Κεφάλαιο 8: Τι είσαι;
Στο προηγούμενο κεφάλαιο:
Η μπάλα μπαίνει με έναν γδούπο στο καλάθι, δίνοντας μας 2 πόντους.
Το τελικό σκορ είναι 24-24!
Για όχι και τόσο καλή μου τύχη είχα σχεδιάσει την τακτική και το άλμα, αλλά όχι την σωστή προσγείωση.
Τελευταία στιγμή πριν χτυπήσω βίαια το έδαφος, νιώθω δύο χέρια να με κρατάνε γερά.
Κοιτάω πάνω και βλέπω δύο γνώριμα καφέ μάτια να με κοιτούν.
"Σε έπιασα."
Μια ανεξήγητη έλξη υπάρχει μεταξύ μας που δεν μπορώ να την εξηγήσω.
Νιώθω τον εαυτό μου να πλησιάζει ασυναίσθητα τα χείλια του Χάντερ, ενώ αυτός χωρίς να το περιμένω κάνει την ίδια κίνηση.
~Τα μάτια και των δύο κλείνουν και ετοιμάζονται να χαθούν σε ένα έντονο φιλί, γεμάτο ανεξήγητο πάθος.~
***
Το κουδούνι χτυπάει και μας σταματάει μόλις ένα εκατοστό πριν σφραγίσουμε τα χείλια μας. Απομακρυνόμαστε ο ένας από τον άλλον και ο Χάντερ μου χαμογελάει κάνοντας εμφανεί τα όμορφα λακκάκια του.
Με κατεβάζει πιο χαμηλά και στέκομαι τώρα στα πόδια μου.
Η μικρή διαφορά ύψους είναι πολύ ενδιαφέρον, όπως και αυτό που πήγε να γίνει μόλις πριν λίγο.
"Άλις, εγ-" Η φωνή του Μαρκ διακόπτει το αγόρι μπροστά μου.
"Τα κατάφερες! Ισοφαρίσαμε!"
Ένας χαρούμενος Μαρκ μαζί με την υπόλοιπα ομάδα μου, έρχεται προς το μέρος μου.
"Δεν θα μπορούσα να νικήσω χωρίς εσάς." Ομολογώ και όλοι κάνουμε high five μεταξύ μας.
"Την επόμενη φορά δεν θα έρθει ισοπαλία να ξέρεις, Άλις." Λέει ο Χάντερ καθώς απομακρύνετε με την ομάδα του.
Ένα στραβό χαμόγελο εμφανίζεται στο πρόσωπο μου και χωρίς να το σκεφτώ πολύ καλά αναφωνώ.
"Ανυπομονώ να έρθει εκείνη η στιγμή, Χάντερ."
Πάω να φύγω με τα παιδιά της ομάδας μου και ακούω το σιγανό του γελάκι.
"Εγώ να δεις, δεσποινίς Άλις."
[.....]
Κοιτάω το πιάτο μου και έχει ένα από τα αγαπημένα μου κλασσικά φαγητά. Σπανακόρυζο.
Δοκιμάζω μια πιρουνιά και είναι ακριβώς όπως το περίμενα. Υπέροχο.
"Πολύ χαρούμενη είσαι σήμερα, Άλις. Συνέβη κάτι;"
Σταματάω και κοιτάζω την μητέρα μου, συνειδητοποιώντας πως τόση ώρα ασυναίσθητα χαμογελούσα.
"Απλά σήμερα στο μάθημα της γυμναστικής, έπαιξα μπάσκετ με μερικά παιδιά και τα πήγα πολύ καλά."
"Έτσι!" Ο πατέρας μου συμπληρώνει περήφανος και συνεχίζουμε να τρώμε.
Δεν είπα ψέματα, είπα μόνο την μισή αλήθεια. Οπότε... δεν υπάρχει θέμα.
Μετά το μεσημεριανό, επιστρέφω στο δωμάτιο μου και ξαπλώνω στο κρεβάτι κοιτάζοντας το ταβάνι.
*Παραδέξου το. Αυτόν σκέφτεσαι.*
Δεν περίμενα να κάνει την "εμφάνιση" της η Λούνα αυτή την φορά.
"Μα και να σου πω όχι, στο μυαλό μου βρίσκεσαι." Απαντάω ψιθυριστά.
