Κεφάλαιο 19°
Και φύσηξε ο βοριάς μόνο που φύσηξε , μας πήρε και μας σήκωσε όλους...
°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°
Παρόν
Τρεις μέρες μετά...
"Έχεις εξαντληθεί μωρό μου..."
"Καλά είμαι... Θα πιω ένα καφέ και θα πάω μετά μια βόλτα από το σπίτι. Ευτυχώς δεν χρειάστηκε να μείνει μέρα εκεί μέσα παραπάνω. Πάντως ήταν αρκετά ευδιάθετη και το πρωί που μιλήσαμε"
"Είναι σκληρό καρύδι η κυρά -Φωτεινη. Μην ανησυχείς" Είπε γλυκά και εκείνη τον αγκάλιασε.
Ο Άρης την σήκωσε και την ανέβασε στο πάγκο.
"Το ξέρεις ότι έπρεπε να είσαι στο μαγαζί εδώ και μισή ώρα έτσι;" του είπε βλέποντας τις διαθέσεις του.
"Είναι ο Γρηγόρης εκεί..."
"Και;"
"Και είπα λίγο να μείνω παραπάνω... Έτσι για μια καλημέρα..."
"Άρη θα φας κλωτσιά!"
"Γιατί ρε Ξανθίππη;!" είπε κοιτάζοντας την γεμάτος απορία
"Ξέρεις γιατί!"
Ο Άρης έσκυψε, χώθηκε και έμεινε στο λαιμό της.
"Δε ξέρω... Θα μου πεις;" η αναπνοή του δρόσισε το δέρμα της και η Ξανθίππη πήρε μια, δύο και τρεις ανάσες μαζεμένες.
"Δεν εξαντλήθηκα από τις μέρες στο νοσοκομείο... Εσύ με έχεις εξαντλήσει!" του είπε προσπαθώντας να τον απωθήσει.
"Γιατί ρε μωρακι μου κάνεις έτσι τώρα; Τι ζήτησα; Μια αγκαλίτσα πάνω στο πάγκο σου έκανα!"
"Όχι Άρη μου, αυτό δεν είναι αγκαλίτσα μωρό μου..."
"Πώς με είπες;" πήρε ένα περίεργο βλέμμα και εκείνη ανασηκωσε τους ώμους της.
"Για πες το ξανά..."
"Όχι..."
"Όχι;" είπε πονηρά και τη τράβηξε προς το μέρος του.
"Μου βγήκε..." η Ξανθίππη κοκκίνισε.
"Πρώτη φορά το λες πίσω..."
"Έλα... Άντε. Φύγε. Φτάνει..." Η Ξανθίππη έκανε να κατέβει από το πάγκο αλλά ο Άρης δε την άφησε.
"Ξέρεις πόσα θέλω να σου κάνω;" της είπε πονηρά
"Τρεις μέρες μου κάνεις αυτά που θέλεις να μου κάνεις, όλη μέρα ρε Άρη!" παραπονέθηκε. "Έλεος..."
"Αφού σε έχω να περπατάς εδώ μέσα όλη μέρα τι θες να κάνω;! Ξέρεις πόσα σου έχω μαζεμένα;" Η Ξανθίππη χαμογέλασε
"Πόσα;"
"Ε μα τα θέλει και σένα ο κώλος σου!" την άρπαξε και εκείνη άρχισε να γελάει. Τη πέταξε σαν σακί στους ώμους , μπήκε στο δωμάτιο και την έριξε στο κρεβάτι.
"Τον αχόρταγο έχεις..." Εγλυψε τα χείλη της και του χάιδεψε τα μαλλιά απαλά
"Είναι πολλά τα χρόνια μωρό μου... Και ακόμα πιο πολλές οι στιγμές... Ανάθεμα με αν είμαι ικανός να σκεφτώ κάτι άλλο όλη μέρα όταν φεύγω..."
"Σεξ σεξ σεξ σεξ.... Έχει διαλυθεί ο εγκέφαλος σου!"
"Λάθος! Έρωτας έρωτας ..."έκανε μια παύση , σήκωσε το πιτζαμακι της και άγγιξε το εσώρουχο της "Έρωτας και πάλι... Ίσως πιο άγρια μερικές φορές αλλά δε το ελέγχω..." εσκυψε , έχωσε το κεφάλι του μέσα από τη μπλούζα της, δάγκωσε το στήθος της και εκείνη τον χτύπησε στη πλάτη.
"Άρη φτάνει... Θα ξεφύγουμε.."
"Αυτό προσπαθώ ο καημένος εδώ και δέκα λεπτά!" της είπε και εκείνη γέλασε ευτυχισμένα. Σήκωσε τη μπλούζα της, τον κοίταξε και χαμογέλασε ακόμα περισσότερο.
"Το πιστεύεις;" του είπε γλυκά.
"Όχι ακόμα..."της απάντησε με ειλικρίνεια..
Και πράγματι τους ήταν πολύ δύσκολο να το πιστέψουν... Τη πρώτη μέρα στο νοσοκομείο ο Φάνης μίλησε με τη Ξανθίππη για όλα. Ζήτησε τη δική του συγνώμη και την άφησε ελεύθερη λέγοντας της πόσο χάλια ένιωθε για όσα έκανε όταν ήταν μικρά. Δεν είχε κανένα πρόβλημα με τη σχέση της με τον Άρη. Ίσα ίσα αποφάσισε να αλλάξει κλάδο, να κάνει και κανένα ταξιδάκι και να ζήσει τη ζωή αλλιώς επιτέλους.
