κεφάλαιο 31 Φοβαμαι πως...
Τη πήγα στο Λευκό πύργο γιατί ήθελα να ανέβουμε επάνω και να δει την πανέμορφη θέα και έπειτα σε διάφορα άλλα μέρη που έζησα στη Θεσσαλονίκη. Τελευταίο κράτησα το ορφανοτροφείο που μεγάλωσα και έζησα το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής μου και εκείνη ένιωσε λύπη όταν της εξήγησα πως μερικά παιδιά δεν έχουν κανένα από τους δύο γονείς τους,όμως σε αυτά τα μέρη τους χαρίζουν αγάπη και στοργή για να μην είναι μόνα.
"Μαμά και εσύ έτσι μεγάλωσες;" Με ρώτησε με την αθώα της φωνή και μου έκοψε τη καρδιά στα δύο.
"Ναι,όμως είχα την θεία Ράνια και όλες τις γυναίκες που μας πρόσεχαν εδώ. Μεγάλωσα με αγάπη και εγώ." Της είπα για να την κάνω να νιώσει καλύτερα.
Έπειτα αφού φάγαμε μεσημεριανό, πήγαμε στο αεροδρόμιο να πάρουμε το Ματία που μας είχε ενημερώσει πως θα πετούσε κανονικά και πρώτα ο Θεός προς το απόγευμα θα έφτανε.
Η Αγάπη τον υποδέχτηκε με αγκαλιές και φιλιά μέσα στη χαρά ενώ σε όλη τη διαδρομή του εξιστορούσε πόσο όμορφα είχε περάσει και φυσικά δεν παρέλειψε να αναφέρει το συμπαθητικό φίλο της μαμάς τον Αγγελο που είχε παίξει μαζί της όμως δεν πρόλαβε να της πάρει παγωτό γιατί είχε δουλειά.
Ο Ματία με κοιτούσε σε κάθε αναφορά του παιδιού μου για τον Άγγελο σαν να μου έλεγε πόσα σκατά τα έχω κάνει,με ένα βλέμμα.
Λες και δεν το ήξερα,περίμενα εκείνον να μου το πει.
Το βράδυ αποφασίσαμε να μείνουμε μέσα γιατί το πρωί σαλπάραμε νωρίς και θέλαμε να είμαστε ξεκούραστοι.
Αφού έβαλα για ύπνο την Αγάπη,μείναμε στο μπαλκόνι του δωματίου με ένα μπουκάλι κρασί,ενώ είχε έρθει και η Ράνια και τους έλεγα τι είχε γίνει νωρίτερα.
"Θα είμαι δίπλα σου σε ότι και να γίνει,δεν μπορεί να σου πάρει τη μικρή,αλλά δεν νομίζω πως ο Άγγελος θα σκεφτόταν ποτέ έτσι!" Μου έλεγε η Ράνια για να με ησυχάσει.
"Μη μου χαϊδεύεις τα αφτιά. Θέλω να είμαι έτοιμη για όλα Ράνια." Της είπα απελπισμένη καπνίζοντας το εκατοστό τσιγάρο.
"Ηρέμησε,δεν σου χαϊδεύω τίποτα. Τον ξέρω. Όσο και να θέλει να σε πληγώσει,γιατί είναι και ο ίδιος πληγωμένος,δεν θα διακινδυνεύσει να πληγώσει το παιδί,θα του μιλήσω και εγώ." Μου απάντησε λογικά,μια λογική που εγώ δεν μπορούσα να βρω μέσα στο κεφάλι μου πουθενά.
"Έχει δίκιο η Ράνια,μην φέρνεις τη καταστροφή. Όλα θα γίνουν." Συμπλήρωσε ο Ματία και η συζήτηση μας συνεχίστηκε έτσι για ώρα,ώσπου κάποια στιγμή έκλειναν τα μάτια μας και η Ράνια αποχώρησε λόγω πρωινού ξυπνήματος,ενώ εγώ με τον Ματία μείναμε πέσαμε ξεροί μέχρι το επόμενο πρωί.
Η μέρα με βρήκε αγχωμένη και μπερδεμένη όσο ποτέ,ζήτημα αν είχα κοιμηθεί συνολικά τρεις ώρες από τις συνεχόμενες σκέψεις που έκανα. Ο Ματία από την άλλη ροχαλιζε σαν τραχτέρ όλη τη νύχτα και μου είχε σπάσει τα νεύρα.
