κεφάλαιο 39 Εγω και εσυ μαζί...


"Οι προσπάθειες που κάνουμε για να ξεφύγουμε από το πεπρωμένο μας, έχουν σαν μοναδικό αποτέλεσμα να μας οδηγήσουν σ’ αυτό."

Ralph Waldo Emerson

Πίσω στο τώρα.

"Πλάκα μου κάνεις." Αναφώνησε η Ράνια. "Δεν σε ρώτησα ποτέ γιατί νόμιζα πως μετά τον γάμο μου απλώς είχατε αποφασίσει να είστε μαζί!"

"Δεν στο είπα ποτέ γιατί δεν ήθελα να ξέρεις πόσο δειλή είχα φανεί. Άλλωστε εσείς ήδη είχατε φύγει για το μήνα του μέλιτος." Κοίταξα την Αγάπη που έπαιζε παραδίπλα με τον μικρό αδερφό της.
"Τι θα έχανα ρε Ράνια αν έφευγα με εκείνη τη πτήση..."

"Τίποτα,γιατί Διδώ ότι είναι γραμμένο να γίνει θα γίνει,η μοίρα σας ήταν γραμμένη στον ίδιο δρόμο,όχι σε χωριστούς." Μου απάντησε και χαμογέλασα ενώ χάιδεψα τη κοιλιά μου.

Ήμουν επτά μηνών έγκυος στο τρίτο μας παιδί. Ο Ορέστης μας. Η Αγάπη είχε απελπιστεί που δεν της κάναμε για δεύτερη φορά μια αδερφή.
Όταν της είχα ανακοινώσει πριν τρία χρόνια πως θα αποκτούσε ένα αδερφάκι,ζητούσε απεγνωσμένα μια αδερφή.

Αντ αυτού,εμείς της φέραμε στο σπίτι τον μικρό Ιάκωβο.

Άπλωσα το χέρι μου και χάιδεψα τη κοιλιά της Ράνιας.
Εκείνη ήταν στο μήνα της και από μέρα σε μέρα περίμενε να γεννήσει.

Είχαν κάνει αρκετές προσπάθειες για να μείνει έγκυος και τελικά το πολυπόθητο παιδί ήρθε...εις διπλούν.
Θα γεννούσε δύο δίδυμα κοριτσάκια και η Αγάπη της ζητούσε να την υιοθετήσει γιατι ήθελε αδερφούλες.

Όσο και αν της λέγαμε πως θα είναι πρώτες ξαδέρφες και θα μεγαλώσουν σαν αδερφές.

Με τον Άγγελο δεν παντρευτήκαμε. Όσο και αν εκείνος επέμενε,εγώ δεν ήθελα κανένα χαρτί και καμιά τελετή για να ζήσω ευτυχισμένη με τον έρωτα της ζωής μου.
Τον Άγγελο μου και τα υπέροχα παιδάκια μας.

Ο παππούς Ιάκωβος καθόταν τρισευτυχισμένος,δίπλα στα δύο του εγγόνια και τους κοιτούσε με στοργή καθώς έπαιζε μαζί τους,όσο η γιαγιά Κάτια ήταν στη κουζίνα και ετοίμαζε το τραπέζι του Σαββάτου,που τους επισκεπτομασταν .

Σαν όμως κάτι να μην μου άρεσε σήμερα.Ο Άγγελος είχε φύγει απ' το πρωί με τον Λαυρέντη και την ώρα που ήρθαμε και μας άφησε, είχαν περάσει δύο ώρες,που δεν είχαν τελειώσει αυτές οι "δουλειές" που είχαν αναφέρει.

"Κοριτσάρες μου,μπορεί να μην έκανα κόρη,αλλά τι κόρες μου χάρισαν οι γιοί μου." Μας είπε ο πεθερός μου και εμείς ξεκαρδιστηκαμε στα γέλια.

"Και τι κόρες,εμείς καθόμαστε και η Κάτια μέσα όλα μόνη της,πάω να δω αν θέλει βοήθεια." Είπα και σηκώθηκα από τον καναπέ.

