κεφάλαιο 33 Εμενα κανείς!


Μετά από λίγο ψάξιμο,νομίζω πως κάπως έτσι φαντάζομαι τον Άλκη.
(Ryan Reynolds)

"Αν προπονείσαι για του Ολυμπιακούς τα πας περίφημα για κατοστάρι." Ο Άλκης με έβγαλε από τις σκέψεις μου.

Εδώ και δέκα λεπτά περπατάω με κατεβασμένο το κεφάλι και δεν ξέρω ούτε που πάω,ενώ εκείνος ο καημένος προσπαθεί να με φτάσει.

"Συγνώμη,ήμουν απορροφημένη στις σκέψεις μου." Είπα και σταμάτησε να τον κοιτάξω στα μάτια.

"Θες μια αγκαλιά;" Μου απάντησε και άνοιξε τα χέρια του,ενώ εγώ δεν κουνήθηκα ρούπι και έμεινα να τον κοιτάζω επιφυλακτική. "Φιλική" Τόνισε και δέχτηκα κουνώντας το κεφάλι μου.

Με αγκάλιασε σφιχτά και εγώ άφησα τον συσσωρευμένο εσωτερικό μου πόνο να βγεί από μέσα μου, κλαίγοντας γοερά. Δεν μίλησε,μόνο με αγκάλιαζε και με χάιδευε στη πλάτη.
Σκατά, όλη η ζωή μου,από τότε που είχα γεννηθεί πήγαινε σκατά.

Είχα κουραστεί τόσο πολύ,από τότε που θυμόμουν τον εαυτό μου,πάλευα για κάτι. Για εμένα ποιός πάλεψε;
Ουφ, Διδώ, γιατί συνεχίζεις να το κάνεις αυτό στον εαυτό σου; Μόνο εσύ τυραννιέσαι.

Σήκωσα το κεφάλι μου και κοίταξα λυπημένα τον Άλκη.Με κοίταξε και εκείνος και για μια στιγμή ένιωσα πως θέλω να τον φιλήσω,λες και τα χείλη του θα μου έδιναν το αντίδοτο για να ξεχάσω τον Άγγελο.
Την ίδια στιγμή το μετάνιωσα. Έπρεπε να είμαι ξεκάθαρη μαζί του. Έπρεπε να του πω την αλήθεια.

"Άλκη..."

"Ηρέμησε,δεν μου χρωστάς καμία εξήγηση. Μπορούμε να μείνουμε σιωπηλοί και απλώς να σου κρατώ συντροφιά.Τι λες;"
Τα λόγια του τόσο ήπια,όσο και η φωνή του χάιδευαν τη ρημαγμένη μου ψυχή.

"Πρώτη φορά θέλω να μιλήσω,άσε με να το κάνω." Του ζήτησα και εκείνος έγνεψε καταφατικά και καθήσαμε αντίκρυ δίπλα στη θάλασσα.

Του διηγήθηκα την ιστορία της ζωής μου,από την αρχή ως και το σήμερα,εκείνος δεν με διέκοψε πουθενά. Με κοιτούσε και ρουφούσε κάθε μου κουβέντα,ενώ σε πολλές σημεία της ιστορίας μου,έβλεπα τις φλέβες του να τεντώνονται από θυμό.

Του μίλησα για τη παιδική μου ηλικία,για το τεράστιο κενό που υπήρχε μέσα μου που μεγάλωσα χωρίς οικογένεια,για τον Μάρκο,για τον Άγγελο και για τη ζωή μου στην Ισπανία.

Χωρίς να το καταλάβω είχαν περάσει δύο ώρες και εκείνος με άκουγε με υπομονή.

"Καταλαβαίνεις λοιπόν γιατί δεν σε αφήνω να προσπαθήσεις μαζί μου,είμαι καμμένο χαρτί Άλκη. Η δική μου μοίρα χαράχτηκε με αίμα,ότι αγγίζω ματώνει..." Του είπα τελειώνοντας και εκείνος έσφιξε τις γροθιές του.

