Κεφάλαιο 2 Ένα σπίτι καίγεται
Ο Μάρκος όχι μόνο δεν πήγε στο Δικηγόρο,αλλά δεν έμεινε και μόνος,ήταν όρθιος πλάτη στην είσοδο του δωματίου και μπαινόβγαινε με μανία να σβησει τη φωτιά στο αιδοίο της μοναδικής φίλης που είχα τα τελευταία χρόνια,η οποία ήταν στα τέσσερα,γυμνή πάνω στο κρεβάτι μου,στα σεντόνια μου,με τον άντρα μου.
Δεν με κατάλαβαν που μπήκα,συνέχισε να τη πηδάει με δύναμη και αυτή να βογκάει και να του λέει πόσο τέλειος είναι.Έκλεισα τη πόρτα με όση δύναμη είχα και ακούστηκε λες και έσκασε βόμβα μεσα στο σπιτι,τα δάκρυα μου έγιναν καπνός,θυμός,το μόνο που ένιωθα ήταν τεράστιος, ανίκητος,θυμός.
Προχωρούσα με μανία και έσπαγα ότι υπήρχε στο διάβα μου,σταμάτησα να πάρω το στικάκι μου πάνω απο τον τεράστιο μπουφε που το είχα ξεχάσει όταν τον άκουσα να φωνάζει το όνομα μου.
Πόσο αστείο και τραγικό ταυτόχρονα,το όνομα μου,Διδώ,στην Ελληνική μυθολογία η πριγκίπισσα Διδω αυτοκτόνησε,προδομένη απο τον έρωτα της για τον Αινεία,να μαι και εγω τώρα προδομένη απο εναν άλλο Αινεία να φωνάζει το όνομα μου,μετά απο την εσχάτη προδοσία που μου έδωσε,το κέρατο.Όχι όμως οποιοδήποτε κέρατο,αλλά με τη καλύτερη μου φίλη.
"Βούλωσ το και μην με κυνηγάς,να πεις στη πουτάνα σου,οτι ένας τέτοιος μικροτσούτσουνος και μαλάκας της αξίζει." Ούρλιαξα αλλα δεν πτοήθηκε.
Άνοιξα τη πόρτα και άρχισα να βηματίζω γρηγορότερα προς το δρόμο που με περίμενε το ταξί,αλλά οι γόβες δεν με βοηθούσαν και πολύ.Ακουγα τα βήματα του να κοντεύουν ώσπου ένιωσα ένα χέρι να με τραβάει απο τον καρπό.
"Περίμενε,θέλω να σου εξηγήσω...." Το άλλο χέρι μου με φόρα κατέληξε στο μάγουλο του και δεν τον άφησα να συνεχίσει τις φτηνές δικαιολογίες που θα μου έλεγε ενώ τράβηξα το χέρι που κρατούσε με μεγάλη αποτυχία,καθώς δεν με άφηνε.
"Τι να μου εξηγήσεις ρε ξεφτύλισμένε;Απο δω και πέρα θα μιλάμε μόνο μέσω δικηγόρου και μην τολμήσεις να με πλησιάσεις ξανά,άφησε με." Ούρλιαξα και τα δάκρυα μου ανέβηκαν και πάλι στα ματια μου.
Δεν θα λυγίσω,όχι,δεν θα κλάψω μπροστά του,σιγα μην του κάνω τη χάρη.
"Σε παρακαλώ Διδώ,μείνε,θα τη διώξω,θα σου τα εξηγήσω όλα,ήταν μια άτυχη στιγμή." Ο άνθρωπος έχει ανεξέλεγκτο θράσος,δεν πιστεύω αυτά που ακούω.
"Άσε το χέρι μου,τώρα." Απαίτησα με το πιο αιμοβόρο μου ύφος αλλα και πάλι δεν έλεγε να με αφήσει.
"Δεν σ αφήνω,δεν έχ....Αχχχ" Πήγε να πεί εξαντλώντας την υπομονή μου και το πόδι μου βρέθηκε εκεί που δεν τον πιάνει ήλιος,αλλά έπιανε πριν λίγη ώρα η καλή μου φίλη Αλίκη.Το χέρι μου ελευθερώθηκε,εκείνος διπλώθηκε στα δύο.
"Ελπίζω να ήταν αρκετά δυνατή για να μην διαιωνίσεις το είδος σου παλιό μαλάκα.Δεν θέλω να σε ξανα δω όσο ζω." Είπα και γύρισα τη πλάτη μου να φύγω ενώ τα δάκρυα μου άρχισαν να πέφτουν με βία στα μάγουλα μου ένα ένα.
Μπήκα μεσα στο ταξί και δεν ήξερα που να παω και τι να κάνω.Ξεκίνα του είπα και βλέπουμε.
