κεφάλαιο 32 Μια σύμπτωση,η ζωη μου όλη.


"Και εσείς αϋπνίες ε;" Ρώτησε ο Λαυρέντης και με το ζόρι δεν τον έβρισα.

"Μπα εγώ μόλις τελείωσα τη μπύρα μου και φεύγω για ύπνο." Είπε ο Άγγελος ενώ σηκώθηκε πάνω και εγώ τον μιμήθηκα.

"Εσύ Διδώ; Φεύγεις και εσύ;" Ρώτησε ο  ηλίθιος κουμπάρος μου ειρωνικά όλο νόημα και χαζογελασε.

"Ναι,φεύγω και εγώ." Του είπα και τον αγριοκοιταξα και μετά ακολούθησα τον Άγγελο που ήδη είχε απομακρυνθεί.

"Καληνύχτα πιτσουνάκια." Άκουσα τον Λαυρέντη να λέει και να γελάει όσο εγώ είχα ανοίξει βήμα για να φτάσω τον αδερφό του.

Πραγματικά δεν θα μεγαλώσει ποτέ αυτός ο άνθρωπος,σκέφτηκα ενώ είχα μπει μέσα στη θαλαμηγό και είχα φτάσει τον Άγγελο.

Περπατούσα απο πίσω του και σκεφτόμουν πως να του ανοίξω ξανά κουβέντα όταν ξαφνικά σταμάτησε απότομα γυρνώντας και έπεσα επάνω του.

Τέλεια Διδώ.

"Γιατί με ακολουθείς Διδώ;"

"Γιατί αλλάζεις συνέχεια διάθεση Άγγελε; Προσπαθώ να σε καταλάβω αλλά δεν μπορώ." Τον ρώτησα πάνω στην ερώτηση του.

Ο χώρος ήταν στενός και με ένα βήμα με κόλλησε στο τοίχο. Είχαμε ελάχιστη απόσταση και είχα αρχίσει να ανεβάζω θερμοκρασία με αποτέλεσμα να λύσω τη ζώνη της ρομπας μου.

"Τι θέλεις από μένα; Γιατί δεν πας να σε παρηγορήσει ο φίλος σου;" Με ρώτησε χυδαία,όμως εγώ το ευχαριστήθηκα που έδειχνε το πόσο πολύ ζηλεύει και τον πλήρωνα με το ίδιο νόμισμα.

"Δεν θέλω να με παρηγορήσεις,να βρούμε μια λύση θέλω. Για χάρη της Αγάπης..." Του απάντησα και εκείνος έπιασε τα χέρια μου και κόλλησε πάνω μου.

"Μόνο αυτό θέλεις από εμένα Διδώ;" Με ρώτησε και οι θηλές μου έγιναν τόσο σκληρές από τον πόθο,που ένιωθα πως θα σκίσουν το νυχτικό μου.

"Μόνο." Του απάντησα ενώ έφερα το πρόσωπο μου πιο κοντά στο δικό του.
Τα χείλη μας σε απόσταση αναπνοής.
Μια πολύ λεπτή, διάφανη γραμμή με χώριζε από το μεγαλύτερο πάθος μου.

Έσκυψε ελαφρά και έφερε το πρόσωπο του δίπλα στο αφτί μου,τόσο κοντά που σχεδόν ακουμπούσαν, κάνοντας με να παραλύω,έτσι που έκλεισα τα μάτια.
"Αυτά θα τα συζητήσουμε στο δικαστήριο παρουσία των δικηγόρων μας." Ψιθύρισε στο αφτί μου και ανατριχιασα ως τη ραχοκοκαλιά μου.
Όταν συνειδητοποίησα τι μου είπε,άνοιξα τα μάτια, ενω τινάχτηκα ολόκληρη και τον έσπρωξα.

"Είσαι... Είσαι... Δεν ξέρω και εγώ τι είσαι." Του είπα και άρχισα να περπατάω στο διάδρομο προς τη καμπίνα μου.

"Καληνύχτα νεράιδα." Τον άκουσα να λέει και να γελάει.

Όμως δεν γύρισα για να μην τον βρίσω. Δεν θα του έκανα τη χάρη. Μπήκα στη καμπίνα και έκλεισα τη πόρτα,ενώ έμεινα με τη πλάτη κολλημένη πάνω της.