Ο Άρης από την άλλη, μεταμορφώθηκε σε κάτι που η Ξανθίππη δεν αναγνώριζε μερικές φορές... Έγινε χειρότερος από ότι ήταν όταν παιχνίδιζαν μεταξύ τους. Της έκανε έρωτα σε κάθε γωνιά που τη πετύχαινε σπίτι. Αφού είχε αρχίσει σοβαρά να αναρωτιέται για τις αντοχές του. Δεν το εβλεπε φυσιολογικό. Ήταν σε θέση να τελειώσει, να της κάνει έρωτα και μετά από δέκα λεπτά πάλι και ύστερα πάλι και πάλι μέχρι εκείνη να του ζητήσει να ηρεμήσουν. Ποτέ , ούτε μια φορά σε αυτές τις τρεις μέρες, δεν τον είδε να μην είναι έτοιμος για εκείνη...
Η αίσθηση να τον έχει χωρίς να την ενδιαφέρει κανένας ήταν μοναδική...
Πραγματι αναβάθμισαν τη φιλία τους σε κάτι εξωφρενικά όμορφο. Σε κάθε τους ανάμνηση, κατέληγαν να κάνουν και έρωτα... Τα πειράγματα ανάμεσα τους γιγαντώθηκαν. Δεν έχασαν ούτε τη σπιρτάδα τους ούτε όμως το τρόπο που μιλούσαν μεταξύ τους και αυτό τους έκανε να αναζητούν ακόμα περισσότερο την ένωση. Παλιά έφταναν στη πηγή, και σταματούσαν. Τώρα όμως, κολυμπούσαν μέσα σε αυτή...
Η Μάγδα δεν έδωσε σημεία ζωής ύστερα από τη μέρα που τη χώρισε ο Άρης. Δεν πήγε καν να μαζέψει τα πράγματά της από το σπίτι. Η Ξανθίππη δεν έμενε εκεί, αλλά όταν πήγε να πάρει ρουχα πρόσεξε ότι όλα ήταν όπως τα είχαν αφήσει τρεις μέρες πριν.
Δεν ένιωσε άσχημα για εκείνη...
Ίσως κάποια άλλη στη θέση της να είχε τύψεις αλλά όχι η Ξανθίππη. Η Μάγδα με τη συμπεριφορά της, της έκανε αρκετά. Δεν ήθελε ούτε να τη βλέπει.
"Άρη θέλεις να πάμε ένα ταξίδι;" του είπε κρατώντας τον αγκαλιά
"Αμέ! Δώσε μου δέκα λεπτάκια και πάμε όπου θέλεις. Να τελειώσουμε ότι αφήσαμε στη μέση μόνο!"
"Ρε βλάκα σοβαρολογω!"
"Κι εγώ ρε μωρακι μου, σοβαρός είμαι... Δε με λυπάσαι;"
"Όχι φυσικά!"
"Άντε εμένα δε με λυπάσαι... Αυτόν;" η Ξανθίππη έβαλε τα γέλια.
"Υπόσχομαι να του φερθω όπως του αξίζει το μεσημέρι που θα γυρίσεις... Εντάξει;"
"Ρε Ξανθίππη... Πέντε λεπτά έστω;"
"Άρη σήκω φτάνει!"
Η Ξανθίππη σηκώθηκε, πήγε προς το σαλόνι και εκείνος την ακολούθησε
"Ξέρεις κάτι;" της είπε έχοντας ένα περίεργο τονο στη φωνή και εκείνη σταμάτησε και γύρισε προς το μέρος του.
"Γιατί το είπες έτσι αυτό;" απόρησε
"Έλα εδώ..." τη τράβηξε και εναπόθεσε τις παλάμες του στο πρόσωπο της. "Είσαι ότι ο σημαντικό έχω στη ζωή μου..." Η φωνή του δεν ήταν παιχνιδιαρα. Ούτε όμως της το είπε όπως συνήθως. Αυτά τα λόγια η Ξανθίππη δε τα άκουγε πρώτη φορά από τα χείλη του. Αλλά τώρα ακούγονταν διαφορετικά. Ο Άρης ήταν σοβαρός. "ΕΙΣΑΙ η ζωή μου" τόνισε τη λέξη και αναστεναξε. "Ξανθίππη δε ζω χωρίς εσένα... Αν πριν δε το έκανα χωρίς να είμαστε μαζί, φαντάσου τώρα..."
"Άρη μου;" Η Ξανθίππη άρχισε να νιώθει ότι κάτι δε πήγαινε καλά. Παρά ήταν σοβαρός ενώ οι παλάμες του είχαν ιδρώσει.
"Όχι οχι. Άφησε με να τελειώσω μωρό μου, σε παρακαλώ..." Η Ξανθίππη σώπασε. Ο Άρης τη τράβηξε μέχρι το καναπέ και κάθισαν.
"Με τρομάζεις ώρες ώρες..." του είπε σιγανα
"Είσαι ο ουρανός μου Ξανθίππη. Γη. Είσαι ανάσα... Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να συγκριθεί με το πόσο ευτυχισμένος νιώθω..." Η Ξανθίππη δακρυσε. Ο Άρης έβαλε το χέρι πίσω από το καναπέ και έβγαλε ένα παλιό, ξύλινο κουτακι. Μόλις η Ξανθίππη το είδε άνοιξε διάπλατα τα μάτια της
"Άρη; Είναι..."
"Ναι μωρό μου αυτό είναι... Το θυμάσαι;"
°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°°•°•
Δεκαοχτώ χρόνια πριν....
Κάστρα
"Άρη! Άρη που είσαι;" Άρχισε να κλαψουριζει. "Άρη φοβάμαι μόνη μου... Που πήγες;"
Είχε χωθεί μέσα στο εγκαταλελειμμένο σπίτι εδώ και ώρα ενώ εκείνη έμεινε απ' έξω .
