύσκολα..."
"Επτά χρόνια είναι όμως αυτά ..."
"Οι λέξεις δεν κάνουν την αγάπη Μάγδα μου. Μη στεναχωριέσαι. Θα περάσουμε όμορφα καλά;"
"Είσαι η καλύτερη φίλη ειλικρινά.." η Μάγδα την αγκάλιασε και η Ξανθίππη αναστεναξε "Όταν κάνουμε παιδιά εσύ θα γίνεις νονά!" Αστείευτηκε και η Ξανθίππη της χάρισε ένα σφιγμένο χαμόγελο.
"Νομίζω ήρθαν..." είπε και πήγε προς το παράθυρο. "Ναι, είναι κάτω..." τους έκανε νόημα ότι κατεβαίνουν και γύρισε προς τη Μάγδα.
"Επιτέλους! Θεέ μου ανυπομονώ τόσο πολύ!" η Μάγδα έκλεισε τη βαλίτσα και το σάκο της και χαμογέλασε ολόκληρη
"Ο Άρης είναι η ζωή μου Ξανθίππη... Ώρες ώρες ευχαριστώ το Θεό που τον γνώρισα... Και χαίρομαι που είμαστε έτσι... Σαν ένα. Σαν μια ομάδα στα δύσκολα... Ειλικρινά σαγαπαω πολύ!" η Μάγδα συγκινήθηκε
"Τώρα γιατί κλαίς ρε χαζό;"
"Γιατί με αγκαλιάσατε όταν ήρθα Θεσσαλονίκη. Είναι δάκρυα χαράς..."
"Έλα, σκουπίσου μη σε δουν έτσι και πάμε..."
"Έχεις δίκιο. Λευκάδα ερχόμαστε!" φώναξε σκουπίζοντας τα μάτια της και βγαίνοντας με τη Ξανθίππη στο σαλόνι, έριξαν μια τελευταία ματιά στο σπιτι και ξεκίνησαν...
🖤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top