Το μυαλό μου έκανε χίλιες στροφές,το κλάμα μου ήταν ανεξέλεγκτα δυνατό και ο καημένος ο ταξιτζής απελπίστηκε και ρωτούσε συνέχεια αν ειμαι καλα.Επι δύο ώρες γυρνούσε βόλτες στη πόλη μ εμένα να κλαίω στο πίσω κάθισμα.
"Δεν αξίζει κούκλα μου,ότι και αν είναι αυτό που σε κάνει να κλαίς,δεν θα σε κάνει να κλαίς σ ένα μήνα απο τώρα,η ζωή είναι μικρή για να χαραμίζεις πολύτιμα δάκρυα."Μου έλεγε ο ταξιτζής και εγώ συνέχιζα να κλαίω.
Δεν απάντησα ποτέ,το ήξερα οτι είχε απόλυτο δίκιο.Δεν άξιζε τα δάκρυα,ούτε τα οχτώ χρόνια που σπατάλησα στο πλάι του,ήταν λίγος,πιο πολύ με πείραξε η προδοσία της Αλίκης,εκείνη με καταπάτησε,τόσοι άντρες κυκλοφορούν έξω,τον άντρα μου έπρεπε να θέλει;Άν αντί για εκείνη έβρισκα οποιαδήποτε άλλη σ εκείνο το κρεβάτι,ο πόνος θα ήταν λιγότερος,αλλα τώρα η προδοσία ήταν διπλή.
Ήταν η μόνη φίλη που είχα τα τελευταία χρόνια,ο άνθρωπος που μοιραζόμουν τα πάντα,πέρα απο τον Μάρκο.Μέσα στο μυαλό μου υπήρχε ένα χάος σκέψεων.Τι θα έκανα τώρα;Που θα πήγαινα;Δεν είχα κανένα στο κόσμο.
Πόσο ευχόμουν να είχα μια οικογένεια να γυρίσω,έναν ώμο να κλάψω,έναν άνθρωπο που θα συμμεριζόταν τον πόνο μου,που θα με καταλάβαινε.Στη ζωή μου δεν γνώρισα πολλούς ανθρώπους που ήθελαν το καλό μου,απ οτι φάνηκε και αυτοί που πίστευα πως ήθελαν το καλό μου,με μαχαίρωναν πισώπλατα.
"Στο Grand hotel.Εκεί θέλω να με πας." Του ειπε και εκείνος κούνησε το κεφάλι του.
Έβγαλα ενα χαρτομάντηλο απο τη τσάντα μου και προσπάθησα να διορθώσω το ήδη κατεστραμένο μου μακιγιάζ,μετα απο τόσο κλάμα,είχα γίνει σαν κλόουν.Ήθελα μονο ένα ζεστό μπάνιο και να ξαπλώσω σ ένα κρεββάτι.
Ένιωθα το σώμα μου να καταρρέει σιγά σιγά,δεν είχα δύναμη ούτε να σκεφτώ πλέον.
Αφού φτάσαμε έκανα να πληρώσω τον ταξιτζή αλλά δεν δεχόταν με τίποτα τα χρήματα μου,τοσο με λυπήθηκε που δεν ήθελε να τον πληρώσω.Του άφησα εκατό ευρώ στο κάθισμα και αφου τον ευχαρίστησα του είπα να τα δεχτεί γιατι εξαιτίας μου έχασε μισή βάρδια.
Μπήκα στο ξενοδοχείο και έκλεισα μια σουίτα,ήθελα να μπώ μέσα στο τζακούζι και να μείνω εκεί για πάντα.Έτσι και έκανα,έβγαλα τα ρούχα μου και χάθηκα μέσα στο ζεστό νερο.Μου έκανε τόσο χαλαρωτικό μασάζ,που σχεδόν ήμουν έτοιμη να με πάρει ο ύπνος.
Η χειρότερη μέρα της ζωής μου,έβγαλα κέρατα,έχασα τη καλύτερη μου φίλη,τράκαρα με τον χειρότερο μου εχθρό και έχασα ίσως ένα απο τα πιο σημαντικά ραντεβού της δουλειάς μου.
Οι ουρανοί σήμερα σίγουρα απεργούσαν για μένα.Τα δάκρυα πάλι άρχισαν να τρέχουν απ τα μάτια μου,ο Μάρκος ήταν η μόνη μου οικογένεια,ο μοναδικός άντρας που με άγγιξε ποτέ,ο μοναδικός άνθρωπος που αγάπησα απόλυτα στη ζωή μου.
Απο τη μέρα που τον αντίκρισα ήξερα οτι θα γίνει δικός μου,τα ξανθα του μαλλιά,το ψηλό δυνατό κορμί του,εκείνα τα γαλαζοπράσινα μάτια που μου έκαψαν τη καρδιά όταν τον συνάντησα για πρώτη φόρα,αλλά και κάθε φορά οχτώ χρόνια μετά με έκαιγαν το ίδιο.
