Κεφάλαιο 21° (Προτελευταιο)
Φύσηξε έρωτας βοριάς...
°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°
Μια εβδομάδα αργότερα...
Θεσσαλονίκη
"Φάε κάτι βρε αγάπη μου... Δεν κάνει καλό..."
"Μαμά δε πεινάω..."
"Μα πρέπει να φας..."
"Άφησε με..."
Η Ξανθίππη τριγυρνούσε σαν το φάντασμα μια βδομάδα ολόκληρη.
Τα συναισθήματα της έφταναν στο τέρμα.
Κάθε της έκφραση , κάθε λέξη, κάθε κουβέντα μπορούσε να ξεφύγει πολύ εύκολα και εκείνη να φωνάξει.
"Γιατί δε πας να τον βρεις; Μόνο εσύ μπορείς να ξέρεις που είναι κόρη μου .." η Φωτεινή της άφησε λίγο τσάι και κάθισε πλάι της.
"Ήσουν υπερβολική Ξανθίππη μου...."
Δεν της απάντησε. Μέσα της η Ξανθίππη ήταν ένα ράκος. Τον πλήγωσε σε τέτοιο βαθμό με τα λόγια της που της γύρισε μπούμερανγκ και εκείνη πόνεσε ακόμα πιο βαθιά... Ήξερε ότι τον έχασε. Όλες τους οι στιγμές μόλις συνήλθε στο νοσοκομείο πεταρισαν στα μάτια της. Τον έψαχνε. Τον φώναξε μα μόνο η μάνα της ήταν πλάι...
Μια μάνα που έγινε κομμάτια βλέποντας το παιδί της έτσι. Πήρε τον Άρη μα ήταν κλειστό ενώ ο Φάνης δεν είχε ιδέα που βρισκόταν. Ούτε καν η Δάφνη...
Κανένας δεν έμαθε νέα του τη βδομάδα που πέρασε... Το σπίτι ήταν ρημαδιο όταν πήγε ο Φάνης. Ένας Φάνης που όσο κι αν προσπάθησε να μιλήσει με τη Ξανθίππη, δεν κατάφερε τίποτα.
Όλη τη βδομάδα πεταγοταν και τον φώναζε στον ύπνο της. Έκλαιγε και ούρλιαζε μέχρι να πάει η Φωτεινή να την ημερεψει. Ο γιατρός είπε να μην έρχεται καθόλου σε σύγχυση και εκείνη ζούσε με αυτή πρωί βράδυ.
"Πήγαινε λίγο να πλύνεις το προσωπάκι σου... Προσπάθησε να σκεφτείς βρε αγάπη μου... Κάπου θα είναι..."
"Μάνα άσε με..." σηκώθηκε κουρασμένα μα ζαλίστηκε.
"Δεν τρως!" Φώναξε η Φωτεινή απελπισμένα
"Τι σου φταίει αυτή η ψυχή μου λες;!" τσιριξε σχεδόν και έβαλε τα κλάματα "Ξανθίππη σε παρακαλώ! Αμαρτία είναι ... Πρέπει να φας"
"Θα φύγω ...." είπε λυπημένα "Θα δεχτώ τη θέση στην Αθήνα"
"Δεν θα πας πουθενά στη κατάσταση σου!"
"Οπου θέλω θα πάω!" η Ξανθίππη έβαλε και εκείνη τα κλάματα και έφυγε στο δωμάτιο.
"Θεέ μου, σε παρακαλώ... Φώτισε τους..." ψέλλισε η Φωτεινή και κάθισε κουρασμένα...
Δεν είχε άλλες αντοχές να παλέψει.
°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°°•°
"Θα πάω στην αστυνομία!" Η Δάφνη ήταν εκτός εαυτού. "Δεν έχει δώσει σημείο ζωής Φάνη!"
"Μάνα άφησε τον ανάθεμα σε!"
"Πώς μπορείς και μου λες τέτοιο πράγμα! Πώς μπορείς και είσαι τόσο ψύχραιμος;!"