*Ισχύει. Και για πες, εκτός από τον όμορφο. Πως ένιωσες στον αγώνα;*
"Στον αγώνα..." Η δύναμη, η ταχύτητα, η αυτοπεποίθηση, το έντονο ομαδικό πνεύμα... "Ένιωθα πανίσχυρη. Λες και μπορούσα να κάνω τα πάντα. Ένιωσα ωραία."
Ένα χαμόγελο εμφανίζεται στο πρόσωπο μου και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα εξαφανίζεται, φέρνοντας την θέση του μια έντονη απορία.
"Λούνα, θέλω να μου πεις κάτι."
*Ναι, φυσικά.*
"Είμαστε οι μοναδικοί του είδους μας ή υπάρχουν και άλλοι σαν εμάς;"
Μπορώ να νιώσω το έντονο άγχος της. Γιατί όμως;
*Ναι.*
Δεν είμαι σίγουρη πως να νιώσω. Χαρούμενη που δεν θα είμαι η μόνη και ίσως γνωρίζω και άλλους σαν εμένα; Ή τρομαγμένη καθώς γνωρίζω την τόση δύναμη που μπορεί να έχεις;
*Ο μαύρος λύκος... Δεν ήταν ένας απλός κοινός λύκος. Είναι σαν και εσένα.*
Μια ανατριχίλα με διαπερνά καθώς οι αναμνήσεις εκείνης της ημέρας ξυπνούν.
"Τι άλλο ξέρεις;"
*Δεν είσαι έτοιμη. Τουλάχιστον όχι, ακόμα.*
Κάθομαι στο κρεβάτι και νιώθω τον έντονο θυμό μου να παλεύει με νύχια και με δόντια να βγει στην επιφάνεια.
"Τι υπονοείς με αυτό, Λούνα;"
*Άλις... Θέλω να πω ότι όλα αυτά είναι πολλά νέα πράγματα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Προσωπικά, μου έκανε εντύπωση πως το κομμάτι ότι δεν είσαι ένας απλώς άνθρωπος όπως νόμιζες τόσα χρόνια, αλλά λυκάνθρωπος, το ξεπεράσες πολύ γρήγορα. Περίμ-"
"Τι εννοείς ότι ποτέ μου δεν ήμουν άνθρωπος, αλλά λυκάνθρωπος τόσα χρόνια; Πως γίνεται, μιας και μόνο όταν ο μαύρος λύκος με δάγκωσε, τότε οι δυνάμεις μου βγήκαν στην επιφάνεια;!"
Βομβαρδίζω συνεχώς την Λούνα με ερωτήσεις. Άρα το ήξερε!
*Άλις, δε-*
"Όχι! Θέλω να μου απαντήσεις μόνο αυτό! Μην με κρατάς άλλο στο σκοτάδι. Σε παρακαλώ."
Η Λούνα το σκέφτεται.
*Άλις... Εκείνη την μέρα, ο μαύρος λύκος δεν σε δάγκωσε απλώς... Εκείνη την μέρα... πέθανες.*
Σιωπή.
*Άλις;*
Πάλι σιωπή.
*Άλις, σε παρακαλώ πες μου κάτι.*
Ένα δάκρυ κυλάει από το μάγουλο μου και με το ζόρι κρατιέμαι μην αφήσω τα συναισθήματα μου ελεύθερα.
"Δε- δεν είναι δυνατόν."
Ακούω την Λούνα να μου μιλάει, αλλά στην πραγματικότητα δεν μπορώ να την ακούσω. Οι σκέψεις μου είναι πολύ ηχηρές. Προσπαθώ να συνδέσω τα κομμάτια του παζλ. Είναι αλήθεια αυτό που μου είπε η Λούνα;
Τα πάντα γύρω στο δωμάτιο εξαφανίζονται, ενώ έχει η εικόνα αντικατασταθεί από το δάσος.
Σηκώνομαι από το κρεβάτι και προχωράω ευθεία ασυναίσθητα. Ένας ήχος που δεν μπορώ να καταλάβω τι είναι, ακούγεται από απόσταση.
Κατευθύνομαι προς τα εκεί και ύστερα βλέπω ένα πολύ γνώριμο άτομο. Εμένα.
Είναι η στιγμή που κρύβομαι από τον μαύρο λύκο και μετά από λίγο με βρίσκει.
