Κεφάλαιο 14 Ειναι τρελός
Εκείνος με κοιτούσε κάπως έτσι
Ενώ εγώ ήμουν κάπως έτσι
"Είσαι τρελός;" Αναφώνησα και κατέβασα το κρασί μου μονομιάς.
"Να έρθω ως τι;" Τον ρώτησα και γελούσα ενώ ταυτόχρονα ήθελα να κλάψω.
"Ω έλα τώρα μην κάνεις σαν παιδί που αποζητά τίτλους. Έλα ως ότι θες,εγώ πάντως θα σε παρουσιάσω ως κορίτσι μου." Μου απάντησε και άρχισα να γελάω σατανικά σχεδόν.
"Ναι μόνο που το κορίτσι σου, τεχνικά,είναι παντρεμένη,με ΑΛΛΟΝ. Άσε που δεν είμαι το κορίτσι σου!" Του είπα προσπαθώντας να κρατήσω το ύφος μου σοβαρό με δυσκολία.
"Δεν είσαι;" Με ρώτησε και γύρισε όλο του το σώμα προς τη δική μου μεριά.
"Είμαι;" Ανασήκωσα το φρύδι μου και τον κοίταξα σχεδόν ειρωνικά, γυρνώντας και εγώ το σώμα μου προς το δικό του.
"Αρκεί να το θέλεις όσο εγώ." Μου είπε και σήκωσε και εκείνος το δικό του φρύδι.
Κάθισα ξανά πίσω στη καρέκλα και πέρασα το χέρι μου μέσα από τα μαλλιά μου.
"Είναι πολύ νωρίς για κάτι τέτοιο Άγγελε.Αν το θέλεις θα έρθω,ως συνεργάτιδα σου,δεν μπορώ να μπω σε αυτή τη διαδικασία τόσο σύντομα,σε παρακαλώ κατάλαβε με."
Του είπα αφήνοντας την αναπνοή μου ελεύθερη.
Η αλήθεια είναι πως με τρόμαζε η ιδέα να γνωρίσω την οικογένεια του γιατί πολύ απλά εγώ δεν είχα ποτέ μια. Δεν ξέρω τι να πω και πως να συμπεριφερθώ. Ακόμα και με τους γονείς του Μάρκου είχα τόσο τυπικές σχέσεις, που δεν είχαν έρθει καν στο γάμο μας. Τους είχε δώσει διπλό χτύπημα με την στροφή στην καριέρα του και τη σχέση του μαζί μου,την οποία φυσικά δεν ενέκριναν.
Την ορφανή θα πάρεις;Εσύ,ένας Χατζηαργύρης; Ήταν τα λόγια της μητέρας του,όταν άκουσε για εμένα,χωρίς φυσικά να με γνωρίσει.
"Εντάξει κορίτσι μου,μην στεναχωριέσαι. Αν δεν θέλεις δεν πάμε καθόλου." Μου είπε κατεβάζοντας τα μούτρα του και μέσα μου μαύρισε η ψυχή μου. "Αν και ήδη τους έχω πει πως θα πάμε και μας περιμένουν. Ειδικά η μητέρα μου,θέλει πολύ να σε γνωρίσει." Συνέχισε τη πρόταση του μόλις με είδε να λυγίζω για λίγο.
"Θα σε σκοτώσω." Του είπα και εκείνος γέλασε δυνατά, δείχνοντας μου το πανέμορφο χαμόγελο του.
Όσο τον κοιτούσα,τόσο τον ερωτευόμουν περισσότερο.
Του χαμογέλασα ηττημένη,καθώς ήξερα πως ότι και να μου ζητούσε αυτός ο υπέροχος άντρας που είχα δίπλα μου,είμαι σίγουρη πως στο τέλος θα το έκανα μόνο και μόνο να τον βλέπω να χαμογελάει.
Κι ας φοβόμουν βαθειά μέσα μου,ότι κάτι θα γίνει και θα ξυπνήσω από το όνειρο που ζούσα δίπλα του.