"Δεν είμαι ψύχραιμος! Απλά τον ξέρω! Άφησε τον. Θα ηρεμήσει και θα γυρίσει"
"Όχι Φάνη! Δε θα αφήσω στη τύχη του το παιδί μου!"
"Αρκετά πρόβληματα έχεις προκαλέσει όλα αυτά τα χρόνια! Κάτσε επιτέλους στα αυγά σου! Εσύ φταις! Άκουσες;"! της φώναξε έξαλλος "ΜΟΝΟ ΕΣΥ ΦΤΑΙΣ ΓΙΑ ΟΛΑ!" Ο Φάνης κοπανησε τη καρέκλα , πήρε τα κλειδιά από το αμάξι και έφυγε...
Τον είχε ψάξει παντού. Πήγαινε κάθε μέρα σε όλα τα μέρη που ίσως τον έβρισκε αλλά τίποτα. Ένιωθε την απελπισία στο πετσί του. Οι τύψεις τον έτρωγαν ζωντανό και η Δάφνη τα έκανε μόνο χειρότερα...
°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°
Θεσσαλονίκη
Είκοσι δύο χρόνια πριν
(όπου έγραψα 25 χρονια, θα διορθωθεί. 22 είναι το σωστό)
Άνοιξε σιγανα το φως , τράβηξε τη καρέκλα και ύστερα κάθισε στο γραφείο χωρίς να κάνει φασαρία. Έπιασε ένα κομμάτι χαρτί, το μολύβι και μια σβηστρα.
Ήταν ο μόνος τροπος που έμαθε να εκφράζεται.
"Σήμερα γνώρισα ένα κοριτσάκι. Ήμουν πολύ κακός μαζί της. Τη λένε Ξανθίππη. Δεν έχω ακούσει ποτέ ξανά στη ζωή μου τόσο όμορφο όνομα. Είναι τόσο περίεργο. Νομίζω όμως μου αρέσει πολύ. Δεν ήθελα να κάνω παρέα μαζί της. Δε πρόκειται άλλωστε να κάνει και εκείνη παρέα μαζί μου. Πάντα όλα τα παιδάκια επιλέγουν το Φάνη. Είναι πιο χαρούμενος.
Δεν με νοιάζει όμως για τα άλλα παιδάκια... Αυτό το κοριτσάκι, θελω να το έχω φίλη μου.
Η γιαγιά πριν πεθάνει, άφησε στη μαμά ένα δαχτυλίδι. Θυμάμαι είχε πει στη μαμά να το δώσω στη κοπέλα που θα αγαπήσω. Ίσως το αγάπησα αυτό το κοριτσάκι κατευθείαν. Δε θα της δώσω όμως το δαχτυλίδι. Ίσως εκείνη δε μ'αγαπαει. Είχε κοτσιδακια. Φορούσε όμως μαύρα ρούχα. Σαν εμένα. Πρώτη φορά βλέπω κοριτσάκι να φοράει μαύρα ρούχα.
Της μίλησα άσχημα όμως. Δεν ήθελα να της δείξω ότι μου άρεσε πολύ. Πολύ στεναχωρήθηκα που δεν είναι στην ηλικία μου. Δε θα πηγαίνουμε μαζί σχολείο. Μπορούμε όμως να πηγαίνουμε στη παιδική χαρά. Γελάει περίεργα. Έχει πολύ πλάκα. Εγώ όμως σήμερα την έκανα να κλάψει. Ακόμα και έτσι, κλαίει όμορφα. Νομίζω όλες οι εκφράσεις της είναι όμορφες. Δε ξέρω γιατί αλλά πιστεύω πως θα γίνει η καλύτερη φίλη μου και όταν μεγαλώσω θα της δώσω ένα φιλί στο μάγουλο! Και μετά δε θα κλαίει...