Η Κάτια στη κουζίνα σιγοτραγουδούσε και τσεκαρε το φαγητό στο φούρνο,ενώ συγχρόνως έφτιαχνε τις πεντανόστιμες σαλάτες της.

"Τι κέφια είναι αυτά σήμερα;" Ρώτησα περίεργη και εκείνη χαμογελαστή μου έκλεισε το μάτι.

"Είναι να μην έχω. Μπορεί να περάσαμε κυκεώνα,αλλά επιτέλους χαρά και παιδικές φωνές γέμισαν το σπίτι μας."

"Τρελογιαγιά." Τη πείραξα εγώ και άρπαξα μια φέτα αγγούρι από το πιάτο μπροστά της.

"Σ ευχαριστω τόσο πολύ,που γύρισες,που αγαπάς το παιδί μου,που τον κάνεις ευτυχισμένο."

"Εγώ σ' ευχαριστώ,που τον γέννησες και τον γνώρισα και γνώρισα επιτέλους μια οικογένεια και εγώ!" Της είπα για εκατοστή φορά που κάναμε αυτή τη συζήτηση.
Πάντα μου το έλεγε αυτό,ήταν η πιο καλή πεθερά,που θα μπορούσα να έχω.

Και πάντα τη συγκινούσε όταν της έλεγα πως τους ένιωθα πλέον οικογένεια μου.

Δύο χέρια τυλίχτηκαν γύρω μου και χάιδεψαν απαλά τη κοιλιά μου.
"Τι κάνουν οι γυναίκες της ζωής μου;" Ρώτησε και μου άφησε ένα τρυφερό φιλί στο μάγουλο.

"Σε περιμένουμε." Του απάντησα θυμωμένα και τον κοίταξα με μούτρα.
"Που ήσασταν τόσες ώρες;"

"Είχαμε μια δουλειά." Μου απάντησε και πάλι και ανέβασα θερμοκρασία. Δεν το είχα και σε τίποτα στη κατάσταση μου.
"Ηρέμησε βρε καρδιά μου. Ήθελε να πάρει κάτι ο Λαυρέντης για τη Ράνια και να της κάνει έκπληξη." Μου είπε όταν είδε πως είχα φουντώσει.

Ικανοποιημένη από την απάντηση,τον αγκάλιασα και του χάρισα ένα φιλί στα χείλη.

"Έτοιμα όλα,άντε στρώνω το τραπέζι και στρωθείτε και εσείς να φάμε." Είπε η Κάτια και άκουσαν μέχρι και μέσα τη κοιλιά μου να γουργουριζει.

Όταν καθήσαμε στο τραπέζι,σκεφτόμουν καθώς τους κοιτούσα πως ήμουν πολύ τυχερή που τους γνώρισα.
Την Ισπανία δεν την ξέγραψα ποτέ.
Με τον Άγγελο είχαμε χωριστές δουλειές πλέον,όμως όποτε χρειαζόταν τη βοήθεια μου,την είχε.

Εγώ πήγαινα συχνά στην Ισπανία και κανόνιζα τις δουλειές μου με τον Νίκο,ενώ έβλεπα και τον Ματία που μου έλειπε πάρα πολύ όλο αυτό το καιρό.

Αφού φάγαμε το φαγητό μας,ο Άγγελος σηκώθηκε και έπιασε το ποτήρι του να κάνει μια πρόποση.

"Τη προσοχή σας παρακαλώ." Μας είπε ενω εγώ του χαμογέλασα από δίπλα και εκείνος μου έσφιξε το χέρι.
"Θέλω να κάνω μια πρόποση,για όλους μας. Ξέρω πως δεν ήμουν εύκολο παιδί μάνα,ούτε και εύκολος στη συνεννόηση μπαμπά. Όπως ξέρω,ότι με πολλές λάθος επιλογές και την ξεροκεφαλιά που κληρονόμησα από εσένα γέρο,σας στεναχώρησα πολύ και σας έφερα προβλήματα.
Όμως έκανα κάτι σωστά." Συνέχισε και κοίταξε τα παιδιά μας. "Γνώρισα εσένα Διδώ,που μου χάρισες δύο αστέρια και σύντομα θα φέρεις στο κόσμο το τρίτο. Ξέρεις πως δεν μπορώ να ζήσω μακριά σου και σ ευχαριστώ για όσα μου έχεις χαρίσει ως τώρα." Το κουδούνι χτύπησε τη πιο ακατάλληλη στιγμή,έτσι νόμιζα τουλάχιστον και η Κάτια έκανε να σηκωθεί,όμως ο Άγγελος της υπέδειξε να καθήσει και πήγε ως τη πόρτα.

