Κεφάλαιο 13 Μαζι σου
Άνοιξα τα μάτια μου και βρήκα έναν Άγγελο ξαπλωμένο και ακουμπισμένο στον αγκώνα του να μου χαμογελάει.
"Τι έχω κάνει για να αξίζω αυτό το πρωινό μαζί σου; Θα πρέπει να ήταν πραγματικά πολύ καλό." Μου είπε και τα μάγουλα μου πήραν σίγουρα κόκκινο χρώμα.
"Καλημέρα." Του είπα και χαμογέλασα πλατιά ενώ ανασηκώθηκα και τον φίλησα.Οταν τραβήχτηκα πίσω κοίταξα το μάτι του που ήταν μελανό και λιγότερο πρησμένο. Άπλωσα το χέρι μου να το χαϊδέψω απαλά και εκείνος το έπιασε και το φίλησε.
"Καλημέρα όμορφη,μη σε νοιάζει για αυτό. Είμαι μια χαρά,όταν είσαι μαζί μου, τίποτα δεν με πονάει." Τα λόγια του ηχούσαν στ' αφτιά μου σαν μελωδία.
"Περίμενε εδώ,σου έχω ετοιμάσει κάτι." Μου είπε και κάθησα πάνω στο κρεβάτι ενώ τον έβλεπα να χάνεται από το δωμάτιο και να επιστρέφει σε λίγα δευτερόλεπτα,κρατώντας στα χέρια του ένα δίσκο με πρωινό και ένα αυτοσχέδιο λουλούδι,φτιαγμένο από χαρτί.
"Μη κοροϊδέψεις το λουλούδι μου,δεν διακινδύνευσα να βγω για να σου πάρω αληθινό,από φόβο μη ξυπνήσεις και χάσω το υπέροχο αυτό θέαμα." Μου μιλούσε και σκεφτόμουν τι έκανα εγώ,για να αξίζω έναν τέτοιο άντρα στη ζωή μου.
"Είναι πανέμορφο,δεν θα το κορόιδευα ποτέ." Του απάντησα και έπιασα τη κούπα με τον καφέ.
"Όχι μόνο καφέ,φάε και κάτι να πάρεις δυνάμεις γιατί σήμερα θα σε εξαντλήσω." Μου είπε και μου χαμογέλασε πονηρά ενώ εγώ κόντεψα να βγάλω τη γουλιά με το καφέ που μόλις είχα πιεί,απ τη μύτη.
"Όχι με αυτό τον τρόπο,αλλά μ αρέσει ο τρόπος που σκέφτεσαι κορίτσι μου." Ξανά μίλησε εκείνος και εγώ άρχισα να γελάω δυνατά.
"Είσαι πολύ όμορφη όταν χαμογελάς."
"Υπάρχει αλήθεια κάτι που να μην βρίσκεις όμορφο πάνω μου;" Του απάντησα με ενώ του χαμογελούσα σαν μικρό παιδί.
"Ότι δεν τρως το υπέροχο πρωινό που σου έφτιαξα. Φάε λίγη ομελέτα." Είπε και έπιασε το πιρούνι,και έκοψε ένα κομμάτι για να με ταΐσει.
"Είναι πεντανόστιμη. Σ ευχαριστώ."
"Τι σου είπα χθές; Δεν θέλω να με ευχαριστείς κορίτσι μου,ότι κάνω είναι γιατί το θέλω." Μου απάντησε και έκοψε μια δεύτερη μπουκιά και με τάισε.
Έπιασα το κινητό μου,που βρισκόταν δίπλα στο κομοδίνο και η σκέψη της Ράνιας ήρθε κατευθείαν στο μυαλό μου. Ξεκλειδωσα την οθόνη και είδα πως είχα πέντε κλήσεις και τρία μηνύματα.
-Που εξαφανιίτηκες και γιατί δεν το σηκώνεις;
-Διδώ όταν τα δεις πάρε με.
-Καλημέρα, ανησυχώ,αν δεν δώσεις σημεία ζωής θα έρθω από το σπίτι σου.
