Κεφάλαιο 20°
Πριν σε βρω....
Σε έχασα
°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°°
Δεκαπέντε αναπάντητες κλήσεις, είκοσι μηνύματα και δάκρυα και αρκετά χτυπήματα στη πόρτα.
Αυτή ήταν η κατάσταση της...
Ένα κουρέλι πεσμένο ακόμα στο δωμάτιο της ύστερα από δύο ώρες...
Δεν μπορούσε να βάλει το κεφάλι της σε μια τάξη. Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι ο Άρης την άφησε να είναι με το Φάνη ξέροντας ότι την απατησε και δεν έκανε τίποτα για αυτό. Δε σκέφτηκε λεπτό ότι η Μάγδα έλεγε ψέματα... Ήταν πληγωμένη , ίσως είπε ψέματα για την εγκυμοσύνη μα αυτό ήταν πολύ βαρύ για να είναι ψεύτικο. Η Ξανθίππη το ένιωθε, είπε την ωμή αλήθεια.
"Ξανθίππη είσαι μέσα;!" ξανά... Πάλι ήρθε. Ήταν σίγουρη ότι θα είχε πάει ακόμα και στη μάνα της αλλά δεν είχε κουράγιο να σηκωθεί. Δεν ήθελε να τον δει...
"Ξανθίππη αν είσαι μέσα άνοιξε γιατί θα σπάσω τη πόρτα!" ο Άρης ήταν έξαλλος. Δεν απάντησε σε καμία του κλήση.
Το κινητό της άρχισε πάλι να χτυπάει και εκείνη το έκλεισε στα γρήγορα αλλά στο επόμενο δευτερόλεπτο, ο Άρης πάτησε μια κλωτσιά τη πόρτα και εκείνη άνοιξε.
Η Ξανθίππη σηκώθηκε.
Ο Άρης μπήκε στο δωμάτιο και έτρεξε καταπάνω της αμέσως.
"Τρελάθηκα! Τι διάολο συμβαίνει;!"
"Μη με αγγίζεις!" η Ξανθίππη έκανε ένα βήμα πίσω και εκείνος έμεινε με τα χέρια ανοιχτά προς το μέρος της
"Μωρό μου τι έπαθες;"
"Μη με λες έτσι! Τελειώσαμε!" Η λέξη σουβλισε τη ψυχή του και τον έλουσε μια αίσθηση πρωτόγνωρη. Έμοιαζε με κρύο αέρα στη πλάτη. Μια αδυναμία σε κάθε του άκρο και ένα πόνο σε όλο το κορμί του.
"Ξανθίππη μου;" ο Άρης έκανε ένα βήμα προς το μέρος της και εκείνη ένα ακόμα προς τα πίσω "Το συμβαινει μάτια μου;, Μιλά μου..."
"Να σου μιλήσω;" του είπε σιγανα και κλείδωσε το βλέμμα της στο δικό του. Έκλαιγε. Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα. "ΝΑ ΣΟΥ ΜΙΛΗΣΩ;! ΟΠΩΣ ΜΟΥ ΜΙΛΗΣΕΣ ΕΣΥ;!" Η Ξανθίππη τον έσπρωξε άγρια μα εκείνος κρατήθηκε στη θέση του.
"Τρομάζω ανάθεμα σε! Τι έπαθες!"
"Τίποτα Άρη μου...." του είπε αφήνοντας δεκάδες ρυάκια δακρύων από τα μάτια της "Τελειώσαμε..."
"Ξανθίππη συνελθε!" την έπιασε από τα μπράτσα και εκείνη τον έσπρωξε
"ΕΝΑ ΧΡΟΝΟ ΜΕ ΠΗΔΆΕΙ Ο ΑΔΕΡΦΟΣ ΣΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ ΤΟ ΑΠΟΛΑΜΒΑΝΕΙΣ;!" Τα μέσα του πάγωσαν. Κατάλαβε αμέσως...
"Άφησε με να σου πω..." είπε μαλακα μα εκείνη άρχισε να γέλαει
"Πόσο μαλάκας είσαι πες μου!" ήταν εξαγριωμένη. Δεν την είχε ξαναδεί έτσι τόσα χρόνια "Αυτή είναι η αγάπη και η λατρεία σου; Η εμπιστοσύνη; Το εμείς; Να μου κρατάς ένα τέτοιο ψέμα ενώ θα μπορούσαμε να τα τελειώσουμε όλα;"! η Ξανθίππη έπιασε το κεφάλι της και άρχισε να κόβει βόλτες στο δωμάτιο "ΔΕ ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΕ ΒΛΕΠΩ! ΦΥΓΕ. ΧΑΣΟΥ. ΕΞΑΦΑΝΙΣΟΥ!" ούρλιαξε τρελαμενη
"Σε ικετεύω..." ψέλλισε κάνοντας ένα βήμα κοντά της.
