Κεφάλαιο 29 Θεσσαλονίκη ωρα μηδεν
Άγγελος
"Ήρθε,τον ξέρεις τον ρόλο σου Βαλέρια αν θέλεις ποτέ να σε συγχωρήσω για όσα έχεις κάνει και να μην μιλήσω στον πατέρα σου!"
"Τον ξέρω. Δώσε μου το χέρι σου λοιπόν..." Αναστέναξε εκείνη και μου άπλωσε το χέρι γυρνώντας τα μάτια της,ενώ εγώ σκεφτόμουν πως ότι σπέρνεις θερίζεις.
Το έπιασα και άρχισα να τη τραβάω προς τα μέσα,η Διδώ στη θέα των ενωμένων χεριών μας έδειξε να ενοχλείται. Δεν ήταν ιδέα μου,ένιωθε ακόμη κάτι για εμένα. Ίσως να μην ήταν όσο αργά πίστευα να την διεκδικήσω και πάλι.
Ήθελα να τη τεστάρω, τέσσερα χρόνια είναι αρκετά για να ξεχάσεις,,για να αλλάξεις,όμως εκείνη έδειχνε ίδια όπως τότε. Η φλόγα στα δύο αυτά μάτια δεν είχε σβήσει το ένιωθα.
Πήρα το χέρι μου από τη Βαλέρια και ακολούθησα εκείνη στο σαλόνι.
Το ξέρω πως είμαι δειλός,το ξέρω πως το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για το χωρισμό μας το έχω εγώ. Την έδιωξα τη μέρα του αρραβώνα μας,την έδιωξα από κοντά μου πληγωμένος, κάνοντας βιαστικές κινήσεις.
Η ζήλεια με τύφλωσε τόσο που έστω και για λίγο πίστεψα πως θα μου το έκανε αυτό.
Την είχα ψάξει ένα μήνα μετά. Το νούμερο της δεν υπήρχε,το διαμέρισμα της ήταν άδειο,μου είχε παραχωρήσει το ποσοστό της εταιρίας μέσω του δικηγόρου της και είχε εξαφανιστεί. Έφαγα γη και ουρανό για να τη βρω. Όμως μάταια,η Ράνια ήταν απλησίαστη τον πρώτο καιρό,με θεωρούσε μόνο υπαίτιο και δεν έβγαζε μιλιά για τη Διδώ.
Όταν της άνοιξα τη πόρτα και τη κοίταξα,ένιωσα όπως τη πρώτη φορά που την αντίκρυσα,τίποτα δεν είχε αλλάξει,όλα πάγωσαν στο χρόνο και τώρα που τη συνάντησα ο πάγος που έβγαλα μέσα μου σαν άμυνα,είχε αρχίσει να λιώνει.
Την άκουγα να μιλάει για τη ζωή της σαν υπνοτισμενος,όταν καθήσαμε στο τραπέζι για φαγητό,δεν άντεξα να μην ρωτήσω αν είχε κάποιον,την είχα ακολουθήσει όταν χτύπησε το κινητό της και στη συνομιλία της αποκαλούσε κάποιον αγάπη μου και μωρό μου. Ένιωσα τεράστια τσιμπήματα στη καρδιά από την ζήλεια. Ήθελα ξαφνικά να τα σπάσω όλα γύρω μου που άφησα αυτό το πλάσμα σε άλλα χέρια εγώ ο ίδιος.
Για έναν εγωισμό. Για έναν σάπιο εγωισμό.
Εκείνη μου απάντησε με μίσος. Δεν ήθελα να με μισεί,με πονούσε αυτό το συναίσθημα. Ήθελα να διορθώσω ότι λάθος έχουμε κάνει και ο βλάκας δεν ήξερα πως να το κάνω. Δεν ήξερα πως να τη πλησιάσω.
Κάποια στιγμή ένιωσε άβολα,το κατάλαβα από τη στάση της,πήρε το κρασί της και βγήκε έξω,όσο και αν το πάλεψα να μην τη πλησιάσω την ακολούθησα,πήρα πολλά αποδοκιμαστικά βλέμματα όταν βγήκα μετά από λίγο και εγώ έξω μαζί της,όλοι το ήξεραν πως την αγαπάω ακόμη,όλοι ήξεραν πως πέθαινα να τη γυρίσω πίσω και να την έχω στη ζωή μου.Το έβλεπα στο τρόπο που με κοίταζαν.