Και τα τρία μηνύματα και οι κλήσεις ήταν από εκείνη και κάλεσα αμέσως τον αριθμό της.
"Θα σε σκοτώσω." Ήταν οι πρώτες της κουβέντες μόλις απάντησε στη κλήση μου και εγώ άρχισα να γελάω.
"Γιατί γελάς; Ανησύχησα παρα πολύ.Που εξαφανίστηκες έτσι;"
"Καλημέρα και σε εσένα." Της απάντησα με ένα πνιχτό γέλιο.
"Απάντησε μου τώρα,τι έγινε εχθές και εξαφανίστηκες μαζί με τον Άγγελο;" Μου είπε με ένα φανερό εκνευρισμό στη φωνή.
"Είμαι καλά, αν και υπήρξε ένα άσχημο συμβάν με τον Μάρκο χθές,τελικά όλα καλά." Της απάντησα σοβαρά,καθώς ήρθε στη μνήμη μου η χθεσινή σκηνή. Κοίταξα τον Άγγελο που με κοιτούσε και εκείνος με τους μύες του σφιγμένους.
"Τι σκηνικό; Τι έκανε πάλι αυτός ο αλήτης; Θέλεις να έρθω από κει να μου τα πεις;"
"Όχι,σήμερα έχω κανονίσει,αύριο θα περάσω από το μαγαζί να πιούμε καφέ και να μιλήσουμε." Της απάντησα και ο Άγγελος μου έκλεισε το μάτι και για δευτερόλεπτα έκανα τις πιο πονηρές σκέψεις χωρίς να ακούω τη Ράνια.
"Με σκοτώνεις λίγο,αλλά θα κάνω υπομονή. Έχω και εγώ να σου πω κάτι." Μου είπε και μπορούσα να καταλάβω από τη φωνή της πως χαμογελάει.
"Σίγουρα είναι κάτι καλό γιατί ακούγεσαι κεφάτη. "
"Ναι,είναι πολύ καλό. Θα σε περιμένω αύριο και Διδώ,μη τολμήσεις να μου το ξανά κάνεις αυτό,έχασα δέκα χρόνια απ' τη ζωή μου." Μου απάντησε και ένιωσα τύψεις που σηκώθηκα και έφυγα με αυτό το τρόπο,μα δεν άντεχα λεπτό εκεί μέσα.
"Το υπόσχομαι."
Κλείσαμε το τηλέφωνο και γύρισα το βλέμμα μου στον Άγγελο,που έπινε το χυμό του και με επεξεργαζόταν.
Άφησα το δίσκο στο κομοδίνο και ακούμπησα πάνω το κινητό μου. Γύρισα το κορμί μου προς το μέρος του και τον αγκάλιασα,ενώ και εκείνος μιμήθηκε τη κίνηση μου και ξάπλωσε.
"Τι λες να φάμε πλήρη πρωινό πριν φύγουμε;" Τον κοίταξα στα μάτια με το πιο αθώο μου βλέμμα και εκείνος με ξάπλωσε και ανέβηκε από πάνω μου.
"Το ξέρεις ότι δεν μπορώ να σου αντισταθώ λεπτό,ειδικά αυτό το βλέμμα σου,με τρελαίνει." Μου είπε και άρχισε να με φιλάει στο λαιμό και να με χαϊδεύει με τα χέρια του απαλά στα μαλλιά.
"Σε θέλω, Άγγελε." Του είπα και τα χείλη μας ενώθηκαν με πάθος.
Το κορμί μου άρχισε να πάλλεται στο άγγιγμα του και εκείνος εισήλθε μέσα του, κατακτώντας κάθε του εκατοστό. Κινούταν αργά μέσα μου και δεν σταματούσε να με φιλάει.
Ένιωθα χαμηλά στη κοιλιά μου σαν κάτι να πετάει μέσα της και να μου δίνει κύματα ηδονής και ενός συναισθήματος που ένιωθα πρώτη φορά.
Αυτό που ζούσα εκείνη τη στιγμή δεν ήταν μια απλή ερωτική πράξη,ήταν έρωτας. Μου έκανε έρωτα στο κορμί και γέμιζε τη ψυχή μου με χιλιάδες συναισθήματα.