Είχα παρατηρήσει οτι έπαιζε το μάτι του,όποτε έβλεπε μια ωραία γυναικα κοιτούσε πλαγίως και ας ήμουν μπροστά,αλλά δεν πίστευα στιγμή οτι θα μπορούσε να μου κάνει κάτι τέτοιο,μου έδειχνε την αγάπη του,μπορεί να δουλεύαμε πολύ αλλά κάναμε ταξίδια,πηγαίναμε σε εστιατόρια τα βράδια,είχαμε αρκετά συχνά επαφές και τελευταία μου έλεγε πόσο έτοιμος ένιωθε να γίνει πατέρας.
Όχι λοιπόν σε καμία περίπτωση δεν περίμενα να γίνει αυτό που έγινε σήμερα. Η καρδιά μου ματώνει όταν η εικόνα που είδα,περνάει μπροστά απο τα μάτια μου ξανά και ξανά.
Τον σιχαίνομαι που κατέστρεψε όσα χτίσαμε μέχρι σήμερα για το μουνί της Αλίκης.Θα τον καταστρέψω,όσο ζώ το ορκίζομαι στον εαυτό μου οτι επαγγελματικά δεν θα κάνει αυτό που αγαπάει,φυσικά θα του τα πάρω όλα στο διαζύγιο,έτσι κ αλλίως τα περισσότερα τα αποκτήσαμε μετά το γάμο,ακόμα και το σπίτι μας θα του πάρω,για να το βάλω φωτιά και να το κάψω.
Ναι,αυτό θα κάνω,μόνο έτσι θα ησυχάσει η ψυχούλα μου που πονάει αυτή τη στιγμή,μόνο με την εικόνα του να σέρνεται και να με παρακαλάει να τον λυπηθώ.
*******
Οι ημέρες περνούσαν και με έβρισκαν ξανά και ξανά σ ένα δωμάτιο να κλαίω τη μοίρα μου και να σκέφτομαι τι θα κάνω με τη ζωή μου. Στην εταιρία δεν μπορώ να γυρίσω ποτέ ξανά,λεφτά έχω,αλλά όχι τόσα για να ξανα ξεκινήσω κάτι δικό μου απο το μηδέν.Έπρεπε να σκεφτώ και να σκεφτώ τόσο σωστά το κάθε μου βήμα ώστε κάθε δικό μου που πάει εμπρός,να πηγαίνει εκέινον δύο πίσω.
Δεκα πέντε μέρες μετά και δεν είχα βγεί ούτε λεπτό απ τη σουίτα μου,έτρωγα ελάχιστα και κάπνιζα και έπινα πολύ,σίγουρα θα έχω χάσει δύο τρία κιλά ως τώρα.Σηκώθηκα και αντίκρισα στον καθρέφτη μια κακή απομίμηση του εαυτού μου,τα μακριά μαύρα μαλλιά μου ήταν μπλεγμένα και μετα βίας έφταναν ώς τη μέση μου απ τους κόμπους,τα μάτια μου ήταν θαμπα και οι μαύροι κύκλοι έκανα πάρτυ απο κάτω,το σώμα μου αδύναμο και πολυ αδυνατισμένο.
Εκείνη τη στιγμή με λυπήθηκα και εγω η ίδια,έπρεπε να βγω και να αντιμετωπίσω τη ζωή όσο και αν δεν το ήθελα,μπήκα έκανα ένα μπάνιο,και αφού έφαγα ένα καλό πρωινό στο δωμάτιο μου,άρχισα να βάφομαι,αφου τελείωσα με το μακιγιάζ μου κοιτάχτηκα στον καθρέφτι και είδα δείλα να εμφανίζεται λίγο απο το πράσινο χρώμα των ματιών μου.
Δεν είχα ρούχα όμως,έπρεπε να βγω να ψωνίσω οπότε αναγκαστικά φόρεσα τα ίδια και ξεχύθηκα στους δρόμους της πανέμορφης Θεσσαλονίκης,η άνοιξη ήταν πάντα η αγαπημένη μου εποχή σ αυτή τη πόλη,βαφόταν στα πιο όμορφα χρώματα και μια βόλτα στη νύμφη του θερμαικού αρκούσε για να νιώσω καλύτερα.
Αφου έφαγα όλο το πρωινό και όλο το μεσημέρι σε ατελείωτο shopping therapy και βόγκηξα τη κάρτα του μακαρίτη(έτσι τον αποκαλούσα όλες αυτές τις μέρες μου έδινε περισσότερο κουράγιο),γύρισα στο ξενοδοχείο και αποφάσισα σήμερα να βγώ απο τη σπηλιά μου το βράδυ και να ξεδώσω.
Το είχα απόλυτη ανάγκη.