Κάθησα κοντά της και προσπαθούσα να χορτάσω το άρωμα της. Κάποια στιγμή με κοίταξε στα μάτια και προσπαθούσα να αποκρυπτογραφήσω την αλήθεια τους. Είσαι με άλλον; Τον αγαπάς; Τόσες και άλλες τόσες ερωτήσεις που ήθελα να της κάνω και δεν τόλμησα.
Αντίθετα κάθε φορά που άνοιγα το στόμα μου την θύμωνα περισσότερο και έκανα το ένα λάθος πίσω από το άλλο.
Όταν έφυγε έμεινα μόνος εκεί για αρκετή ώρα. Δεν ήθελα να τη δω να φεύγει για δεύτερη φορά,δεν ήθελα να τη δω να φεύγει μακριά μου και να μην ξέρω πού πηγαίνει.
Ίσως τελικά και να μην έπρεπε να έρθω. Θα περνούσε καλύτερα αν ήμουν απών...
Διδώ
Έφτασα στο ξενοδοχείο θυμωμένη και εξαντλημένη,ανέβηκα στο δωμάτιο γύρω στις δέκα και μισή. Η Ελπίδα έβλεπε τηλεόραση και η Αγάπη είχε κοιμηθεί πριν μισή ώρα,πήγα της άφησα ένα φιλί στο μέτωπο και τη χάιδεψα. Αδυνατούσα να συνειδητοποιήσω πως ο πατέρας της μου έκανε κάτι τέτοιο σήμερα.
Δεν ήταν αυτός ο Άγγελος που με έκανε να τον ερωτευτώ παράφορα,ήταν κάποιος άλλος,ένας ξένος που με πονούσε και με μπερδευε. Από τη μία ήταν με εκείνη και από την άλλη με ακολουθούσε. Γιατί;
Ζήτησα από την Ελπίδα να καθήσει με τη μικρή και αν τυχόν ξυπνούσε να με έπαιρνε αμέσως τηλέφωνο. Κατέβηκα στο μπαρ του ξενοδοχείου να πιω ένα ποτό και να ηρεμήσω δίπλα στη πισίνα.
Είχε λίγο κόσμο και απαλή μουσική και κάθησα στο μπαρ παραγγέλνοντας το κοκτέιλ μου.
Ήμουν τόσο χαμένη στις σκέψεις μου που έπαιζα με το καλαμάκι και ανακατευα το ποτό και κοιτούσα το άγνωστο.
"Πληρώνω ότι ζητήσεις για να μπω μέσα στο μυαλό σου για λίγο." Η φωνή του Άλκη με τρόμαξε και γύρισα στο πλάι και τον κοίταξα.
"Δεν αξίζει να πληρώσεις για να μπεις στο χάος που επικρατεί εκεί μέσα." Του απάντησα σχεδόν απογοητευμένη και χωρίς μεγάλη διάθεση για κουβέντα.
"Εγώ το θέλω,που ξέρεις ίσως η ειδικότητα μου σου φανεί χρήσιμη." Μου χαμογέλασε με κέφι πάλι και εγώ ζήλεψα λίγο την ανεβασμένη του διάθεση.
"Και ποια είναι αυτή; " Ρώτησα περίεργη.
"Είμαι ψυχολόγος,καταλαβαίνεις λοιπόν πως δεν μπορώ να βλέπω προβληματισμένο άνθρωπο και να μην θέλω να μπω στο μυαλό του να τον βοηθήσω." Μου απάντησε και παρήγγειλε ένα ουίσκι χωρίς πάγο.
"Αν θελήσω βοήθεια ποτέ,θα σε έχω στο νου μου." Του είπα και κοίταξα μπροστά μου ενώ πάτησα να δω την ώρα στο κινητό μου.
"Αν σε ενοχλώ θα φύγω,δεν μου αρέσει να γίνομαι βάρος,θα καθήσω πιο πέρα και απλώς θα σε κοιτάζω,είσαι πολύ όμορφη και σε αυτό δεν μπορώ να αντισταθώ." Γέλασε και δάγκωσε τα χείλη του ενώ έκανε και εμένα να του σκάσω ένα χαμόγελο,γιατί μου φάνηκε αστείο το φλερτ του.