Το στήθος μου ανεβοκατέβαινε σαν τρελό. Δεν μπορεί να έλεγε αλήθεια,δεν μπορούσε να μου πάρει το παιδί εξάλλου,το μόνο που θα κατάφερνε ήταν να το βλέπει μια φορά το μήνα,αν βάλεις και την απόσταση που μας χώριζε μπορεί και λιγότερο.

Ξάπλωσα δίπλα στην Αγάπη που κοιμόταν σχεδόν επάνω στον Ματία.
Εκείνος ροχαλιζε και πάλι και ήθελα να του χώσω μια κάλτσα μέσα στο στόμα για να κοιμηθώ.
Τους κοίταζα και σκεφτόμουν πόσο τυχερή ήμουν που τους είχα στη ζωή μου. Μπορεί στα ερωτικά μου να μην μπορούσα να στεριώσω,στους φίλους όμως έκανα πάντα καλή επιλογή.

Έκλεισα τη μύτη του φίλου μου με τα δάχτυλα μου και εκείνος έβγαλε ένα ρόγχο και άλλαξε πλευρό.
Τουλάχιστον θα κοιμόμουν,κάτι ήταν και αυτό.

Η επόμενη μέρα,θα έφερνε και το πρώτο μας λιμάνι. Σηκωθήκαμε και αφού ετοιμαστήκαμε,βγήκαμε στη πισίνα να απολαύσουμε το υπέροχο πρωινό μας με θέα την αχανή θάλασσα.

Η παρέα μας στη θαλαμηγό ,απαρτιζόταν από περίπου σαράντα άτομα. Άλλα ζευγάρια και άλλοι ελεύθεροι. Τη προσοχή μου είχε τραβήξει μια μελαχρινή,που έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για τον Άγγελο και όποτε έβρισκε την ευκαιρία την έβλεπες δίπλα του,να προσπαθεί να του πιάσει τη συζήτηση.

Καθήσαμε στο τραπέζι με τον Λαυρέντη και τη Ράνια και με μια γρήγορη ματιά συνειδητοποίησα ότι εκείνος ήταν άφαντος.
Χωρίς να χάσω ευκαιρία,βολεύτηκα δίπλα στη φίλη μου και άρχισα την ανάκριση.

"Δεν μου λες,αυτή η μελαχρινή εκεί απέναντι,ποια είναι;" Τη ρώτησα όσο ο Λαυρέντης είχε αρχίσει να μιλάει με το Ματία για δουλειές και η Αγάπη μασουλουσε ανορεκτα το πρωινό της.

"Ποια λες ρε;" Με ρώτησε η Ράνια κοιτώντας έντονα τριγύρω.

"Μη καρφώνεσαι μωρή. Εκείνη εκεί απέναντι με το λεοπάρ μαγιό." Της απάντησα χωρίς να κοιτάξω προς το μέρος της.

"Τη Βίκυ λες; Είναι ένα από τα μοντέλα που χρησιμοποιώ για τις καμπάνιες μου. Γιατί ρωτάς;" Μου είπε και με κοίταξε ανασηκώνοντας το φρύδι της.

"Έτσι από περιέργεια." Απάντησα και έφαγα μια μπουκιά από την ομελέτα που μου σερβίρανε." Τι έχει το πρόγραμμα σήμερα;" Ρώτησα προσπαθώντας να αλλάξω συζήτηση.

"Την ημέρα τίποτα,σε λίγες ώρες αράζουμε Σαντορίνη και ο καθένας κάνει ότι θέλει,το βράδυ όμως θα κάνουμε κάμπινγκ στη παραλία και σε θέλω βόμβα." Μου απάντησε και άρχισα να χαχανιζω.

"Μη γελάς,το βράδυ θα προστεθεί και ένας φίλος του Λαυρέντη στη παρέα,δεν μπορούσε να σαλπάρει μαζί μας και θα έρθει με πτήση Σαντορίνη και απο κει θα μας ακολουθήσει. Θέλω πολύ να σου τον γνωρίσω, αξίζει." Μου δήλωσε η φίλη μου και εγώ στριφογύρισα τα μάτια μου.