"Άρη λένε έχε φαντάσματα εκεί μέσα!"
Τίποτα...
"Άρη αν πάθεις κάτι θα κλαίω! Βγες έξω. Φοβάμαι..."
Άκουγε θορύβους και τρόμαζε ακόμα περισσότερο.
"Βγες σε παρακαλώ. Πάμε να φύγουμε. Δεν ήταν καλή ιδέα!"
"Ξανθίππη θα πάψεις επιτέλους;"! μόλις ακούσε τη φωνή του έβαλε τα κλάματα
"Είσαι ζωντανός!"
"Τι θα ήμουν ρε Ξανθίππη! Έλα!"
"Άρη φοβάμαι. Δεν έρχομαι!"
"Έλα σου λέω!"
"Έχει φαντάσματα μέσα!"
"Μη λες βλακείες. Μαζί είμαστε έλα να δεις τι βρήκα!"
Η Ξανθίππη περπάτησε σιγά σιγά. Εκείνο το σπίτι ήταν πελώριο. Δεν έμεναν όμως άνθρωποι πια. Πάντα ήταν ένα ερείπιο από τότε που θυμόταν τον εαυτό της.
"Που είσαι;"
"Έλα μέσα... Πρόσεχε το ξύλο στα δεξιά!"
"Άρη έλα να με πάρεις τώρα!" χτύπησε τα πόδια της κάτω και εκείνος έβγαλε το κεφάλι του και ξεφυσησε ενοχλημένος.
"Αμάν ρε Ξανθίππη. Ειλικρινά αμάν!"
"Μα φοβάμαι..."
"Τίποτα δεν είναι. Πέντε τοίχοι και τούβλα. Θα σε φάει;"
"Κράτησε με να έρθω .."
"Πωω... Θα μας δει και κανένας να κρατάω το χέρι από κοριτσάκι θα γίνω ρεζίλι!"
"Δε με νοιάζει! Κράτα μου το χέρι!"
"Καλά καλά... Έλα..."
Την έπιασε και μπήκαν μέσα.
"Μυρίζει περίεργα..."
"Υγρασία είναι. Περπατα σιγά σιγά πίσω μου"
Την οδήγησε σε ένα δωμάτιο και της έδειξε κάτι που έμοιαζε με σεντούκι.
"Κοίτα τη βρήκα..."
"Αααα" η Ξανθίππη ξετρελαθηκε
"Σιγά ρε πως κάνεις έτσι;!"
"Άρη αυτά μου αρέσουν πάρα πολύ! Κοίτα πόσο παλιό είναι!"
"Οντως. Παίζει να είναι και από το πόλεμο" αστείευτηκε
"Να το ανοίξω;"
"Δε ξέρω τι έχει μέσα.. Είπα να το ανοίξουμε μαζί!"
"Ωραία. Ξεκίνα τότε!"
"Κάτσε ρε Ξανθίππη γιατί να το ανοίξω εγώ;" εκείνη τον στραβοκοιταξε αμέσως "Καλά καλά..."
Ο Άρης έπιασε το σεντούκι, το άνοιξε και εκείνη όρμησε κατευθείαν
"Κοίτα! Πω πω ... Δες ένα ωραίο μαντήλι... Έχει και χάντρες!"
"Γυναικείο είναι το κουτί; Κι εγώ έλεγα θα βρούμε λίρες..."
"Άι παράτα μας! Αυτά είναι πιο σημαντικά!"
Η Ξανθίππη άρχισε να σκαλίζει το κουτί ώσπου τσιριξε ενθουσιασμένη
"Άρη κοίτα!" Έβγαλε από μέσα ένα παλιό μικρό ξύλινο κουτάκι. "Λες να έχει κόσμημα;"
"Σιγά μην έχουν αφήσει κοσμήματα εδώ μέσα ρε Ξανθίππη!"
"Είναι κουτί από δαχτυλίδι!"
"Απορώ με αυτές τις βλακείες πως ενθουσιάζεσαι..."
"Άρη σταμάτα! Άνοιξε το ..."
"Γιατί να το ανοίξω εγώ;!"
"Γιατί μπορεί να έχει κανένα έντομο. Φοβάμαι"
"Καλά. Μόνο μη γκρινιάζεις..."
Ο Άρης το άνοιξε και εκείνη πετάχτηκε.
"Δαχτυλίδι!"
"Κοίτα να δεις ρε φίλε .."
"Άρη κοίταξε το!"
"Μη το φοράς μωρέ Ξανθίππη!"
"Γιατί;"
"Γιατί σου είναι μεγάλο και γιατί δε ξέρεις ποιανού είναι!"
"Αμάν ρε γκρινιάρη...Με αυτό θα με παντρευτείς μια μέρα .."
"Πας καλά;!"
"Καλά αν θες πάρε μου άλλο δεν έχω θέμα. Αλλά εγώ να ξέρεις θέλω αυτό!"
Ήταν πανέμορφο. Είχε μια πράσινη πέτρα και ήταν δεμένο με μπρούτζο και ασημί. Ίσως δεν ήταν ακριβό, ούτε ήταν κάτι ιδιαίτερο μα η Ξανθίππη ξετρελαθηκε.
"Δεν το είπα για το δαχτυλίδι Ξανθίππη! Δε θα σε παντρευτώ!"
"Τι είπες;" Η Ξανθίππη κάθισε κάτω και τον κοίταξε γεμάτη παράπονο.
"Δε θα σε παντρευτώ! Εγώ δε θα παντρευτώ!"
