κεφάλαιο 36 Τελευταιος σταθμός


Διδώ

"Ρε συ Διδώ είσαι άδικη,έχει κάνει τα πάντα τόσες μέρες για να σε πλησιάσει. Φτάνει να τον τυραννάς."
Μου φώναζε ο Μάτια και εγώ κοιτούσα χαμογελαστή το εκατοστό μήνυμα στο κινητό μου από εκείνον.

"Ξέρεις τι πέρασα τέσσερα χρόνια, άσε τον να ψηθεί λίγο ακόμη." Του απάντησα και του έκλεισα το μάτι.

"Τον καρβούνιασες τον άνθρωπο μωρή,μέχρι και έξω από την πόρτα σου κοιμήθηκε. Τι να κάνει άλλο;"

Ήταν αλήθεια,μέθυσε ένα βράδυ και το πρωί τον βρήκαμε να κοιμάται έξω από την πόρτα του δωματίου. Το παλικάρι μου μωρέ,πόσο είχε μετανιώσει.

"Υπομονή Ματία μου, υπομονή. Ξέρεις τι μεγάλο αγαθό είναι;" Του απάντησα ειρωνικά.

"Γαϊδουρινή κάνει ο άνθρωπος,θα το φας το κεφάλι σου." Μου είπε και με εκνεύρισε.

"Ωωωω με έχεις ζαλίσει. Άσε με τη γυναίκα να το ευχαριστηθώ."

"Καλααα καλααα,στο δικό μου ώμο θα ξανά κλαίς μετά." Μου απάντησε και χτύπησε η πόρτα.

"Φατη γλώσσα σου μωρή." Του απάντησα και άρχισα να φτυνομαι.

Άνοιξα τη πόρτα και τον είδα να κάθεται στηριγμένος στη μία μεριά και να κρατάει ένα τριαντάφυλλο.
Το αγόρι μου,θα τον λιώσω...

"Καλημέρα νεράιδα μου." Μου είπε γλυκά και ήμουν έτοιμη να πέσω στα πατώματα. "Είσαι έτοιμη;"

"Έτοιμη είναι, πανέτοιμη." Είπε με ενθουσιασμό ο Ματία και με έσπρωξε έξω από την καμπίνα.

Γύρισα και τον κοίταξα με άγριο βλέμμα και εκείνος έκλεισε τη πόρτα στα μούτρα μου.
Το είχαν οργανώσει καλά το έγκλημα με τη Ράνια.

Εκείνη είχε πάρει την Αγάπη με τον Λαυρέντη που είχε εξελιχθεί σε τρελαμένο θείο,όσο εκείνος με φύλαγε όλο το πρωί να μην κάνω καμιά μαλακία.

Πόσο με ήξερε ο φίλος μου,αχ πόσο.

"Διδώ,ο Ματία είναι... Πώς να το πω για να μην τον προσβάλλω..."

"Ναι αυτό είναι. Τι λες φεύγουμε πριν το μετανιώσω;" Του απάντησα και ξεκίνησα να προχωράω,ενώ σε δευτερόλεπτα βρέθηκε δίπλα μου.

"Νοίκιασα μια μηχανή. Θα σε πάω στα πιο όμορφα μέρη του νησιού." Μου είπε και άπλωσε το χέρι του μπροστά μου με το τριαντάφυλλο.

"Ευχαριστώ." Είπα και το πήρα στα χέρια μου.

"Διδώ,σ ευχαριστώ που δέχτηκες να έρθεις. Ξέρω... Ξέρω πως σου φέρθηκα σαν μαλάκας τότε και τώρα..."

"Μη βιάζεσαι,θα τα συζητήσουμε όλα."
Του είπα και κατέβηκα από την θαλαμηγό ενώ έμεινα να χαζεύω τη μηχανή μπροστά μας.
"Τι είναι αυτό;" Τον ρώτησα έκπληκτη και πήγα πιο κοντά.

"Hayabusa." Μου απάντησε με ένα χαζό γελάκι.

"Τι τέρας είναι αυτό εννοώ!" Φώναξα σηκώνοντας τα χέρια. Ήξερε πως φοβάμαι τις μηχανές μεγάλου κυβισμού.

"Σσσσ μη της μιλάς έτσι, πληγώνεται. Αυτή είναι ένας άγγελος." Μου απάντησε και τη χάιδεψε.

"Καλά πάνε ΕΣΥ την βόλτα με τον άγγελο,εγώ πάω πάλι μέσα." Του δήλωσα και γύρισα πλάτη να φύγω όμως με πρόλαβε.

"Δεν θα φοβάσαι τίποτα όταν είσαι μαζί μου, καβάλα τη κούκλα να φύγουμε."

Τον κοίταξα διστακτικά,κοίταξα και τη μηχανή με δισταγμό.

