Εισαγωγή...
Ήταν Παρασκευή βράδυ, λίγο πριν την δύση του ήλιου. Εκείνη την ώρα συνήθιζαν να αποχαιρετούν τους νεκρούς τους, για να μπορέσουν να ακολουθήσουν τον ήλιο και να φτάσουν στον ουρανό. Ένα ποτάμι μαυροντυμένων συγγενών και υπηρετών συνόδευαν τον εκλιπόντα στην τελευταία του κατοικία, από τα τείχη της πόλης μέχρι το μουσουλμανικό κοιμητήριο, δίπλα στην λύμνη. Η ομίχλη, σιγά σιγά, ανέβαινε με τις προσευχές του όχλου στον ουρανό και η υγρασία τρεμούλιαζε το άγρυπνο, από την προηγούμενη μέρα, πλήθος.
Και ψηλά, πάνω στα τείχη μια μαυροντυμένη φιγούρα, με κρυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου της και την συνοδεία της, να παρακολουθεί την πομπή. Οι περαστικοί έσκυβαν και προσκυνούσαν σαν περνούσαν από μπροστά της και ύστερα έφευγαν βιαστικά, μην τυχόν και ενοχλήσουν την χήρα και τιμωρηθούν για αυτό. Την φοβόντουσαν, πόσο μάλλον όταν δεν ήταν στις καλές της. Μαύρη ψυχή. Αλίμονο στον άτυχο που θα έκανε το λάθος. Δίπλα της δύο γυναίκες, υπηρέτριες, η μια συνομιληκή της, ένα κοριτσάκι, μόλις 18 χρονών, και πίσω τους τέσσερεις στρατιώτες, βαριά οπλισμένοι, και ένας ευνούχος, έμπιστος της.
Με το τέλος της πομπής η γυναίκα γύρισε στην ακολουθία της και πρόσταξε την επιστροφή. Μια άμαξα, με κλειστή οροφή την περίμενε στις σκάλες των τειχών. Ο αμαξάς, φορώντας μια μαύρη στολή, άνοιξε την πόρτα και γονάτισε, έτσι ώστε να σχηματίσει ένα αυτοσχέδιο σκαλοπάτι για να ανέβει η κυρία του. Εκείνη, σχεδόν αδιάφορα πάτησε πάνω του και κρύφτηκε πίσω από τις κουρτίνες του οχήματος. Ο οδηγός επέστρεψε στην θέση του και γρήγορα εξαφανίστηκαν.
Έφτασαν έξω από το διοικητήριο. Το επιβλητικό αρχοντικό είχε και αυτό μαυροφορεθεί ως ένδειξη πένθους. Σε λίγο θα τελείωνε αυτό το θέατρο, θα μπορούσε να απομονωθεί. Βιαστικά πετάχτηκε από την άμαξα και σχεδόν έτρεξε στον οντά της. Πέταξε γρήγορα το πανωφόρι της και πλησίασε το παράθυρο.
Κοίταξε μια τελευταία φορά την πόλη και ύστερα στράφηκε στο γραφείο που βρισκόταν στα δεξιά της. Η προσοχή της στράφηκε στην σφραγίδα του νεκρού άντρα της, ένα τεράστιο δαχτυλίδι. Το πήρε στο χέρι της και το επεξεργάστηκε. Ένα ειρωνικό γέλιο της ξέφυγε. Ο... "σπουδαίος" Φατίχ, ο λύκος της Ρούμελης, βρισκόταν κάτω από το χώμα, ανίκανος πλέον να κάνει οτιδήποτε. Πέταξε το δαχτυλίδι στο πάτωμα και με το πόδι της το διέλυσε. Αυτό του άξιζε. Και επίσημα ήταν παρελθόν. Μια ανάμνηση ή ακόμα καλύτερα μια φήμη στις σελίδες της ιστορίας.