Σηκωθήκαμε και αφού πήραμε το πρωινό μας,μαζέψαμε τα πράγματα μας και φύγαμε για το λιμάνι,όπου μας περίμενε η μεγάλη θαλαμηγός.
Είχαν καλέσει αρκετά άτομα θα ήμασταν μεγάλη παρέα αυτές τις δυο εβδομάδες και όπως με είχε ενημερώσει η Ράνια θα είχαν και άλλοι παιδιά μαζί τους.
Ανεβήκαμε στη θαλαμηγό και ξεκινήσαμε για τη καμπίνα μας να τακτοποιήσουμε τα πράγματα μας,μόλις βρήκαμε τη δική μας πόρτα,άνοιξε η δίπλα και από μέσα έβγαινε ο Άγγελος σκεπτικός,όταν τον είδε η Αγάπη έτρεξε προς το μέρος του φωνάζοντας το όνομα του και εκείνος τη πήρε στην αγκαλιά του.
Τα μάτια του έμειναν κολλημένα στον Ματία,ο οποίος κοιτούσε τον Άγγελο και του έτρεχαν τα σάλια.
"Μαζέψου." Του είπα σιγά και τον κλότσισα στο πόδι.
"Άγγελε ήρθε ο Ματία. Είμαι πολύ χαρούμενη που είσαι και εσύ εδώ!"
Είπε η Αγάπη όλο ειλικρίνεια σε εκείνον,που τώρα της χαμογελούσε και της χάιδευε το μάγουλο.
"Και εγώ μικρή μου είμαι χαρούμενος που θα είσαι εδώ. Σου είπε η μαμά σου ότι ο Λαυρέντης που παντρεύεται τη Ράνια είναι αδερφός μου;" Τη ρώτησε και εκείνη τον κοίταξε με ορθανοιχτα μάτια.
"Όχι δεν μου το είπε." Δήλωσε η κόρη μου με παράπονο και με κοίταξε βάζοντας τα χεράκια της στη μέση,πως δήθεν είναι θυμωμένη.
Μάλιστα κάνανε και κόμμα τώρα.
"Δεν πρόλαβα." Δικαιολογήθηκα εγώ και άνοιξα τη πόρτα της καμπίνας μας ενώ ο Άγγελος άφησε κάτω τη μικρή.
"Έλα Αγάπη,πρέπει να φτιάξουμε τα πράγματα μας και να βάλουμε τα μαγιό μας,για το πάρτυ υποδοχής των μελλόνυμφων στην πισίνα." Της είπα και εκείνη μπήκε μέσα πετώντας απ τη χαρά όσο εγώ την ακολούθησα και ο Άγγελος τη χαιρέτησε προσπερνώντας τον Ματία,ενώ τον κοιτούσε στραβά.
"Θέλω να δω τη φάτσα του όταν μάθει ότι μου αρέσει αυτός και όχι εσύ." Είπε ο Ματία όσο εκείνος άρχισε να απομακρύνεται και σκάσαμε στα γέλια.
Αφού ετοιμαστήκαμε βάλαμε τα αντηλιακά μας και ανεβήκαμε στο κατάστρωμα να υποδεχτούμε το μελλοντικό ζεύγος Αλεξίου.
Με την άκρη του ματιού μου έψαξα τον Άγγελο και τον είδα ξαπλωμένο,να κάνει ηλιοθεραπεία.
Εμείς κατευθυνθήκαμε στην απέναντι πλευρά και αφού αφήσαμε τα πράγματα μας,είδαμε τη Ράνια και το Λαυρέντη να έρχονται.
Η φίλη μου ήταν μια κούκλα,φορούσε ένα λευκό ολόσωμο μαγιό με ανοιχτή όλη τη πλάτη και από πάνω ένα λευκό μακριά καφτανι.
Περπατούσαν χαμογελαστοί και χαιρετούσαν τους καλεσμένους τους.
Ο Λαυρέντης πήρε το μικρόφωνο και αφού μας καλωσόρισαν,ξεκίνησε το πάρτυ.
Μετά από λίγη ώρα η Ράνια έκανε την εμφάνιση της στη παρέα μας και αποφασίσαμε να μπούμε να κολυμπήσουμε όλοι μαζί παρέα με την Αγάπη.
