Κεφάλαιο 27 i m back bitches

Η πτήση μας διήρκησε γύρω στις εξι ώρες με μια ενδιάμεση στάση και ήταν οι πιο εφιαλτικές ώρες της ζωής μου. Η Ράνια ήταν τρισευτυχισμένη που επιτέλους επέστρεφα μετά από τόσα χρόνια στην Ελλάδα όμως εγώ είχα τρελό άγχος που γύριζα ξανά σ αυτή τη χώρα,που με πόνεσε όσο καμία άλλη.

Το ταξίδι μας ξεκινούσε σε δύο μέρες και έτσι εγώ θα απολάμβανα με την Αγάπη τη Θεσσαλονίκη ανενόχλητες ώσπου να σαλπάρουμε. Ο Ματία θα ερχόταν να μας βρεί εκεί κατευθείαν, λόγω της δουλειάς που έπρεπε να γίνει.

Χωριστήκαμε με τη Ράνια,καθώς ήθελε να πεταχτεί μέχρι τον Λαυρέντη που της είχε λείψει μια μισή βδομάδα τώρα,με την υπόσχεση να βρεθούμε ξανά για φαγητό.

Όταν φτάσαμε στο ξενοδοχείο η Αγάπη δεν χόρταινε να κοιτάζει από το παράθυρο του δωματίου μας τον Λευκό πύργο που φαινόταν αγέρωχος όπως πάντα με τη γαλανόλευκη να ανεμίζει ψηλά στη κορυφή του.

Η ώρα ήταν δύο παρά τέταρτο και η κοιλιά μου είχε αρχίσει να δίνει σήματα πως έπρεπε να τραφώ.
"Αγάπη τι λες; Πάμε για φαγητό στο εστιατόριο ή θέλεις να φάμε έξω στη πόλη;"

"Εκεί έξω μαμά,είναι πολύ όμορφα!" Μου αποκρίθηκε το μωρό μου και εγώ τη φίλησα απαλά στο κεφάλι ενώ στάθηκα από πίσω της κοιτώντας τη θέα.

"Εντάξει μωρό μου. Πάμε έξω." Της είπα και αφού πήρα τη τσάντα μου της κράτησα το χέρι και βγήκαμε από το δωμάτιο να καλέσουμε το ασανσέρ.
Όσο περιμέναμε η Αγάπη έτρεχε πάνω κάτω από τη χαρά της που δεν ήξερε πώς να τη διαχειριστεί όπως κάθε τρίχρονο.

"Είναι πολύ υπερκινητική βλέπω." Η φωνή ενός άντρα με έκανε να γυρίσω και να κοιτάξω πίσω μου.

"Ναι,τόσο που πολλές φορές ψάχνω το κουμπάκι που λέει off,αλλά μάταια." Του απάντησα και χαμογέλασα ανάλαφρα.

Η διάθεση μου, παρόλο που φοβόμουν πως θα ένιωθα όταν αντίκριζα τον Άγγελο,είχε ανέβει που είχα επιστρέψει στην Ελλάδα. Είναι δύσκολο να ζεις σε μια άλλη χώρα,απ αυτή που έχεις μεγαλώσει και έχεις πάρει όλα σου τα ερεθίσματα.

Όταν σχεδόν στα είκοσι επτά μου, αναγκάστηκα να φύγω έξω μετά το χωρισμό μου, δυσκολεύτηκα πολύ να προσαρμοστώ στη νέα μου ζωή,με ένα παιδί, σχεδόν μόνη. Όση βοήθεια και να έχεις,όταν δεν έχεις εκείνον που αγαπάς,είσαι μόνος.

"Άλκης." Μου είπε και μου άπλωσε το χέρι ξαφνιάζοντας με ενώ το ασανσέρ έκανε το χαρακτηριστικό ήχο,πως είχε φτάσει στον όροφο.

"Διδώ." Απάντησα διστακτικά και έδωσα το χέρι μου σε μια χειραψία,που μου άφησε μεικτά και περίεργα συναισθήματα.

"Ωραίο και σπάνιο όνομα." Μου είπε καθώς είχαμε μπει και οι τρεις μέσα στο ασανσέρ.

"Ναι, είναι." Απάντησα θέλοντας να σταματήσω εδώ τη συζήτηση με τον Άλκη,καθώς ένας άγνωστος και ειδικά άντρας,μόνο μπελάδες μπορούσε να φέρει.