Με γρήγορες κινήσεις έψαξε τα συρτάρια του γραφείου. Ήθελε να εξαφανίσει οτιδήποτε δικό του. Χαρτιά, αντικείμενα, υπογραφές. Όλα θα καταστρέφονταν. Όλα θα ανήκαν στο παρελθόν μαζί του. Ακόμα και κάτω από το κρεβάτι έψαχνε, ίσως για κάποιο ξεχασμένο πασούμι. Τόση μανία είχε.
Και εκεί, κάτω από ένα στρώμα σκόνης, βρήκε ένα κασελάκι ξύλινο, δώρο από τον γάμο της. Σχεδόν είχε ξεχάσει την ύπαρξη του. Φύσηξε να καθαρίσει. Προσπάθησε να το ανοίξει. Από τα χρόνια που πέρασαν, σκούριασαν τα σίδερα και δύσκολα άνοιξε. Με ένα δυνατό τρίξιμο έσπασαν και αποκαλύφθηκε ο θησαυρός που έκρυβε εικοσιπέντε χρόνια. Ένα μαχαίρι, αργυρό και σκαλιστό, σαν καινούριο και η νυφιάτικη κορδέλα της. Τόσα χρόνια, που δεν μπορούσε να τα εμφανίσει, τα ξέχασε. Νόμιζε τα είχε πετάξει, ήταν σίγουρη πως είχε διατάξει να τα εξαφανίσουν. Και σαν η σκόνη να ξεπετάχτηκε και από την μνήμη της θυμήθηκε τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια. Τα Άγραφα, τις Ράχες, τους υπερασπιστές τους, τον Δήμο, τον ευγενικό πολεμιστή με τα γαλάζια μάτια και την αγνή ψυχή. Έναν ήρωα που μόνη του παρηγοριά ήταν το καρυοφίλι του. Κάποιον που κάποτε πρόδωσε για κάτι που δεν άξιζε. Πόναγε και μόνο στην σκέψη ότι τον πρόδωσε, ότι του πήρε ότι του είχε απομείνει. Άργησε να το καταλάβει, όταν το κατάφερε ήταν αργά.
Δίχως να χάσει καιρό καθησε στο γραφείο και άναψε το μισολιωμένο κερί. Υπό το λιγοστό φως του, έπιασε την πένα της και ξεκίνησε να γράφει σε ένα τσαλακωμένο χαρτί. Αμέσως πρόσταξε τον έμπιστο της. Ο γέρος, πλέον, Σαλίχ, ο καλύτερος της φίλος όλα αυτά τα χρόνια έτρεξε αμέσως. "Τρέξε προς την Νεράιδα εκεί που κρύβονταν παλιά οι αρματωμένοι του Χασιώτη. Και ψάξε για τον Δήμο τον Χάδο του Αρσένη και φέρε τον εδώ. Από την Αϊσέ να του πεις να καταλάβει και να του δώσεις αυτό!", έτεινε το γράμμα στο μέρος του. Εκείνος υπάκουσε και βιαστικά έφυγε.
Τράβηξε κατά το μαγεριό. Να πάρει προμήθειες και να κινήσει για τα σύνορα. Κάθησε στο τραπέζι και περίμενε την μαθητευόμενη, ακόμα, να εμφανιστεί. Εκείνη, κοριτσάκι, έτρεξε στο υπόγειο φανερά αναστατωμένη .
-Πάλι εδώ και εκεί χαζεύεις, Ζουχραέ; Τι σε φέραμε εδώ να κοιμάσαι στα μαξιλάρια του χαρεμιού;
- Να με συμπαθάς εφέντη, άλλα μετά τα σημερινά όλη μέρα είμαι στο πόδι! προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία της. Με ζήτησαν απάνω και αν δεν πήγαινα...
-Η δουλειά σου είναι εδώ! την μάλωσε. Άντε μην σε στείλω σπίτι σου πάλι!
-Ε λοιπόν δεν φταίω εγώ που της κατέβηκε νυχτιάτικα να ανακαινίσει τον οντά της! φώναξε απότομα και πέταξε την πετσέτα που κρατούσε.