Αμέσως φώναξε τον σερβιτόρο,ζητώντας τον λογαριασμό ενω με αγριοκοίταξε όταν έκανα την κίνηση να πιάσω την τσάντα μου και εγώ την ξανά άφησα κάτω δεύτερη φορά ηττημένη μέσα σε λίγα μόλις λεπτά.
Αφού πλήρωσε,σηκωθήκαμε και εκείνος ήρθε δίπλα μου και μου έκλεισε το χέρι μέσα στο δικό του χαμογελώντας.
"Άγγελε,τι σου είπε μετά το χορό μας η Βαλέρια;" Τον ρώτησα διστακτικά και εκείνος με κοίταξε χωρίς να σταματήσει να χαμογελά.
"Είσαι σίγουρη πως θέλεις να σου πω; Δεν υπάρχει λόγος να χαλάσουμε τη διάθεση μας." Μου είπε και έσφιξε το χέρι μου περισσότερο.
"Δεν θα μου χαλάσει τίποτα τη διάθεση. Πες μου." Του πρόσταξα βέβαιη ότι του έλεγα ψέματα.
"Τα γνωστά Διδώ." Μου είπε και σταμάτησε να χαμογελάει αμέσως αλλάζοντας τελείως έκφραση στο πρόσωπο του. " Μου έκανε σκηνή,σαν να ήμασταν ακόμη μαζί."
Περίμενα πως θα άκουγα κάτι τέτοιο,μα δεν μπορούσα να χωνέψω το θράσος που είχε αυτή η κοπέλα,όπως και να μη σκεφτώ το ποσό θα ταίριαζε με τον Μάρκο,που ήταν τόσα χρόνια ερωτευμένος μαζί της πίσω από τη πλάτη μου.
Φτάσαμε στο αυτοκίνητο και μου άνοιξε τη πόρτα να μπω μέσα. Κάθισα στη θέση του συνοδηγού και ακούμπησα το κεφάλι μου πίσω. Εκείνος μπήκε μέσα και έβαλε το χέρι του πίσω από το κεφάλι μου τραβώντας με κοντά του,τα χείλη μας σε απόσταση χιλιοστών.
"Δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι για τίποτα. Είμαι τρελός και παλαβός για εσένα και μόνο κορίτσι μου." Μου είπε και τα χείλη μας ενώθηκαν,ενώ εκείνος βάθυνε το φιλί μας όλο και πιο πολύ, κόβοντας μου την ανάσα.
Οι γλώσσες μας ενώθηκαν και τα χέρια του με τράβηξαν ακόμα πιο κοντά του,σχεδόν πάνω του,καθώς το ένα ήταν πίσω από το κεφάλι μου ενώ το άλλο χαμηλά στη μέση μου.
Έβαλα το χέρι μου πάνω στο στήθος του και τραβήχτηκα απαλά προς τα πίσω.
"Ξεκίνα όμως,γιατί μας βλέπω να στήνουμε για τα καλά τους γονείς σου." Του είπα ευδιάθετα και κοίταξα το δρόμο. Τα μάτια του μείνανε καρφωμένα πάνω μου για λίγο και έπειτα γύρισε έβαλε μπρος τη μηχανή και ξεκινήσαμε.
Σε όλη τη διαδρομή είχα άγχος, σκεφτόμουν τι θα τους πω,μα κυρίως τι τους έχει πει εκείνος για εμένα. Το χέρι του χάιδευε απαλά το πόδι μου,ενώ εγώ προσπαθούσα με νύχια και με δόντια να μην καταλάβει την αγωνία μου. Στο μυαλό μου για δευτερόλεπτα ήρθε ο Μάρκος. Από χθες το βράδυ είχα μια ιδέα και την δούλευα στο κεφάλι μου συνεχώς.