Αυτά είχα να πω. Αντίο τώρα γιατί πρέπει να πετάξω το χαρτάκι να μη το βρει η μαμά. Θα είναι ντροπή για ένα αγόρι σαν εμένα..."
Έσκισε το χαρτί από το τετράδιο, το έκανε μια μπαλιτσα και το πέταξε στο κάδο. Ύστερα κατέβηκε σιγά σιγά, έκλεισε το φως και έτρεξε στο κρεβατι του.
"Σε ευχαριστώ θεέ μου που γνώρισα ένα κοριτσάκι με μαύρα ρούχα!" είπε χαρούμενο και γυρίζοντας πλευρό, ξάπλωσε. "Καληνύχτα Ξανθίππη! Ούτε αύριο θα σου μιλήσω" είπε σιγανα και αποκοιμήθηκε...
°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°
"Άρη;, "Μαμά που είναι ο Άρης;"
"Πήγε στο μανάβη καλέ μου!"
"Θέλω ένα μολύβι!"
"Στο γραφείο θα έχει!"
"Καλά μαμά θα ψάξω ...."
Μπήκε μέσα, κοίταξε από δω κοίταξε από εκεί , και άνοιξε το συρτάρι. "Βρήκα!" αναφώνησε και κατεβαίνοντας από τη καρέκλα είδε ένα μπαλάκι χαρτιού στο κάδο.
"Πάλι καμιά ζωγραφιά πέταξε. Αυτό το παιδί..." μονολογησε και το πήρε. Το άνοιξε και το κοίταξε. "Χμ... Κάτι γράφει τώρα εδώ. Θα το διαβάσω στο δωμάτιο σιγά σιγά μαζί με το βιβλίο μου!" είπε και βάζοντας το χαρτάκι στη τσέπη, έτρεξε στο δωμάτιο του...
°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°
"Καλημέρα κυρία Φωτεινή. Η Ξανθίππη;"
"Στο δωμάτιο της είναι Φάνη... Αλλά δε ξέρω αν καταφέρεις να τη δεις... Κανένα νέο;"
"Τίποτα. Στο μαγαζί δε πάτησε, στο σπίτι τα ίδια... Έχω πάει παντού..."
Η Φωτεινή αναστεναξε.
"Πρέπει να τον βρούμε Φάνη... Υπάρχει πρόβλημα"
"Πρόβλημα; Μεγαλύτερο από το ήδη υπάρχον;"
"Βασικά δεν είναι πρόβλημα... Ευλογία είναι αλλά στη παρούσα φάση..."
"Θεέ μου!" ο Φάνης άνοιξε διάπλατα τα μάτια του. "Είναι..."
"Ναι... Ούτε ένα μηνών δεν είναι ακόμα. Με το ζόρι φάνηκε στο νοσοκομείο. Αυτή ήταν η αιτία που κατέρρευσε. Ίσως για αυτό να νιώθει έτσι. Μόνο ξεσπάσματα έχει... Ένας θεός ξέρει πως κατάφερε και κρατήθηκε εκεί μέσα αφού φτάσαμε με αιμορραγία στο νοσοκομείο..."
"Κυρία Φωτεινή, πρέπει να τη δω..." της είπε μόνο.
"Τι να σου πω, αγόρι μου... Προσπάθησε.."
Ο Φάνης ανέβηκε δύο δυο τα σκαλιά. Έφτασε στο δωμάτιο της και χτύπησε.
"Ξανθίππη μου;"
"Φάνη φύγε..." ακούστηκε αδύναμα η φωνή της.
"Πρέπει να σου μιλήσω... Είναι πολύ σοβαρό..."
"Δε θέλω να ακούσω..."
"Έκανα πολλά λάθη Ξανθίππη... Με τρώνε ήδη οι τύψεις. Άφησε με... Έχει να κάνει με τον Άρη... Είναι σημαντικό..."
"Πάει ο Άρης.... Έφυγε"
"Ξανθίππη άνοιξε μου..."
"Φάνη φύγε..."
"Σε παρακαλώ..."