"Μαμά,πεινάω πολύ." Είπε η Αγάπη και την κοίταξα χαμογελαστή.

"Κάνε λίγο υπομονή,σε λίγο θα το γεμίσουμε αυτό το μικρό στομαχάκι.".της είπα και την τσίμπησα απαλά στη κοιλιά ενώ οι πόρτες του ασανσέρ άνοιξαν.

"Καλή όρεξη." Μας είπε ο γοητευτικός άγνωστος και του χαμογέλασα ενώ εκείνος μας προσπέρασε και βγήκε απ' το ξενοδοχείο.

Δεν σταμάτησα να τον κοιτάζω για κάποιο λόγο όσο εκείνος χανόταν προς τη μεριά του πάρκινγκ,εκεί δηλαδή που πηγαίναμε και εμείς.

Μπήκαμε στο αυτοκίνητο που είχαμε νοικιάσει και είχα αποφασίσει πως θα τη πήγαινα στη Καλαμαριά,να φάμε δίπλα στη θάλασσα.

Το μαγαζί φώναζε Ελλάδα και η Αγάπη είχε ενθουσιαστεί περισσότερο με τις ομορφιές της Θεσσαλονίκης,που τόσες φορές εγώ της έλεγα πως θα της δείξω.

Αφού καθήσαμε κάλεσα τη Ράνια και μόλις έφτασαν τα φαγητά μας,κατέφθασε και εκείνη.

"Αχχχ Ελλάδα με τις γεύσεις σου και τις ομορφιές σου." Είπε η Ράνια και τη κοίταξα ανασηκώνοντας το φρύδι μου.

"Αντί να το πω εγώ,το λες εσύ; " Τη ρώτησα αποδοκιμαστικά.

"Τι να κάνω; Όπου και να πάω εδώ θα γυρίζω." Μου απάντησε γεμίζοντας το στόμα της με τα διάφορα θαλασσινά που είχα παραγγείλει,κάτι που έκανε μιμούμενη και η Αγάπη.

Σήκωσα το ποτήρι μου και χαμογέλασα και στις δύο.
"Στο πρώτο ταξίδι της Αγάπης,στη δική σου ευτυχία και..."

"Στα δικά σου..." Με έκοψε η Ράνια σηκώνοντας και εκείνη το δικό της ποτήρι και γέλασε με την Αγάπη που είχε σηκώσει το μικρό της ποτήρι με χυμό.

"Στην υγειά μας θα έλεγα. Τα δικά μου τα έζησα, ευχαριστώ δεν θα ξανά πάρω."

"Μεγάλη μπουκιά φάε..." Είπε η Ράνια και γέμισε ξανά το στόμα της με μια γενναία ποσότητα πατάτες τηγανιτές. "Μεγάλη κουβέντα μη λες..." Συνέχισε αφού μάσησε για λίγο.

"Άστα τα δικά μου τώρα,πες μου τι ετοιμασίες έχουμε να κάνουμε για τον γάμο; Ήρθα τελείως απροετοίμαστη εξαιτίας σου. Τι σόι κουμπάρα θα γίνω που δεν αγόρασα τίποτα για το γάμο και έμαθα για αυτόν μισό μήνα και κάτι πριν; Μου λες;"
Την ρώτησα νευριασμένη.

"Μη σε νοιάζει τίποτα. Τα έχει κανονίσει όλα η Κάτια και εγώ. Θα σου στείλω το τσέκ στο σπίτι για ότι σου αντιστοιχεί." Μου είπε και γέλασε δυνατά.

"Ε τι να πω εγώ τώρα; Δεν θα πω. Ούτε φόρεμα δεν έχω. Αύριο πρέπει να βγω να ψωνίσω γιατί βλέπω να έρχομαι με μαγιό." Της απάντησα αγχωμένη.

"Δεν πειράζει θα κάνεις και εντύπωση." Μου απάντησε η απαράδεκτη φίλη μου και ξανά χαχάνισε σαν μωρό.

"Ράνια θα σε χτυπήσω." Της είπα έξω φρενών με τη χαλαροτητα της.

"Ηρέμησε,τι παράδειγμα δίνεις στο παιδί;" Μου απάντησε και έδειξε τη κόρη μου που έτρωγε ανενόχλητη το φαΐ της.

