Κεφάλαιο 1 Ραντεβού με το πεπρωμένο

Αυτή είναι μια ιστόρια που εμπνεύστηκα απο αληθινά γεγονότα που όμως δεν συνέβησαν σε μένα.Φυσικά μέσα θα υπάρχουν πολλά απο τη φαντασία μου και δεν θα ακολουθήσει σε καμιά περίπτωση τα αληθινά γεγονότα.

Ολα τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν σε εμένα και δεν θα επιθυμούσα σε καμιά περίπτωση την αναδημωσίευση ή αντιγραφή όσων γράφω σε καμιά μορφή.

θα υπάρχουν σκηνές βίας,άσχημο λεξιλόγιο και σκηνές που απευθύνονται σε ενήλικες,αν για οποιοδήποτε λόγο δεν θα θέλατε να διαβάσετε κάτι τέτοιο,καλό θα είναι να μην προχωρήσετε.

Ευχαριστώ για τον χρόνο σας.

Δέσποινα.



"Όχι ρε γαμώτο" Έβρισα μεσα απ τα δόντια μου καθώς προχωρούσα στο διάδρομο της εταιρίας και έψαχνα μεσα στη τσάντα μου το στικάκι με τη σημερινή παρουσίαση για τους νέους πελάτες.

"Μάρθααα,σου είχα στειλει μήπως αντιγραφο με τη παρουσίαση;" Είπα ξέπνοα στη γραμματέα μου,ακουμπόντας τη τσάντα μου πάνω στο γραφείο της,για να μπορώ να ψάξω καλύτερα.

"Όχι κυρία Καλιφάτη δεν μου στείλατε τίποτα." Μου είπε και σήκωσε με το δάχτυλο τα μεγάλα πατομπούκαλα πιο ψηλά στη μύτη της.

"Σκατά,πρεπει να γυρίσω σπίτι να το πάρω και να ξανά έρθω." Είπα τη σκέψη μου δυνατά και η Μάρθα με κοίταξε με μάτια ορθάνοιχτα.

"Θύμισε μου γιατί δεν σε έχω απωλήσει εσένα ακόμα,αφού εισαι παντελώς άχρηστη; Της είπα με αυστηρό τόνο και σαν να ξύπνησε απο όνειρο,γύρισε πάλι στον υπολογιστή της και άρχισε να δουλεύει. "Μετέθεσε το ραντεβού μια ώρα αργότερα,το πολύ στις δέκα θα είμαι πίσω."

"Μάλιστα κυρία Καλιφάτη." Άκουσα τη φωνή της στο βάθος καθώς έφευγα.

Ήμουν αυταρχική στη δουλειά μου,αλλά και στη ζωή μου,αν αναλογιστώ το τι πέρασα για να φτάσω εδώ που έφτασα,λίγα τους κάνω. Δούλεψα πολυ σκληρά και διάβασα πολύ σκληρότερα για να μπορώ να είμαι πρώτη των πρώτων στο επαγγελμά μου.

Διδώ Καλιφάτη,αυτή είμαι εγω.Στο άκουσμα και μόνο του ονόματος μου,τρέμουν όλοι.Πετυχημένη επαγγελματικά,πετυχημένη αισθηματικά,πετυχημένη εμφανησιακά,μου έδωσε η ζωή πολλά καλά και ας άργησε λίγο.

Γεννηθηκα απο αγνώστου προελεύσεως γονείς και μεγάλωσα παρατημένη σε ένα ορφανοτροφείο,σκληρή με έκανε η ζωή απο μόνη της,ευαισθησίες δεν χωρούσαν πουθενά.Έπρεπε απο μικρή να μάθω να 'δαγκώνω' για να μην με δαγκώσουν.

Όμως τα κατάφερα,σπούδασα μόνη μου,μένωντας σε εστίες και δουλεύοντας παράλληλα ως σερβιτόρα για να μπορώ να καλύπτω τα έξοδα μου.Στο πανεπηστήμιο γνώρισα τον άντρα μου,έρωτας με τη πρώτη ματιά,άριστος μαθητής και έξυπνος άντρας,γόης της σχολής και αθλητικός τύπος δεν άφηνε γυναίκα στο πέρασμα του όρθια.