"Θα με παντρευτείς όταν μεγαλώσουμε..."
"Όχι Ξανθίππη! Αηδία! Τι λες;! Δε φτάνει που με έχεις ζαλίσει από τη μέρα που μετακομίσαμε!"
"Ναι αλλά όλο μαζί μου είσαι;!'
"Εσύ τρέχεις από πίσω μου!"
"Άρη θα με παντρευτείς!" Η Ξανθίππη σηκώθηκε και τίναξε τα πόδια της κάτω
"Όχι!"
"Ναι!"
"Όχι!"
"Ναι ναι ναι!!!"
"Ξανθίππη σταματά να τσιριζεις!"
"Δε μ'αγαπας;"
"Ιού τι λες;!"
"Εγώ σαγαπαω..."
"Νιανιαρο είσαι! Μη λες τέτοια χαζά!"
"Άρη; Δε θα με παντρευτείς;"
"Όχι βέβαια!"
Η Ξανθίππη πέταξε στα σανίδια το δαχτυλίδι και έτρεξε έξω κλαίγοντας...
°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•^•°•°•°•°°•°•°•°•°•°°°•°•
Τα μάτια της γέμισαν ανυπομονησία και δάκρυα. Άρπαξε το κουτάκι από τα χέρια του αμέσως μα μόλις το άνοιξε, το δάκρυ έπεσε ... Ήταν άδειο.
"Το κράτησα το κουτάκι. Θυμάμαι ότι σου άρεσε..." της είπε και η Ξανθίππη χαμογέλασε σφιγμένα "Τώρα γιατί κλαίς;"
"Δε κλαίω. Απλά θυμήθηκα εκείνη τη μέρα και συγκινήθηκα..."
"Ναι, πόσο ήσουν ρε μωρό μου; Οχτώ; Ήθελες να με παντρευτείς κι όλας τρομάρα σου .."
"Ναι... Παιδιά ήμασταν μωρέ Άρη.."
"Σκυθρωπιασες όμως... Εγώ ήθελα να στο δώσω να χαρείς..."
"Χάρηκα..." η Ξανθίππη έκλεισε το κουτάκι και σηκώθηκε. "Θα... Πρέπει να πάω από το σπίτι της μαμάς μου, και εσύ στο μαγαζί..." πήγε στη κουζίνα και εκείνος την ακολούθησε.
"Μωρό μου, η φωνή σου.... Είναι αλλαγμένη. Τι έχεις;"
"Ρε Άρη, τίποτα σου λέω!"
"Δε θα πάρεις το κουτάκι σου;"
"Θα το πάρω εννοείται..."
"Πάω να βάλω μια μπλούζα και έρχομαι. Αν θέλεις θα σε αφήσω εγώ στη μαμά σου εντάξει;"
"Δεν χρειάζεται..."
"Σαγαπαω..." Ο Άρης πλησίασε της άφησε ένα φιλί στο μάγουλο και πήγε στο δωμάτιο.
Η Ξανθίππη κοίταξε το κουτάκι πανω στο πάγκο και απλώνοντας το χέρι, το πήρε. Ήταν ίδιο... Όπως τότε... Μονο που ήταν άδειο. Θυμήθηκε τον εαυτό της, ένα κοριτσάκι μικρό να χτυπάει τα πόδια και να πετάει εκείνο το δαχτυλίδι στα σανίδια εξαγριωμένη. Χαμογέλασε ελαφρά...
Πόσο όμορφα αγνά χρόνια...
Αληθινά. Χωρίς ψέματα και χωρίς υποχρεώσεις. Αναστεναξε βαθιά...
Δεν ήξερε γιατί αλλα τα μάτια της δεν έλεγαν να στεγνώσουν. Ένιωθε περίεργα μέσα της. Σαν ένα σφίξιμο που δεν έλεγε να τελειώσει. Σαν να απλώθηκε στη καρδιά της μια λύπη. Ίσως και απογοήτευση. Ότι κι αν ήταν, προκαλούσε τα μάτια της και εκείνη δε το όριζε. Δεν ήθελε όμως να τη δει έτσι ο Άρης. Τα σκούπισε, έβαλε το κουτάκι στη τσάντα και βάζοντας τα χέρια στο πάγκο της κουζίνας πήρε πέντε, έξι βαθιές αναπνοές.
Ίσως ήταν και η ένταση των ημερών...
Σκέφτηκε και χαμογέλασε ίσα ίσα...
"Μωρό μου, είμαι έτοιμος..." ο Άρης μπήκε στη κουζίνα, και τη πλησίασε από πίσω.
"Ακόμα έτσι είσαι; Ούτε μπουφάν δεν έβαλες .."
"Τώρα. Σε ένα λεπτό είμαι έτοιμη..."
"Ξανθίππη ανάθεμα σε κάτι έχεις!, Σε ξέρω..." Τη γύρισε και εκείνη χαμογέλασε.
"Αμάν ρε Άρη. Λίγο πονοκέφαλο έχω. Αυτό είναι όλο..."
Με ένα έντονο γραπωμα, την ανέβασε στο πάγκο.
"Τι κάνεις τώρα;"
"Γιατί είσαι στεναχωρημένη;"
"Δεν είμαι..."
"Μωρό μου δε μπορείς να κρυφτείς από μένα...Έκανα κάτι που σε πείραξε;"
"Όχι ρε Άρη... Αλήθεια. Είμαι καλά μωρό μου..."
"Να το πάλι εκείνο το μωρό μου!" της είπε και της χαμογέλασε. "Μ'αγαπας;" Τη ρώτησε έχοντας ένα πιο σοβαρό ύφος.