Την αγριοκοιταξα έτοιμη να της ορμήξω και εκείνη σήκωσε τα χέρια σαν να παραδίνεται.

"Εντάξει,εντάξει το κόβω. Θέλω να σου πω κάτι και θέλω να το πάρεις χαλαρά. Απόψε το βράδυ μου ζήτησε η Κάτια να έρθεις σπίτι για φαγητό. Είσαι η κουμπάρα και είναι ντροπή να μη σου κάνουμε το τραπέζι." Μου είπε η Ράνια και η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει σαν τρελή.

"Πας καλά; Δεν γίνεται να μιλάς σοβαρά που θα ξανά μπω εγώ σ αυτό το σπίτι." Της απάντησα τρομοκρατιμένη με αυτό που μόλις είχα ακούσει.

"Όχι στο δικό τους,στο δικό μας.Μη στεναχωριέσαι το κανονίσαμε με τον Λαυρέντη. Διδώ,πέρασαν τέσσερα χρόνια,δώσε ένα τέλος. Έχω κανονίσει και νταντά για τη μικρή αν δεν θέλεις να τη δουν ακόμη." Μου είπε και έμεινα για λίγο σκεπτική.

Είχε δίκιο,ήταν η καλύτερη μου φίλη,η οικογένεια μου. Θα ένωνε σύντομα τα δεσμά της με τον Λαυρέντη,κάτι που σήμαινε πως έπρεπε να συμβιβαστώ με την ιδέα πως αν δεν τους έβλεπα τώρα θα τους έβλεπα στο γάμο, έπειτα σε επετείους, γέννες, γενέθλια και άλλα πολλά.

Ήταν μονόδρομος δυστυχώς και έπρεπε να το περάσω τώρα για να το συνηθίσω όσο πιο γρήγορα μπορούσα.
Ξαφνικά η διάθεση μου είχε πέσει.Μια ερώτηση έκανε γύρους στο μυαλό μου και δεν μπορούσα να αντισταθώ πλέον.

"Θα είναι και εκείνος;" Ρώτησα πιο αποφασιστικά από ποτέ.

"Ίσως; Δεν έχω ιδέα. Εμείς τον καλέσαμε." Μου απάντησε και ένιωσα χειρότερα από πρίν.

Δεν άντεχα το αβέβαιο. Ήθελα να ξέρω τι είχα να αντιμετωπίσω και όλη αυτή η αναμονή με σκότωνε λίγο λίγο.
Μετά το μεσημεριανό μας γυρίσαμε στο ξενοδοχείο μας και έβαλα την Αγάπη για ύπνο όσο εγώ καθόμουν σε αναμμένα κάρβουνα.

Δεν ήταν μόνο οι άνθρωποι που θα αντιμετώπιζα,αλλά και το τι θα τους έλεγα. Τέσσερα χρόνια μετά από ότι έγινε. Τέσσερα χρόνια απουσίας.
Γεια σας,είμαι μια χαρά,ζω στην Ισπανία έχω και μια κόρη,α ναι ξέχασα να σας πω είναι εγγονή σας.

Λάθος.Ενα μεγάλο λάθος που επέστρεψα στην Ελλάδα. Σηκώθηκα όρθια και άρχισα να πετάω τα ρούχα μου και πάλι μέσα στη βαλίτσα. Θα φύγω. Ναι αυτό θα κάνω. Η Ράνια θα με συγχωρήσει.

Ποιον κοροϊδεύω; Δεν θα με συγχωρήσει ποτέ. Ούτε εγώ θα με συγχωρούσα. Άρχισα να τα ξανά βγάζω έξω. Κοίταξα τα αραδιασμένα ρούχα και τη κόρη μου που κοιμόταν γαλήνια,σαν ένας άγγελος στο κρεβάτι και αποφάσισα πως έπρεπε να φανώ δυνατή. Για εκείνη.

Επίσης είχα πάρει και μια ακόμη απόφαση. Μέχρι να γυρίσω στην Ισπανία ο Άγγελος θα μάθει πως έχει παιδί. Για εκείνη. Της αξίζει να μεγαλώσει με έναν πατέρα. Δεν έχω κανένα δικαίωμα να της τον στερώ.
Απλώς πρέπει να βρω το κουράγιο. Το κουράγιο...

