καφαλαιο 37 Που είσαι;

"Και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν..." Έλεγε ο παπάς και εγώ συγκινημένη κοιτούσα την αδερφική μου φίλη ,να παντρεύεται τον αδερφό ,του έρωτα της ζωής μου.

Δίπλα μου η Αγάπη παρανυφακι και εγώ να μην μπορώ να σταματήσω να κλαίω σαν τη χαζή.

Γενικά τις τελευταίες μέρες έκλαιγα πολύ από συγκίνηση. Τόση συγκίνηση είχα να νιώσω...
Από όταν ήμουν έγκυος στην Αγάπη που έκλαιγα με το καλημέρα.

Ακόμα και την ώρα της λειτουργίας έψαχνα με το μάτι μου τον Άγγελο όμως πουθενά. Από εκείνη τη μέρα και έπειτα, εξαφανίστηκε. Δεν σήκωνε τηλέφωνα,δεν απαντούσε σε κανένα και φυσικά δεν εμφανίστηκε ξανά μέχρι το τέλος των διακοπών.

Όμως σήμερα ήλπιζα πως θα έρθει. Δεν ήθελα να χάσει τον γάμο του αδερφού του εξαιτίας μου. Έπειτα εγώ μετρούσα πλέον ώρες στην Ελλάδα,κάποια στιγμή έπρεπε να ανακοινώσει στους γονείς του πως είχαν γίνει παππούς και γιαγιά.

Άσε που η Κάτια πιο γάτα πεθαίνεις,όταν είδε την Αγάπη,άρχισε να κλαίει και να μου ρίχνει ριπή ερωτήσεων.
Δεν παραδέχτηκα τίποτα,γιατί ήθελα να το κάνει εκείνος.

Και ξάφνου,στο Ησαΐα χόρευε,γυρίζω και τον βλέπω μπροστά μου.
Με το κουστούμι του σαν να μην τρέχει τίποτα,μου χαμογελά και κλείνει ματιές στην Αγάπη,ενώ εκείνη του γελάει χαρούμενη,καθώς τόσες μέρες τον έψαχνε ανελλιπώς.
Βλέπεις το αίμα,νερό δεν γίνεται...

Είχε κουρεψει και τα μαλλιά του όπως όταν τον γνώρισα και εγώ τον χάζευα, σκεπτόμενη πως ότι και αν έκανε το ίδιο κούκλος παρέμενε.

Μια ανακούφιση την ένιωσα. Φοβήθηκα για τα χειρότερα εκείνη την μέρα.
Ο γάμος τελείωσε και το πόσες φορές άκουσα αυτό το πάντα αξία και στο κεφαλάκι σου,ούτε και εγώ ξέρω.

Γιατί δηλαδή; Τι έχει το κεφάλι μου καλοί μου άνθρωποι;
Είχα και αυτούς,είχα και τις κλέφτες μου ματιές με εκείνον που στεκόταν λίγο πιο δίπλα οσο η Κάτια του τα έψελνε ενώ συγχρόνως χαμογελούσε στον κόσμο.

Πριν φτάσουμε στο κτήμα που θα γινόταν η δεξίωση,πήγαμε από το σπίτι να αφήσουμε κάτι δώρα και να υποδεχτούμε τους νεόνυμφους.

Άστραψε και βρόντηξε η Κάτια,όμως και ο Ιάκωβος δεν πήγε πίσω. Αν δεν ήταν το παιδί μπροστά ,θα του έλεγαν κι άλλα. Όχι πως δεν τα άξιζε. Όλοι φοβήθηκαν πως είχε πάθει κάτι και ας μην είχα πει σε κανέναν τη συζήτηση μας και τον τρόπο που σηκώθηκε και έφυγε.

"Λοιπόν, αφήστε τα περιττά λόγια γιατί θέλω να σας πω κάτι,σε όλους..."
Κοίταξε την Αγάπη,που τον κοιτούσε γεμάτη απορία με τα μεγάλα μπλε της μάτια και εγώ ένιωσα ρίγος να διαπερνά το κορμί μου.
Την πήρε αγκαλιά και η Κάτια έβαλε τα χέρια της μπροστά το στόμα της.