Απο τη πρώτη στιγμή που τον είδα είπα πως αυτός ο άντρας θα γίνει δικός μου,έτσι και έγινε.Τον έριξε η εμφάνιση μου και τον κράτησε η προσωπικότητα μου.Γιός εφοπλιστή με φιλοδοξίες και όνειρα να χτίσει τη δική του αυτοκρατορία ,κόντρα στην επιθυμία του πατέρα του να αναλάβει κατευθείαν τη δική του επιχείρηση.Τα κατάφερε γιατί είχε δίπλα του το πιο δυνατό χαρτί,εμένα.

Σήμερα,έχουμε την πιο επιτυχημένη διαφημιστική εταιρία στην Ελλάδα,είμαστε παντρεμένοι δυο χρόνια,πετυχημένοι,νεόπλουτοι (εγω τουλάχιστον) και απο τα πιο ωραία ζευγάρια του Ελληνικού αριστοκρατικού κύκλου της βορείου Ελλάδος.

Μπαίνοντας στη λευκή μου bmw κάμπριο,πέταξα τις μαύρες λουμπουτέν γόβες μου στο κάθισμα του συνοδηγού,η ημέρα μου ξεκίνησε απαίσια και δεν ελπίζω να μου πάει τίποτα καλά σήμερα,πέρα απο τη παρούσιαση με το πρότζεκτ για τη διαφήμιση που είμαι σίγουρη πως θα σκίσει. Ίσως είναι και η καλύτερη ιδέα μου τους τελευταίους μήνες και είμαι πιο αισιόδοξη απο ποτέ.

Οδηγάω και έχω δυνατά το ραδιόφωνο,συνήθεια που δεν μπορώ να κόψω όταν ακούω μουσική.Dance me to the end of love μου τραγουδάει ο Leonard Cohen με τη μαγευτική φωνή του και πάνω που παω να χαλαρώσω και να ξεχάσω το πόσο στραβά ξεκίνησε η μέρα μου,ένας εκκωφαντικός ήχος απο λάστιχα που φρενάρουν απότομα στην άσφαλτο με τρομάζει και πριν προλάβω να αντιδρασω,ακούγεται το μπαμ και τραντάζομαι στο κάθισμα μου,με την αδρεναλίνη στο αίμα μου να βαράει κόκκινα και τη καρδιά μου να έχει ακουμπήσει το παρμπρίζ και να γυρνάει πίσω.

Πλαγιομετωπικά μου μια μαύρη μπένζ βγάζει καπνούς και ένας άντρας γύρω στα τριάντα με μπλέ σκούρο κουστούμι και άσπρο πουκάμισο βγήκε απ το αμάξι και με κοιτάζει,ανίκανη να κλείσω το στόμα μου απο το σόκ μένω ακίνητη και τον χαζεύω που πηγαινοέρχεται με τα χέρια στη μέση και αναθεματίζει για τις γυναίκες στο τιμόνι.

Μελαχρινός σχεδόν ιμήθεος,ψηλός,γυμνασμένος με δυο μάτια που απο την απόσταση που έχουμε μοιάζουν τόσο σκοτεινά αλλα και μπλέ σαν το βυθό της θάλασσας,μου μιλάει αλλάδεν μπορώ να ακούσω τι μου λέει γιατί είμαι σχεδόν ζαλισμένη,όχι όχι δεν χτύπησα,αλλά βλέποντας τον ζαλίστηκα με τέτοιο παρουσιαστικό.

"Παςκαλά κοπέλα μου;" Μου λεει και εγω κοιτάζω ακόμα με ανοιχτό το στόμα τη μορφή του που έφτασε δίπλα μου,με τις παλάμες του να στηρίζονται στη πόρτα μου και εγω ακόμα να κρατάω το τιμόνι."Τα αυτοκίνητα ξέρεις έχουν και φρένο,αυτές οι πινακιδούλες που γράφουν στόπ,μας λένε να σταματήσουμε,όχι να περνάμε και όποιον πάρει ο χάρος." Σταμάτησε να μιλάει και σαν να έφαγα χαστούκι στα μούτρα ξύπνησα απο την ειρωνία στον τόνο της φωνής του.

"Τι μου λες;Οταν έδινα για να περάσω τα σήματα δεν είχα τόσο έξυπνο δάσκαλο να μου τα πεί αυτα." Ε όχι να με ειρωνεύεσαι κιόλας καλέ μου,είπαμε είσαι ο πιο ωραίος άντρας που έχω δει,τα σαγόνια μου δεν μαζεύονται απο τα πατώματα,αλλά όχι ειρωνίες σ εμένα.