"Δεν θα σταματήσεις ποτέ να προσπαθείς έτσι;"

"Μέχρι να σε δω όπως σου αξίζει, όχι!" Μου αποκρίθηκε και της χάρισα ένα αληθινά γλυκό χαμόγελο.

Ήξερε πως δεν θα προχωρούσα στο ερωτικό κομμάτι με τη ζωή μου,όχι γιατί δεν μπορούσα, αλλά από επιλογή. Όσο η καρδιά μου χτυπούσε ακόμη για εκείνον,δεν ήθελα να βάλω άλλον άνθρωπο στη ζωή μου,όχι μόνο γιατί δεν θα έδινα το είναι μου και το ήξερα,αλλά και γιατί δεν θα άξιζε σε κανένα να έρχεται δεύτερος στη καρδιά μου.

Φτάσαμε στη Σαντορίνη και είδα τον Άγγελο μόνο τη στιγμή που βγήκαμε από τη Θαλαμηγό,προσπάθησε να τον σταματήσει ο Λαυρέντης μα εκείνος συνέχισε τη πορεία του και δεν γύρισε να μας κοιτάξει.

Αφού κάναμε μια βόλτα στη πανέμορφη Σαντορίνη πήγαμε στη παραλία που θα κατασκηνωναμε για τη νύχτα. Ο Άγγελος ήταν ήδη εκεί και μόλις φτάσαμε τον είδα να στήνει τη σκηνή του και να γελάει με τη μελαχρινή... Βίκυ!






Φορούσε μόνο το μαγιό του και όπως έπεφτε ο ήλιος πάνω του,το φως τον έλουζε, κάνοντας τους μυς στο κορμί του να δείχνουν ακόμα πιο έντονοι.
Μόλις τον είδε η Αγάπη,άρχισε να τρέχει καταπάνω του και να φωνάζει το όνομα του.

Εκείνος τη πήρε αγκαλιά και με κοίταξε στα μάτια περιμένοντας να του δώσω την άδεια μου. Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά και εκείνοι άρχισαν να τρέχουν προς τη θάλασσα.

Ο Ματία είχε αρχίσει να στήνει τη σκηνή που μας παραχώρησαν και εγώ άνοιξα τη καρέκλα και κάθησα δίπλα του να αγναντεύω το παιδί μου να πλατσουριζει στο νερό μαζί με τον μπαμπά της.Η ενόχληση που ένιωσα ήταν μεγάλη,όταν είδα τη Βίκυ να τους πλησιάζει και να γελάνε όλοι μαζί ενώ πιτσιλούσαν ο ένας τον άλλο.

"Εγώ θα έπρεπε να είμαι στη θέση της." Είπα αυθόρμητα στο Ματία και εκείνος γύρισε να δει τους τρείς τους που έπαιζαν.

"Τότε γιατί κάθεσαι εδώ;" Με ρώτησε και τον αγριοκοιταξα,ενώ άρχισα να του εξιστορώ τι είχε γίνει το προηγούμενο βράδυ.

"Μπορείς να του εξηγήσεις πως είμαι ομοφυλόφιλος. Δεν έχω θέμα με αυτό Διδώ,αν λύσεις τη παρεξήγηση,θα αλλάξουν όλα." Μου είπε αφού τελείωσα, εκείνος χαμηλόφωνα.

"Δεν υπάρχει λόγος πια Ματία,δεν είσαι το πρόβλημα μας. Έχουμε χτίσει μια γέφυρα εγώ και αυτός που όμως τα ξύλα της έχουν φθαρεί,κανένας δεν δουλεύει από τη δική του μεριά για να τη φτιάξουμε και να αγγίξουμε ο ένας τον άλλο." Του απάντησα και εκείνη την ώρα εμφανίστηκε η Ράνια.

"Σηκω." Μου είπε λαχανιασμένη, "Έρχεται ο Λαυρέντης με τον φίλο του που σου έλεγα." Συνέχισε και γύρισα να κοιτάξω προς το μέρος τους.

"Κοίτα σύμπτωση." Αναφώνησα και έκανα τον Άλκη με τον Λαυρέντη να με κοιτάξουν.

Εκείνος έσκασε ένα μεγάλο χαμόγελο και όταν φτάσανε κοντά μας μου έπιασε το χέρι και με έκανε μια σβούρα.