Αφου έκανα το χαλαρωτικό μου τζακούζι,φόρεσα ένα φόρεμα μπλέ σκούρο,στενό μέχρι το γόνατο.Το πανω μέρος μπροστα ήταν κλειστό ως το λαιμό μου και η πλάτη μου ήταν ανοιχτή ως τη μέση μου,έβαλα ψηλά ασημί πέδιλα και μάζεψα τα μαλλιά μου σε μια αυστηρή αλογοουρα που έφτανε ως τη μέση της πλάτης.Φόρεσα μια αλυσίδα που κατέληγε στη ραχοκοκκαλιά μου και το ρολόι μου,αποφάσισα πως δεν ήθελα να βαφτώ έντονα,οπότε έκανα ένα απαλό βάψιμο στα μάτια μου κ έβαλα μάσκαρα στις ήδη πυκνές και μεγάλες βλεφαρίδες μου και φόρεσα ένα απαλό μπέζ κραγιόν στα σαρκώδη χείλη μου.
Κοιτάχτηκα στο καθρέφτη μου και η εικόνα που είδα ικανοποίησε το εγώ μου σε μεγάλο βαθμό.Αυτό που είχα δει το πρωί με ταρακούνησε τόσο που κατάλαβα οτι ήταν καιρός να ξυπνήσω,δεκαπέντε μερες ήταν αρκετές για πένθος.
Πόνεσα,έκλαψα,θρίνησα,χτυπήθηκα στα πατώματα αλλά ήρθε ο καιρος να δεί τι έχασε και αυτό σε καμία περίπτωση δεν ήταν μια γυναικούλα που μυξοκλαίει σ ένα δωμάτιο.Σε όλη μου τη ζωή ήμουν πολύ περίφανη για να κρυφτώ τώρα απο τον Μάρκο Χατζηαργύρη.
Μπήκα στο ασανσέρ και αποφάσισα πριν ξεχυθώ στα στενά της πόλης και αποφασίσω που θέλω να τα πιω,να φάω ένα ωραίο βραδινό,κατέληξα στο εστιατόριο του ξενοδόχειου και κάθισα σ ένα τραπέζι κοντά στη τζαμαρία για να χαζεύω τη θέα της πόλης.H lounge μουσική που έπαιζε ήταν απίστευτα ταιριαστή με την ατμόσφαιρα του εστιατορίου.
Κοίταξα το μενού και αποφάσισα πως ήθελα να φάω πένες με λαχανικά και να πιω ένα ποτήρι κόκκινο κρασί στην υγειά του μαλάκα που παντρεύτηκα,φυσικά και όλες αυτές τις μέρες πλήρωνα τα πάντα με τις πιστωτικές του κάρτες,έπρεπε να καταλάβει πως αυτό το κέρατο θα το πλήρωνε πολύ ακριβά.
Το φαγήτο μου ήταν απίστευτα νόστιμο αλλά και να μην ήταν πάλι θα το εξαφάνιζα,αφού είχα να φαω κανονικό γεύμα τουλάχιστον μισό μήνα πριν.
Άναψα ένα τσιγάρο και απολάμβανα το κρασί μου κοιτόντας έξω όταν ένιωσα δυο μάτια απέναντι μου να είναι καρφωμένα πάνω μου.Κοίταξα με το πιο προκλητικό μου βλέμμα,αλλά αυτό που αντίκρισα με άφησε άναυδη.
Όχι και εδω εσυ...ήταν η πρώτη μου σκέψη όταν τον κοίταξα.Το βλέμα του ήταν τόσο σαγηνευτικό,με κοιτούσε έτσι,που άρχισα να νιώθω άβολα και αναδεύτικα στη καρέκλα μου.Γύρισα το βλέμμα μου αστραπιαία πάλι εκεί που έβλεπα πριν τον κοιτάξω,η φιγούρα του όμως ήταν ξεκάθαρη στο οπτικό μου πεδίο.
Αντιλύφθηκα οτι σηκώθηκε και μέσα μου ευχόμουν να είναι γιατί θέλει να φύγει.Είχε άλλα σχέδια όμως,η καρδια μου άρχισε να χτυπάει δυνατά στο στήθος μου και οι παλμοί μου να ανεβαίνουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα όταν αντιλήφθηκα πως έρχεται προς το μέρος μου.
ΌΧΙ ΘΕΕ ΜΟΥ ΜΗΝ ΜΟΥ ΤΟ ΚΑΝΕΙΣ ΑΥΤΟ.ΟΧΙ ΑΥΤΟΝ.
Θα ήθελα τη γνώμη σας και τη στήριξη σας αν σας αρέσει η ιστορία μου,θα μου έδινε την ώθηση να συνεχίσω να γράφω με μεγαλύτερο πάθος.Πως σας φαίνεται ως τώρα;
Δέσποινα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top