Το κακό με την ιδέα μου,ήταν ότι θα θύμωνε ο Άγγελος,να δεν άντεχα περισσότερο,ήθελα να πάρω κάποιες απαντήσεις και δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να μου τις δώσει ο ίδιος.
"Φτάσαμε.'' μου είπε και έβγαλε από το μυαλό μου κάθε σκέψη. Οι γονείς του μένανε σε γνωστό προάστιο της Θεσσαλονίκης,καθώς ο πατέρας του,του είχε δώσει τα ηνία της εταιρείας και αποσύρθηκε.
Το σπίτι ήταν πραγματικά πανέμορφο,φυσικά είχε συνηθίσει το μάτι μου στη πολυτέλεια δίπλα στο Μάρκο όλα αυτά τα χρόνια,μα τίποτα που είχε να κάνει με υλικά αγαθά όπως βίλες και εξοχικά,δεν με ενθουσίασε ποτέ μου.
Είχε σουρουπώσει και τα φώτα όλα ήταν αναμμένα,οι καμάρες στο μπαλκόνι έδιναν μια πιο δεσποτική αίσθηση στο οίκημα και η τεράστια είσοδος με τα ψηλά δέντρα δεξιά και αριστερά έμοιαζε πολύ όμορφη,κοντά στον ολάνθιστο κήπο.
Όσο προχωρούσαμε προς τη πόρτα η καρδιά μου είχε αρχίσει να χτυπάει δυνατά και να σκέφτομαι τρόπους διαφυγής,μα βέβαια αυτό ήταν ακατόρθωτο.
"Καλώς τους." Ακούστηκε μια γυναικεία φωνή και για κάποια δευτερόλεπτα σταμάτησα να αναπνέω,ενώ πάθαινα μια μίνι κρίση πανικού.
Μια ψηλή,ξανθιά γυναίκα εμφανίστηκε μπροστά μας,χαμογελώντας με υπέροχα κατάλευκα δόντια και μπλε μάτια,έμοιαζε κοντά στα πενήντα εμφανισιακά και ήταν πολύ περιποιημένη.
Αγκάλιασε τον Άγγελο και μετά γύρισε προς το μέρος μου και μου χαμογέλασε ζεστά.
"Εσύ πρέπει να είσαι η Διδώ." Μου είπε και εγώ πήγα να της δώσω το χέρι μου,μα εκείνη με τράβηξε και με αγκάλιασε. " Έχω ακούσει τόσα πολλά για σένα,χαίρομαι που επιτέλους σε γνωρίζω." Μου είπε και εγώ αγριοκοιταξα πάνω από τον ώμο της τον Άγγελο που τον είχε πιάσει φλυαρία μιλώντας για μένα στους γονείς του.
"Και εγώ χαίρομαι πολυ που σας γνωρίζω κυρία Αλεξίου." Είπα έχοντας να πάρω αναπνοή τα τελευταία δέκα λεπτά.
"Ω,λέγε με Κάτια καλή μου και προς θεού,μίλα μου στον ενικό." Μου απάντησε και αισθάνθηκα πως ήθελα να ανοίξει να με καταπιεί.
"Εντάξει λοιπόν,χαίρομαι που σε γνωρίζω Κάτια." Είπα έτοιμη να λιποθυμήσω.
"Ελάτε,πάμε μέσα,που μας περιμένει ο Ιάκωβος." Μας πρόσταξε ευγενικά και εμείς ακολουθήσαμε.
Καθώς προχωρούσαμε στην είσοδο,το μάτι μου έπεσε πάνω σε δύο πορτρέτα μικρών αγοριών που δέσποζαν στο διάδρομο,μέσα σε καταπράσινα τοπία και τα δύο.
"Ο Άγγελος και ο Λαυρέντης." Μου ψιθύρισε η μητέρα του,σαν να διάβαζε την απορία μέσα στο κεφάλι μου. "Πόσο γρήγορα περνάει ο καιρός." Συμπλήρωσε και χαμογέλασε κοιτώντας το γιο της.