Σκατά,το μυαλό μου ήταν σε μια σύγχιση. Δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα καθαρά. Μπήκα μέσα στο μπάνιο και αφού έβγαλα τα ρούχα μου,μπήκα κάτω από τη ντουζιέρα να συνέλθω.

Το νερό γλιστρούσε στο σώμα μου και με τόνωνε. Αποζητούσα αυτή τη χαλάρωση σαν τρελή. Όταν βγήκα από το μπάνιο κοίταξα το ρολόι και το άγχος με κυρίευσε. Είχε πάει έξι και στις οχτώ έπρεπε να βρίσκομαι στο σπίτι της Ράνιας.

Διάλεξα πολύ προσεκτικά το ντύσιμο μου να αναδεικνύει το καινούργιο χρώμα που είχα κάνει στα μαλλιά μου τον τελευταίο χρόνο.


Είχα διαλέξει ένα λευκό τοπ και μια ασορτί λευκή φούστα. Το δέρμα μου ήταν αρκετά μαυρισμένο ήδη και το λευκό χρώμα μου το αναδείκνυε. Όταν τελείωσα με το μακιγιάζ και τα μαλλιά μου που έφτιαξα σε μια χαλαρή πλεξούδα,είχε έρθει και η κοπέλα για να κρατήσει την Αγάπη.
Της έδωσα οδηγίες και υποσχέθηκα στη κόρη μου πως δεν θα αργούσα να γυρίσω και να ξαπλώσω δίπλα της μόλις τελείωνα με τη δουλειά που είχα.

Βγήκα έξω και πριν πάω στο σπίτι των φίλων μου και σε λίγο καιρό κουμπάρων μου,σταμάτησα σε μια κάβα να πάρω ένα μπουκάλι κρασί και σε ένα ζαχαροπλαστείο να αγοράσω γλυκά.

Όταν έφτασα στη διεύθυνση που μου είχε δώσει η Ράνια,έμεινα να χαζεύω το πανέμορφο σπιτικό που είχαν φτιάξει για τη κοινή ζωή τους. Ήταν πολύ όμορφο κι επιβλητικό.

Πάρκαρα το αυτοκίνητο στη μεγάλη αυλή που είχαν μπροστά και αφού πήρα τα πράγματα,κατευθύνθηκα στη πόρτα και χτύπησα το κουδούνι τους.
Η καρδιά μου είχε αρχίσει να βαράει σαν τρελή μέσα στο στήθος μου και ευχομουν να πάνε όλα καλά. Κοίταξα το ρολόι μου,όσο κάποιος άνοιγε τη πόρτα και ήταν οχτώ και τέταρτο,είχα καθυστερήσει αρκετά.

Σήκωσα το βλέμμα μου και έμεινα κοκκαλωμένη. Μπροστά μου στεκόταν ο έρωτας της ζωής μου,πιο όμορφος από ποτέ,με ένα ανόητο χαμόγελο στα χείλη που μου έφερνε τεράστια αμηχανία. Είχε αφήσει τα μαλλιά του λίγο πιο μακριά και είχαν ανοίξει λίγο από τον ήλιο του καλοκαιριού.Ηταν μαυρισμένος και φορούσε ένα τζιν παντελόνι με ένα λευκό μπλουζάκι και αθλητικά.

Τρομόπαιξα λίγο τα βλέφαρα μου κι εκείνος έκανε στην άκρη αφήνοντας μου χώρο να περάσω,μόνο που εγώ δεν μπορούσα να κουνήσω ούτε ένα μέλος του σώματος μου.

"Καλώς ήρθες. " Άκουσα τη γνωστή, ζεστή φωνή του να μου λέει καθώς μου έκλεινε το μάτι και έπαιρνε από τα χέρια μου το κρασί και τα γλυκά.
Η μυρωδιά του παρέλυσε τα πόδια μου όταν ήρθε κοντά μου. Αυτό το άρωμα δεν μπορούσα να το ξεχάσω ποτέ.

Δεν μίλησα. Χαμογέλασα με δυσκολία για να μην λιποθυμήσω και τον προσπέρασα κάνοντας το ρυθμικό κούνημα τον γοφών μου,που ήξερα πως τον τρελαίνει.

Ας ξεκινήσει το παιχνίδι λοιπόν...







Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top