Κεφάλαιο 1ο
Εκείνο το βράδυ οι φρουροί είχαν συνεννοηθεί να προσποιηθούν ότι δεν κατάλαβαν την άφιξη του «αποστάτη». Άφησαν σχεδόν απροστάτευτο τον δυτικό κήπο και αποκοιμήθηκαν δίπλα στον ασβεστωμένο τοίχο του σαραγιού. Κανείς δεν έπρεπε να γνωρίζει την επίσκεψη αυτή. Κανείς δεν έπρεπε να γνωρίσει τον επισκέπτη.
Στα σκοτεινά προχωρούσαν ολόκληρο το βράδυ. Μπροστά, κρατώντας ένα μικρό φανάρι ο οδηγός και πίσω του ο άγνωστος. Χωρίς να κινήσουν τις υποψίες των πολιτών πέρασαν μέσα από την πόλη, ανάμεσα στους δρόμους της, τους μεθυσμένους περαστικούς που ξενυχτούσαν, αντίθετοι στο επιβαλλόμενο πένθος. Συνέχισαν τον δρόμο τους προσπαθώντας να τους αποφύγουν. Ο άγνωστος στάθηκε μια στιγμή πριν περάσει το κατώφλι του αρχοντικού. Σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί κάτι. Ή σαν να έλπιζε να βρει κάτι που του στερούσαν για πολλά χρόνια και πλέον το έπαιρνε πίσω. Είχε άλλωστε χρόνια να επισκεφτεί την πολιτεία, πόσο μάλλον το σαράι.
Από τα περάσματα του πύργου έφτασαν στο μουσαφίρ* οντά. Η μαυροντυμένη κυρά δεν έφυγε στιγμή από την μεγαλόπρεπη αίθουσα και ανάμενε την άφιξη του. Περπατούσε αναστατωμένη από την μία άκρη του δωματίου στην άλλη, μήπως δεν δεχόταν. Πίσω της ένας νεαρός, γύρω στα εικοσιπέντε, ντυμένος με μία πλούσια στολή, καθόταν σε ένα μαξιλάρι και προσπαθούσε να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά από την κούραση.
Ο επισκέπτης προσκύνησε πρώτα εκείνη και ύστερα τον νεαρό που σηκώθηκε από το κάθισμα για να τον υποδεχτεί. Η μητέρα με μία ελαφριά κίνηση του χεριού της έδωσε το σήμα για να σηκωθεί. Κοίταξε πρώτα τον αδύναμο άντρα και ύστερα τον γιό της. Έκανε μερικά βήματα προς το μέρος του και εκείνος χαμήλωσε το βλέμμα του. Χαμογέλασε ελάχιστα.
-Κάποτε ήσουν τόσο περήφανος, Δήμο, που ορκιζόσουν πως δεν θα σκύψεις κεφάλι σε Αγαρηνό, πόσο μάλλον σε εμένα... είπε με παράπονο.
-Χανιμεφέντι... προσπάθησε να αρθρώσει και στράφηκε στο νέο πίσω τους εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει.
Πίσω από τους τοίχους, η μικρή υπηρέτρια παρακολουθούσε τις εξελίξεις. Όχι για να τις μεταφέρει κάπου. Εξάλλου εάν την έβρισκαν να παρακολουθεί η τιμωρία της θα ήταν σκληρή, και ας ήταν προστατευόμενη. Ο ξένος σίγουρα είχε σχέση με το γράμμα που ο Σαλίχ κρατούσε στα χέρια του. Σκέφτηκε πως ίσως να μην της αποκάλυπτε ολόκληρη την αλήθεια. Έτσι στάθηκε στις μύτες των ποδιών της και περίμενε υπομονετικά.
-Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ! Ξέρεις πολύ καλά πως μπαίνεις σε μπελάδες με τα καμώματα σου! Ακούστηκε η φωνή πίσω της, σχεδόν έπεσε.
-Δεν ήθελα να ακούσω... αλήθεια... είπε χωρίς να κοιτάξει πίσω.
Η φιγούρα γέλασε και πλησίασε.
-Αφού σου υποσχέθηκα πως θα σου τα πω όλα, πλησίασε κοντά της.
-Εσύ ήσουν φίλε μου; Με τρόμαξες! Νόμιζα ότι θα μου έπαιρναν το κεφάλι.