Ο Άγγελος είχε το χέρι του ακουμπισμένο απαλά στη μέση μου καθώς προχωρούσαμε και βρισκόταν δίπλα μου. Τον κοίταξα και εγώ διακριτικά που φαινόταν χαλαρός και ξέγνοιαστος και ένιωσα τους μύες στο σώμα μου να χαλαρώνουν.
Μπαίνοντας στο τεράστιο σαλόνι τους,ο πατέρας του μας περίμενε όρθιος.
"Καλώς τους." Αναφώνησε και προχώρησε λίγα βήματα προς το μέρος μας. "Καλώς ήρθες Διδώ, χαίρομαι πολύ που επιτέλους σε γνωρίζω." Μου χαμογέλασε και μου έπιασε το χέρι και με τα δυό του χέρια και το έσφιξε ζεστά.
"Καλώς σας βρήκα κύριε Αλεξίου, παρομοίως." Του είπα και μιμήθηκα τη κίνηση του.
"Πώς είσαι μπαμπά;" Ρώτησε ο Άγγελος και ο πατέρας του τον αγκάλιασε.
"Καλύτερα γιέ μου, αναρρώνω, αν και η μητέρα σου με καταπιέζει πολύ τώρα τελευταία με τις γνωστές υπερβολές της." Του απάντησε και ο Άγγελος γέλασε ενώ η μητέρα του στριφογύρισε τα μάτια της.
Εγώ έμεινα άγαλμα,να παρακολουθώ τη συζήτηση,καθώς δεν είχα ιδέα πως ο πατέρας του είχε πάθει κάτι και πως ανάρρωνε.
"Έλα τώρα,σε προσέχει και με το παραπάνω η μαμά." Του είπε ο Άγγελος και η μητέρα του πετάχτηκε εμφανώς εκνευρισμένη.
"Ο γνωστός πατέρας σου παιδί μου,πάντα καταπιέζεται όταν τον φροντίζεις με αγάπη. Ελάτε να καθίσουμε γιατί θα πει και άλλα. " Είπε κοιτώντας εμάς και μου έκλεισε το μάτι.
Καθίσαμε στους λευκούς καναπέδες και ο Άγγελος βολεύτηκε δίπλα μου ενώ οι γονείς του απέναντι μας.
Ήταν όμορφο να βλέπω μια οικογένεια αγαπημένη,να μιλούν και να πειράζουν ο ένας τον άλλον,κάτι που για μένα ήταν όνειρο ζωής.
"Διδώ,έμαθα τα κατορθώματα σου στην εταιρία και είμαι τρομερά εντυπωσιασμένος από την συμφωνία που έκλεισες.Ο Άγγελος είχε μιλήσει με τα καλύτερα λόγια για σένα και βεβαιώθηκα πως είχαν βάση.Μπραβο σου." Μου είπε και με κοίταξε χαμογελαστός.
Ήταν πολύ ευγενικός και όμορφος άντρας για την ηλικία του,με γαλανά μάτια και γκρίζα μαλλιά,που του απέδιδαν μιαν αδιαμφισβήτητη γοητεία.
"Σας ευχαριστώ πολύ,ο στόχος μου είναι να φτάσω την εταιρία ψηλά και πιστέψτε με,δεν έχω βάλει στόχο στη ζωή μου που να μην φτάσω." Του απάντησα με ικανοποίηση και εκείνος κούνησε το κεφάλι του συμφωνώντας μαζί μου,ενω ο Άγγελος μου χάιδεψε απαλά τη πλάτη.
"Έμαθα ο χορός της εταιρίας φέτος ήταν πολύ ωραίος,όπως επίσης ότι εμφανίστηκες εκεί με τη Βαλέρια." Στράφηκε προς το γιο του και ένιωσα το χέρι του Άγγελου να σκληραίνει στη πλάτη μου,ενώ μια σπίθα στα μάτια του πατέρα του, έκρυβε ολοφάνερα την ελπίδα.
