κεφάλαιο 25 Οι θύμισες

Άγγελος η μέρα πριν το τέλος.

"Άνοιξε το φάκελο,μου λες ευχαριστώ αργότερα." Η φωνή της Βαλέριας ηχούσε στ αφτιά μου και ήθελα να τα κλείσω για να μην την ακούω άλλο.

Της είχα ξεκαθαρίσει πως ήθελα να φύγει από τη ζωή μου και να μην ανακατεύεται άλλο,όμως δεν έλεγε να το καταλάβει. Είχα κουραστεί να τη βλέπω κάθε τρεις και λίγο στο γραφείο μου,όπως και να ακούω τις φτηνές της δικαιολογίες,ειδικά στο κεφάλαιο Μάρκος.

Φυσικά μου αρνήθηκε πως του έδινε πληροφορίες γιατί έτσι τη βόλευε.

"Τι έχει τελοσπαντων μέσα αυτός ο φάκελος; " Της απάντησα και τον κράτησα στα χέρια μου.

"Άνοιξε τον,είναι καλύτερα να δεις με τα ίδια σου τα μάτια πριν κάνεις το μοιραίο λάθος." Μου είπε και έσκισα την άκρη του προσεκτικά,μην χαλάσω το περιεχόμενο του.

Έβγαλα έξω σιγά σιγά τις φωτογραφίες και ένιωσα μια ζάλη να με κυριεύει. Οι ημερομηνίες ήταν τωρινές,όμως η Διδώ δεν θα το έκανε ποτέ αυτό.

"Τι σκαρφίστηκες πάλι Βαλέρια;" Της είπα ενώ τα μάτια μου είχαν στενεψει από το μισός.

"Δεν σκαρφίστηκα Άγγελε,δες τες καθαρά,δες τα ρούχα της,τι φορούσε τη μέρα που ο Ιάκωβος είχε μπει στο νοσοκομείο! Δεν νομίζω πως ξαφνικά πιστεύεις στις συμπτώσεις." Η ειρωνία της με έκανε να θέλω πρώτη φορά στη ζωή μου να χαστουκισω γυναίκα,όμως κρατήθηκα.

Είχε δίκιο,οι φωτογραφίες ήταν αληθινές,δύο διαφορετικές ημέρες.Δυο διαφορετικές συναντήσεις.Το μυαλό μου είχε αρχίσει να θολώνει επικίνδυνα.

"Άγγελε,όλα ήταν ένα καλοστημένο σχέδιο. Η Διδώ ήταν αυτή που έδινε πληροφορίες στο Μάρκο. Σου έκλεισε μερικές δουλειές για να τη πιστέψεις και ύστερα να σε καταστρέψουν μαζί ανενόχλητοι. Τους είχα πετύχει τυχαία μια μέρα και από τότε άρχισα να τη παρακολουθώ."

"Φύγε.." την έκοψα μην αντέχοντας να ακούω άλλο όσα έλεγε.

"Δεν φεύγω,θα σου ανοίξω τα μάτια είτε το θες είτε όχι. Είναι μια καιροσκόπος. Κατάλαβε το."

"ΒΑΛΈΡΙΑ ΦΎΓΕ!!" Ούρλιαξα και εκείνη έμεινε άγαλμα με ανοιχτό το στόμα να με κοιτά. "ΤΙ ΚΟΙΤΑΖΕΙΣ; ΦΥΓΕ ΑΠΟ ΔΩ." Συνέχισα κ εκείνη πήρε τη τσάντα της και έγινε καπνός.

Τι πίστευε,πως μετά από αυτό θα έτρεχα στην αγκαλιά της; Ήταν τόσο χαζή αλήθεια.

Άρχισα να σπάω ότι έβρισκα μπροστά μου και να ρίχνω ότι υπήρχε πάνω στο γραφείο μου.
Να πάρει.

Πώς ξεγελάστηκα έτσι ο μαλακας.

Μια λύση υπήρχε.

Βγήκα από το γραφείο μου σαν μαινόμενος ταύρος και έφυγα από την εταιρία με μια μόνο κατεύθυνση.
Θα τον σκοτώσω αυτόν τον καριόλη.