"Κάνουμε και πνεύμα βλέπω,δώσε μου την ασφάλεια σου σε παρακαλώ να αναλάβω τα διαδικαστικά να τελειώνουμε,γιατί ο χρόνος ειναι χρήμα και ξόδεψα αρκετό ήδη μαζί σου."Μου είπε και το αίμα μου άρχισε να βράζει.

Έτοιμη να αρχίσω τη γλώσσα του λιμανιού που τόσο καλά έμαθα στην εφηβεία μου,έρχεται στο μυαλό μου η Παρασκευή που ωρυόμουν στη Μάρθα που ξέχασε να πάρει τηλέφωνο τον ασφαλιστή μου για την ανανέωση της ασφάλειας του αυτοκινήτου και θα έπρεπε να κυκλοφορώ εως τη Δευτέρα,σήμερα δηλαδή,με φόβο μη με σταματήσουν σε μπλόκο.

"Δεν είναι δυνατόν" ψέλλισα με ορθάνοιχτα μάτια.

"Μη μου πείς." Άκουσα τη βραχνή φωνή του να λέει δίπλα μου και οι μεγάλες παλάμες του έκλεισαν σε δυό γροθιές.

"Δεν ανανεώθηκε,αλλά για να τελειώνουμε πες μου πόσα και θα σου κόψω μια επιταγή για να καλύψω τη ζημιά." Του είπα μή έχωντας άλλη υπομονή και κοιτόντας την ώρα που είχε πάει ήδη εννέα και μισή.

"Δεν μπορώ να ξέρω,δώσε μου τον αριθμό σου και θα σε καλέσω γ να σου στείλω το τσέκ όταν το τελειώσουν στο συνεργείο." Μου είπε πάλι ειρωνικά και δεν μπορούσα παρά να σκεφτώ πόσο τζέντλεμαν ΔΕΝ είναι,παρόλο που ειναι ηλίου φαεινότερο οτι είναι ευκατάστατος.

"Φυσικά,έχω μάθει να πληρώνω τα λάθη μου,μισό λεπτό να σου δώσω μια κάρτα μου"του είπα και πήρα μια μεσα απο την τσάντα μου και άπλωσα το χέρι μου να του τη δώσω καθώςμε το άλλο χέρι καλούσα την οδική βοήθεια να μαζέψει το αυτοκίνητο μου,που δεν είχα χρόνο να περιμένω.

Το βλέμμα του για μια στιγμή άλλαξε,διαβάζοντας το όνομα μου,σαν να με ήξερε και συνειδητοποίησε ποια είμαι.

Έβαλα τις γόβες μου και βγήκα απο το αυτοκίνητο να βρώ ταξί γιατί ο χρόνος έτρεχε και έπρεπε να πάρω το στικάκι μου άμεσα απο το σπίτι,η Μάρθα στο μυαλό μου ήταν ήδη απωλημένη και ανυπομονούσα να γυρίσω στο γραφείο μου να τη πετάξω έξω με τις κλοτσιές γι αυτά που τραβάω.

Δεν μπορούσα να αντισταθω όμως στην αλαζονική συμπεριφορά του ανθρώπου που μόλις είχα χτυπήσει παραβιάζοντας το στοπ και πήγα μπροστα του γεμάτη αυτοπεποιθήση να του δώσω μια ιδέα του μυαλού μου,που του αξίζε και με το παραπάνω.

"Πάντως είμαι καλά,ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σας,δεν έχω χτυπήσει πουθενά,ευτυχώς." Του ειπα με το πιο ειρωνικό μου χαμόγελο μη έχοντας ιδέα γι αυτό που με περίμενε.

"Αφου δεν έπαθα κατι εγω φυσικά και είσαι καλά,γιατί αν πάθαινα δεν θα είχες μέρος να κρυφτείς Διδώ Καλιφάτη." Αποσβολομένη με το θράσος του ενικού και αδυνατόντας να απαντήσω απ το σοκ έμεινα στύλη άλατος γι ακόμα μια φορά.