Η διάθεση μου ξαφνικά χάθηκε, παρέα με το χαμόγελο μου. Δεν εξεπλάγην όμως,περίμενα πως οι γονείς του θα ήλπιζαν ο Άγγελος να είναι μαζί της ξανά, εφόσον δεν γνώριζαν την αλήθεια.
"Ιάκωβε..." Πήγε να μιλήσει η μητέρα του μα ο Άγγελος την έκοψε.
"Πατέρα τα έχουμε πει,δεν εμφανίστηκα μαζί της,απλώς έτυχε να φτάσουμε την ίδια στιγμή. Τελεία." Του απάντησε αγριεμενα ενώ εγώ ένιωσα άβολα και αναδευτηκα στη θέση μου.
"Τι λέτε,δεν πάμε να απολαύσουμε το βραδινό μας γεύμα πριν κρυώσει; " Είπε η μητέρα του και σηκώθηκε κάνοντας μου νόημα να ακολουθήσω και με έπιασε από το μπράτσο οδηγώντας με στο τραπέζι. Το μάτι μου είχε κολλήσει πίσω στον Άγγελο που είχε αρχίσει να μιλάει με τον πατέρα του πιο έντονα,μα δεν μπορούσα να ακούσω τι έλεγαν καθώς απομακρυνόμουν.
"Μη σε στεναχωρούν αυτά,ένα χαζό καπρίτσιο του άντρα μου είναι με τον παιδικό του φίλο. Όπως κοιτάζει εσένα ο γιός μου,δεν κοίταξε ποτέ καμιά. Άκουσε τα λόγια της μάνας που τον γέννησε... " Μου είπε και έμεινα να την κοιτάζω αιφνιδιασμένη,χωρίς να μπορώ να αρθρώσω λέξη.
"Τι λες θα με βοηθήσεις με τα πιάτα; " Συνέχισε με το γλυκό χαμόγελο της και εγώ απλώς έγνεψα καταφατικά, παρακαλώντας να ανοίξει το πάτωμα της κουζίνας και να με καταπιεί.
Αφού τη βοήθησα και τοποθετήσαμε τα υπέροχα φαγητά στο τραπέζι,μας ακολούθησαν ο Άγγελος με τον πατέρα του,που πλέον γελούσαν με κάτι που έλεγαν μεταξύ τους και χαλάρωσα αρκετά. Το γεύμα ήταν πεντανόστιμο και η ατμόσφαιρα είχε ελαφρύνει,καθώς ο Άγγελος συζητούσε πιο πολύ με τον πατέρα του για την εταιρία,ενώ εγώ με τη μητέρα του κάναμε γενικές συζητήσεις και της απάντησα σε κάποιες διακριτικές ερωτήσεις που μου έκανε για τη ζωή μου.
Η ώρα είχε περάσει ευχάριστα και αφού βοήθησα τη Κάτια να μαζέψουμε το τραπέζι,κάτι που η ίδια δεν ήθελε καθόλου μα εγώ επέμενα,ο Άγγελος με ρώτησε αν ένιωθα κουρασμένη και ήθελα να φύγουμε. Του απάντησα καταφατικά και μετ' από περίπου μισή ώρα σηκώθηκε όρθιος και εγώ ακολούθησα ενώ οι γονείς του μας έλεγαν να καθίσουμε λίγο ακόμα.
"Αύριο πρέπει να πάμε στη εταιρία μητέρα,έχουμε το τελικό ραντεβού με τους μετόχους και πρέπει να ξεκουραστεί και η Διδώ." Δικαιολογήθηκε ο Άγγελος για εμένα και κατευθυνθήκαμε προς την έξοδο με εκείνους να μας ακολουθούν.
