κεφάλαιο 28 Ηττηθήκαμε

Νομίζω πως κάπου εδώ θα ήθελα να σας πω για χιλιοστή φορά (και πάλι λίγο είναι) πόσο σας ευχαριστώ που διαβάζετε την ιστορία μου, σχολιάζετε τη ροή και την απολαμβάνετε. Η αλήθεια είναι πως έχω αγαπήσει τους πρωταγωνιστές μου και θα στεναχωρηθω πολύ όταν τη τελειώσω,που θα γίνει σε δέκα με δεκαπέντε κεφάλαια το πολύ. Είναι η πρώτη μου φορά που γράφω εδώ μια ιστορία και δεν θα είναι σίγουρα η τελευταία.
Σε αυτό το κεφάλαιο λοιπόν θέλω να σας ρωτήσω πώς φαντάζεστε το τέλος της ιστορίας αυτής.
Περιμένω τις απαντήσεις σας.

Ως τότε απολαύστε ελεύθερα...

Δέσποινα









Όταν έφτασα στο σαλόνι και αντίκρυσα την Κάτια και τον Ιάκωβο,μου κόπηκαν τα γόνατα. Σηκώθηκαν όρθιοι και η Κάτια είχε αρχίσει να προχωράει προς το μέρος μου σαν να έβλεπε φάντασμα, δειλά.

"Διδώ,πως άλλαξες έτσι; Είσαι μια κούκλα με αυτό το χρώμα στα μαλλιά!" Μου είπε η Κάτια που ήδη είχα πλησιάσει και με αγκάλιασε.
"Μας έλειψες." Μου ψιθύρισε στο αφτί και ένιωσα χάλια.

Τραβήχτηκα πίσω και τη κοίταξα χωρίς να μιλήσω,αν λένε ότι τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής,τα δικά μου που είχαν βουρκώσει της έδειξαν πως τα αισθήματα ήταν αμοιβαία.

"Και εμένα μου λείψατε όλοι." Τους είπα κοιτάζοντας τους έναν έναν και νιώθοντας τα μάτια του Άγγελου από πίσω μου να με καίνε.

Πήγα κοντά στον Ιάκωβο και τον φίλησα δειλά ενώ εκείνος με έκλεισε σφιχτά στην αγκαλιά του. "Τι τυπικότητες είναι αυτές,έλα να σε αγκαλιάσω,το παρελθόν ξέχασε το,είσαι μέλος της οικογένειας μας." Μου είπε εκείνος και κοίταξα αμήχανα τον Άγγελο που γύρισε απότομα το βλέμμα και πήγε στη κουζίνα να αφήσει τα πράγματα.

"Κουμπαρουλα,έλα να σε αγκαλιάσω." Είπε ο Λαυρέντης με το γνωστό χαμόγελο στα χείλη και με έκανε να χαλαρώσω περισσότερο.

Ήρθε κοντά μου και με αγκάλιασε ενώ η Ράνια στεκόταν και παρακολουθούσε του πάντες με προσοχή. "Και ξέρεις το ρητό,ο κουμπάρος τη κουμπάρα..." Είπε ο πρώην κουνιάδος μου και νυν κουμπάρος μου και η Κάτια τον μάλωσε.

"Άντε βρε δεν ντρέπεσαι,τι χαζά λες το κορίτσι." Του φώναξε και ο Άγγελος κοιτούσε παγωμένος και χωρίς ίχνος έκφρασης στο πρόσωπο προς το μέρος μας καθώς επέστρεφε από την κουζίνα.

Γέλασα δυνατά και χτύπησα τον Λαυρέντη στον ώμο ενώ εκείνος άρχισε να απολογείται στη Κάτια και τον Ιάκωβο για τη κοτσάνα που πέταξε μπροστά τους.

Τη προσοχή μου τράβηξε ο ήχος του κουδουνιού,καθώς δεν μπορούσα να σκεφτώ ποιος άλλος θ μπορούσε να είναι σε αυτό το οικογενειακό τραπέζι,ενώ ο Άγγελος τινάχτηκε να πάει να ανοίξει την πόρτα και η φίλη μου με κοίταξε απολογητικά.

"Δεν μπορούσα να το αποφύγω αυτό, συγνώμη." Μου είπε ψιθυριστά ενώ με είχε πιάσει από το μπράτσο και με τραβούσε πιο πέρα.

"Ποιο;" Τη ρώτησα περίεργη και εκείνη κούνησε το κεφάλι της δείχνοντας μου ευθεία.