"Φάνη φύγε σου είπα!" ανέβασε το τονο της και εκείνος αναστεναξε.
"Θα σου αφήσω κάτι... Θα το πετάξω κάτω από τη πόρτα. Εντάξει; Απλά διάβασε το... Μου το υποσχεσαι;"
Σιωπή...
Ο Φάνης έσκυψε, άνοιξε το μπαλάκι, το ισιωσε προσεκτικά να μη το σκίσει και το έσυρε κάτω από τη χαραμάδα της πόρτας.
"Σε ικετεύω σε ότι κι αν αγαπάς... Για ότι παλεύεις εκεί μέσα... Απλά διάβασε το..."
Σιωπή...
°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•
"Φάνη; Γιατί ο Άρης δε μου μιλάει;"
"Δε ξέρω Ξάνθιππη..."
"Μα ήρθαμε στη παιδική χαρά και κάθεται μόνος του"
"Πάντα έτσι κάνει. Μη δίνεις σημασία και στεναχωριέσαι"
"Θα πάω να του μιλήσω"
"Ξανθίππη! Περίμενε"
"Κάτσε εδώ και έρχομαι!"
Έτρεξε σαν σφαίρα και στάθηκε πίσω του. Ήταν καθισμένος στο παγκάκι.
"Γιατί δεν έρχεσαι να παίξουμε;"
"Ξανθίππη φύγε. Δε μιλάω με μωρά"
"Ποιος σου είπε ότι είσαι μεγάλος; Κοντεύεις τα οχτώ! Σιγά. Έλα πάμε..."
"Ωχού! Σου είπα πήγαινε. Παίζεις με το Φάνη άλλωστε"
"Ναι αλλά δεν είναι το ίδιο..." Το προσωπάκι της σκυθρωπιασε. Σκαρφάλωσε στο παγκάκι και κάθισε πλάι του.
"Ήρθες να με ζαλισεις πάλι;"
"Πάντα θα έρχομαι!"
"Γιατί;"
"Γιατί.... Βασικά δε ξέρω γιατί. Γιατί έτσι!" έβαλε τα χέρια της στο στήθος και τον κοίταξε "Το ξέρεις ότι μια στις δύο φιλίες ξεκινάει με καυγάδες; Στατιστική!"
"Και που ξέρεις εσύ από στατιστική! Ούτε πέντε δεν είσαι!"
"Κι άλλα ξέρω. Επίσης ξέρω πως εγώ και εσύ θα γίνουμε ένα..."
"Τι θα γίνουμε;"
"Ένα. Η μαμά λέει πως όταν βρίσκεις το άλλο σου μισό γινεσαι ένα! Και μη τολμήσεις να με ρωτήσεις ποιος μου είπε ότι είσαι το άλλο μου μισό! Εγώ το λέω!"
"Πώς το κατάλαβες;"
"Μας αρέσει το ίδιο χρώμα. Επίσης είσαι ξεροκέφαλος όπως και εγώ. Το βράδυ κοιμάσαι καμιά φορά με το μαξιλάρι αγκαλιά και..."
"Κάτσε ρε Ξάνθιππη! Που ξέρεις πως κοιμάμαι;" Εκείνη χαχανισε
"Σε βλέπω από το παράθυρο..." είπε γελαστή
"Πας καλά; Με παρακολουθείς;"
"Όχι. Απλά όταν φοβάμαι , σηκώνομαι και σε κοιτάζω. Και έτσι ηρεμώ..."
"Γιατί φοβάσαι;"
"Δε σου λέω. Θα σου πω όταν γίνεις φίλος μου"
"Καλά. Μη μου λες!"
"Δε σου λέω!"
Η Ξανθίππη κούνησε πέρα δώθε τα πόδια της νευριασμένα
"Τώρα έτσι θα καθεσαι; Πήγαινε να παίξεις!"