Χωρίς να πει τίποτα άλλο την απομάκρυνε και την μετέφερε σε ένα άλλο, διπλανό δωμάτιο. Κοίταξε μια τελευταία φορά τον διάδρομο, μήπως κάποιος τους είδε και ασφάλισε διπλά την πόρτα. Πλησίασε στο τζάκι και άναψε γρήγορα την φωτιά. Η Ζουχραέ εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει. Πλησίασε και στάθηκε κοντά στην φωτιά.
-Θα μου πεις επιτέλους; επέμενε. Ποιός είναι αυτός που...
-Η κυρά σου, ο Θεός να της δίνει χρόνια, ήταν μοναχοκόρη του μπέη του Μετσόβου...
-Θα μου απαντήσεις επιτέλους, σχεδόν εκνευρίστηκε.
-Όπως είπα ήταν το μοναδικό παιδί του πατέρα της, και αν με ξανά διακόψεις θα σταματήσω! Καταλαβαίνεις, πιστεύω την ντροπή που σούρνει πίσω του ένα θηλυκό όταν είναι μοναδικό στην φάρα του. Πως δεν μπορεί να κληρονομήσει την εξουσία.
-Το γνωρίζω, αυτός είναι ο νόμος. Ο ξένος που βρίσκεται μαζί με την κυρά;
-Με την γέννηση της στο σαράι ξέσπασε ταραχή. Το πρώτο νόμιμο παιδί ήταν θηλυκό! Τι ατυχία! Οι γονιοί της προσπάθησαν ξανά, για αγόρι. Μάταια! Τι ντροπή(;). Έτσι μητέρα με κόρη «εξορίστηκαν» σε κάποιο γειτονικό χωριό. Ο πασάς προσπάθησε ξανά για γιό. Και πράγματι το κατάφερε. Μία παλλακίδα έφερε στον κόσμο δύο γιούς, αλλά η χαρά δεν κράτησε πολύ. Αρρώστησαν και πέθαναν λίγες μέρες μετά την γέννα. Από εκεί και μετά, όσα έχεις ακούσει για μωρά θηλυκά που τα πνίγουν στην γέννα είναι παραμύθια για να σας φοβερίζουν.
-Και η γυναίκα του;
-Κάποιοι λένε πως πέθανε από την θλίψη της, και άλλοι ότι ο σύζυγος της έστειλε δικό του άνθρωπο να της πάρει την ζωή. Τι σημασία έχει. Έμεινε η μικρή ΑΪσέ μόνη, χωρίς προστάτη.
Έφτασε δέκα χρονών για να επιστρέψει στην πόλη. Δέκα χρόνια για να την δεχτούν πίσω. Στο μεταξύ ήξερε ήδη να διαβάζει τα ελληνικά και τα οθωμανικά. Απίστευτο! κανείς δάσκαλος δεν δέχτηκε να την διαβάσει και η ίδια γνώριζε περισσότερα από πολλούς συνομήλικους της. Ούτε αυτό συγκίνησε κάποιο μέλος της αυλής. Έφτανε που ήταν κορίτσι. Και η μοναδική τύχη της θα ήταν ένας καλός γάμος με κάποιο εξέχον πρόσωπο, λίγα χρόνια αργότερα. Μα τι να το κάμεις; Ο Αλής στα Γιάννενα έχει ήδη δύο αρσενικά. Την στέλνει εκεί να μαθητεύσει δίπλα στην Εμινέ. Αν την ενέκρινε θα την έκανε νύφη, τουλάχιστο να κερδίσει εκεί αξιώματα. Η Εμινέ, η γλυκιά Εμινέ, την δέχεται. Της μαθαίνει ότι χρειάζεται να γνωρίζει μία άξια σύζυγος. Από το πώς να φροντίζει το νοικοκυριό μέχρι την ανατροφή των παιδιών. Για νύφη όμως δεν την θέλει. Δεν θέλει μια δεύτερη Φροσύνη. Εξάλλου τα αγόρια της βρίσκονται ήδη μακριά και η ίδια θα έμενε στα Γιάννινα. Την νοιαζόταν η Εμινέ την κυρά, πολύ. Δικό της κορίτσι δεν είχε. Και εκείνη της έτρεφε μεγάλο σεβασμό.