"Αυτό." Ψέλλισε και κοίταξα μπροστά μου για να αντικρυσω τη Βαλέρια που κρατούσε ένα κουτί γλυκά και το χέρι του Άγγελου που τη κρατούσε όσο εκείνη φιλούσε τους γονείς του.

Έμεινα εκεί να τους χαζεύω για λίγα λεπτά,με τη καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή και το βλέμμα κολλημένο στα ενωμένα χέρια τους. Ήθελα να ανοίξει η γη και να με καταπιεί,όμως στο μυαλό μου ήρθε αμέσως το παιδί μου και κάθε πικρή σκέψη εξαφανίστηκε γρήγορα.

Αφού την καλωσόρισαν όλοι εκείνη στράφηκε στο μέρος μου με ένα βλοσυρό ύφος.

"Καλώς ήρθες Διδώ,καιρό είχαμε να σε δούμε,χαίρομαι που σε βλέπω." Τα λόγια της πιο ψεύτικα και από το στήθος της.

"Να σαι καλά." Μακάρι να μπορούσα να πω και εγώ το ίδιο σκύλα. "Οι δουλειές Βαλέρια τρέχουν,με το τρέξιμο της καθημερινότητας ξεχνάς πως περνάει ο καιρός." Της απάντησα κρατώντας τη ψυχραιμία μου και εκείνη χαμογέλασε για ακόμη μια φορά ψεύτικα.

"Έλα κάθισε να μας πεις για τη ζωή σου. Πώς είσαι; Που ζεις; Μας ξέχασες κορίτσι μου." Είπε με παράπονο η Κάτια και εγώ πήγα και κάθησα δίπλα της στον καναπέ και της έπιασα το χέρι.

"Δεν είναι αλήθεια,δεν σας ξέχασα στιγμή." Είπα και κοίταξα εκείνον μέσα στα μάτια. Γύρισα πάλι προς το μέρος των υπολοίπων καθώς ένιωθα πίσω μου να παίρνουν θέση στο σαλόνι και εκείνοι. " Είχα πολύ τρέξιμο όλα αυτά τα χρόνια. Η δουλειά,η καινούργια μου ζωή... Ζω στην Ισπανία και έχω μια επιχείρηση με έναν καλό μου φίλο από εδώ από την Θεσσαλονίκη και την οικογένεια του. Καμιά σχέση με ότι έκανα πρίν,τώρα ασχολούμαι με την ένδυση. Έχουμε φτιάξει τη δική μας επωνυμία και σε μικρό χρονικό διάστημα εδραιωθήκαμε σε όλη τη χώρα. Τώρα ο στόχος μας είναι να προωθήσουμε την εταιρία και σε άλλες χώρες."

Τελείωσα τη πρόταση μου και όλοι με κοίταξαν ενθουσιασμένοι. Η Ράνια και ο Λαυρέντης γνώριζαν για αυτό,καθώς τον είχα συμβουλευτεί πολλές φορές για κάποιο επερχόμενο επαγγελματικό μου βήμα.

"Μπράβο σου Διδώ,δεν σταματάς να με εντυπωσιάζεις ποτέ. Γεννήθηκες για μεγάλα πράγματα." Μου είπε ο Ιάκωβος και ένιωσα περήφανη με τα λόγια του.

"Λογικό,με όλη αυτή τη δουλειά που να βρεις χρόνο να γυρίσεις πίσω." Συμπλήρωσε η Κάτια και ο ήχος από το κινητό μου που χτυπούσε με έκανε να σηκωθώ και να το ψάξω μέσα στη τσάντα μου.

"Εμένα με συγχωρείτε λίγο." Τους είπα,ενώ είδα να με καλεί ο αριθμός του δωματίου μου στο ξενοδοχείο και πήγα προς την έξοδο για να μιλήσω πιο ήσυχα.

"Ναι; Ελπίδα; Έγινε κάτι; " Είπα ανήσυχη στο τηλέφωνο,καθώς νόμιζα πως με καλούσε η κοπέλα που πρόσεχε τη μικρη και άκουσα τη μικρή γλυκιά φωνή της κόρης μου να με φωνάζει.

"Μαμά εγώ είμαι!" Είπε η Αγάπη και έλιωσε η ψυχή μου για ακόμη μια φορά που την άκουγα να με λέει έτσι. Δεν χόρταινα να ακούω τη λέξη "μαμά".

"Αγάπη μου,τι έγινε;" Της είπα και εκείνη άρχισε να μου κλαψουριζει.