"Γιατί οι άνθρωποι πληγώνουν τους άλλους;" ρωτησε χωρίς να τον κοιτάζει
"Γιατί μερικές φορές κάνουν βλακείες"
"Ναι αλλά τους πληγώνουν... Δε θέλω να πληγώσω ποτέ κανένα..."
"Ε μη το κάνεις τότε!"
"Άρη; Γιατί κάθε βράδυ μιλάς μόνος σου;"
"Δε μιλάω μόνος μου Ξανθίππη"
"Με ποιον μιλάς;"
"Με τον εαυτό μου"
"Να έρχομαι να μιλάμε μαζί;"
"Μη τολμήσεις!"
"Γιατί; Θα γίνω σαν το αρκουδάκι. Θα με πάρεις αγκαλίτσα..."
"Ιουυυ αηδία!"
"Καλά. Θα έρθεις να σε πάρω εγώ;"
"Ξανθίππη παράτα με! Τι σε έπιασε;"
"Σε είδα στον ύπνο μου χθες..."
"Ε και;"
"Εκλαιγες. Και ήρθα και σου έδωσα ένα φιλί και μετά..."
Ο Άρης σηκώθηκε.
"Που πας! Σου λέω το όνειρο μου!"
"Πάω κάπου να μείνω μόνος μου!"
"Θα έρθω και εγώ!"
"Ξανθίππη τι δεν καταλαβαίνεις; Θέλω να μείνω μόνος μου!"
"Που θα πας;"
"Όπου θέλω!'
"Θα μου πεις αλλιώς δε θα πας πουθενά!"
"Και νομίζεις θα με σταματήσεις;"
"Ναι... Κοίτα!" Του έπιασε το χέρι και εκείνος μαζεύτηκε.
"Σταμάτα θα μας δει κανένας και θα γίνω ρεζίλι!"
"Θα μου πεις που πας; Πες μου και σου υπόσχομαι να μην έρθω...,"
"Ψεύτρα!"
"Αλήθεια λέω. Να... Φιλάω σταυρό!"
"Καλά τότε. Θα σου πω... Το βλέπεις εκείνο το σπίτι στο βάθος του δρόμου;"
"Το στοιχειωμένο;"
"Μη λες βλακείες μωρέ Ξανθίππη! Δεν υπάρχουν φαντάσματα!"
"Εγώ δε περνάω ούτε έξω από εκεί!"
"Ακόμα πιο καλά. Θα είμαι σίγουρος ότι δε θα με ενοχλήσεις ποτέ!"
"Πάλι γίνεσαι κακός..."
"Ηρεμία ψάχνω Ξανθίππη..."
"Και τι κάνεις εκεί;"
"Πάω όταν ακούω τη μαμά να μαλώνει με το μπαμπά στο τηλέφωνο... Έχει λίγες μέρες που το ανακάλυψα. Έχει πολύ ησυχία εκεί. Κάθομαι και το ψαχουλευω. Έχουν αφήσει και μερικά πράγματα μέσα. Πλάκα έχει.."
"Να έρθω μαζί σου καμιά μέρα;"
"Τώρα δεν είπες ότι δε πατάς ούτε απ' έξω;"
"Μαζί σου δε φοβάμαι..." είπε μαζεμένη "Θα πάμε μαζί;"
"Όχι φυσικά. Εκεί είναι το μέρος μου! Βρες δικό σου. Μου υποσχέθηκες. Και φίλησες και σταυρό!"
"Καλά.... Σήμερα φίλησα. Αύριο δε ξέρω!"
"Ειλικρινά ώρες ώρες είσαι...."
"Όμορφη;" Τον διέκοψε κάνοντας ζουζουνιά
"Όχι ρε Ξάνθιππη!"
"Γλυκιά;" Είπε και πεταρισε τα βλέφαρα της
"Ούτε!"
"Έξυπνη;"
"Όχι!"
"Ε και τι είμαι ρε Άρη;" ρώτησε και εκείνος τη κοίταξε καλά καλά
"Ξεχωριστή..." είπε και βάζοντας τα χέρια στις τσέπες, έφυγε προς το χαμόσπιτο γρήγορα...