Οδηγούσα ανεξέλεγκτα και δεν είμαι σίγουρος για το όπως είχα βγάλει τη μισή διαδρομή και παραπάνω.Ολα ήταν θολά μέσα στο μυαλό μου. Ήθελα να φτάσω όσο πιο γρήγορα γινόταν και να ξεκαθαρίσω μια και καλή με αυτόν τον αναθεματισμένο άνθρωπο.

Όταν μπήκα στο γραφείο του δεν ήξερε από πού του ήρθε. Τον έπιασα από τον λαιμό και τον κόλλησα στο τοίχο. "Πες μου το γιατί. Μόνο αυτό θέλω να ξέρω. Το γαμημενο γιατί και δώσε ένα τέλος."

"Τι έπαθες ρε; Πώς τολμάς και εισβάλεις στο γραφείο μου έτσι;"

"Είχες σχέδιο με την Διδώ; Πες μου; Με κορόιδευε για χατίρι σου; " ρώτησα έξαλλος. Δεν άντεχα άλλο όλη αυτή τη κατάσταση.

Ήθελα την ηρεμία μου. Είχα κουραστεί με όλα αυτά τα πισώπλατα μαχαιρώματα. Ήξερα τι άξιζα και ήθελα να το έχω. Δικό μου. Όχι να το μοιράζομαι.

"Δεν ξέρω τι ψάχνεις αλλά δεν θα το βρεις σε εμένα. Εγώ με τη Διδώ τελείωσα. Απλώς περάσαμε καλά μια τελευταία φορά,έτσι για την ανάμνηση."

"Βουλωστο μαλάκα." Το χέρι μου άρχισε να τον χτυπάει με μανία και εκείνος δεν έδειχνε καμιά αντίσταση.Γελουσε.

Γελούσε ειρωνικά και όσο πιο πολύ γελούσε τόσο ήθελα να τον σκοτώσω.

Πήρα τα χέρια μου από πάνω του και η ανάσα μου ήταν ακανόνιστη. Το σακάκι μου σχεδόν είχε φύγει από τον ώμο και το ίσιωσα. Ήταν ανώφελο όλο αυτό.

"Μείνε μακριά μου." Του είπα ενώ τον έδειχναν με το δάχτυλο και εκείνος συνέχιζε να χαμογελάει πιάνοντας τα ματωμένα χείλη του.

"Άξιζε το ξύλο γι αυτό που έζησα μαζί της. Ήξερα γιατι τη παντρεύτηκα. Θα περνάς καλά μαλάκα." Τον άκουγα να λέει καθώς έφευγα και δεν είχα τη δύναμη να γυρίσω πίσω και να τον τσακίσω.

Έφυγα. Μπήκα στο αμάξι και οδηγούσα για ώρα χωρίς να ξέρω που θελω να παω. Σε λίγες ώρες υποτίθεται πως θα αρραβωνιαστούμε.
Πόσο αστείο μου μοιάζει πια.

Την αγαπάω γαμωτο,όμως ως εδώ. Ως εδώ.

Όταν έφτασα στο σπίτι όλοι ήταν χαρούμενοι. Εκτός από εμένα.
Η μητέρα μου είχε αρχίσει να φλυαρεί ότι μια τέτοια μέρα έπρεπε να είμαι σπίτι και όχι να γυρνάω δεξιά αριστερά και άλλα αξιόλογα.

Της το έκοψα μαχαίρι και ζήτησα τη Διδώ στο γραφείο του πατέρα μου.

Κάθισα υπομονετικά ανοίγοντας μια σαμπάνια για να γιορτάσουμε. Κοιτούσα το φάκελο και ήθελα να του βάλω φωτιά.

Όταν μπήκε μέσα,μου κόπηκαν τα πόδια. Ήταν απίστευτα όμορφη. Χαμογελούσε και με κοιτούσε σαν να μην ήταν ψέματα όλα.

"Τίποτα δεν ήταν ψέματα."

"Μη με διακόπτεις,θέλω να τα πω." Της είπα μισοζαλισμενος από το ποτό.

"Συνέχισε..."

"Που είχα μείνει; Αααα ναι!"

Της έδειξα τις φωτογραφίες και άρχισε να κλαίει! Ποιο θα ήταν μεγαλύτερο σημάδι ότι όλα ήταν αλήθεια; Δεν μπορούσα να την εμπιστευτώ πια. Μου είχε καταστρέψει όλα όσα ένιωσα μέχρι τότε.