"Άντεεε,σου υπόσχομαι πως δεν θα τρέχω. Μη κάνεις σαν μωρό..." Μου είπε και τον κοίταξα αποφασιστικά.

"Πάμε πριν το μετανιώσω." Του δήλωσα και έτρεξε προς τη μηχανή.

Βάλαμε τα κράνη μας και ανέβηκα πάνω ενώ τον αγκάλιασα τόσο σφιχτά,που νόμιζα ότι θα τον σκάσω.

"Γι αυτό διάλεξα αυτή τη μηχανή." Μου φώναξε καθώς γκαζωσε απότομα και κόλλησα ακόμη περισσότερο πάνω του.

Κάθαρμα...

Μου έκανε τόσο μεγάλη βόλτα με το τέρας,που όταν επιτέλους κατέβηκα από τη μηχανή άρχισα να φιλάω τα χώματα.

"Είσαι υπερβολική." Ακούστηκε η βραχνή φωνή του από πίσω μου και σηκώθηκα όρθια,ενώ στένεψα τα μάτια μου.

"Υπερβολική;; Υπερβολική;; Κοίτα,κοίτα εδώ. Πέταλο δεν έμεινε πάνω στο τριαντάφυλλο." Του φώναξα καθώς του κουνούσα το κοτσάνι μες τα μούτρα.

"Ε όσο να πεις και ένα αεράκι το έχει."
Συνέχιζε να κάνει τον Κινέζο και ήθελα να τον σκοτώσω.

"Αεράκι; Έτρεχες σαν τρελός με κοροϊδεύεις;" Του απάντησα έξαλλη.

"Όσο εγώ έτρεχα,τόσο εσύ με αγκάλιαζες,ήταν μεγάλος ο πειρασμός μωρό μου..." Μου είπε και μου χάιδεψε το μάγουλο απαλά.

"Άσε τι μαλαγανιές σου. Πάμε να φάμε; Από το φόβο μου πείνασα!!" Είπα και άρχισα να ψάχνω με το βλέμμα που να καθήσουμε!

"Δες,έχει ένα ταβερνάκι με ζωντανή ορχήστρα! Θες να πάμε εκεί;"
Ρώτησα με περίσσιο ενθουσιασμό πεντάχρονου,πριν προλάβει να απαντήσει.

"Ότι θέλεις κορίτσι μου." Μου είπε και ένιωσα περίεργα μέσα μου. Είχα καιρό να ακούσω τα γλυκολογα του,είχα καιρό να νιώσω τη παρουσία του δίπλα μου,όχι απλά σαν ύπαρξη,αλλά να είναι εκεί για εμένα.

Το απολάμβανα και ας το έπαιζα δύσκολη. Ήθελα απλώς να τον ψήσω λίγο ακόμη.

Καθήσαμε σε ένα τραπεζάκι δίπλα στη θάλασσα, αν απλωνες το χέρι σου,νόμιζες πως θα τη πιάσεις. Η ορχήστρα έπαιζε λαϊκά τραγούδια ταξιδιάρικα και το μυαλό χανόταν.

Μα το δικό μου χανόταν ακόμα περισσότερο δίπλα στο μπλε της θάλασσας και του ουρανού,ενώ απέναντι είχα δύο θάλασσες να με κοιτάζουν έτοιμες να με κατασπαράξουν.

"Μου έλειψες." Μου είπε και έπιασε το χέρι μου.

Τον κοίταξα μέσα στα μάτια με ένα μικρό παράπονο να κρέμεται από εκείνα.

"Με άφησες..." Του θύμισα και τράβηξα το χέρι μου.

Όσο και να ήθελα να αφεθώ,άτιμο πράγμα η μνήμη,με γυρνούσε σε εκείνη τη μέρα που τα χείλη του μου έλεγαν φύγε,μα πιο πολύ τα ίδια του τα μάτια.

"Ξέχασε το πρίν,σε παρακαλώ. Έλα να γίνουμε οικογένεια Διδώ. Έχουμε ένα παιδί εμείς οι δύο αγάπη μου..."

"Άγγελε σταμάτα,έχεις πάρει φόρα και δεν ξέρεις τι λες..." Τον έκοψα πριν πει κι άλλα.
"Ο λόγος που τότε δεν σου είπα ότι ήμουν έγκυος,όσο εγωιστικό και αν σου ακούγεται,είναι γιατί δεν ήθελα να κρατηθεί αυτή η σχέση εξαιτίας του παιδιού και να μας ρίξει στη δυστυχία.Κατι που θα πλήγωνε εκείνη βαθιά."

"Δεν θα μας έριχνε στην δυστυχία,στη δυστυχία μας έριξε που χωρίσαμε για έναν εγωισμό." Μου απάντησε κοφτά.