°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°
Έφερε το σημείωμα ως τα χείλη της και κλείνοντας τα μάτια η καρδιά της πάγωσε. Ο χρόνος όλος πάγωσε...
Του φέρθηκε άσχημα μέσα στο πόνο της. Του είπε λόγια ανείπωτα μέχρι τότε και που δεν έπρεπε ποτέ να ειπωθούν.
"Το χαμόσπιτο!" φώναξε ξαφνικά και σηκώθηκε. Έβαλε τη φούτερ του που είχε ήδη ποτίσει από τα δάκρυα της, μια φόρμα και άνοιξε τη πόρτα.
"Ξανθίππη;" Η Φωτεινή βγήκε στο χωλ "Μη τρέχεις! Δε κάνει! Τι έπαθες;"
"Το χαμόσπιτο μάνα!"
"Δεν... Δε καταλαβαίνω..."
"Φεύγω!"
"Ξανθίππη που πας;! Μη τρέχεις! Το μωρό!"
Ούτε που γύρισε...
Πήρε την κατηφόρα που έβγαζε στη παιδική χαρά και μόνη της εικόνα ήταν εκείνο το έρημο σπίτι στο τέλος του δρόμου.
Κάπου στα μισά σταμάτησε.
Πήρε δύο βαθιές ανάσες, ηρέμησε το σώμα της και συνέχισε. Είχε μετανιώσει πικρά για κάθε λέξη που βγήκε από τα χείλη της.
"Άρη;!" φώναξε χωρίς να τη νοιάζει τίποτα μα καμία απάντηση δε πήρε.
Η Ξανθίππη είχε να μπει εκεί μέσα από τότε που ήταν παιδιά. Περπάτησε σιγά σιγά πάνω στα σκαλιά , έσπρωξε τη πόρτα και εκείνη ετριξε. "Άρη....;" ψέλλισε κοιτώντας γύρω της μα το σπίτι έμοιαζε ακριβώς όπως εκείνο το ξύλινο κουτάκι... Άδειο... Χωρίς αυτό που αγαπάει μέσα...
Η Ξανθίππη βουρκωσε...
Ήταν σίγουρη ότι θα τον έβρισκε εκεί...
Άρχισε να κλαίει χωρίς να το ορίζει και πήγε μέχρι το δωμάτιο που είχαν βρει το κουτάκι. Ήταν όπως τότε. Δεν είχε αλλάξει τίποτα...
"Που είσαι ρε Άρη..." ψέλλισε τσακισμένη και έτσι όπως ήταν όρθια, γονάτισε σιγά σιγά και ξάπλωσε στα σανίδια. Έκανε κρύο αλλά η απογοήτευση της πάγωνε περισσότερο τα μέσα της. Δεν έφυγε όμως. Ήθελε να τον νιώσει έστω και λίγο... Όπως τότε που ήταν παιδιά...
Το σώμα της, ήρθε σε εμβρυακή στάση και έκλεισε τα μάτια της κουρασμένα. Ήταν εξαντλημένη. Ήξερε ότι όλοι τον έψαχναν μα κάτι μέσα της πίστευε ότι ίσως εκείνο το μέρος να ήταν το δικό του καταφύγιο. Όπως τότε που ήταν μικρός.
Το σημείωμα που της έδωσε ο Φάνης, την λύγισε μέχρι το κόκαλο.
Έβαλε το χέρι στη τσέπη, το έβγαλε και ανοίγοντας το, το έφερε ως τα χείλη της.
"Έλα σε μένα... Σε παρακαλώ..." είπε σιγανα και κρατώντας το σφιχτά στα χέρια της, άφησε τα δακρυσμένα της μάτια να κλείσουν...
🌬️🌬️🌬️🌬️🌬️🌬️🌬️🌬️🌬️🌬️🌬️🌬️🌬️🌬️🌬️🌬️🌬️🌬️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top