"Δε θέλω να με ξαναρωτησεις ποτέ .." Του είπε και τραβώντας τον πάνω της, τον αγκάλιασε σφιχτά και άρχισε να κλαίει.
"Ρε μωρό μου ανάθεμα με, γιατί κλαίς...!"
"Άσε με ρε Άρη. Γυναίκα είμαι. Τι θες; Έχω σκαμπανεβάσματα!"
"Καλά καλά, μη φωνάζεις..."
Η Ξανθίππη τον φίλησε και κατέβηκε.
"Θα περπατήσω. Το θέλω. Εντάξει;"
"Εντάξει μωράκι μου... Θα έρθω να σε πάρω μετά όμως... Θέλω να πάμε μια βόλτα"
"Που να πάμε βόλτα;"
"Όλα πρέπει να τα μαθαίνεις;"
"Καλά καλά..." η Ξανθίππη πήρε τα πράγματα της, τον αποχαιρέτησε κάθε φύγε πρώτη από το σπίτι.
Μόλις έμεινε μόνος του έκλεισε τα μάτια, αναστεναξε και έβαλε το χέρι στη τσέπη.
Βγάζοντας το, άνοιξε τη παλάμη του και κοίταξε το δαχτυλίδι...
"Υπομονή λίγες ωρες μωρό μου..." είπε χαμογελαστός. Την ήξερε τόσο καλά... Απλά δεν περίμενε ποτέ ότι θα αντιδράσει τόσο πολύ. Δεν φαντάστηκε ότι η Ξανθίππη θα το αναζητούσε τόσο έντονα... Δεν είχε ιδέα αν περίμενε και τη πρόταση μαζί με αυτό, αλλά εκείνος θα έπαιρνε το ρίσκο. Μόνο που ήθελε να το κάνει με το τρόπο του. Σε εκείνο το χαμόσπιτο... Όπως τότε...
Τότε που το πέταξε στα σανίδια και εκείνος το μάζεψε αμέσως... Το μάζεψε και το άφησε να τη περιμένει είκοσι χρόνια...
Ο Άρης έβαλε το δαχτυλίδι βαθιά στη τσέπη , πήρε τα πράγματα του και ξεκίνησε για το μαγαζί...
Μόνο λίγες ώρες... Λίγες ώρα ακόμα θα ήταν θλιμμένη και μετά τέλος...
°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°
Ένα χρόνο πριν
Θεσσαλονίκη
"Καλημέρα κυρία Φωτεινή..." Μπήκε μπερδεμένος μέσα. "Όλα εντάξει; Η Ξανθίππη καλά; Την άφησα στη σχολή πριν μισή ώρα..."
"Το ξέρω παιδί μου, έλα... Κάθισε. Εσένα ήθελα"
"Εμένα;"
"Ναι εσένα..."
"Ότι θέλετε..." Η Φωτεινή του έφτιαξε ένα καφέ και κάθισαν.
"Άργησες..." του είπε σοβαρή
"Για ποιο πράγμα;"
"Άφησες χρόνια να περάσουν Άρη..."
"Δεν...."
"Την αγαπάς;" Η Φωτεινή μπήκε απευθείας στο ψητό και ο Άρης σαστισε.
"Δεν καταλαβαίνω ..."
"Άρη δε σε φώναξα εδώ να παίξουμε τις κουμπάρες αγόρι μου. Σε ρώτησα αν αγαπάς τη κόρη μου και περιμένω μια ευθεία σταράτη και παντελονατη απάντηση!"
"Πολύ..." της είπε ηττημένος.
"Γιατί βρε αγόρι μου, τα άφησες όλα; Μια λέξη σου έφτανε εξ αρχής..."
"Περίμενα ... Ήθελα να είμαι σωστός" της ανοίχτηκε χωρίς φόβο. Την ένιωσε αληθινή απέναντι του και δεν ήθελε να κρυφτεί.
"Δεν περιμένει ο έρωτας..."
"Κυρία Φωτεινή, ήθελα απλά να..."
"Να μη στεναχωρήσεις τη μαμά σου;"
"Όχι..."
"Τότε τι ήταν αυτό που σε κράτησε πίσω; Είναι ήδη τόσα χρόνια με τον αδερφό σου... Δε πονάς;"
Ο Άρης έχασε τη ψυχή του στα λόγια της...
"Δεν ήθελα να τη πληγώσω... Δεν ήθελα να πληγώσω κανένα..."
"Λες ψέματα..." ο Άρης τα έχασε "Το βλέπω στα μάτια σου. Το ακούω μέσα σου το ψέμα... Είσαι σαν τον Πέτρο, Άρη μου... Ούτε εκείνος μπορούσε να μου κρυφτεί. Γιατί δεν έκανες το βήμα; Θέλω την αλήθεια..."
Ο Άρης αναστεναξε. Τι να της έλεγε; Πώς να το έλεγε;
"Μίλησε μου. Εμένα δε θα με φοβάσαι. Θέλω να ξέρω το λόγο που η κόρη μου είναι με έναν άνθρωπο που δεν αγαπάει..."
"Τον αγαπάει..."
"Έτσι λες στον εαυτό σου κάθε μέρα;" η Φωτεινή άπλωσε το χέρι της στο δικό του.
"Πες μου..."