"Τελειώσαμε..."είπε και τον πλησίασε και εκείνη. "Ένα χρόνο... Για ένα χρόνο μου έλεγες ψέματα. Ανάθεμα αν αξίζω κάτι για σένα... ΑΝΑΘΕΜΑ ΑΝ ΣΕ ΞΕΡΩ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΆ!"
"Μωρό μου σε παρακαλώ..."
"ΜΗ ΜΕ ΑΓΓΙΖΕΙΣ ΠΟΥ ΝΑ ΣΕ ΠΆΡΕΙ Ο ΔΙΑΟΛΟΣ!" Του φώναξε μόλις προσπάθησε να την ακουμπήσει. "Με πηδούσε... Κάναμε έρωτα. Με άγγιζε... Και εσύ;"
"Θα αυτοκτονούσε!" της φώναξε ξαφνικά "Τι να έκανα;"
"Τίποτα. Αυτό ακριβώς που έκανες... Ένα τίποτα. Αυτό είσαι και αυτό είμαι... Φύγε από μπροστά μου"
Ο Άρης έσπασε σε χιλιάδες κομμάτια.
Ολόκληρη η ζωή τους πέρασε και έσβησε μπροστά στα μάτια του.
"Δε πάω πουθενά!" την άρπαξε και τα μπράτσα και τη τράβηξε μα εκείνη άρχισε να τον χτυπάει με μανία στο στήθος.
"ΜΗ ΜΕ ΑΚΟΥΜΠΆΣ! ΣΕ ΣΙΧΑΙΝΟΜΑΙ! ΑΣΕ ΜΕ!"
"ΔΕ ΤΟ ΗΘΕΛΑ!"
"Το έκανες!" τσιριξε και βάζοντας όλη της τη δύναμη τον έσπρωξε ξανά. "Μου είπες ψέματα..." Η Ξανθίππη έκλαιγε χωρίς σταματημό "Πως μπόρεσες;" Γονάτισε κάτω και εκείνος γονάτισε μαζί της.
"Άρη φύγε γιατί θα πω πράγματα που πονάνε..." Η Ξανθίππη ήταν κομμάτια. Συντρίμμια ολόκληρα ενός ονείρου που πέθανε πριν καν γεννηθεί. Τόσες στιγμές. Τόση αγάπη...
"Ο Φάνης προσπάθησε να αυτοκτονήσει τρεις φορές. Δε το άντεξε η ψυχή μου το βάρος. Πέθαινα κάθε μέρα... Εδώ και εικοσιπέντε χρόνια πέθαινα!" την έπιασε απαλά από τα χέρια μα εκείνη τα τράβηξε. Δεν άκουγε. Δεν ήθελε τίποτα.
"Άρη χάσου από τα μάτια μου... Δεν είμαστε τίποτα. Ποτέ δεν ήμασταν..."
"Δε μπορώ..."
"Φύγε ρε!" η Ξανθίππη του όρμησε. "ΦΥΓΕ! ΔΕ ΣΑΓΑΠΑΩ. ΔΕ ΣΕ ΘΕΛΩ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ. ΔΕ ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΕ ΒΛΕΠΩ. ΔΕ ΘΕΛΩ ΝΑ ΞΈΡΩ ΤΙΠΟΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΟΥΤΕ ΚΑΝ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ! ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΤΙΠΟΤΑ ΓΙΑ ΜΕΝΑ ΠΙΑ! ΕΞΑΦΑΝΙΣΟΥ!" οι γροθιές της έβρισκαν το στήθος του ανεξέλεγκτα. Ο Άρης έπιασε τα χέρια της τα κλείδωσε, τα ένωσε και τη κοίταξε.
"Δώσε μου ένα σου βλέμμα και φεύγω..." της είπε σιγανα βλέποντας τη έτοιμη να καταρρεύσει και εκείνη του το χάρισε. Ένα ειρωνικό χαμόγελο και ένα βλέμμα σαν τον πάγο. "Τελειώσαμε;" τη ρώτησε ήρεμος. "Αυτό ήταν;"
"Αυτό. Και πολύ ήταν... Φύγε" του απάντησε κοφτά και εκείνος απελευθέρωσε τα χέρια της.