Της είπα να φύγει. Αν μ αγαπούσε αληθινά θα πάλευε για εμένα,θα έμενε.

"Εγωισμός λέγεται αυτό! Γιατί μου τα λες όλα αυτά τώρα Άγγελε;" Με ρώτησε η Ράνια μετά από όλη αυτή την ώρα που της εξιστορούσα τι συνέβη εκείνη τη μέρα. Δεν τα είχα πει πουθενά,απόψε ένιωσα την ανάγκη να τα βγάλω από μέσα μου. Να τα πω σε έναν άνθρωπο. Σ έναν άνθρωπο που είχε ζήσει μαζί της,που την ήξερε.

"Γιατί έτσι.Δεν σε ρώτησα ποτέ τι κάνει! Είναι καλά;" Έιπα επιτέλους αυτό που ταλάντευε το μυαλό τις τελευταίες μέρες και γέμισα πάλι το ποτήρι μου,ενώ ο Λαυρέντης με αγριοκοιταξε.

"Είναι καλά. Έτσι λέει τουλάχιστον."
Μου απάντησε η Ράνια και γέλασα με πίκρα.

"Μη μου τα βγάζεις με το τσιγκέλι Ράνια.Που είναι;" Ρώτησα ξανά.

"Άγγελε πέρασαν τέσσερα χρόνια. Γιατί τώρα όλο αυτό;"

"Μη μου λες. Έτσι κ αλλιώς δεν έχει νόημα πια. Τέσσερα χρόνια τώρα δεν έκανε ούτε μια κίνηση να μιλήσει μαζί μου." Της είπα με παράπονο.

"Δεν θα κάνω τον δικηγόρο του διαβόλου,όμως την έδιωξες από το σπίτι σου σαν να ήταν εγκληματίας. Τι περίμενες; Ίσα ίσα σε σεβάστηκε. Πάντα ρωτάει... Γαμωτο τι κάθομαι και σου λέω;" Είπε και έκανε να σηκωθεί.

Της έπιασα το χέρι και τη κράτησα.
"Τι ρωτάει;" Τη κοίταξα σθεναρά χωρίς να της αφήσω περιθώριο να φύγει.

"Τι κάνεις." Απάντησε.

"Και εσύ τι της λες;" Ρώτησα ενώ η καρδιά μου είχε αρχίσει να χτυπάει δυνατά.

"Τι θέλεις να της πω; Την αλήθεια." Μου απάντησε ενώ είχε αρχίσει να ανεβάζει τον τόνο της φωνής της. "Πώς όλα όσα κάνετε είναι ένα λάθος, προχωράτε τις ζωές σας λάθος."

"Ποιος ορίζει το σωστό και το λάθος;"
Ρώτησα περίεργος και αρκετά μεθυσμένος.

"Ο κάθε άνθρωπος για τον εαυτό του.Εχεις δίκιο. Πάντως αν θέλεις να ξέρεις είναι καλά πια. Ζει στην Ισπανία και προχώρησε με τη ζωή της." Μου είπε εκείνη και ένιωσα τσιμπήματα ζήλειας στη καρδιά μου.

Στην Ισπανία λοιπόν. Να είχε βρει άλλον; Να την έκανε ευτυχισμένη;
Όποιος είπε πως οι άντρες δεν κλαίνε,δεν ήξερε που του πάνε τα τέσσερα. Ήθελα να κλάψω με τη ψυχή μου για εκείνη.

Για εκείνη που αγάπησα σαν όνειρο και έφυγε μέσα από τα δυο μου χέρια σε μια στιγμή. Την άφησα και με άφησε. Δεν ήταν κάτι που έλεγα στον εαυτό μου για να νιώσω καλά. Ήταν η αλήθεια.

"Χαίρομαι." Είπα ψέματα και κατέβασα το υπόλοιπο ποτό.

"Δεν θα φύγεις απόψε Άγγελε." Είπε ο Λαυρέντης και πήρε το μπουκάλι από τα χέρια μου,αλλάζοντας κλίμα και συζήτηση.
"Θα μείνεις εδώ μαζί μας. Είσαι χάλια."

Δεν είχα όρεξη να μαλώσω μαζί του,ούτε και να τους φορτώσω κι άλλα. Ήδη έτρεχαν όλο αυτό το διάστημα να οργανώσουν τον γάμο τους. Τους ζήλευα κατα βάθος,όμως με καλό τρόπο. Είχα φανταστεί πολλές φορές τον εαυτό μου δίπλα στη Διδώ,εκείνη ντυμένη στα λευκά σαν νεράιδα,να γίνεται δικιά μου ολοκληρωτικά.