"Ο Φάνης..." είπε και αναστεναξε "Έκανε τρεις φορές απόπειρα αυτοκτονίας. Δε το ξέρει κανένας... Ούτε η μάνα μου" η Φωτεινή ξεφυσησε λυπημένη. "Όταν ήρθε να με βρει στις Σέρρες η Ξανθίππη, το κατάλαβε. Το ένιωσε νομίζω... Δε ξέρω. Μάλωσαν εκείνο το βράδυ. Η Ξανθίππη έμεινε σε άλλο ξενοδοχείο και όταν τον πήρα τηλέφωνο να δω αν έφτασαν Θεσσαλονίκη το σήκωσε και μου είπε ότι ήταν ακόμα στις Σέρρες. Πήγα στο δωμάτιο και τον βρήκα σε άθλια κατάσταση. Είχε πάρει ένα κουτί παυσίπονα. Τον πρόλαβα στο τσακ... Δε το είπαμε σε κάνενα. Δεν ξέρω αν η Ξανθίππη νιώθει το ίδιο για μένα κυρία Φωτεινή... Πάντως ο Φάνης, ένιωθε ότι απλά δεν τον αγαπάει. Ότι τον παράτησε για να έρθει στο φίλο της. Στον αδερφό της όπως έλεγαν συνέχεια όλοι..."
Η Φωτεινή τον άκουγε χωρίς να μιλάει .
"Ύστερα, όταν τελείωσα το στρατό και το πήρα απόφαση , τη πήρα ένα βράδυ και πήγαμε στα κάστρα. Είχαμε πιει αρκετά. Και οι δύο... Ο Φάνης με πήρε δέκα τηλέφωνα. Μου έστειλε ότι μάλωσαν. Ότι εκείνη ήθελε να τελειώσουν... Όταν κατάλαβε ότι η Ξανθίππη ήταν μαζί μου, νομίζω απογοητεύτηκε. Μάλωσαν γιατί της πήρε ένα δαχτυλίδι και εκείνη δε το φόρεσε. Δεν ήθελε... Ένιωθε μικρή. Είχε όνειρα να τελειώσει τις σπουδές της... Ο Φάνης ήταν περίεργο παιδί κυρία Φωτεινή. Μεγάλωσε άσχημα. Είδε πράγματα που τα μάτια του δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν. Έψαχνε τον ιδανικό έρωτα. Έψαχνε κάτι που να μη θυμίζει τη μαμά και το μπαμπά μας... Να υπάρχει αρμονία. Αγάπη... Ίσως κάπου μπερδεύτηκε μέσα του... Θυμάστε το ταξίδι που έφυγε με τη σχολή εκείνη τη βδομάδα;" Η Φωτεινή αναστεναξε "Έκοψε τις φλέβες του... Ακόμα έχει τα σημάδια. Δεν είναι ορατά πολύ αλλά εγώ τα βλέπω κάθε φορά που απλώνει τα χέρια του πάνω της..."
"Τι λες αγόρι μου;"!
"Ήταν μια εβδομάδα στο νοσοκομείο... Όλοι νόμιζαν ακόμα και η μάνα μου ότι έφυγε στη Σύρο για εκπαίδευση..."
Η Φωτεινή χαμήλωσε το βλέμμα της.
"Μη πεις άλλα παλικάρι μου... Μη πεις γιατί θα πω λόγια που θα μετανιώσω. Και δε φταίει ούτε ο Φάνης μα εκείνος θα νιώσει τα πυρά..."
"Έκανα πίσω... Με έναν αδερφό στο νοσοκομείο τι να έκανα; Να του έδινα μια κλωτσιά να πάει στον αγύριστο; Το ήθελα... Δε θα πω ψέματα. Αλλά τον πόνεσα κι όλας... Εκτός αυτού δεν ήξερα αν η Ξανθίππη νιώθει για μένα κάτι .."
"Νιώθει..."
"Αυτό το λέτε εσείς... Η κατάσταση όμως είναι μπερδεμένη. Τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο. Και τίποτα δεν έχει ειπωθεί..." Ο Άρης αναστεναξε. "Τη τρίτη φορά ήταν πριν κάτι μήνες..."
"Πριν μήνες;"
"Είχαμε βγει. Ή Ξανθίππη είχε πιει λίγο παραπάνω και τη πήρα σπίτι μου. Δεν ήθελα να την αφήσω στο διαμέρισμα με τη Μάγδα. Μάλωσα άσχημα με το Φάνη... Δεν ήθελα να είναι μαζί του γιατί ώρες ώρες ζήλευε σαν τρελός. Και σε κάθε περίπτωση, την ήθελα μαζί μου. Να τη φροντίσω εγώ όπως ήξερα... Ο Φάνης είχε πάθει εμμονές και μανιες. Δε τον εμπιστεύομουν... Εκτός αυτού έγινε κάτι εκείνο το διάστημα που με έκανε να θέλω να τα γκρεμίσω όλα. Θα έπαιρνα το ρίσκο. Θα της μιλούσα..."
"Τι έγινε;" ρώτησε μα ο Άρης κομπιασε.
"Την απάτησε... Και εγώ έφτασα στο τέρμα της αντοχής μου..." είπε σιγανα
"Θεέ μου..."
"Ήμουν αποφασισμένος να της το πω, να της πω όσα νιώθω για εκείνη κι αν ήθελε, να τα γκρεμίσουμε όλα και να φεύγαμε... Να δίναμε τέλος στο θέατρο του παραλόγου...
Εκείνο το βράδυ λοιπόν, μάλωσα άσχημα με το Φάνη. Είπα κουβέντες βαριές. Πάνω στα λόγια μας του είπα ότι η Ξανθίππη είναι όλος ο κόσμος μου... Του είπα ότι θα της τα πω όλα. Ότι δεν εκτίμησε τίποτα..."
"Η τράκα..." ψελλισε η Φωτεινή.
"Που το ξέρετε;"
"Ξέφυγε από τη Ξανθίππη κατά λάθος ..."