"Ξανθίππη;" ο Άρης πάλευε με τη ψυχή του και τα δάκρυα που έφτασαν χύθηκαν και από τα δικά του μάτια όσο κι αν προσπάθησε να τα κρατήσει. "Δεν υπάρχω χωρίς εσένα... Έκανα πίσω σε πολλά. Μη μου ζητάς να τελειώσουμε...Εμείς..."
"Δεν υπάρχει πια εμείς. Ποτέ δεν υπήρξε... Δε θέλω να ξέρω καν ότι υπάρχεις. Φύγε..."
Ο Άρης σηκώθηκε και εκείνη άρχισε να κλαίει με λυγμούς. "ΦΥΓΕ ΓΑΜΩΤΟ! ΦΥΓΕ!" βαρεσε τις παλάμες της στο πάτωμα και εκείνος πήγε ως τη πόρτα "Εύχομαι να μη σε γνώριζα ποτέ μου..." την άκουσε να λέει και κλείνοντας τα βλέφαρα του έφυγε...
Του είπε σκληρά λόγια μα ήταν πληγωμένη.
Έκλαιγε σαν μωρό, διπλωθηκε στο πάτωμα και ένα τσούξιμο μέσα της, την ανάγκασε να ουρλιάξει. Ένιωσε τα πόδια της να κόβονται.
Ο ψυχικός πόνος έγινε σωματικός και στη προσπάθεια της να σηκωθεί, γονάτισε...
Άπλωσε με το ζόρι το χέρι προς το κρεβάτι. Έπιασε το κινητό της, και κάλεσε αμέσως τη μάνα της.
"Μάνα;"
"Παιδί μου. Τι έπαθες;"
"Μάνα πονάω. Έλα γρήγορα σπίτι .." το τηλέφωνο έπεσε από τα χέρια της, και η Ξανθίππη λιποθύμησε...
°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°
"Ένα τίποτα είμαστε!" τον κορόιδεψε και εκείνος αγριεψε. Θύμωσαν τα μέσα του.
"Ρε Άρη; Πλάκα σου κάνω .. Παιχνίδι παίζουμε"
"Ξανθίππη κόψε τις μαλακίες. Άντε, πάνε σπίτι..."
"Δε το εννοούσα. Αφού το ξέρεις..."
"Καλά. Πήγαμε σπίτι τώρα"
"Δε πάω πουθενά! Για πλάκα το είπα..."
Ο Άρης γύρισε και την κοίταξε
"Μη τολμήσεις ποτέ να μου πεις ότι είμαστε ένα τίποτα... Εμείς είμαστε τα πάντα... Το κατάλαβες;"
"Τόσο πολύ μ'αγαπας;"
"Ρε βλάκα... Εγώ και εσύ είμαστε η ζωή η ίδια... Ούτε για αστείο μη βγουν από τα χείλη σου ξανά αυτές οι λέξεις..."
°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°°•°
"Σταμάτα! Δε θέλω να σε βλέπω!"
"Μα δε με βλέπεις. Κρυφτό παίζουμε!"
"Άρη κόψε τις αηδιες... Δεν έπαιξες δίκαια!"
"Έπαιξα ρε Ξανθίππη!"
"Όχι δεν έπαιξες! Φύγε. Θα πάω στη μαμά μου. Δε θέλω να σε βλέπω! Κλέφτη!"
"Ξανθίππη είσαι κακομαθημένο!"
"Ότι θέλω είμαι! Εσύ κλέβεις! Φύγε να μη σε βλέπω.!"
"Εγώ να φύγω;" της είπε γλυκά και τη πλησίασε.
"Ναι! Δε μου αρέσει όταν κλέβεις στα παιχνίδια μας!"
"Δεν έκλεψα ρε Ξάνθιππη! Ίσως λίγο..."
"Βλέπεις; Το παραδέχεσαι! Άσε με τώρα!"
"Ξανθίππη;"
"Τι θες;"
"Μη ξαναπείς ποτέ ότι δε θέλεις να με βλέπεις ..."
"Γιατί;"
"Δε ξέρω ρε Ξάνθιππη αλλά κάτι συμβαίνει. Κάθε φορά που το λες, πονάει το στομάχι μου..."