"Σας ευχαριστώ πολύ για το όμορφο δείπνο." Τους ευχαρίστησα γλυκά, εννοώντας κάθε μου λέξη,καθώς παρόλο το σχόλιο του πατέρα του,είχα περάσει πολύ όμορφα.
"Είσαι ευπρόσδεκτη στο σπίτι μας, όποτε θελήσεις Διδώ." Μου είπε ο πατέρας του και μου χάιδεψε τον ώμο, κάνοντας με να νιώσω πιο χαλαρή.
Αφού τους είπαμε καληνύχτα, μπήκαμε στο αυτοκίνητο σιωπηλοί και μόνο όταν χαθήκαμε από το οπτικό τους πεδίο,άφησα ασυναίσθητα έναν αναστεναγμό και ο Άγγελος γέλασε.
"Σου το είπα πως οι γονείς μου δεν τρώνε ανθρώπους, είδες; Ζεις! " Συνέχισε να γελάει δυνατά και εγώ τον χτύπησα απαλά στο μπούτι.
"Σταμάτα,πέρασα πολύ όμορφα Άγγελε, έχεις δύο υπέροχους γονείς,είσαι πολύ τυχερός." Του είπα και εκείνος με κοίταξε στα μάτια σταματώντας να γελάει.
"Πράγματι..." Μου είπε και κοίταξε πάλι μπροστά. Το χέρι του βρήκε το δικό μου. "Είμαι πολύ τυχερός." Συνέχισε και μου έσφιξε το χέρι,ενώ η καρδιά μου άρχισε να βαράει δυνατά μέσα στο στήθος μου.
Έκλεισα τα μάτια μου και μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι μου με είχε ήδη πάρει ο ύπνος,ο Άγγελος με φίλησε γλυκά και όταν άνοιξα τα μάτια μου,ένιωσα τα βλέφαρα μου βαριά.
"Πήγαινε να ξεκουραστείς,θα περάσω το πρωί να σε πάρω να πάμε μαζί στο γραφείο." Η ανάσα του ζεστή ακουμπούσε το αφτί μου.
"Δεν θα μείνεις; " Τον ρώτησα νυσταγμένη και του φίλησα τα χείλη απαλά.
"Όχι απόψε, ξεκουράσου και αύριο θα τα πούμε αύριο." Μου είπε και με φίλησε με πάθος.
Του είπα καληνύχτα και ανέβηκα πάνω στο σπίτι,που οι δαίμονες μου με περίμεναν καθισμένοι και ανυπόμονοι. Κάθισα δίπλα τους και ζύγιζα της επιλογές μου, φέρνοντας στο μυαλό μου την ιδέα που ταλάντευε το μυαλό μου όλη μέρα,κάθε φορά που κατάφερνε να εισχωρήσει και να αποδράσει η σκέψη μου για λίγα λεπτά.
Αναθεματισμένε.
Θα σε τελειώσω,μα πριν το κάνω,θα σε αντιμετωπίσω.
Έβγαλα το κινητό μου και μπήκα στη δημιουργία μηνύματος.
<<Αύριο στις πέντε,να είσαι στο γνωστό μας μέρος,πρέπει να μιλήσουμε,οι δυό μας.>>
Πάτησα την αποστολή και ξάπλωσα στο καναπέ,με τη καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή,η απάντηση δεν άργησε να έρθει.
<<Το ήξερα ότι θα σκεφτείς λογικά.>>
Τι διάβασα και άρχισα να κλαίω,δεν ήθελα να προδώσω τον Άγγελο,μα έπρεπε να το κάνω. Για μένα.
Καλημερααα,θα ανέβαζα εχθές κεφάλαιο,μα την ώρα που το έκλεινα έκανε επανεκκίνηση το κινητό μου και σβήστηκε,έτσι έκατσα και το ξανά έγραψα σχεδόν από την αρχή.
Γκρρρρ
Ελπίζω να το απολαύσατε.
Αύριο θα ανεβάσω κι άλλο.
Φιλακιαααα
Δέσποινα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top