"Ήπιε και έπεσε πάνω σε μια κολώνα. Όταν πήγα στο νοσοκομείο μου είπε ότι ήταν ατύχημα αλλά δε τον πίστεψα. Μαλώσαμε πάλι. Όταν θα έβγαινε και πήγα να του φερω ρούχα βρήκα ένα σημείωμα στο δωμάτιο του. Σημείωμα προς τη Ξανθίππη σε περίπτωση που πέθαινε σε εκείνη τη τρακα..."
"Άρη, φτάνει .." η Φωτεινή στεναχωρήθηκε.
"Μπορούσα να πάρω το ρίσκο και να τα κάνω όλα πουτάνα, να φύγω μαζί της... Να φύγω κι ας στεναχωρηθεί ο Φάνης ... Αλλά το βάρος ενός νεκρού αδερφού, δε το άντεχα... Ξέρω ότι ο καθένας κάνει τις επιλογές του. Ξέρω ότι έπρεπε εξ αρχής να μην αφήσω τη μάνα μου να με δηλητηριάζει. Μα όταν ο Φάνης έγινε ζευγάρι με τη Ξανθίππη κατάλαβα ότι άργησα... Της πήρε όσα ήθελα να της προσφέρω μόνο με λατρεία και αγάπη... Για όσα ο ηλίθιος ήθελα να ήμουν σωστός. Για όσα ήθελα να της δώσω χωρίς ο κόσμος να μιλάει... Ένιωσα ότι έπρεπε να έχω αρχές... Μα βλεπω ότι αυτές με κατέστρεψαν... Όλους μας .."
"Ποτέ δεν είναι αργά και δε σας πήραν τα χρόνια" η Φωτεινή σηκώθηκε. "Δεν μεγάλωσα μια κόρη για να τη βλέπω πλάι σε κάποιον που δεν αγαπά. Συγνώμη που θα το πω, αλλά ήρθε η ώρα ο Φάνης να φερθει σαν αντρας και όχι σαν κακομαθημένο παιδάκι που με τη πρώτη απογοήτευση σε πατάει.."
"Δεν με πάτησε..."
"Σε πατησε αλλά δε θα το αναλύσω. Πάντα μόνο εσύ ήξερες. Πάντα εσύ τον γλιτωνες... Κανένας άλλος. Οι τύψεις που σου φόρτωσε χρόνια ολόκληρα είναι πολλές και έχουν βαρύτητα. Ξέρει πως νιώθεις για τη Ξανθίππη..."
"Κυρία Φωτεινή..."
"Άσε με να ολοκληρώσω..." Ο Άρης σώπασε "Ξέρει ότι την αγαπάς περισσότερο από φίλη σου. Στο φόβο μην σε επιλέξει ερωτικά η κόρη μου, προτίμησε να σε γεμίσει με τύψεις... Δε θέλω να μιλάω άσχημα. Αδέρφια είστε... Για μια φορά όμως στη ζωή σου, κυνήγησε τα θέλω σου. Η Ξανθίππη πάντως, δε θα μείνει μαζί του. Δε το θέλω. Ούτε εκείνη το θέλει. Κόρη μου, είναι... Τη ξέρω καλύτερα και από σένα..."
"Δεν ήθελα να φτάσουμε ως εδώ..."
"Το ξέρω παιδί μου..." είπε γλυκά και κάθισε. "Και εγώ ίσως έπραττα το ίδιο στη θέση σου... Τα χρόνια όμως περνάνε... Η κόρη μου δεν είναι ευτυχισμένη. Ποτέ δεν ήταν... Μόνο όταν ήταν μαζί σου την έβλεπα να γελά...Άρη;" Η Φωτεινή αναστεναξε "Μίλησε της πριν να είναι αργά... Μην της κρατάς μυστικά. Θα τη διαλύσει..."
"Δε ξέρω αν με βλέπει..."
"Μη μου λες ψέματα εμένα!" ανέβασε το τονο της. "Κάνε κάτι! Πράξε πριν να είναι αργά..."
"Υπάρχει και κάτι ακόμα που με κράτησε πίσω..." της είπε και η Φωτεινή έσμιξε τα φρύδια της. "Δεν ήμουν ηλίθιος... Τον αγαπάω το Φάνη. Είμαστε αδέρφια. Δεν ήθελα να πληγωθεί αλλά ίσως έβρισκα τρόπο να του εξηγήσω όσα αισθάνομαι... Το θέμα ήταν, η ίδια η Ξανθίππη..." είπε λυπημένος
"Ωραία τα λέτε όλοι, ποτέ της όμως δε μου είπε κάτι... Κάτι αληθινό. Κάτι που να με κάνει έστω να πάρω κουράγιο. Πάντα καταλήγαμε ότι είμαστε δυο φίλοι..."
"Διάβασες και διαβάζεις ακόμα λάθος τη σελίδα της ζωής της Άρη..." είπε ήρεμη. "Κάποια πράγματα δεν χρειάζεται να ειπωθούν... Ουρλιάζουν από μόνα τους. Τόλμησε το... Κι αν δε σας βγει, δε βγήκε. Δε θα ξέρεις πότε όσο η κατάσταση συνεχίζει έτσι. Στο τέλος εκείνη δε θα έχει τίποτα άλλο να δώσει και εσύ θα μείνεις με την απορία. Με εκείνο το , Αν, που θα σε τρώει μια ζωή..."
Ο Άρης δεν ήξερε τι άλλο να πει...
Άθελά του έκανε μια σύγκριση της μάνας του, μαζί της...
Όλα είχαν πάει τόσο λάθος...