"Θα σου περάσει!"
"Ξανθίππη σταματα! Μίλαω σοβαρά!"
"Αλήθεια πονάς;"
"Ναι ρε... Δε ξέρω. Προχθές είπες πάλι ότι δε θέλεις να με βλέπεις. Και πόνεσα ρε Ξάνθιππη...."
"Δε θέλω να πονάς..."
"Μη το πεις ποτέ ξανά τότε..."
"Άρη;"
"Τι είναι;"
"Μη με αναγκάσεις να σου το πω ξανά. Να είσαι δίκαιος εντάξει;"
"Γενικά να μη το πεις... Ακόμα και τώρα με αυτό που είπες με έπιασε η κοιλια μου. Δε ξέρω τι παθαίνω. Θα ρωτήσω τη μαμά..."
"Πάντα θα θελω να σε βλέπω...Δε μπορώ χωρίς εσένα. Νιώθεις καλύτερα τώρα;"
"Αν νιώθω λέει!"
"Άρη; Βλέπεις; Αφού εγώ σε κάνω και πονάς. Μπορώ να σε φτιάχνω κι όλας πάλι!"
"Δε θέλω να σε χάσω ποτέ Ξάνθιππη..."
"Αααα! Πρώτη φορά μου το λες! Πάντα γκρινιάζεις γιατί εγώ στο λέω..."
"Το εννοώ. Τέλος πάντων. Έλα, πάμε να παίξουμε πάλι;"
"Ενταξει. Αλλά χωρίς ζαβολιες!"
"Στο υπόσχομαι!"
°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°°•°•°•
"Μη με πιάνεις ρε!"
"Βρε μωρό μου, έλα εδώ"
"Δεν είμαι το μωρό σου! Τράβα στη Καλλιόπη!"
"Ρε Ξάνθιππη σοβαρά τώρα θυμωσες για αυτό;"
"Ναι θύμωσα. Παράτα με!"
"Ρε καρδούλα μου.."
"Δεν είμαι η καρδούλα σου! Φύγε!"
"Τι φταίω εγώ που κόλλησε πάνω μου σα τη βδέλλα μου λες;"
"Με παραμέλησες. Φύγε σου είπα!"
"Δε πάω πουθενά ρε. Εδώ θα κάτσω! Να με κοιτάζεις όλη μέρα να σε φουντωνω και να χαίρομαι μόνος μου!"
"Καλά τότε θα φύγω εγώ!"
"Ρε Ξάνθιππη στάσου!"
"Αυτή η κοπέλα μου έκανε δύσκολη τη ζωή στο δημοτικό και τριβόταν πάνω σου! Δεν έχουμε να πούμε τίποτα άλλο. Τελειώσαμε..."
"Τι είπες;"
"Άρη πάρε τα ξερά σου από πάνω μου!"
Την έπιασε από τη μέση, τη πέταξε στη πλάτη και μπήκαν σπίτι. Την πήγε στο κρεβάτι του, την ξάπλωσε και σκαρφάλωσε πάνω της.
"Ρε είσαι ηλίθιος; Άφησε με!"
"Θέλω να ξαναπείς αργά αργά αυτό που είπες πριν..."
"Πα-ρε, τα ξε-ρα..."
"Όχι αυτό ρε Ξάνθιππη! Το άλλο..."
"Το τελειώσαμε;" Τον ειρωνεύτηκε και εκείνος χαμήλωσε στο κορμί της.
"Αν μου ξαναπείς ποτέ τελειώσαμε, θα έχουμε άσχημο τέλος μωρό μου... Το κατάλαβες; Θα τελειώσουμε για τα καλά. Αυτό θες;" Έσκυψε και χάθηκε στο λαιμό της. "Πες μου Ξανθίππη... Θέλω να σε ακούσω να το λες... Αυτό θες;"
"Όχι..." ψέλλισε και εκείνος τη δάγκωσε
"Μη βγει αυτή η λέξη ποτέ από τα χείλη σου τότε..." σηκώθηκε από πάνω της, πριν ξεφύγει η κατάσταση και τη κοίταξε.
"Έλα, πάμε βόλτα με τη μηχανή... Στη χρωστάω..."
"Να πας με την...."