-Μην φωνάζεις! Μια φορα κατάφερα να σε γλυτώσω, δεύτερη θα μα πετάξουν και τους δύο όξω! Και μην ξεσυνερίζεσαι την κυρά σου! Είπε αυστηρά. Δεν ήταν πάντα ιδιότροπη...
-Αρνούμαι να το πιστέψω, γέλασε η μαθητευόμενη.
-Ίσως σου είναι αδύνατο να το πιστέψεις. Ο άνθρωποι δεν είμαστε πάντα αυτό που δείχνουμε. Κάποιες αναμνήσεις τις φυλάμε τόσο, που τις ξεχνάμε και εμείς οι ίδιοι. Άλλες πάλι τις κουβαλάμε στην ψυχή μας μέχρι το τέλος, και όσο τις κρατάμε γίνονται όλο και πιο δυνατές μέχρι την στιγμή που δεν μπορούμε άλλο και λυγάμε. Και ο καθένας λυγά με τον τρόπο του.
-Και η κυρά πως λύγισε; Πως μπόρεσε κανείς να την ραγίσει; Τα ελέη του Θεού είχε με το μέρος της, αρχόντισσα ήταν από γεννησιμιού της. Κόρη, σύζυγος και σε λίγες μέρες μάνα διοικητού. Τι άλλο μπορεί να ζητάει;
Ο ευνούχος κοίταξε την αθώα υπηρέτρια και χαμογέλασε.
-Αυτό που λαχταρούσε πάντα η ψυχή της. Έναν άνθρωπο να την ζεσταίνει.
-Άρα... ψιθύρισε, δεν φανερώνει το πένθος της;
Κίνησε αρνητικά το κεφάλι του. Πλησίασε διστακτικά και κοίταξε πίσω του συνωμοτικά.
- Ίσως και να μην έχυσε δάκρυ για τον άντρα της παρά για τα μάτια του κόσμου. Δεν είχε άδικο βέβαια.
Η νεαρή εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει.
-Πως μπορεί να είναι τόσο... που να μην πονάει για τον άνθρωπο που έζησε μία ολόκληρη ζωή μαζί;!
-Ίσως γιατί ο άνθρωπος αυτός δεν της έδωσε πραγματική ζωή.
-Τι εννοείς; Απόρησε.
-Θα σου διηγηθώ μία ιστορία. Θέλω όμως να μείνει μεταξύ μας. Σαν μια συμβουλή πες. Όχι για να την συμπαθήσεις ή να σου αλλάξω γνώμη, μα για να την καταλάβεις. Πρέπει όμως πρώτα να παραδώσω αυτό, και κοίταξε το γράμμα στο χέρι του. Εκείνη έγνεψε καταφατικά.
-Της κυράς είναι; Έχει σχέση με αυτό που θέλεις να μου πεις! Είμαι σίγουρη! Που το πηγαίνεις;
Ο άντρας σκέφτηκε λίγο. Κοίταξε το γράμμα και ύστερα το κορίτσι που φαινόταν περίεργο να μάθει την αλήθεια. Με δισταγμό απάντησε.
-Κατά το βουνό. Αν έχω λίγη τύχη θα προλάβω, αλλιώς να μην γυρίσω... Φεύγω.
-Στάσου! Δεν θα μου πεις;
-Αν, με το καλό, επιστρέψω, θα σου τα πω όλα.
Και έφυγε βιαστικά.
________________________________________
Χαιρετώ την όμορφη παρέα!
Μετά από την εξάμηνη εξαφάνιση μου επέστρεψα με κάτι που με προβλημάτιζε για πολύ καιρό και τελικώς...πήρα την απόφαση να το προσπαθήσω 😅. Προσωπικά το αγάπησα και ελπίζω να το αγαπήσετε και εσείς το ίδιο♥️.
Περιμένω την γνώμη σας ❣
Αν σας άρεσε μπορείτε να νε στηρίξετε πατώντας το αστεράκι κάτω αριστερά στην οθόνη σας. Μπορείτε επίσης να προτείνετε την ιστορία σε κάποιον φίλο σας γιατί με βοηθάει🙏 Αυτααα🌹
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top