"Εγώ να δεις πόσο σε θέλω κορίτσι μου." Μου είπε αφήνοντας μικρά βογκητά δίπλα στο αφτί μου.
Οι ανάσες μας είχαν ενωθεί στον ρυθμό του και έτσι ακανόνιστες όπως ήταν,πρόδιδαν την έκρηξη που θα ακολουθούσε σε λίγα λεπτά και απ τους δύο.
Ένιωθα λες και ο χώρος είχε γεμίσει βεγγαλικά,καθώς σαν δυό ηφαίστεια είχαμε αφήσει τα κορμιά μας να ελευθερώσουν τη λάβα που τα έκαιγε από το πάθος και τον έσφιξα πάνω μου χωρίς να τον αφήσω να βγει από μέσα μου.
Ήμασταν δύο σώματα,που ενώθηκαν τέλεια σαν παζλ.
"Μπορώ να σου κάνω άγριο σεξ και ταυτόχρονα να νιώθω την ανάγκη να σου κάνω έρωτα. Τι μου χεις κάνει μου λες;" μου είπε και εγώ τον έσφιξα κ άλλο πάνω μου.
"Ότι και να μου κάνεις,με έχεις φτάσει σε ουρανούς που δεν πίστευα πως θα αγγίξω." Του απάντησα και εκείνος με φίλησε στο μέτωπο.
Μετά από ένα καταπληκτικό πρωινό,σηκωθήκαμε με δυσκολία από το κρεβάτι και αφού ετοιμάστηκα, κάναμε μια μικρή στάση στο σπίτι του για να αλλάξει ρούχα, αφού είχαμε πλυθεί μαζί στο δικό μου, επαναλαμβάνοντας για δεύτερη φορά κάτω από τη ντουζιέρα ότι είχαμε ζήσει στο κρεβάτι.
Ήμουν καθισμένη στο σαλόνι του και σκεφτόμουν πιο έπρεπε να είναι το επόμενο βήμα μου με τον Μάρκο. Ο αναθεματισμένος είχε τον τρόπο να εισχωρεί στο μυαλό μου,ακόμα και όταν περνούσα ευχάριστα με τον Άγγελο,εκείνος κατάφερνε να μπει μέσα στις σκέψεις μου και να μου χαλάσει προσωρινά τη διάθεση.
"Είμαι έτοιμος." Μου είπε ο Άγγελος ενώ ήρθε από πίσω από τον καναπέ και με φίλησε στο λαιμό,βγάζοντας το Μάρκο από το μυαλό μου έστω και προσωρινά.
"Που θα με πας λοιπόν;" Του απάντησα και σηκώθηκα πηγαίνοντας μαζί του προς το αυτοκίνητο.
"Αυτό θα το δεις όταν φτάσουμε. Θέλω να είσαι χαλαρή και να απολαύσεις τη μέρα μαζί μου. Όταν φτάσουμε θα πάμε κατευθείαν για μεσημεριανό." Μου άνοιξε τη πόρτα του σπιτιού του και βγήκαμε και οι δύο έξω.
"Εντάξει λοιπόν,θα κάνω υπομονή αλλά είμαι σίγουρη πως θα μαντέψω καθώς θα πηγαίνουμε,ξέρεις ο δρόμος έχει και πινακίδες!" Γέλασα δυνατά και εκείνος με μιμήθηκε.
"Μη με αναγκάσεις να σου δέσω τα μάτια."
"Θα ήταν άσκοπο να μου τα δέσεις στο αυτοκίνητο,ενώ δεν το έκανες πιο πριν." Του απάντησα πονηρά και του έκλεισα το μάτι.
"Με προκαλείς απροκάλυπτα,αλλά θα αντισταθώ γιατί θέλω πολύ να σε πάω εκεί." Μου έκλεισε και εκείνος το μάτι και μπήκαμε μέσα στο αυτοκίνητο του.