"Ξανθίππη ραψε τα χειλάκια σου και σήκω. Με εσένα θέλω να πάω βόλτα. Κι αν μείνουμε λίγο ακόμα στο δωμάτιο, θα σου πω και θα σου εξηγήσω με κάθε λεπτομέρεια τι άλλο θέλω να κάνω μαζί σου εκτός από τη βόλτα..."
°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°
"Ποιον καλέ;"
"Εκείνο τον ψηλό τον μελαχροινό ρε Ξάνθιππη! Που έρχεται καμιά φορά με τη μηχανή..."
"Δε ξέρω ποιον εννοείς..."
"Ρε Ξάνθιππη με κοροϊδεύεις; Είστε μαζί συνέχεια!"
"Πηνελόπη μη με εκνευρίζεις! Σου είπα δε τον ξέρω. Ούτε το όνομα του ξέρω καλά καλά..."
"Σοβαρά μωρό μου;" Η Ξανθίππη ασπρισε. Κοίταξε τη Πηνελόπη που είχε λιώσει αμέσως και αναστεναξε "Είναι πίσω μου έτσι δεν είναι;"
"Δε ξέρεις ούτε το όνομα μου;"
"Εμμμ... Εγώ να σας αφήσω σιγά σιγά .." η Πηνελόπη έφυγε και ο Άρης τη γύρισε.
"Τέτοια λες στις φίλες σου;"
"Δεν είναι φίλη μου"
"Θέλεις να σε κάνω να ουρλιάζεις το όνομα μου;"
"Άρη κόψε!"
"Α μπα; Τώρα ξέρει η γλώσσα σου το όνομα μου;"
"Η γλώσσα του ξέρει. Εγώ δε θέλω να ξέρω ούτε το όνομα σου!" Η Ξανθίππη άρχισε να προχωράει εκνευρισμένη
"Ρε πας καλά;!"
"Φύγε. Όλες για σένα μου μιλάνε. Κουράστηκα!"
"Ε και; Σιγά μη γυρίσω να κοιτάξω καμία από αυτές!"
"Έχω νεύρα. Φύγε!"
"Ρε μωρακι μου..."
"Δεν είμαι μωράκι σου!"
"Ρε καρδιά μου ..."
"Ούτε η καρδιά σου είμαι! Και σταμάτα να με ακολουθείς γιατί θα τσιριξω και θα σε μαζέψουν οι μπάτσοι!"
"Ζηλεύεις;"
"Τι λες αγοράκι μου! Εσένα;" Σταμάτησε και εκείνος στάθηκε μπροστά της.
"Πες μου ότι ζηλεύεις..."
"Ποτέ!"
"Ωραία... Αφού δε ζηλεύεις πάω στη Πηνελόπη!" Είπε και άρχισε να περπατάει
"Άρη αν κάνεις ακόμα ένα βήμα, θα ξεχάσω αληθινά το όνομα σου!"
Εκείνος σταμάτησε.
"Δε μπορείς..."
"Γιατί;"
"Γιατί το έγραψα στη γλώσσα σου... Το ξέχασες;" με δύο βήματα την άρπαξε και τη πέταξε στον ώμο του.
"Ρε πιθηκε! Φτάνει να με πετάς συνέχεια στις πλάτες σου άσε με!'
"Θα σε πάω στις ερημιές και θα πεις εκατό φορές το όνομα μου για τιμωρία!"
"Άρη άσε με!"
"Ενενήντα εννιά .."
"Ρε Άρη είσαι ηλίθιος; Σταμάτα!"
"Ενενήντα οχτώ μωρό μου... Καλά το πας .."
°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°
Άνοιξε το παράθυρο και σκαρφάλωσε σιγά σιγά...
Κοιμόταν...
Πλησίασε στο κρεβάτι σαν τη γάτα, σήκωσε τη κουβέρτα και μόλις το κορμί της παφλασε στο κρεβάτι , ο Άρης πετάχτηκε έντρομος.
"Ρε Ξάνθιππη τι κάνεις;!"
"Άρη φυσάει..."
"Και ήρθες από το σπίτι σου στο δικό μου να κοιμηθείς;!"
"Σε πήρα τηλέφωνο ..."
"Είναι πέντε η ώρα το χάραμα..."
"Δεν κοιμήθηκα καθόλου..."
"Έλα εδώ..." Τη πήρε αγκαλιά και σκεπάστηκαν
"Φοβάμαι πολύ ..."
"Να μη φοβάσαι... Ένα αεράκι είναι..."
"Δεν ξέρω τι θα απογινω χωρίς εσένα..."