"Όταν ο πατέρας της έκανε το βήμα και μου έδειξε τα συναισθήματα του, ήμασταν από παιδιά φίλοι..." του είπε και αναστεναξε "Δεν μετανιώνω. Ποτέ δε θα μετάνιωνα... Τον αγαπάω ακόμα. Όταν όμως αγαπάς τόσο δυνατά πληγωνεσαι και εξίσου δυνατά. Αυτό θέλω να προλάβω..."
"Ευχαριστώ..." της είπε λυπημένος
"Πήγαινε στην ευχή του Θεού και μην αφήσεις άλλο χρόνο να περάσει... Το παιδί μου καταστρέφεται ..."
Ο Άρης σηκώθηκε στα βουβά.
"Σαγαπαει περισσότερο από ότι νομίζεις... Από δω και μπρος όλα είναι στα χέρια σου..."
°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°°•°•
Άκουσε φασαρία από μέσα.
Έβαλε το κλειδί και ανοίγοντας τη πόρτα, η σκέψη της επιβεβαιώθηκε...
Η Μάγδα μάζευε τα πράγματα της. Την είδε αλλά ούτε της μίλησε.
"Μάγδα;"
"Μη μου μιλάς. Ελπίζω να είσαι ικανοποιημένη τώρα"
Η Ξανθίππη δεν ήθελε και πολύ να σαλταρει. Δεν της απάντησε. Πήγε στο δωμάτιο της να η Μάγδα την ακολούθησε.
"Είστε μαζί; Εντάξει; Ζήσατε τον έρωτα σας τρεις μέρες;"
"Δε σε καταλαβαίνω. Μάζεψε τα πράγματά σου άσε μου τα κλειδιά και φύγε"
Η Μάγδα τη πλησίασε και γέλασε
"Πόσο ηλίθια είσαι;" της είπε και η Ξανθίππη μίκρυνε το βλέμμα της ενοχλημένη
"Νομίζεις ότι είσαι κάτι για τον Άρη; Αν το νομίζεις είσαι γελασμενη! Ξέρεις γιατί; Γιατί πάντα ο Φάνης θα έρχεται πρώτος! Πάντα!"
"Δε ξέρεις τι λες. Σήκω και φύγε"
"Μια χαρά ξέρω τι λέω... Σου είπε ο καλός σου τώρα που είστε αγαπημένοι ότι ένα χρόνο πριν ο Φάνης σε απάτησε;" Η Ξανθίππη κοκαλωσε. "Ουαου ... Έκπληκτη σε βρίσκω .."
"Τι λες;"
"Αυτό που άκουσες! Θα μπορούσε να στο πει, να χωρίσεις και να είστε μαζί. Εκείνος όμως τι έκανε; ΣΕ ΑΦΗΣΕ ΝΑ ΠΗΔΙΕΣΑΙ ΕΝΑ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΧΡΟΝΟ ΜΕ ΕΝΑΝ ΑΝΤΡΑ ΠΟΥ ΣΤΑ ΦΟΡΕΣΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ!" της φώναξε δυνατά και γέλασε "Τόση αξία έχεις..." είπε με στόμφο "Αν σε ήθελε τόσο πολύ, θα σου το έλεγε. Ήταν η ευκαιρία σας... Βλέπεις τώρα ότι για τον Άρη ήσουν απλά ένα απωθημένο; Ίσως και ένα πήδημα. Δε ξέρω... Πάντως αν ήθελε θα σου το έλεγε. Άρα;" η Μάγδα γέλασε μέσα στα μούτρα της "Ένα χρόνο τώρα σε αφήνει με το Φάνη χωρίς να κάνει τίποτα. Τσούζει; Τσούζει να ξέρεις ότι μπορούσε να σε διεκδικήσει και ούτε που το έκανε; Τσούζει να ξέρεις ότι ο αδερφός του μετράει περισσότερο από εσένα; Τσούζει να ξέρεις ότι ήθελε απλά να σε πηδήξει; Ή μήπως είσαι τόσο ηλίθια που νομίζεις ότι θα σου βγάλει ξαφνικά και κανένα δατχυλιδι; Είσαι για λυπηση κορίτσι μου... Αλλά αυτό σου άξιζε! Ωραία δεν είναι; Ε; Να πηδιεσαι με κάποιον που σε κερατωσε και ο άνθρωπος σου να το ξέρει και να μη λέει λέξη; Εσείς... Εσείς που δεν είχατε μυστικά!" τη κορόιδεψε και η Ξανθίππη σήκωσε το χέρι της και τη χαστούκισε. Η Μάγδα όμως γέλασε πάλι "Μάλλον ετσουξε...." της είπε πιάνοντας το μάγουλο της "Σας εύχομαι ότι καλύτερο... Αν και εγώ στη θέση σου θα είχα πολλές αμφιβολίες για το ποιόν του.... Όσο να ναι , ποιος αφήνει τη γυναίκα που αγαπάει να τη πηδάει άλλος ενώ μπορεί να την έχει; Μόνο κάποιος που είναι στα αρχιδια του!" Η Μάγδα πήγε ως τη πόρτα μα σταμάτησε "Γαμαει καλά έτσι δεν είναι;" την ειρωνεύτηκε "Πάρε τώρα το ξεχωριστό σας δέσιμο , και βάλτο στο κωλο σου Ξανθίππη! Ένα τίποτα ήσουν... Λες να το ευχαριστιόταν; Να ήξερε ότι σε πηδάει ο Φάνης και να την έβρισκε; Μπορεί..." Η Μάγδα έφυγε και μόλις ακούστηκε η πόρτα η Ξανθίππη γονάτισε...
🖤🖤🖤🖤🖤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top