"Τελικά δεν την έφερε την άλλη μαζί του;" Μου είπε η Ράνια με κέφι στο αφτί.
"Όχι ότι με νοιάζει." Της απάντησα και γύρισα πλάτη στη μεριά που βρισκόταν εκείνος.
"Ναι, ξέρω. Γιατί να σε νοιάζει άλλωστε; Πάντως μου κάνει εντύπωση,ακόμα δεν είπε σε κανέναν στην οικογένεια του γιατί την Αγάπη."
Μου είπε η φίλη μου ενώ εγώ χαζευα τον Ματία που έπαιζε με την μικρή μέσα στο νερό.
"Του ζήτησα χρόνο,για αυτό."
"Σσσσ, σύρμα, έρχεται." Μου είπε εκείνη και η καρδιά μου άρχισε να βαράει κόκκινα.
Μπήκε στο νερό και ήταν χάρμα οφθαλμών,όχι μόνο των δικών μου,γενικά τραβούσε τα βλέμματα των γυναικών. Είχα παρατηρήσει πως εκτός από τα μαλλιά του,είχε αλλάξει και το σώμα του, φαινόταν πιο γυμνασμένο και σμιλευμένο.
Πόσο είχα πεθυμησει τα χάδια του.
Σκέφτηκα όσο εκείνος μας είχε φτάσει.
"Ποιος είναι αυτός με την Αγάπη;" Ρώτησε κοφτά ενώ με κοιτούσε αγριεμενα.
"Αυτός είναι ο Ματία. Η Αγάπη του έχει τρελή αδυναμία,μην διαννοηθείς να κάνεις καμιά σκηνή,κακό σε εσένα θα κάνεις!" Του απάντησα ειρωνικά και γύρισα το κεφάλι μου.
Ήρθε μπροστά μου και πάλι και άρχισε να με πλησιάζει επικίνδυνα.
"Δεν με νοιάζει πως τον λένε. Τι της είναι; Του έχεις τόση εμπιστοσύνη με το παιδί;" Ρώτησε και πάλι με άγριο ύφος ενώ εγώ είχα φουντώσει λίγο που τον είχα τόσο κοντά και τόσο ημίγυμνο.
"Μαζί μένουμε Άγγελε,λες να μένω με κάποιον που δεν έχω εμπιστοσύνη;" Τον ρώτησα με ειρωνία για να του σπάσω λίγο ακόμη τα νεύρα.
"Του είπες και για το όμορφο βράδυ με τον Άλκη;" Με ρώτησε επίσης με ειρωνία.
"Σε ενδιαφέρει τόσο πολύ;" Απάντησα με χωρίς να αλλάξω ούτε στο ελάχιστο την έκφραση μου.
"Με ενδιαφέρει οτιδήποτε έχει να κάνει με τη μικρή." Μου είπε τονίζοντας τη λέξη μικρή.
"Ξέρεις δεν γίνεσαι μπαμπάς σε μια μέρα." Του είπα και το μετάνιωσα την ίδια στιγμή,γιατί βρήκα τα λάθος λόγια πάνω στο θυμό μου.
Με κοίταξε για λίγο και ορκίζομαι πως είδα στα μάτια του μίσος. Χτύπησε το χέρι του με δύναμη στο νερό και έφυγε από κοντά μου με συνοπτικές διαδικασίες.
Όλη την υπόλοιπη μέρα,ένιωθα απίστευτες τύψεις που ξεστόμισα αυτή τη βλακεία. Δεν έπρεπε να τον πληγώσω έτσι,ήδη ένιωθε χάλια που είχε χάσει όλα αυτά τα χρόνια το μεγάλωμα της. Ήθελα να τα πηγαίνουμε καλά και να ηρεμήσουμε όλη αυτή την ένταση μεταξύ μας για το καλό της μικρής.
Η νύχτα είχε φτάσει και εγώ ακόμη δεν τον είχα ξανά δει πάνω στη θαλαμηγό. Κάποια στιγμή είχα σκεφτεί να του χτυπήσω τη πόρτα όμως κρατήθηκα,καλυτερα να έμενε μόνος του να ηρεμήσει.