"Και από τις δύο μεριές. Εσύ τότε πίστεψες πως εγώ σε απάτησα με τον Μάρκο. Πόσο κάτω με έριξες Άγγελε. Πόσο λίγη με είχες στο μυαλό σου..."
Του είπα με παράπονο.

"Ήθελαν να μας χωρίσουν Διδώ,ήθελαν να μας κάνουν να πονέσουμε. Όμως άθελά τους πόνεσαν τους εαυτούς τους. Η Βαλέρια ήλπιζε πως θα έπεφτα στην αγκαλιά της,όμως αν και αργά,τα κατάλαβα όλα. Την είχα του χεριού μου όλο αυτό το καιρό,υπό την απειλή ότι θα μιλήσω για όλα όσα έκανε,στον πατέρα της. Εκείνη φοβήθηκε, ειδικά το κομμάτι που του έδινε πληροφορίες για την εταιρία μου,αν μάθαινε κάτι τέτοιο ο Γκριν θα την αποκλήρωνε."

"Αν μπορούσα να σκοτώσω κάποιον και να μην κάνω φυλακή,θα ήταν αυτή η γυναίκα. Δεν μου στέρησε απλά εσένα Άγγελε. Έμεινα μόνη με ένα παιδί στη κοιλιά,σε μια ξένη χώρα που δεν γνώριζα σχεδόν κανένα."
Σταμάτησα να μιλάω γιατί είχα βουρκώσει και ήμουν έτοιμη να κλάψω.

"Μην το κάνεις αυτό αγάπη μου. Δεν έπρεπε να μιλάμε για τα παλιά..." Μου είπε ενώ σε δευτερόλεπτα βρέθηκε δίπλα μου,όσο έκανε την εμφάνιση του το γκαρσονι για να μας πάρει παραγγελία.

Σκούπισα όπως όπως τα μάτια μου και προσπάθησα να φανώ πως ήμουν εντάξει. Δώσαμε τη παραγγελία μας και μετά από λίγο μας έφεραν το κρασί.

Γέμισα το ποτήρι μου και το κατέβασα με τη μια, παγωμένο και γλυκό, έκαψε τα σωθικά μου όπως κατέβαινε,γιατρεύοντας τις πληγές μου που είχαν ανοίξει και πάλι.

"Όσο και αν με πονάει αυτή η ιστορία, ωφείλω να σου πω τι έγινε τότε. Με το Μάρκο συναντήθηκα δύο φορές για να βεβαιωθώ πως θα μου δώσει το πολυπόθητο διαζύγιο. Σε δευτερόλεπτα με άρπαξε και με φίλησε. Τον έσπρωξα και έφυγα. Όλα τα υπόλοιπα τα ξέρεις... Σου το έκρυψα γιατί φοβόμουν πως αν σου το έλεγα θα κατέστρεφες την ελπίδα μου να πάρω το διαζύγιο. Φοβήθηκα πολύ..."

"Μη μου λες άλλα σε παρακαλώ Διδώ..."
Σταμάτησε απότομα γιατί μας έφεραν το φαγητό μας και δεν φαινόταν κάνεις από τους δύο να θέλει να το φάει.
Αφού ευχαριστήσαμε το σερβιτόρο,μείναμε να κοιταζόμαστε σαν χαμένοι στα μάτια.

Στο βάθος έπαιζαν ερωτικά τραγούδια με απαλή μουσική και κάποια ζευγάρια είχαν σηκωθεί και χόρευαν αγκαλιά.

"Θέλεις να χορέψουμε; " Με ρώτησε και με ξάφνιασε.

"Που ε..ε..εδώ; Τω..τω.. τώρα;" Ψέλλισα.

"Ναι, σήκω." Μου είπε και με άρπαξε από το χέρι και με τράβηξε στη μέση της ταβέρνας όπου χόρευαν και οι υπόλοιποι και με κόλλησε πάνω του.

Άφησα το κεφάλι μου να ξεκουραστεί στον ώμο του και έκλεισα τα δυο μου μάτια. Είχα πάρει τις αποφάσεις μου,έπρεπε να τις μάθει και εκείνος και να προχωρήσουμε πριν να είναι αργά...

Απολάμβανα ίσως και τον τελευταίο μας χορό και σκεφτόμουν πόσο αγάπησα στη ζωή μου αυτόν τον άνθρωπο. Δεν είχα αγαπήσει κανένα περισσότερο από εκείνον,παρά μόνο τη κόρη μας. Το πλάσμα που δημιουργήσαμε μαζί και μου είχε δώσει χρώμα στο μαύρο φόντο της ζωής μου.

"Έλα να παντρευτούμε..." Τον άκουσα να μου λέει και χαμογέλασα αφήνοντας ένα δάκρυ στη μπλούζα του.

"Και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα..." Του απάντησα με πίκρα.

"Εμείς δεν θα δώσουμε τέλος στο παραμύθι μας..." Μου είπε και μου φίλησε το κεφάλι.