"Διδώ εμείς χαράζουμε τη μοίρα μας,είμαστε αυτό που αφήνουμε να μας συμβεί και τούμπαλιν. Τίποτα δεν είναι προδιαγεγραμμένο,παρά μόνο ο θάνατος. Εσύ αυτό κάνεις στον εαυτό σου,τον αφήνεις να αργοπεθαίνει γιατί φοβάσαι να ζήσεις. Άκουσε τη καρδιά σου και άσε τη να σε οδηγήσει εκεί που θέλει. Τα λάθη μας είναι ο χάρτης που μας οδηγεί στις σωστές επιλογές..." Μου είπε και τον κοίταξα προβληματισμένη.

Αν σε κάτι είχε σίγουρα δίκιο ήταν το κομμάτι που αφέθηκα τα τελευταία χρόνια, αφήνοντας απλά το χρόνο να κυλά,όσο για εμένα ήταν σταματημένος.

"Έχεις δίκιο..." Είπα τελικά και κατέβασα το κεφάλι.

"Όσο για εμένα,δεν μπορείς να αποφασίσεις εσύ αν είναι σωστό ή λάθος. Δεν είμαι παιδί για να με πληγώσεις,σκέφτηκες πως ίσως οι πληγές σου είναι τόσο ορατές που συνάμα σε κάνουν ακόμη πιο ερωτεύσιμη; Πως ίσως να θέλω να προσπαθήσω και όπου βγεί;"
Με ρώτησε και σήκωσα το βλέμμα μου πάνω του.

"Είναι που είμαι τόσο μπερδεμένη βρε Άλκη,δεν βλέπω τίποτα αυτή τη στιγμή. Δεν θα μπορούσα να πάρω καμιά απόφαση για εσένα. Μόνο για μένα. Ξέρω τον εαυτό μου και αυτόν φοβάμαι."

"Έχεις κλειδώσει τον εαυτό σου Διδώ. Ο Άγγελος είναι εκεί,αν τόσο τον αγαπάς γιατί δεν είσαι μαζί του τώρα; Γιατί δεν είστε μαζί εδώ και τέσσερα χρόνια;" Με ρωτούσε ήρεμος,πιο ήρεμος και από τη θάλασσα δίπλα μας.

"Δεν έχω απάντηση σε αυτό." Του δήλωσα όσο τον κοιτούσα στα μάτια.

"Γιατί σε πλήγωσε με την αμφισβήτηση Διδώ. Αυτό σε τσάκισε. Ήθελες απλώς εμπιστοσύνη,να σε κοιτάζει στα μάτια και να βλέπει αυτό που βλέπω και εγώ. Το πόσο υπέροχο και αθώο πλάσμα είσαι καταβαθος."

Δεν έλεγξα τον εαυτό μου,την επόμενη στιγμή τον έπιασα και έκλεισα τα χείλη του με τα δικά μου. Ακολούθησε αμέσως τη κίνηση μου και βάθυνε το φιλί μας κι άλλο.
Για λίγα λεπτά αφέθηκα στα χέρια του και όταν συνειδητοποίησα τι είχα κάνει τραβήχτηκα πίσω.

Σηκώθηκα όρθια ενώ τα είχα χαμένα.
Περνούσα το χέρι μου μέσα από τα μαλλιά μου και ζητούσα συγνώμη συνεχώς.

Εκείνος σηκώθηκε και προσπαθούσε να με συνεφέρει από το παραλήρημα μου.

"Ηρέμησε,σσσ,ηρέμησε δεν έγινε τίποτα για να ζητάς συγνώμη." Μου έλεγε ενώ με είχε πάρει αγκαλιά και πάλι.

"Εγω.. εγώ.. συγνώμη,δεν ξέρω γιατί το έκανα. Ήταν λάθος." Προσπάθησα να πω μέσα στο χάος που υπήρχε στο κεφάλι μου.

"Σταμάτα να το λες αυτό,έκανες αυτό που ένιωσες, τίποτα δεν είναι πιο σωστό από αυτό που νιώθουμε." Μου είπε και σταμάτησα να κινούμαι και να μιλάω.