"Αν ειμαι για κάτι περίφανος,είναι οι τρόποι μου και η καταγωγή μου,θα σου συνιστούσα να κλείσεις το στόμα σου γιατί μπορεί να μπει κάποιο πτερωτό έντομο." Αν με έκοβες αίμα δεν θα έτρεχε απ τις φλέβες μου. "Αν αναρωτιέσαι,όχι δεν είμαι τόσο εξαγριωμένος έξαιτίας του ατυχήματος,αλλά γιατί απ όλο τον πλυθισμό της χώρας,έπρεπε να πέσω πάνω σου."Ο τόνος του ήταν ήρεμος αλλα και ειρωνικός,ήρθε κοντά μου και δεν μπορούσα να κάνω βήμα,εξακολουθόντας να βρίσκομαι σε σοκ.Κανείς δεν μου έχει μιλήσει τόσο απαξιωτικά οσο αυτός και γιατί ένιωθα λύπη για την άσχημη συμπεριφορά του απέναντι μου;

"Άγγελος Αλεξίου,αν σου θυμίζει κάτι το όνομα." Μου είπε και ένιωθα την ανάσα του να καίει το αφτί μου.Τραβήχτηκε πίσω και με προσπέρασε σπρωχνοντας με τον ώμο του τον δικο μου και κάνοντας με να παραπατήσω.

Κοιτούσα την πλάτη του να χάνεται χωρίς να μπορώ να σταματήσω να επαναλλαμβάνω στο μυαλό μου το όνομα που μόλις άκουσα.

"Δεν μπορεί το κερατό μου,δεν μπορεί." ειπα μέσα απ τα δόντια μου και έβαλα το χέρι μου μπροστά στο στόμα μου.Σιγουρα δεν ειναι Τρίτη και δεκατρείς; Σίγουρα δεν μου κάνει κάποιος πλάκα;

Ο χειρότερος εχθρός μου,ο άνθρωπος που μ απέφευγε και τον απέφευγα όπως ο διάολος το λιβάνι,μπροστά μου με σάρκα και οστά.

Οχι,οχι δεν μπορει...

*****

Μέσα στο ταξί έτρεμα ολόκληρη,στο μυαλό μου μόνο ένα όνομα,Άγγελος Αλεξίου.

Δεν μπορεί να έπεσα πάνω στον μεγαλύτερο ανταγωνιστή μου,στον άνθρωπο που κάθε μέρα ανταγωνιζόμουν,αλλα δεν είχα γνωρίσει ποτέ μου,ήταν CEO της αντίπαλης εταιριας απο του άντρα μου και συνέχεια έκλεβε ο ένας πελάτες του άλλου,σ αυτό το χώρο που εργαζόμαστε,ειναι δεδομένο οτι ο ένας κοιτάει να φάει τον άλλο.

Το καθίκι,άκου εκεί να μου μιλήσει έτσι,ο μισογύνης,ο σιχαμένος,ο...έλα τώρα Διδώ ποιον κοροιδεύεις;Στη σκέψη του και μόνο,καίει το δάχτυλο μου στο δεξι μου χέρι,ναι εκεί που είναι η βέρα μου. Ξύπνα,είναι εχθρός σου,είσαι παντρεμένη και πρέπει να κλείσεις αυτή τη δουλειά σήμερα για να του τη τρίψεις στα μούτρα.

Ο ταξιτζης με έβγαλε απο τις σκεψεις μου,λεγοντας μου οτι φτάσαμε,βγηκα χαμένη ακόμα απ το αυτοκίνητο να παω να πάρω το αναθεματισμένο στικάκι που ξέχασα φεύγωντας το πρωι και ήταν η αιτία για να πέσω πάνω του,του ειπα να με περιμένει γιατί έπρεπε να με παει αλλού και μπήκα στη τεράστια αυλή της βίλας.

Το μάτι μου έπεσε στο αυτοκίνητο του Μάρκου,του άντρα μου και μου φάνηκε περίεργο,καθώς όταν έφυγα για την εταιρία ήταν δήθεν βιαστικός να πάει στο δικηγόρο μας για κάτι θέματα που είχε.

Ξεκλείδωσα τη πόρτα και μπήκα στη μεγάλη σάλα,όπου ο Μάρκος ήταν άφαντος.

"Μάρ....κο;" Πήγα να φωνάξω,αλλα ενα γνωστό χαχανιτό που ερχόταν απο τον πάνω όροφο μου έκοψε τη φόρα.

Άρχισα να ανεβαίνω με μανία τη σκάλα ακολουθόντας τους ήχους που όπως αντιλήφθηκα προέρχοταν απο τη κρεβατοκάμαρα,όταν έφτασα έξω απο την πόρτα άκουσα ενα βογκητό και άνοιξα απότομα τη πόρτα.

Πόσο χειρότερα μπορούσε να γίνει η μέρα μου;Πόσο πιο γρήγορα μπορούσε να καταρεύσει όλος μου ο κόσμος; Στη θέα που αντίκρησα λίγησαν τα πόδια μου...






Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top