"Θα συμφωνήσω σε αυτό,όχι ακόμα τουλάχιστον..." Έκανα πίσω και τον κοίταξα όσο γυρνούσαμε σβούρες αγκαλιά χορεύοντας αργά.
"Δεν θέλω να είμαστε μαζί..." Του είπα και άκουσα μέχρι και εγώ τη καρδιά του να σπάει.
"Μετά το γάμο θα γυρίσω πίσω στη ζωή μου. Την έχτισα με κόπο και πόνο και ωφείλω για την Αγάπη να μην διακινδυνεύσω να βρεθούμε και πάλι μόνες και πληγωμένες για έναν άλλο λόγο που θα εμφανιστεί μπροστά σου!"
Του δήλωσα με θυμό,μέσα από τη ψυχή μου.

Με κοίταξε με θλίψη στα μάτια και ήθελα να γυρίσω το βλέμμα μου αλλού,δεν ήθελα να τον βλέπω να πονάει.

"Δεν θα σε αφήσω ποτέ ξανά Διδώ,όχι με τη καρδιά μου τουλάχιστον. Αν θέλεις να φύγεις όμως δεν μπορώ να σε κρατήσω,όχι με το ζόρι. Έχω αλλάξει και έχω αποδεχτεί τα λάθη μου,όπως και πήρα το μάθημα μου.
Κάθε μέρα το παίρνω εδώ και τέσσερα χρόνια... Κάθε γαμημενη μέρα που εσύ ανεπνεες μακριά από εμένα,εγώ συνειδητοποιούσα,πόσο μαλάκας ήμουν... Μα η απόφαση είναι στο χέρι σου πια,θα σου δώσω χρόνο και μη βιάζεσαι να μιλήσεις,μετά το γάμο θα μου πεις..."

"Δεν χρειάζεται να περιμένω... Δεν αλλάζω γνώμη Άγγελε. Υπέφερα πολύ τέσσερα χρόνια,όμως τώρα βλέπω καθαρά. Σ αγαπάω όσο ποτέ άλλοτε δεν αγάπησα κανένα,αλλά αυτό δεν αρκεί για να ξεχάσω... Θέλω να αφήσουμε εδώ αυτό που ζήσαμε και να μην το πάμε παρακάτω γιατί τη ξέρω τη συνέχεια... Θα χαλάσει και δεν θέλω να το δω να φθείρεται. Θέλω να μείνει για πάντα έτσι δυνατό... Μέσα μου...!"

"Διδώ..." Τα είχε χάσει,δεν ήξερε τι να πει... Με άφησε από τα χέρια του και ένιωσα τον πόνο μέσα του να καίει τη ψυχή του.

Εγώ για κάποιο περίεργο λόγο ήμουν κενή, άδεια. Είχα από καιρό κάψει τη ψυχή μου.
Έμεινε για λίγο να με κοιτάζει ώσπου με προσπέρασε και έφυγε.
Έτρεξα από πίσω του να τον προλάβω μα δεν μπορούσα.

Ανέβηκε στη μηχανή και έγινε καπνός.

Πέρασα το χέρι μου μέσα από τα μαλλιά και κάθησα κάτω.

"Να σου πω τη μοίρα σου μπρε όμορφη;" Σήκωσα το κεφάλι μου και είδα μπροστά μου να στέκει μια τσιγγάνα.

"Έννοια σου και τη ξέρω εγώ τη μοίρα μου." Της απάντησα και έσκυψα και πάλι το βλέμμα.

Μου άρπαξε τη παλάμη και έβγαλε ένα επιφώνημα έκπληξης.
"Ωι ωι ωι τι βλέπω εδώ καλέ; Πολύ σε πλήγωσε εσένα μπρε το παλληκάρι σου. Μα ένα θα σου πω,κρίκος η μοίρα σας ενωμένος που δεν χωρίζει."

"Άσε με κυρά μου στον πόνο μου,που διαβάζεις τη παλάμη μου και θες να σε πιστέψω..." Της είπα και αφού τράβηξα απότομα το χέρι μου σηκώθηκα να πάω να πάρω τα πράγματα μου,που είχαν μείνει στο ταβερνάκι.

"Θα με θυμηθείς μια μέρα,ότι γράφει δεν ξεγράφει και είναι και καρπερος παναθεμα τον." Την άκουσα να λέει καθώς προχωρούσα και γέλασα μέσα στον πόνο μου.

Θεέ μου,τι άλλο θα δω...








Ξέρω έχω να ανεβάσω μέρες, συγνώμη για τη καθυστέρηση αγάπες μου αλλά γρίπη εγώ,γρίπη το παιδί, δουλειά, σπίτι, ανάσα δεν πήρα!
Φιλιά στα μούτρα!
Δέσποινα

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top