"Όχι όχι ,όσο δεν με φλερτάρεις μπορείς να καθήσεις μαζί μου,η αλήθεια είναι πως εφόσον κατάφερες να με κάνεις να γελάσω,ωφείλω να παραδεχτώ πως είσαι καλή παρέα." Του απάντησα αφού τον κοίταξα για λίγο και ήπια μια γουλιά από το ποτό μου.
"Με σκοτώνεις αλλά τι να κάνω; Θα το δεχτώ. Πες του όμως πως είναι πολύ τυχερός!"
"Ποιός;" Ρώτησα με ενδιαφέρον.
"Εκείνος που σκέφτεσαι απόψε. Όταν τον δεις πες του ότι είναι τυχερός και πολύ μαλάκας που σ' έκανε έτσι απόψε." Μου είπε και μου έκλεισε το μάτι!
"Εσύ πρέπει να είσαι πολύ καλός στη δουλειά σου." Του απάντησα και του κούνησα το δείκτη μου.
"Σε αυτή τη περίπτωση ευελπιστούσα να έχω πέσει έξω." Μου απάντησε και στένεψα τα μάτια μου.
"Είπαμε πως δεν θα με φλερτάρεις."
"Εντάξει εντάξει. Πες μου Διδώ τι σε έφερε στη Θεσσαλονίκη; Ο έρωτας;" Με ρώτησε με αργό τόνο στη φωνή.
"Ο έρωτας με έδιωξε απο εδώ Άλκη,ένας γάμος με έφερε πίσω,για λίγο,ήδη ανυπομονώ να φύγω." Του απάντησα φανερά απογοητευμένη.
"Θεσσαλονικιά; Και τώρα που ζεις;"
"Τώρα ζω στην Ισπανία. Εσύ από που είσαι;" Ρώτησα περίεργη.
"Εγώ είμαι από την Αθήνα,δηλαδή καταγωγή από την Πάρο,αλλά γέννημα θρέμμα Αθηναίος. Κοίτα σύμπτωση όμως,είμαι εδώ για τον ίδιο ακριβώς λόγο,τον γάμο ενός καλού μου φίλου." Μου είπε και μια στιγμή έμεινε σκεπτική,όμως μετά απέκλεισα τη πιθανότητα να είμαστε στον ίδιο γάμο.
"Όλο συμπτώσεις είναι η ζωή." Απάντησα τελικά και άνοιξα τη τσάντα μου να πληρώσω. "Εμένα με συγχωρείς η ώρα πέρασε και αύριο έχω πρωινό ξύπνημα,υποσχέθηκα στη κόρη μου να τη ξεναγήσω στην Θεσσαλονίκη."
"Σε παρακαλώ,άσε με να σε κεράσω εγώ. " Μου είπε και έβγαλε χρήματα από τη τσέπη του παντελονιού του.
"Όχι δεν χρειάζεται." Πήγα να τον προλάβω όμως εκείνος ήδη είχε δώσει τα χρήματα στον μπάρμαν. Τον κοίταξα ξανά απειλητικά και εκείνος μου έκλεισε το μάτι.
"Μπορείς να κεράσεις την επόμενη φορά,θα το υποστώ αν είναι να έχω την τιμή να περάσω λίγο χρόνο ξανά μαζί σου." Μου είπε και αναστέναξα.
"Καληνύχτα Άλλη και σ ευχαριστώ για απόψε. Μου έκανε καλό η παρέα σου."
"Καληνύχτα...πριγκίπισσα."
Μου είπε και γύρισα την πλάτη μου ενώ έπιασα τον εαυτό μου να χαμογελάει ξανά.
Το επόμενο πρωί η μέρα μου ξεκίνησε με το χτύπημα της πόρτας του δωματίου. Τινάχτηκα από το κρεββάτι και είδα πως η ώρα ήταν εννέα. Με είχε πάρει ο ύπνος και εμένα και την Αγάπη προφανώς που κοιμόταν στο δικό της δωμάτιο της σουίτας.