"Αγάπη..." Είπε και μου κόπηκε η ανάσα. "Θυμάσαι που μου έλεγες πως θα ήθελες πολύ να έχεις και εσύ έναν παππού και μια γιαγιά;" Τη ρώτησε και εκείνη έγνεψε καταφατικά.
"Λοιπόν έχω τη τιμή να σε συστήσω στον παππού σου και τη γιαγιά σου..."
Είπε ο Άγγελος και η Κάτια τους αγκάλιασε κλαίγοντας ενώ ο Ιάκωβος με κοιτούσε σαν άγαλμα.

"Διδώ.." ψέλλισε ο πατέρας του καθώς κοιτούσε μια εκείνους και μια εμένα.
"Ειι.. ειι...είμαι παππούς; " Ρώτησε με δυσκολία καθώς είχε βουρκώσει.

Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν και από τα δικά μου μάτια καθώς του κουνούσα το κεφάλι καταφατικά.
Εκείνη τη μέρα είδα τον πατέρα του να κλαίει σαν μικρό παιδί. Τη κοίταζε και δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει πως ήταν εγγονή του.

"Το ήξερα." Αναφώνησε η Κάτια και την πήρε αγκαλιά ενώ εγώ πήγα κοντά τους.

"Αγάπη,θυμάσαι που σου έλεγα πως ο μπαμπάς σου είναι μακριά και μια μέρα θα έρθει να μας βρει; Τελικά ήρθαμε εμείς σε εκείνον. " Της είπα και της χαμογέλασα με δάκρυα στα μάτια.

Η Αγάπη με κοίταζε χωρίς να μπορώ να καταλάβω αν κατανοούσε πλήρως τα όσα συνέβαιναν γύρω της. Ξαφνικά όλοι κλαιγαμε και γελούσαμε ταυτόχρονα,ενώ ο Άγγελος έδειχνε ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στη γη.

"Τι λες θέλεις να γίνω εγώ ο μπαμπάς σου;" Τη ρώτησε και εκείνη κούνησε το κεφάλι της καταφατικά ενώ του χάρισε ένα γλυκό χαμόγελο.

Η Αγάπη δεν μπορούσε να νιώσει,ούτε να καταλάβει στο ελάχιστο τι γινόταν γύρω της,εγώ όμως μπορούσα,το περίμενα χρόνια αυτό. Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο πολύ που φοβόμουν ότι θα πεταχτεί έξω.

Η χαρά στα μάτια αυτών των ανθρώπων,η χαρά του παιδιού μου που επιτέλους έπαιρνε αυτό που του άξιζε,μια οικογένεια να την αγαπάει,με έκανε να νιώθω ευτυχισμένη. Γιατί εγώ το στερήθηκα όλη μου τη ζωή,δεν ήθελα να το στερηθεί και το παιδί μου.

Κάποιες βραδιές ένιωθα πολύ μεγάλο πόνο μέσα μου. Είχα μεγαλώσει ορφανή και μόλις άγγιξα για λίγο την ευτυχία, έχοντας ελπίδα για το αύριο, ήρθε ένας άνεμος και τη πήρε μακριά.
Λες και η κατάρα παραμόνευε για να μείνω πάντα μόνη.

Η συγκινητική ατμόσφαιρα,διακόπηκε με τον ερχομό του ζευγαριού.
Αφού τους υποδεχτηκαμε με πανηγυρισμούς,η Αγάπη έτρεξε κοντά τους να τους πει τα νέα.

"Έχω μπαμπά και παππού και γιαγιά." Φώναζε χαρούμενη και έτρεχε πάνω κάτω.

Η Ράνια με κοίταξε με εκείνο το βλέμμα αγάπης που σπάνια βλέπεις καθαρά σε ένα βλέμμα. Εκείνο που σου δίνει κάποιος όταν σε αγαπάει και χαίρεται απόλυτα.