"Γιατί πρέπει να υπάρχει το -χωρις εμένα;-"
"Δε ξέρω... Έτσι έλεγε η μαμά και ο μπαμπάς. Πώς δεν υπήρχε αύριο χωρίς να είναι μαζί... Και κοίταξε τους ..."
"Εμείς δε θα χωρίσουμε ποτέ Ξάνθιππη. Κοιμήσου μάτια μου. Αύριο έχεις και σχολείο σε παρακαλώ"
"Ορκίσου μου ότι δε θα με αφήσεις ποτέ..."
"Δεν πρόκειται να το κάνω..."
"Άρη είμαι συνέχεια ξεροκέφαλη. Μπορεί κάποια στιγμή να σου πω κάτι και να θυμώσεις. Θέλω να ξέρω όμως ότι δε θα φύγεις ποτέ. Ακόμα κι αν στο ζητήσω..."
"Αν μου το ζητήσεις θα φύγω"
"Άρη τι λες;"
"Τα θέλω σου , θα είναι πάντα πιο πάνω από τα δικά μου Ξανθίππη..."
"Μα μόλις σου είπα να μη το κάνεις!"
"Αν φτάσουμε σε σημείο να μου ζητήσεις να φύγω, πάει να πει , ότι αληθινά θα θέλεις να φύγω. Όχι στη πλάκα, όπως όταν μαλώνουμε... "
"Σιγά μη θελήσω να φύγεις ποτέ..."
"Εσύ το είπες μωρό μου. Εγώ απλά σου απαντάω..."
"Κι αν φύγεις που θα πας;"
"Αν φτάσουμε στο σημείο να με διώξεις, θα πάω κάπου που πάντα θα έχω από εσένα τις πιο όμορφες αναμνήσεις μας..."
"Αλήθεια;"
"Ναι. Όπως η τραμπάλα. Τότε που έπεσες και γελούσα μια βδομάδα!"
"Ρε Άρη σοβαρά μιλάω!"
"Καλά καλά... Λοιπόν, θα πήγαινα κάπου που κανένας δε θα μπορούσε να μου χαλάσει μια ανάμνηση. Σε ένα μέρος που μόνο εσύ και εγώ είχαμε πάει... Ε, μετά θα έπινα το κωλο μου, θα έκλαιγα... Κλασικά πράγματα" αστείευτηκε και την έσφιξε στην αγκαλιά του. "Ρε βλαμμένο... Αφού χωρίς εμένα δεν μπορείς ούτε και εσύ , γιατί σκέφτεσαι βλακείες;"
"Δε ξέρω..."
"Έλα να κοιμηθούμε... Εγώ θα είμαι πάντα εδώ. Ο κόσμος να γυρίσει ανάποδα... Ήταν να μη σε ερωτ...." Ο Άρης έβηξε "Να μη σε συμπαθήσω. Τώρα πάει, τελείωσε .."
"Σ'αγαπαω...."
"Να μ'αγαπας... Να μ'αγαπας όσο σ'αγαπαω και εγώ και τίποτα ποτέ δε θα μας χωρίσει... Εντάξει;"
"Εντάξει..." είπε γλυκά και βολεύοντας το κορμί της κοντά του, έκλεισε τα μάτια της και κοιμήθηκε...
°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°°•°•
Παρόν
Ο πόνος της ψυχης σε μεθάει τόσο άσχημα, που φτάνει μια γουλια αλκοόλ για να καταστραφείς. Εκείνος όμως δεν ήπιε μια... Ούτε δύο... Κοίταξε τα άδεια μπουκαλάκια από τη συλλογή του, και έπειτα κοίταξε το μοναδικό που ήταν ακόμα γεμάτο...
Το μπλε τριγωνικό μπουκαλάκι...
Το αναποδογύρισε...
"Κράτα με όταν φυσάει..." ψελλισε και δίνοντας το μια στο τοίχο εκείνο έγινε θρύψαλα. Όλα ήταν θρύψαλα στο σπίτι...
Κάθε τι που τη θύμιζε. Κάθε τι που η Ξανθίππη άγγιξε, το έκανε κομμάτια...
Πλήρωσε το λάθος του ...
Ήταν ίσως το πιο μεγάλο χρέος που ξεπληρωσε στη ζωή του...
Κοίταξε τα κλειδιά της μηχανής, έπιασε το κεφάλι του, παραπάτησε και σηκώθηκε...
🖤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top