"Πριγκίπισσα Διδώ,τι ευχάριστη έκπληξη να σε βλέπω εδώ!" Είπε και έκανε ένα βήμα πίσω ενώ με κοιτούσε από πάνω ως κάτω.

"Γνωρίζετε ο ένας τον άλλο; " Είπε η Ράνια ενώ εκείνη και ο Λαυρέντης κοιτούσαν ο ένας τον άλλο με απορία.

"Μα φυσικά!" Είπε ο Άλκης. "Η Διδώ δεν είναι μια παρουσία που παρατηρείς δύσκολα." Συνέχισε και αρχίσαμε να γελάμε και οι δύο.

Γύρισα το βλέμμα μου στη μεριά της Αγάπης που συνέχιζε να παίζει με τον Άγγελο και τη Βίκυ στην ακροθαλασσιά, προσπαθώντας να φτιάξουν κάστρο,όσο εκείνος έριχνε κλεφτές ματιές προς το μέρος μας.

"Μέναμε στο ίδιο ξενοδοχείο." Τους απάντησα εγώ και έλυσα την απορία τους,όσο ο Ματία είχε τελειώσει με τη σκηνή και είχε έρθει να συστηθεί.

"Τι λέτε τότε; Πάμε να ανάψουμε μια φωτιά και να πιούμε καμιά παγωμένη μπύρα πριν πλακώσουν και οι υπόλοιποι;" Είπε ο Λαυρέντης και τον ακολουθήσαμε προς το μέρος που βρίσκονταν και οι άλλοι τρείς.

"Πώς και δεν ήρθες από εχθές;" Ρώτησα τον Άλκη ενώ είχαμε καθήσει λίγα μέτρα μακριά από τον Άγγελο και την Αγάπη,που δεν μου έδινε καμία σημασία όσο έπαιζε με εκείνον.

"Είχα ενα Ιατρικό συνέδριο. Δεν ήρθα μόνο για απόλαυση στη Θεσσαλονίκη." Απάντησε και μου έκλεισε το μάτι."Δεν φανταζόμουν όμως πως θα είμαι τόσο τυχερός ώστε να σε ξανά δώ. Μη ξεχνάς μου χρωστάς ένα ποτό." Συνέχισε και εγώ αμήχανα κοίταξα πάλι τον Άγγελο.

"Ω, κατάλαβα!" Είπε και τον κοίταξα περίεργα!

"Τι κατάλαβες; " Ρώτησα ανασηκώνοντας το φρύδι  και κατεβάζοντας τα γυαλιά ηλίου μου.

"Τα ελάχιστα λεπτά που είμαι εδώ δεν σταμάτησες να κοιτάζεις τον κύριο που παίζει με τη κόρη σου,όπως και εκείνος δεν σταμάτησε να κοιτάζει προς τα εδώ. Λες να φάω ξύλο;"

"Είσαι απίστευτος Άλκη." Είπα ενώ άρχισα να γελάω δυνατά.

"Πάντως να ξέρεις αξίζεις και το ξύλο." Μου είπε και τον κοίταξα χαμογελαστή ενώ σταμάτησα να γελάω.

"Εισαι πολύ επίμονος,το ξέρεις;" Τον ρώτησα σοβαρά και εκείνος σηκώθηκε και γονάτισε δίπλα μου.

"Μου έχουν πει πως ο επιμένων... Νικά." Μου είπε και έπιασε μια μπύρα από το ψυγείο με τα παγάκια δίπλα μου και την άνοιξε,ενώ σηκώθηκε και κάθησε πάλι στην αναπαυτική καρέκλα.

"Θεωρείς πως είμαι έπαθλο;" Τον ρώτησα σοβαρή και κοίταξα τη θάλασσα.

"Κατά την ιατρική μου άποψη, θεωρώ πως χρήζεις αγάπης και φροντίδας. Κατά τη προσωπική μου άποψη,θεωρώ πως είσαι μια εντυπωσιακή,μοναδική γυναίκα που απλώς έχει χάσει την όρεξη για ζωή,αν με αφήσεις να σε πλησιάσω,είμαι σίγουρος πως μπορώ να σε κάνω να τη ξανά βρεις." Μου απάντησε και τον κοίταξα στα μάτια σκεπτόμενη.