Η διαδρομή ήταν όμορφη και πριν το καταλάβω είχαμε βρεθεί σε ένα γραφικό χωριό της Βορείου Ελλάδος,καθώς κάναμε συζητήσεις περί ανέμων και υδάτων,χωρίς να αναφερθεί κανείς από τους δύο στη συζήτηση που έμεινε στη μέση.
Αφού περιπλανηθήκαμε λίγο στους δρόμους,φτάσαμε σε ένα μικρό ταβερνάκι που είχε θέα τη θάλασσα.
Αυτή η θάλασσα,πόσο τη λάτρεψα στη ζωή μου,μα πόσο τη φοβόμουν συνάμα.
Κάναμε τη παραγγελία μας και απολαμβάναμε το κρασάκι μας και την υπέροχη θέα χωρίς να μιλάμε πολύ. Έβγαλα τα τσιγάρα από τη τσάντα μου και άναψα ένα,ενώ εκείνος με κοίταξε αποδοκιμαστικά.
"Πρέπει να τη κόψεις αυτή τη κακιά συνήθεια." Μου μίλησε επικριτικά.
"Δεν είμαι φανατική καπνίστρια. Υπάρχουν περίοδοι στη ζωή μου όπως αυτή που το έχω ανάγκη. " Του απάντησα κοφτά,καθώς ποτέ δεν μου άρεσε να μου λένε τι να κάνω,είχα πλήρης επίγνωση του εαυτού μου.
"Είσαι πεισματάρα."
"Και εσύ το ίδιο."
Με κοίταξε στα μάτια και μόνο αυτό αρκούσε για να καταλάβω ότι με αυτό τον τρόπο έψαχνε να δει αν θέλω να συνεχίσουμε τη χθεσινή συζήτηση.
"Μπορείς να μου πεις τα πάντα,ο Μάρκος μόνος του έκαψε μέσα μου και το τελευταίο συναίσθημα για εκείνον,δεν θα με πειράξει ότι και αν ακούσω." Του είπα σίγουρη για ότι ξεστόμισα.
Ήπιε μια γενναία ποσότητα από το ποτό του και αφού άφησε το ποτήρι κάτω,με κοίταξε και άρχισε να μιλάει.
"Εκείνο το απόγευμα λοιπόν,τους έπιασα μαζί,δεν είχαν ολοκληρώσει τη πράξη αλλά ήταν έτοιμοι. Άνοιξα τη πόρτα του δωματίου μας και τους έπιασα να φιλιούνται. Έκλεισα τη πόρτα και κατέβηκα στο μπαρ του ξενοδοχείου. Μετά από κάποια ώρα ήρθε κοντά μου η Βαλέρια με κλάματα,ο Μάρκος φυσικά είχε γίνει καπνός.
Εκείνη με παρακαλούσε λέγοντας μου όλη την ιστορία από την αρχή,με κάθε λεπτομέρεια και τον τρόπο που τη πολιορκούσε ο Μάρκος.
Ήταν όμως μονόδρομος για μένα να τελειώσω τη σχέση μου μαζί της.
Όταν κάτι γίνεται τόσο καιρό και μου το αποκρύπτεις,σημαίνει πως μέσα σου,το θέλεις και εσύ και σου αρέσει.
Αν είχε νιώσει άβολα έστω και λίγο θα μου το είχε πει εξ αρχής."
Έκανε μια παύση και ήπιε άλλη μια γουλιά.
"Εγώ ο ανόητος ετοιμαζόμουν να της κάνω πρόταση γάμου εκείνο το διάστημα. Φυσικά γυρίσαμε πίσω την ίδια μέρα και δεν της άφησα κανένα σημάδι συγχώρεσης. Εκείνη παρακάλεσε και επέμενε πως ήταν ένα λάθος και άλλα πολλά λόγια που εγώ τα άκουγα πολύ μεγάλη υπομονή."
Στο άκουσμα της πρότασης γάμου,ένιωσα ένα τσίμπημα στο στήθος,ένα τσίμπημα ζήλειας.
"Μετά πέρασε ένας χρόνος δύσκολος,που μάζευα τα κομμάτια μου κάνοντας λάθη δεξιά και αριστερά,άφησα τη δουλειά πίσω, έπινα,πήρα όλο το βάρος πάνω μου.