Εμείς συγκινημένοι δεν μιλούσαμε,κοιτιομασταν χωρίς να μπορούμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει.

Όταν γύρισε ο Άγγελος τον ακολουθούσε ο Ματία και η Αγάπη και εγώ,ορμήξαμε πάνω του τσιριζοντας,που είχαμε να τον δούμε πολύ καιρό.

Όταν επιτέλους μετά τις χαιρετούρες γυρίσαμε στο τραπέζι και έβαλα τον Ματία να καθίσει δίπλα μου ευτυχισμένη,ο Άγγελος συνέχισε το λόγο του.

"Όπως έλεγα λοιπόν,σε εσένα Διδώ,που με έχεις κάνει τον πιο ευτυχισμενο άντρα του κόσμου." Πήρε τη καρέκλα του παραδίπλα και γονάτισε δίπλα μου. "Τώρα που σου έχω έτοιμο και τον κουμπάρο, παντρέψου με αγάπη μου να ολοκληρώσεις την ευτυχία μου αυτή."
Μου είπε χαμογελαστός και εγώ συγκινημένη εγνεψα καταφατικά,όσο εκείνος μου περνούσε το δαχτυλίδι.

"Ναι ρε φίλε,ναι. Μου είπε ναι!" Φώναξε ο Άγγελος και όλοι άρχισαν να γελάνε και να σφυρίζουν.

"Ωχ." Βογκηξε η Ράνια και όλοι μείναμε να τη κοιτάζουμε τρομοκρατημένοι.
"Ουπσ,νομίζω πως σου λέρωσα λίγο το μεταξωτό χαλί Κάτια,αλλά υπόσχομαι να το καθαρίσω." Είπε η Ράνια και έπιασε τη κοιλιά της ενώ βογκηξε ξανά.

"Τι λες κορίτσι μου, γεννάς." Φώναξε η Κάτια και αρχίσαμε να τρέχουμε πανικόβλητοι.

"Ανάσες αγάπη μου, γεννάμε." Φώναξε ο Λαυρέντης και εκείνη τον κοίταξε άγρια.

"Γεννα-ω θες να πεις." Του φώναξε εκείνη προσπαθώντας να πάρει σωστές ανάσες.

"Φέρνω το αυτοκίνητο." Είπε ο Άγγελος όσο ο καθένας έκανε και από κάτι,ενώ εγώ κοιτούσα τη φίλη μου με κατανόηση και της χαμογελούσα.
Η πρώτη φορά πάντα είναι δύσκολη για όλα σκέφτηκα καθώς πήγα κοντά της και της έπιασα το χέρι.
Μαζί ξεκινήσαμε και μαζί θα ήμασταν σε όλα, γιατί στη ζωή δεν αρκεί να βρεις μόνο τον έρωτα,αλλά να μην χάσεις και έναν πραγματικό φίλο.

Εγώ είχα επιλέξει να τη ζήσω μαζί του και με όλους αυτούς τους ανθρώπους που αγάπησα από τη πρώτη στιγμή που γνώρισα,ότι και αν μας έφερνε η ζωή.
Δεν θα άλλαζα ούτε λεπτό από τη ζωή μου γιατί κάθε μία λάθος επιλογή που έκανα,με έφερνε ένα βήμα πιο κοντά στη σωστή.
Στον Άγγελο μου.
Και  αν σήμερα μπορώ να βάλω το χέρι στη καρδιά και να πω ότι είμαι απόλυτα ευτυχισμένη,το χρωστώ σε εκείνον,σε εκείνον και μόνο.

                                

                             



Τελος

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top