"Άγγελε,φαντάζομαι πως ξέρεις οτι δεν γίνεται να λείπει η Διδώ από τον γάμο μου. Θέλω να είναι δίπλα μου,είναι ο μόνος άνθρωπος που είχα από μικρή." Μου είπε η Ράνια και στην ιδέα και μόνο πως θα την ξανά δω ξεροκατάπια και οι παλμοί μου τρελάθηκαν.

"Το φαντάστηκα." Απάντησα κοφτά και δήθεν αδιάφορα.

"Θα είναι και στο τουρ που έχουμε κλείσει με τον Λαυρέντη δύο εβδομάδες πριν το γάμο στα νησιά με το γιοτ. Δεν το ξέρει ακόμα αλλά δεν μπορεί να αρνηθεί."

"Καλά θα κάνεις. Υπολόγιζε και τη Βαλέρια σαν συνοδό μου. Δεν θέλω να νιώθω...μοναξιές! Της είπα και εκείνη στριφογύρισε τα μάτια της.

"Όπως νομίζεις." Μου απάντησε και έφυγα από το μπαλκόνι.

Μπήκα μέσα στο σαλόνι του σπιτιού τους και ξάπλωσα στον καναπέ.
Έκλεισα τα μάτια μου και γύριζαν όλα γύρω μου.
Η εικόνα της είχε εμφανιστεί και πάλι μπροστά μου.

Τι σκατα με είχε πιάσει πάλι και τη σκέφτηκα απόψε;
Μα ποιον κορόιδευα; Δεν την ξέχασα στιγμή.
Ακόμα θυμάμαι τη μέρα εκείνη που έφευγε με το φόρεμα της αφήνοντας πίσω της συντρίμμια.

Οι γονείς μου το πήραν πολύ βαριά τότε. Κανείς δεν μιλούσε όμως ούτε ρωτούσε το γιατί. Δεν τους άφηνα κανένα περιθώριο για συζήτηση. Τα είχα κάνει σκατά για άλλη μια φορά στη ζωή μου και δεν ήθελα να το συζητήσω με κανένα.

Απόψε ομως...

Απόψε τη σκέφτηκα και η καρδιά μου άρχισε να πονάει και πάλι.

Γαμωτο.

Δεν ήθελα να ξανά φτιάξω τη ζωή μου.
Τη Βαλέρια την έβλεπα αραιά και που,όμως τους άφηνα να νομίζουν πως την πηδάω. Δεν μπορούσα όμως.
Όχι με εκείνη. Πηδούσα περιστασιακά άλλες απλώς για να καλύψω τις ανάγκες του κορμιού μου.

Της ψυχής μου δεν μπορούσε να μου τις καλύψει καμιά άλλη.
Οι θύμισες μου από εκείνη με κατέκλυσαν για άλλη μια αφορά όπως και κάθε νύχτα τέσσερα χρόνια τώρα.

Το κορμί της η μυρωδιά της.
Τα μάτια της όταν κοιτούσαν τα δικά μου που υπόσχονταν τόσα πολλά.
Τα χείλη της... Εκείνα τα χείλη που ήθελα να φιλήσω και πάλι.

Όμως όχι.

Εγώ και εκείνη είχαμε τελειώσει για πάντα.

Μακάρι να ήταν καλά.
Ακόμα και με άλλον.

Έσφιξα τα μάτια μου και ένα δάκρυ κύλησε μα το σκούπισα αμέσως.

Καληνύχτα όπου και αν είσαι.

Διδώ.











Δεν σας κράτησα και πολύ σε αγωνία.
Είμαι καλός άνθρωπος εγώ 😝

*Ο εγωισμός είναι ένα ζευγάρι ξυλοπόδαρα, που κάνουν τον άνθρωπο ψηλό, χωρίς να τον κάνουν μεγάλο [Μέγας Βασίλειος]*

Πόσο συμφωνώ. Πόσους έρωτες να έχει καταπιεί άραγε αυτός ο άτιμος εγωισμός;

Ελπίζω να μη σας έχω κουράσει.
Με εκτίμηση
Δέσποινα

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top