"Η κυρία Ελπίδα δεν με αφήνει να φάω γλυφιτζουρι." Το νιαούρισμα της κόρης μου με έκανε να αρχίσω να γελάω,όμως αθόρυβα για να μην με ακούσει εκείνη.

"Τι είπαμε μωρό μου; Όχι τέτοια ώρα. Δεν θα αργήσω να έρθω κοντά σου να ξαπλώσουμε αγκαλίτσα και αύριο θα πάρουμε ότι θέλεις." Της απάντησα γλυκά και εκείνη δεν ένιωσε ικανοποίηση όμως συμβιβάστηκε.

"Καλά. Μην αργήσεις όμως εντάξει; " Δήλωσε κατηγορηματικά και εγώ την διαβεβαίωσα.

"Όχι καρδιά μου. Σ αγαπώ ως τον ουρανό." Της είπα και εκείνη μου απάντησε πως αυτή με λατρεύει.

Αφού τελειώσαμε τη συζήτηση έκλεισα το τηλέφωνο και μόλις γύρισα τη πλάτη μου ένιωσα μια σκιά να χάνεται,σαν κάποιος να ήταν πίσω μου όλη αυτή την ώρα και με παρακολουθούσε. Τρόμαξα για λίγο,όμως μετά σκέφτηκα πως ήταν ιδέα μου και γύρισα στο σαλόνι.

"Α να τη." Είπε η Ράνια και με κοίταξαν όλοι χαμογελαστοί ενώ η Βαλέρια φυσικά με ξυνησμένα μούτρα.
" Έλα ώρα για το φαγητό." Μου είπε και σηκώθηκαν όλοι και προχωρούσαν προς τη τραπεζαρία που είχε στρωθεί ήδη και εγώ ακολούθησα.

Κάθησα δίπλα στη Κάτια και όλοι είχαν αρχίσει να μιλάνε μεταξύ τους κάνοντας διάφορα πηγαδάκια. Εκείνη άρπαξε την ευκαιρία και άρχισε να μου μιλάει χαμηλόφωνα.

"Δεν ξεχνάω Διδώ,μου είχε πει πως δεν θα τον πληγώσεις,τι έγινε και άλλαξες τόσο γρήγορα γνώμη και εξαφανιστηκες;" Με ρώτησε αφήνοντας με άναυδη.

Σε καμία περίπτωση και σε κανένα σενάριο του μυαλού μου δεν περίμενα να ακούσω αυτά τα λόγια που με τσάκισαν. Τι μπορούσα να πω και τι να εξηγήσω; Δεν γινόταν να μάθει την αλήθεια και δεν είχε κανένα νόημα τώρα πια.

Εγώ ότι αγάπησα το είχα χάσει. Τώρα πια κρατούσε το χέρι άλλης,κοιτούσε τα μάτια άλλης και ήταν αδιάφορος απέναντι μου με ένα ανάλαφρο στυλ,που δήλωνε πως δεν τον ενδιαφέρει αν είμαι εδώ ή όχι.

"Συγνώμη." Ψέλλισα και τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα.

"Τι λέτε εσείς εκεί; " Ρώτησε η Ράνια περίεργη και η Κάτια βιάστηκε να απαντήσει.

"Τίποτα το ιδιαίτερο,τη ρώτησα αν είναι όμορφα στην Ισπανία. Δεν έχω πάει ποτέ."

"Ελάτε αφήστε τα αυτά,έχετε καιρό να τα πείτε. Στην υγειά μας και με το καλό στα στέφανα μας." Δήλωσε ο Λαυρέντης και σήκωσε το ποτήρι. "Και στη πιο όμορφη κουμπάρα του κόσμου." Συμπλήρωσε και χαμογέλασε ενώ όλοι γελάσαμε και σηκώσαμε τα ποτήρια.

Ένιωθα όλη τη διάρκεια το βλέμμα του Άγγελου καρφωμένο πάνω μου,όμως όταν γυρνούσα να τον κοιτάξω εκείνος κοιτούσε αλλού και από την ώρα που είχαμε καθήσει στο τραπέζι ήταν ανήσυχος και εκνευρισμένος σαν κάτι να τον είχε ενοχλήσει.

Μέσα μου ήλπιζα να μην ήμουν εγώ και η παρουσία μου εδώ,ο λόγος.

"Δεν μας είπες όμως,έφτιαξες τη ζωή σου επαγγελματικά, είσαι μόνη σου όμως;" Με ρώτησε ο Άγγελος και τον κοίταξα με απορία ενώ ξαφνικά όλοι είχαν σιωπήσει.