Ο Άλκης δεν ήταν άσχημος άντρας,το αντίθετο θα έλεγα,ήταν ελκυστικός με γκρίζα μαλλιά και έντονα βραχνή φωνή.Το σώμα του δεν ήταν γυμνασμένο,όμως ήταν μυώδη και προσεγμένο. Τα μάτια του ήταν μελί και έτσι όπως έπεφτε ο ήλιος πάνω τους,έδειχναν χρυσά σαν την άμμο. Δεν ήταν ο τύπος μου,όμως ο τρόπος που μου συμπεριφερόταν με έκανε να νιώθω και πάλι ποθητή. Πάλι γυναίκα.

"Εκτός από επίμονος είσαι και βιαστικός. Εκρηκτικός ο χαρακτήρας σου θα έλεγα." Του απάντησα και εκείνος γέλασε.

"Μη προσπαθείς να μου πάρεις τη δουλειά γιατί σε πληροφορώ πως είμαι εξαιρετικά καλός." Μου απάντησε και γέλασα και εγώ.

"Και μετριόφρων." Συμπλήρωσα και εκείνη την ώρα με πλησίασε η Αγάπη,ενώ πίσω της στεκόταν ο Άγγελος.

"Μαμααα,έλα να δεις τι ωραίο πύργο φτιάξαμε με τον Άγγελο." Μου είπε η μικρή ενώ μου τραβούσε το χέρι.

"Μη με τραβάς μωρό μου,θα έρθω" της είπα και σηκώθηκα. Ο Άγγελος είχε μείνει ακίνητος και κοιτούσε απειλητικά τον Άλκη.

"Έλα και εσύ Άγγελε." Φώναξε η Αγάπη και εκείνος μετά από λίγα δευτερόλεπτα πήρε τα μάτια του απο του Άλκη και ήρθε προς το μέρος μας.

Αφού είδα το πύργο που τόσο ήθελε να μου δείξει η Αγάπη,της είπα να πάει στο Ματία που ήθελε να της δείξει κάτι και εκείνη υπάκουσε και πήγε κοντά του. Του έκανα νόημα να τη προσέχει για λίγο καθως τράβηξα τον Άγγελο λίγο πιο πέρα,για να μην μας ακούσει κανένας και σήκωσα τα γυαλιά στα μαλλιά μου νευριασμένη.

"Άκουσε με καλά,δεν θα παίζεις ούτε με τη ζωή μου,ούτε με τα συναισθήματα μου. Σταμάτα να αγριευεις σε όποιον με πλησιάζει και κοίτα να βρεις τον εαυτό σου..."
Του είπα και εκείνος πήγε να με διακόψει.

"Τι είν..."

"Μη μιλάς,τώρα θα ακούσεις.
Δεν ξέρω ποιος είσαι και δεν θέλω να σε μάθω αν είσαι έτσι. Βρες τι θες. Δεν έχω χρόνο για παιχνίδια. Θέλω να ζήσω,κουράστηκα να παλεύω με τον εαυτό μου,έχουμε ένα παιδί μαζί,κοίτα να δείξεις την ωριμότητα που της αξίζει. Τέσσερα χρόνια τώρα, τέσσερα,ούτε ένα ούτε δύο,μέρα νύχτα ζούσα και ανεπνεα για να σε ξανά δώ,μερα νύχτα σκεφτόμουν μονάχα εσενα. Όμως Άγγελε νομίζω πως ήρθε η ώρα να σε αφήσω πίσω και να συνεχίσω,δεν θα αφήσω άλλες μέρες να πάνε χαμένες... Κοίτα να φανείς κύριος για την Αγάπη,έχουμε ένα παιδί που δεν φταίει σε τίποτα." Του είπα έξαλλη και γύρισα την πλάτη μου και έφυγα με γρήγορο βήμα.

Τον άκουγα να φωνάζει το όνομα μου και δεν σταμάτησα. Πήγα δίπλα στον Άλκη και πήρα τη τσάντα μου.

"Θέλεις να πάμε μια βόλτα;" Τον ρώτησα ενώ ακόμη έτρεμα ολόκληρη.

"Φύγαμε." Μου απάντησε και άρχισα να περπατάω και πάλι όσο εκείνος με ακολουθούσε.

Να πάνε στο καλό όλα... Όλα...
Κουράστηκα...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top