Ένα μήνα μετά,σε ένα οικογενειακό τραπέζι ανακοινώσαμε το χωρισμό μας και είπα σε όλους πως εγώ δεν άντεξα τη δέσμευση. Το έκανα για χάρη του πατέρα μου. Δεν ήθελα να χαλάσει η φιλία του με τον πατέρα της Βαλέριας και αυτός είναι και ο λόγος που κρατάμε τα προσχήματα μπροστά στον κόσμο εγώ και εκείνη."
"Άγγελε.." ένιωσα τόση ανάγκη να τον αγκαλιάσω εκείνη τη στιγμή,μας ένωναν πολλά περισσότερα από όσα γνώριζα ως τώρα.
"Άφησε με να τελειώσω." Μου είπε κοιτώντας με στα μάτια και εγώ του έγνεψα καταφατικά.
"Εκείνη συνεχίζει μέχρι σήμερα να με κυνηγάει,δεν μπορεί να χωνέψει πως τέλειωσε για πάντα." Μου είπε και μας διέκοψε ο σερβιτόρος που έφερε τη παραγγελία μας. Αφού τον ευχαριστήσαμε,δεν αγγίξαμε τίποτα και ο Άγγελος συνέχισε να μου εξιστορεί.
"Διδώ όταν έμαθα τι έγινε με εσένα και τον Μάρκο τρεις μέρες μετά το ατύχημα μας,ένιωσα πως το σύμπαν,μας έφερε κοντά για κάποιο λόγο. Δεν ήταν τυχαίο που σε γνώρισα και μετά έπιασες το Μάρκο να κάνει αυτό που ήξερε να κρύβει καλά για χρόνια."
"Εγώ ζούσα στο δικό μου κόσμο τελικά..." Τον διέκοψα ενώ κοιτούσα πλέον προς τη θάλασσα και το βλέμμα μου είχε χαθεί.
"Δεν φταις εσύ. Μη κατηγορήσεις στιγμή τον εαυτό σου για όλα αυτά." Μου είπε θυμωμένα.
"Φταίω Άγγελε, γιατί το βράδυ που ήρθες και με βρήκες στο ξενοδοχείο,αφού είχα κλάψει για δεκαπέντε συνεχόμενες μέρες,είχα πάρει την απόφαση να του ψήσω το ψάρι στα χείλη,όμως στο τέλος να τον συγχωρήσω και να γυρίσω πίσω." Μίλησα χωρίς να πάρω αναπνοή.
"Όμως ήρθες εσύ και κάτι μέσα μου άλλαξε. Εσύ το άλλαξες. Για πες μου λοιπόν ποια δύναμη μας θέλει ενωμένους και γιατί; " Τον ρώτησα ενώ τα μάτια μου ήταν πλέον βουρκωμένα.
Εκείνος σηκώθηκε και ήρθε κάθησε δίπλα μου κλείνοντας με στην αγκαλιά του.
"Όποια και αν είναι αυτή η δύναμη,την ευχαριστώ..." Μου είπε και με φίλησε στο μέτωπο.
Εγώ να δεις πόσο, σκέφτηκα μα δεν το ξεστόμισα.
"Έλα να φάμε το φαγητό μας και να αφήσουμε πίσω μας όλα αυτά τα άσχημα που από τη μέρα που σε γνώρισα,δεν έχουν καμία σημασία πια. Μετά θέλω να σου γνωρίσω δύο πολύ σημαντικά πρόσωπα για μένα."
Τον κοίταξα με απορία και εκείνος μου χαμογελούσε περίεργα.
"Ποια είναι αυτά τα πρόσωπα;" Ρώτησα γεμάτη περιέργεια.
"Οι γονείς μου" μου απάντησε και κόπηκε η αναπνοή μου.
Έτσι θα σας άφηνα εγώ;
Δεν ανέβασα μια εβδομάδα και σας αποζημιώνω για την κατανόηση.
Με εκτίμηση
Δέσποινα
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top