"Δεν νομίζω η προσωπική μου ζωή να ενδιαφέρει κανέναν σε αυτό το τραπέζι." Απάντησα εγωιστικά και γύρισα από την άλλη ενώ η Κάτια πήγε να το σώσει αλλάζοντας το θέμα της συζήτησης και μιλώντας περί ανέμων και υδάτων.
Το κλίμα όμως είχε αλλάξει και πιο πολύ είχε επιρρεάσει εμένα.

Αφού φάγαμε το γεύμα μας πήρα το ποτήρι μου με το κρασί και βγήκα για λίγο στον όμορφο ανθόκηπο του σπιτιού να χαλαρώσω. Είχε σφιχτεί το στομάχι μου εκεί μέσα με όλους αυτούς που είχα να αντιμετωπίσω μέσα σε μια βραδιά και ένιωθα την αναπνοή μου να κόβεται λίγο λίγο.

Κάθησα στο γρασίδι και κοιτούσα τα αστέρια,ενώ απολάμβανα τον ήχο από τα τριζόνια και το ζεστό αεράκι του καλοκαιριού.

"Σαν νεράιδα,όπως πάντα..." Άκουσα τη γνώριμη φωνή πίσω μου.

Δεν γύρισα να τον κοιτάξω. Ήμουν θυμωμένη με τη στάση του. Ήμουν απογοητευμένη με την απόφαση του να συνεχίσει με εκείνη στο πλευρό του. Καλύτερα να αντίκριζα μια άγνωστη να του πιάνει το χέρι,θα με πονούσε σίγουρα πολύ λιγότερο.

Ήρθε δίπλα μου και κάθησε κοντά μου στο γρασίδι και εκείνος. Άπλωσε το χέρι με το ποτήρι του και με κοιτούσε χαμογελαστός. "Στην υγειά σου... κουμπάρα." Είπε σχεδόν ειρωνικά και ένιωσα το κορμί μου να τεντώνεται.

Σήκωσα το ποτήρι μου και τσούγκρισα το δικό του. "Στα δικά σου... κουμπάρε." Του είπα και τον κοίταξα στα μάτια. Τον κοιτούσα και του μιλούσα με εκείνα. Ήθελα να τον πιάσω και να τον φιλήσω,να τον κρατήσω στην αγκαλιά μου χωρίς να με νοιάζει κανένας.
Ένιωθα το σώμα του να αμύνεται στα θέλω του όπως το δικό μου. Αν μπορούσα να περιγράψω τη σκηνή,θα ήταν σαν τα κορμιά μας να προσπαθούσαν να αγκαλιάσουν το ένα το άλλο και δύο χέρια στους ώμους του καθενός να μας τραβούν πίσω μανιωδώς.

Εκείνος ήταν σκεπτικός. "Σε άκουσα που μιλούσες στο τηλέφωνο άθελά μου. Χαίρομαι που προχωρησες τη ζωή σου..." Τα λόγια του μου προκάλεσαν γέλιο νευρικό και εκείνος με κοιτούσε έκπληκτος απ' αυτήν μου την αντίδραση.

Ο βλάκας,νόμιζε πως μιλάω με άλλον άντρα και υπέθεσε πως είχα προχωρήσει. Εγώ που τέσσερα χρόνια τώρα δεν είχα αφήσει κανέναν ούτε να μου μιλήσει. Άθελά του,ποιον νόμιζε ότι κορόιδευε αλήθεια;

"Συγνώμη μα είναι αστεία η συζήτηση μας και πέρασε η ώρα." Είπα συνεχίζοντας να γελάω και σηκώθηκα όρθια.

"Που πας; Θέλεις μήπως να σε πάω εγώ;" ρώτησε αλλάζοντας ύφος και μαλακωνοντας,προφανώς γιατί φαντάστηκε πως είμαι μεθυσμένη.

"Όχι." Είπα απότομα και τον κοίταξα σοβαρά κρατώντας το χέρι μου σαν ασπίδα ανάμεσα μας.
"Καληνύχτα..." Συνέχισα βραχνά και άρχισα να προχωρώ γρήγορα προς τα μέσα.

Πώς να αφήσεις το παρελθόν όταν το μόνο που θέλεις είναι εκείνο πίσω; Πόσα να αντέξεις σε ένα βράδυ όταν όλα γύρω σε πονάνε;
Φεύγω όμως όταν γυρίσω θα ανταποδώσω μωρό μου... Θα σε πονέσω όπως με πονάς...
Θα σου δώσω έναν πραγματικό λόγο να με μισήσεις...
Ηττηθηκαμε...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top