Σηκώθηκα από το κρεβάτι και μέχρι να φτάσω στη πόρτα άκουσα ξανά τη πόρτα να χτυπάει και άνοιξα γρήγορα για να μην ξυπνήσει η μικρή,φορώντας ένα λευκό σατέν κοντό νυχτικό.
Μπροστά μου στεκόταν ο Άγγελος,μαζεμένος και νευρικός κοιτώντας με σαν παιδί που μόλις έχει κάνει αταξία.
"Τι κάνεις εσύ εδώ;" Ρώτησα ενώ γουρλωσα τα μάτια μου,μη μπορώντας να συνειδητοποιήσω αν ακόμη κοιμάμαι.
"Ήρθα να σου πω καλημέρα και να σου ζητήσω αν θέλεις να πάμε μια βόλτα να μιλήσουμε." Μου είπε και δίπλα μου εμφανίστηκε η Αγάπη.
"Μαμά,ποιος είναι; Γιατί δεν ήρθες εχθές να ξαπλώσεις μαζί μου όπως μου υποσχέθηκες;" Με ρώτησε τρίβοντας τα μάτια της νυσταγμένη και η καρδιά μου έσπασε κάθε ρεκόρ σε χτυπήματα μέσα στο στήθος μου.
Εκείνος έμεινε έκπληκτος,να κοιτάζει μια εμένα και μια την Αγάπη που τον κοίταζε περίεργα. Η πρώτη επαφή πατέρα-κόρης και εγώ να μην μπορώ να το διαχειριστώ.
"Γιατί κοιμόσουν γαλήνια μωρό μου και δεν ήθελα να σε ξυπνήσω." Της είπα και τη σήκωσα στην αγκαλιά μου.
"Ε εχ εχε έχεις κόρη;" Ψέλλισε ο Άγγελος και τα μάτια του κόλλησαν στην Αγάπη ορθανοιχτα.
Αυτό δεν το περίμενε σίγουρα.
"Αγάπη να σου συστήσω ένα παλιό μου... φίλο. Τον Άγγελο. Δουλεύαμε μαζί όσο η μαμά ζούσε στην Θεσσαλονίκη. Άγγελε από εδώ η κόρη μου,η Αγάπη."
Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα ας σας συστήσω και ο θεός βοηθός,οποίος ενώσει τις τελείες μας έκαψε.
"Αγάπη, τι όμορφο όνομα." Απάντησε εκείνος μετά από λίγο που βγήκε από το σοκ και εγώ έκανα στην άκρη για να περάσει μέσα και να καθήσει.
Καθήσαμε στον καναπέ και η Αγάπη ντροπαλή γατζωθηκε πάνω μου και έχωσε το μουτράκι της μέσα στα μαλλιά μου.
"Είναι παιδί μιας μεγάλης Αγάπης,για αυτό αποφάσισα να τη βγάλω έτσι." Του απάντησα κοιτώντας τον στα μάτια όλο νόημα.
Εκείνος έμεινε να με κοιτάζει για λίγο σαν χάθηκε στο χρόνο,κοιτούσε το παιδί και τα μάτια του γυαλιζαν σαν να ήθελε να κλάψει. Οι τύψεις είχαν γεμίσει το κεφάλι μου και τη ψυχή μου,όμως κάποια στιγμή θα την έβλεπε και θα το μάθαινε.
"Πόσο χρονών είναι η Αγάπη Διδώ;" Με ρώτησε με δυσκολία και είδα ένα δάκρυ να φεύγει από το μπλε της θάλασσας που είχαν μέσα τα μάτια του και να χάνεται στο μάγουλο του.
"Δυόμιση." Είπα ψέματα και εκείνος κατέβασε το κεφάλι.
"Δυόμιση." Επανέλαβα και ανακαθησα στο καναπέ.
Δεν ήμουν έτοιμη για αυτό,με έπιασε στον ύπνο και είπα ψέματα σαν να έπαιζα καλά ένα ρόλο. Η Αγάπη δεν μιλούσε, ευτυχώς. Αν κάτι ήξερε καλά ήταν να λέει το όνομα και την ηλικία της,καθώς πάντα μου τόνιζε ότι είναι αρκετά μεγάλη για να κάνει οοοττιιι θέλει.
Αυτό δεν σώζεται.
Ούτε και εγώ...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top