"Θέλησα απλώς να επιβεβαιωθω, συγχώρεσε με Άλκη,ήθελα να δω πως θα νιώσω αν σε φιλήσω, πραγματικά ήθελα πολύ να νιώσω όπως..." Δεν συνέχισα τη κουβέντα μου.

"Όπως όταν σε φιλούσε εκείνος..." Συνέχισε τη σκέψη μου λες και ήξερε τι υπήρχε μέσα στο μυαλό μου.

Κούνησα ντροπιασμένη το κεφάλι μου κοιτώντας κάτω και εκείνος μου έπιασε το πηγούνι και το σήκωσε ψηλά.

"Δεν θέλω να ντρέπεσαι γι αυτό. Μπορεί να απέτυχα μαζί σου ως εραστής,αλλά χαίρομαι που πέτυχα ως γιατρός. Κυνήγησε τη ζωή σου Διδώ,μην αφήνεις άλλο χρόνο να πάει χαμένος,αφού θέλεις να είσαι μαζί του ζησ' το. Αν αποτύχει θα ξέρεις ότι έκανες τα πάντα γι αυτό..." Μου χαμογέλασε γλυκά. " Και που ξέρεις,ίσως τότε να είμαι ακόμα εδώ!" Μου έκλεισε το μάτι και εγώ γέλασα.

Πιστεύετε στου επίγειους αγγέλους; Σε αυτούς τους ανθρώπους που συναντάς τυχαία,τους ξέρεις τόσο λίγο,όμως αγγίζουν και μιλάνε στη ψυχή σου σαν να τους γνωρίζεις χρόνια; Έτσι ένιωσα μαζί του.

"Σ ευχαριστώ που με άκουσες." Του είπα πιο ξαλαφρωμένη πλέον και κοίταξα το ρολόι μου. "Θεέ μου έχει πάει έντεκα,το παιδί μου θα με ψάχνει." Αναφώνησα και σκέφτηκα ότι είμαι η χειρότερη μαμά του κόσμου.

"Άφησε με να διαφωνήσω,αν το παιδί σου σε έψαχνε είμαι σίγουρος ότι οι φίλοι σου θα σε έπαιρναν τηλέφωνο." Μου είπε σαν φωνή της λογικής και ένιωσα ανακούφιση.

"Έχεις δίκιο,πάμε πίσω όμως γιατί έχει περάσει η ώρα." Του απάντησα και ξεκινήσαμε για τη παραλία που βρισκόντουσαν οι υπόλοιποι.

Όταν φτάσαμε είδα τον Ματία να κάθεται με τους υπόλοιπους γύρω από τη φωτιά,ενώ ένας έπαιζε κιθάρα και οι υπόλοιποι σιγοτραγουδούσαν. Η Αγάπη δεν ήταν μαζί του.
Έψαξα με τα μάτια μου τον Άγγελο όμως δεν ήταν πουθενά και εκείνος.
Πήγα δίπλα του και τον ρώτησα στο αφτί ανήσυχη που είναι το παιδί μου.
Εκείνος μου έδειξε τη σκηνή του Άγγελου και γύρισε και πάλι σαν υπνοτισμενος στη παρέα και άρχισε να τραγουδάει.

Προχωρούσα με αργό βήμα προς σκηνή του Άγγελου που ήταν ανοιχτή και σκοτεινή,μόνο ελάχιστο φως την έλουζε από δίπλα,που άναβε ένα μικρό φαναράκι.

Ο ήχος τη κιθάρας με ανατριχιασε καθώς τον άκουγα μαζί με τα λόγια που τραγουδούσαν.

Εδώ στου δρόμου τα μισά
έφτασε η ώρα να το πω
άλλα είναι εκείνα που αγαπώ
γι’ αλλού γι’ αλλού ξεκίνησα.

Στ’ αληθινά στα ψεύτικα
το λέω και τ’ ομολογώ.
Σαν να 'μουν άλλος κι όχι εγώ
μες στη ζωή πορεύτηκα.

Όσο κι αν κανείς προσέχει
όσο κι αν το κυνηγά, 
πάντα πάντα θα 'ναι αργά
δεύτερη ζωή δεν έχει.