Εκεί, στα παλάτια του Αλή, έζησε πέντε χρόνια. Ένα χάος το χαρέμι του. Μία σωστή σφηκοφωλιά. Και τι δεν έμαθε εκεί. Δηλητήρια θες; Θες δόλο; Που και που φοβέριζαν με το μαστίγιο τις χανούμισσες. Αυτές δεν έπαιρναν ούτε από αυτό. Μοναχά τα στολίδια τους και ποια θα φάνε μετά είχαν στο νου τους. Μέσα στον φθόνο και την άσωτη ζωή του χαρεμιού το ευαίσθητο παιδί άρχισε να δίνει την θέση του σε μία απρόσωπη γυναίκα...
-Κυκλοφορούσε η φήμη ότι έβλεπε τα συμβούλια. Ψέματα;
Ο Σαλίχ γέλασε περισσότερο. Σαν να περίμενε αυτή την ερώτηση.
-Από παιδί την έτρωγε η περιέργεια. Είχε μάθει από την Εμινέ να μην αφήνει τίποτα να πέσει χάμω. Πως το κατάφερε δεν ξέρω, μα ναι! Έβρισκε τον τρόπο και τρύπωνε ανάμεσα στους τοίχους. Βοηθούσε και η ένταση που επικρατούσε. Και εκεί, μέσα στα περάσματα έμαθε μία τέχνη χειρότερη από αυτή του πολέμου. Αυτή τη σκύλα την μπαμπεσ'ά**, που άνθρωπο να στεριώσει δεν αφήνει αν πέσει στα χέρια της. Και δεν υπήρχε καλύτερος τρόπος να την μάθει από το να μαθητεύσει κοντά σε έναν εξαίρετο διπλωμάτη, όπως ο πονηρός αφέντης της λίμνης. Η ψυχή της μαύριζε μέρα με την μέρα αλλά διψούσε να ακούει τις βουλές του, τα βασανιστήρια κάθε προδότη, τον πόνο κάθε εμποδίου που έπεφτε. Μπορεί να ήθελε να πάρει την θέση των διαδόχων που χάθηκαν στην γέννα. Μπορεί να είχε μπει μέσα της η σκύλα η Χάμκω***, την ήξερε, και να έκανε δικά της σχέδια, ποιος ξέρει;
-Και... δεν την κατάλαβε κανείς; Απίστευτο!
-Δεν νομίζω. Ο Αλής σίγουρα κάτι θα είχε ψυλλιαστεί και δεν μίλαγε. Ήξερε να ζυγίζει τους ανθρώπους γύρω του, πότε έλεγαν αλήθεια, αν του ήταν πιστοί, αν έκαναν για σύμμαχοι του. Για αυτό και φρόντισε για τον γάμο της με κάποιον υπασπιστή του. Και προίκα την επαρχία βόρεια των Αγράφων. Θαρρείς τυχαία επέλεξε τούτο το δώρο; Που ειδικά τότε έβραζαν.
-Μιλάς για τον θάνατο του... δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει και έκλεισε το στόμα της.
-Έτσι, προσπέρασε την ανοησία της, η νύφη ήταν έτοιμη να εκπληρώσει το καθήκον της. Με συνοδεία αντάξια της έφυγε νύχτα από την πόλη. Με την ευχή του παλατιού και φυσικά τα δώρα του άφησε το σπίτι της. Το Μέτσοβο το είχε ξεγράψει.
-Και ο ξένος;
-Τα υπόλοιπα θα τα μάθεις αύριο. Είναι αργά και θα σε ψάχνουν. Αύριο θα τα μάθεις όλα.
*Δωμάτιο υποδοχής επισκεπτών, σαλόνι
**φωνητική τοπική ιδιομορφία
***Γεν. 1725 (Κόνιτσα Ιωαννίνων) Απ. 1792 (Τεπελένι), λιγότερο γνωστή ως Εσμιχάν Χανίμ, μητέρα του Αλή πασά των Ιωαννίνων
_________________________________________
Καλημέρα και Χρόνια Πολλά σε όλους!
Έχοντας εξαφανιστεί επιστρέφω με νέο (επετειακό θέλετε να πείτε;) κεφάλαιο. Ελπίζω να ξεκαθαρίζουν σιγά σιγά κάποια πράγματα♥️
Για πείτε😅 Τα νέα σας, τα παλιά σας ή κάτι σχετικό γενικότερα.
Αν σας άρεσε μπορείτε να με στηρίξετε πατώντας το αστεράκι κάτω αριστερά στην οθόνη σας. Μπορείτε επίσης να προτείνετε την ιστορία σε κάποιον φίλο σας γιατί με βοηθάει. Αυτααα🌹
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top