Αφού μαζεύτηκαν όλοι να κάνουν τα έθιμα,βγήκα για λίγο έξω να πάρω καθαρό αέρα.
Σε δευτερόλεπτα εμφανίστηκε κοντά μου εκείνος.

"Δεν ξέρεις πόσο ευτυχισμένους τους έκανες,ο γέρο Ιάκωβος μπορεί να πήρε αλλά τριάντα χρόνια ζωή."

Κοιτούσα τα μάτια του που άστραφταν από χαρά και ήθελα να τα φιλήσω.
Πόσο σε αγαπάω ρε βλάκα,πόσο...

"Δεν τους έκανα μόνο εγώ,it takes two to tango..." Του είπα και γέλασα πολύ έντονα.
"Που ήσουν;" Ρώτησα ξαφνικά και τον κοίταξα στα μάτια.

"Κάπου που σκέφτηκα πολύ...Τι πρέπει και τι θέλω..." Μου απάντησε λακωνικά.

"Φοβήθηκα..." Του είπα γεμάτη ειλικρίνεια.

Έψαξα στη τσάντα μου και βρήκα το πακέτο με τα τσιγάρα μου. Έβγαλα ένα από μέσα και το άναψα.
Εκείνος πήρε το τσιγάρο από τα χείλη μου και ρουφηξε μια γερή δόση καπνού.

"Τι κάνεις; Εσύ δεν καπνίζεις..." Του είπα έκπληκτη.

"Για όλα υπάρχει πρώτη φορά."
Ήταν η απάντηση του.

Παναγία μου,μόνο στα ναρκωτικά δεν τον έριξα ακόμη η κακούργα σκέφτηκα, καθώς τον κοιτούσα και παρατηρούσα τη τελειότητα του.
Ήταν απίστευτα όμορφος άντρας ο Άγγελος. Είχε τη γοητεία που μπορούσε να σε παραλύσει με ένα και μόνο βλέμμα.

"Κύρια Καλιφάτη,απόψε μου χρωστάτε ένα χορό... Να το θυμάστε." Μου είπε και αφού πέταξε κάτω το τσιγάρο και το πάτησε εξαφανίστηκε μέσα στο σπίτι.

*******

Το κτήμα ήταν εκπληκτικό, αγάλματα και συντριβάνια κοσμούσαν το καταπράσινο γρασίδι που υπήρχε γύρω μας. Τα τραπέζια στολισμένα προσεγμένα,με τα χρώματα που είχε διαλέξει η Ράνια,ενώ επάνω τους υπήρχε ότι μπορεί να φανταστεί το μυαλό σου.

Όταν περάσαμε τη μεγάλη είσοδο και μπήκαμε στο χώρο των καλεσμένων, πυροτεχνήματα άρχισαν να βαρούν πάνω από τα κεφάλια μας,ενώ ο χτύπος από τα παλαμάκια,έδινε καλύτερο ρυθμό στην ορχήστρα.

Αφού φάγαμε τούρτα ήπιαμε τις σαμπάνιες και όλα αυτά που εγώ βαριέμαι,τα φώτα χαμήλωσαν και καθώς ξεκίνησα να πάρω τον κατήφορο μου για το τραπέζι,εμφανίστηκε ο Άγγελος και μου άπλωσε το χέρι του να χορέψουμε με τους νεόνυμφους.

"Κουμπάρα είσαι,ντροπή να μην χορέψεις." Μου είπε και έπιασα το χέρι του,ενώ εκείνος με τράβηξε κοντά του και αρχίσαμε να χορεύουμε στο ρυθμό.

"Γι αυτό σου χρωστούσα ένα χορό;" Ρώτησα ενώ κοίταξα τον Λαυρέντη και τη Ράνια,που χόρευαν ερωτευμένοι και παραδομένοι στη στιγμή.