Η Αγάπη είχε κοιμηθεί μαζί με τον Ματία μέσα σε λίγα λεπτά,από όλη τη κούραση της ημέρας. Όμως εγώ καιγομουν μέσα μου,ήθελα απεγνωσμένα να πάρω αέρα. Φόρεσα τη ρόμπα μου και άνοιξα αργά τη πόρτα για να μην τους ξυπνήσω.
Βγήκα στο κατάστρωμα και από μακριά ξεχώρισα μια φιγούρα να κάθεται με ένα μπουκάλι μπύρα στο χέρι και να χαζεύει τον έναστρο ουρανό.
Φορούσε ένα λευκό παντελόνι και ένα λινό πουκάμισο από πάνω. Τα μαλλιά του ήταν ατημέλητα και οι φλέβες στα χέρια του είχαν πεταχτεί,όσο τον πλησίαζα,τόσο πιο καθαρά έβλεπα τις λεπτομέρειες πάνω του.
Κάθησα δίπλα του και δεν γύρισα να τον κοιτάξω. Ούτε και εκείνος το έκανε.
"Γεννήθηκε επτά Μαρτίου το 2015. Ήταν τρία οχτακόσια κιλά και τη θήλασα αμέσως. Τη θήλασα σχεδόν ενάμιση χρόνο κατι που έκοψε από μόνη της όταν ένιωσε έτοιμη. Η πρώτη της λεξουλα ήταν μπαμπάς γιατί εγώ της το έλεγα συνέχεια." Με αυτές μου τις λέξεις γύρισε το κεφάλι του και με κοίταξε. " Το πρώτο της δόντι το έβγαλε επτά μηνών και περπάτησε ένα χρονών. Ήταν ήσυχο παιδάκι από μικρή, απολάμβανε τον ύπνο και δεν γκρινιαζε καθόλου. Το αγαπημένο της χρώμα είναι το μπλέ,ειδικά στα ρούχα γιατί λέει πως της αρέσει που ταιριάζει με τα μάτια της. Το αγαπημένο της φαγητό είναι τα μακαρόνια με κιμά και το παγωτό.
Της αρέσουν οι βόλτες και να της δίνεις την προσοχή σου. Πριν λίγο καιρό με ρώτησε πού είναι ο μπαμπάς της και εγώ δεν ήξερα τι να πω,της είπα απλά πως είναι μακριά και μια μέρα θα έρθει να μας βρεί."
"Γιατί μου τα λες όλα αυτά; Μήπως γίνεσαι πατέρας με αυτές τις λεπτομέρειες;" Με ρώτησε αφού ήπιε μια γουλιά από τη μπύρα του.
"Συγνώμη,το ξέρω πως ξέφυγα."
"Δεν ξεφυγες,είπες την αλήθεια. Δεν θα γίνω πατέρας απλώς με ένα dna. Θα γίνω πατέρας όταν την κοιμησω στην αγκαλιά μου,όταν της πω πως είναι η πιο όμορφη όλου του κόσμου. Όταν δεν μπορεί να κάνει κάτι και ζητήσει τη βοήθεια μου. Θα γίνω πατέρας όταν ξενυχτισω δίπλα της αν ανεβάσει πυρετό. " Μου είπε ενώ κοιτούσε και πάλι το πέλαγος.
Δεν ήξερα τι να του πω. Δεν ήθελα να πω και πάλι κάτι λάθος που θα τον πλήγωνε.
"Μακάρι να μου το είχες πει τότε." Γύρισα και τον κοίταξα και με κοίταξε και εκείνος στα μάτια. " Μακάρι να μην άφηνα κανένα να μπει ανάμεσα μας." Δεν μίλησα. Απλά τον κοιτούσα.
Μια σκέψη και μόνο ταλάντευε το μυαλό μου,πόσο πολύ ήθελα να φιλήσω τα δυό του χείλη.
Τα κοιτούσα και ένιωθα πόνο στη κοιλιά μου από τον πόθο.
Πόσο μου είχε λείψει,πόσο ήθελα να τον αγκαλιάσω.
Ή θα το έκανα τώρα ή ποτέ.
Πήγα να πλησιάσω ώσπου άκουσα ένα ξεροβηχα και γυρίσαμε και οι δύο τρομαγμένοι.
Ε άι γαμησου Λαυρέντη.
Αι γαμησου.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top