Έφτασα δίπλα στη σκηνή και κοίταξα όσο πιο ήσυχα μπορούσα μέσα. Ο Άγγελος ήταν ξαπλωμένος στο πλάι, ενώ στήριζε το κεφάλι του με το χέρι και χάζευε την αγάπη που κοιμόταν δίπλα του. Γύρισε προς το μέρος μου και χώθηκα και εγώ μέσα στη σκηνή,γονάτισα και στάθηκα ακριβώς στην είσοδο της.

"Εγώ τη κοίμησα." Μου είπε και γελούσαν ακόμη και τα μάτια του,τα οποία δεν έπαιρνε από πάνω της.

Δεν μίλησα,κοιτούσα με λαχτάρα να αποτυπώσω εικόνες που πέθαινα να δω όλα αυτά τα χρόνια να δώ.

"Δεν σε ακολούθησα,όχι γιατί σε είδα να φεύγεις μαζί του,όμως γιατί ήθελα να πάρεις το χρόνο σου. Πρέπει να μιλήσουμε,εγώ και εσύ, μόνοι." Μίλησε πάλι εκείνος και εγώ έμεινα και πάλι σιωπηλή.

Δεν ήθελα να πω τίποτα άλλο,είπα τόσα στον Άλκη απόψε,που με είχαν κουράσει και οι ίδιες οι λέξεις.
Ξάπλωσα από την άλλη μεριά, βάζοντας την αγάπη ανάμεσα μας και γύρισα πλευρό για να μπορώ να τους κοιτάζω.

Μέσα στο σκοτάδι,τα μάτια του δύο θάλασσες μιλούσαν στα δικά μου λέγοντας τους λόγια που ούτε τα χείλη δεν θα μπορούσαν να πουν.

"Πόσα κορμιά άγγιξες από τότε που έφυγα;" Τον ρώτησα σχεδόν ψιθυριστά, σταματώντας σχεδόν να αναπνέω.

Έμεινε για λίγο σκεπτικός και έπειτα έκλεισε τα μάτια.
"Έχει σημασία το νούμερο ή αν το έκανα;" Με ρώτησε τελικά και χαμογέλασα.

"Μη μου απαντήσεις,δεν θέλω να ξέρω." Κόπηκα στα δύο στη σκέψη πως άγγιξε άλλες γυναίκες,όλα αυτά τα χρόνια όταν έκλεινα τα μάτια σκεφτόμουν πως είναι με άλλες,όταν έφτανα στη σκέψη πως τους κάνει έρωτα, μάτωνε η καρδιά μου.

"Εμένα κανείς." Του απάντησα και άρχισα να γελάω και να κλαίω ταυτόχρονα. Άφηνα τα δάκρυα μου να τρέχουν ενώ γελούσα λες και είχα ακούσει το πιο αστείο ανέκδοτο.
  Ξάπλωσα ανάσκελα και έκλεισα τα μάτια μου χωρίς να μπορώ να σταματήσω τίποτα από τα δύο.

Ένιωσα το χέρι του να αγγίζει το πρόσωπο μου χαϊδεύοντας το. Άρχισα να απολαμβάνω την επαφή και να μυρίζω το δέρμα του.
Το δέρμα του,την επαφή του δικού του με το δικό μου. Η σάρκα έχει φωνή επιτακτική,είπε κάποιος κάποτε.
Η δική μου ούρλιαζε για το χάδι του.

Δεν άνοιξα τα μάτια μου καθόλου. Τα άφησα κλειστά για να απολαύσω αυτή τη στιγμή που ένιωθα ήρεμη από συναίσθημα,αφού τα είχα βγάλει όλα από μέσα μου λίγο πιο πρίν. Δάκρυα, λόγια, πόνο...

Κουρνιασα δίπλα στην Αγάπη αφήνοντας το χέρι του πάνω μου να μας αγκαλιάζει. Ας ήμασταν οικογένεια έστω για αυτό βράδυ. Το αύριο κάνεις δεν ξέρει τι θα φέρει...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top