"Κάποτε ήμασταν και εμείς έτσι." Μου είπε στο αφτί ψιθυριστά και σχεδόν το φίλησε.

"Μη μου το κάνεις πιο δύσκολο από ότι είναι."

"Μόνη σου το κάνεις δύσκολο κορίτσι μου. Ξέρεις πολύ καλά τι θέλεις και συνεχίζεις και το αρνείσαι. Αφήνεις τα χρόνια μας να χάνονται,χωρίς να ζούμε. Γιατί εμείς μωρό μου δεν ζούμε, υπάρχουμε...ο ένας για τον άλλο." Μου έλεγε απαλά στο αφτί σαν να μου εξιστορούσε ένα παραμύθι.
"Όταν μια μέρα ανοίξεις τα μάτια και δεις τι μπορούσες να έχεις στη ζωή σου και τι άφησες να σου συμβεί,ίσως να είναι αργά... Και εγώ θέλω όταν ανοίγεις τα μάτια,να είμαι εγώ εκεί...
Να σου κρατώ το χέρι και να σου λέω το πόσο σ' αγαπώ. Θα κάνω τα πάντα για να σε γυρίσω πίσω και αν χρειαστεί θα περιμένω όλη μου τη ζωή. Το σκέφτηκα Διδώ,δεν έχει άλλη σελίδα το βιβλίο της ζωής μου μακριά σου,κάηκαν όλες στο πέρασμα σου..."
Μου είπε και μύρισε τα μαλλιά μου.

Ενώ τα λόγια του με έκαναν να χάνομαι,κάτι και πάλι μέσα μου με έκανε να μην νιώθω πλήρης. Κάτι έλειπε,όμως τι;

"Άγγελε,ίσως περιμένεις άδικα,ίσως δεν γυρίσω ποτέ." Του είπα αργά και ειλικρινά.

"Πάντα θα γυρνάς,μη ξεχνάς, έχουμε την Αγάπη μας!" Μου απάντησε και σκέφτηκα το παιδί μου.

Δεν ήμουν απλά τρομοκρατιμένη,ήμουν απελπισμένη,να μην κάνω το λάθος που θα πληρώνει μετά για χρόνια το παιδί μου.
Αν το άφηνα εδώ,θα μεγαλώναμε πολιτισμένα και με αγάπη τη κόρη μας.
Αν όμως αποφάσιζα να είμαι μαζί του και κάτι πάλι πήγαινε στραβά,δεν είμαι σίγουρη πως θα μπορούσα να το αντέξω.

Ο χορός τελείωσε και εκείνος με τράβηξε απόμερα ανάμεσα σε κάτι δέντρα,αρκετά μέτρα μακριά από τον κόσμο.

"Που με πας;" Τον ρώτησα χωρίς πραγματικά να με νοιάζει.

Με κόλλησε σε ένα δέντρο και άρχισε να χαϊδεύει τη μέση μου και να κατεβάζει τα χέρια του αργά προς τα κάτω,πάνω από τη κατακόκκινη, στενή τουαλέτα που φορούσα.

"Ίσως και να μην έχω ξανά την ευκαιρία να σε νιώσω." Μου είπε και τα χείλη του κούμπωσαν τα δικά μου.

"Όχι έτσι." Του είπα ενώ έβαλα τα δάχτυλα μου ανάμεσα στα χείλη μας.
"Κάνε υπομονή λίγες ώρες,μετά θα φύγουμε μαζί. Αν είναι το τελευταίο,θέλω να αξίζει..." Του απάντησα και τα μάτια του γυαλιζαν.

"Εντάξει λοιπόν..." Μου είπε και με φίλησε ξανά με πάθος.
Τα χείλη του διψασμένα, έπιναν από τα δικά μου αχόρταγα για να ξεδιψάσουν.
"Ένα τελευταίο τανγκό..." Ψέλλισε μέσα στα φιλία μας και ανατρίχιασα ολόκληρη.

"Ένα τελευταίο.." επανέλαβα τα λόγια του και αφέθηκα στο φιλί του...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top