Όλες οι σκηνές που έζησα ύστερα από εκεί, συνεχίζονται κανονικά. Νιώθω σαν φάντασμα στις αναμνήσεις μου. Κάνεις δεν μπορεί να με δει.
Τα πάντα κινούνται σε πολύ γρήγορη κίνηση και έρχεται σε ένα σημείο που δεν το θυμάμαι καθόλου.
Πλησιάζω τον εαυτό μου. Βρίσκομαι μόνη, χωρίς τον λύκο δίπλα, πεσμένη στο υγρό έδαφος αιμόρφητη.
° Κεφάλαιο 2 °
~ Η καμπάνα της εκκλησίας χτυπά σημαίνοντας ότι είναι πια μεσάνυχτα. Για πρώτη φορά στην ιστορία, έπειτα από πολλούς αιώνες, η πανσέληνος από το φυσιολογικό χρώμα που έχει αποκτά ένα ασυνήθιστο. Το ασημένιο.
Ένα δυνατό αεράκι φυσά σηκώνοντας αρκετά φύλλα και το φως δυναμώνει πέφτοντας πάνω στο άψυχο σώμα του κοριτσιού. Ασημί φως την λούζει και οι πληγές σε όλο της το σώμα αρχίζουν να κλείνουν η μία μετά την άλλη.
Το σώμα της γίνεται ελαφρά πιο γυμνασμένο και τα τότε μαύρα μακριά μαλλιά της αλλάζουν, παίρνοντας ένα ασημί με γκρι χρώμα σαν την ίδια την πανσέληνο και ένα μικρό μισοφέγγαρο σαν τατουάζ εμφανίζεται στο εσωτερικό του δεξιού της καρπού.
Έπειτα από αυτό το ασημί φως φεύγει από πάνω της και το φεγγάρι παραμένει να έχει το ίδιο ασυνήθιστο χρώμα. ~
Το σκηνικό αρχίζει να γυρίζει γύρω μου, μέχρι που ο χώρος του δωματίου μου επιστρέφει.
Η Λούνα είχε δίκιο. Εκείνη την ημέρα όντως άφησα την τελευταία μου πνοή.
Όμως, αφού είναι αλήθεια... πως ξανά γύρισα πίσω στην ζωή και μάλιστα με δυνάμεις που δεν είχα πριν;
"Λούνα, γνωρίζω ότι μου λες αλήθεια. Απλά θέλω να μείνω μόνη."
Η Λούνα διστάζει στην αρχή, αλλά ύστερα απαντάει.
*Όπως επιθυμείς.*
Παίρνω τα κλειδιά μου από το λευκό, ξύλινο κομοδίνο και τα βάζω καλά στην τσέπη μου. Οι γονείς μου λογικά θα φύγουν σε λίγη ώρα σήμερα, όπως μου είχαν πει.
Πηγαίνω αριστερά προς το παράθυρο του δωματίου και το ανεβάζω προς τα πάνω. Ρίχνω μια ματιά πρώτα έξω και στην συνέχεια πηδάω κατευθείαν κάτω.
Είναι αστείο λως δεν νιώθω ούτε λίγο πόνο, ακόμα και αν προσγειώθηκα από έξι μέτρα. Τώρα δεν χρειάζομαι το δεντράκι δίπλα για βοήθεια. Ίσως... για το ανέβασμα μόνο.
Μπροστά μου απλώνεται το δάσος και γνωρίζω ακριβώς που να πάω.
[.....]
Το κινητό μου δείχνει πως είναι πλέον 17:30, που αποτελεί μια από τις καλύτερες ώρες.
Μια γνωστή μυρωδιά αρχίζει και γίνεται εντονότερη όσο περνάνε τα λεπτά και αναρωτιέμαι που ακριβώς οδηγεί. Ξάφνου, αισθάνομαι τα μάτια μου να καίνε ελαφρά και ύστερα η μυρωδιά, έχει αποκτήσει ένα κόκκινο χρώμα σαν λεπτός καπνός, δείχνοντας μου τον ακριβή δρόμο.
Τριγύρω μου δεν υπάρχει κανένας και αποφασίζω να τρέξω προς τα εκεί.
Μετά από μερικά δευτερόλεπτα, βρίσκομαι μπροστά από ένα μεγάλο μαύρο πολυτελές σπίτι. Βρίσκεται πολύ μακριά από τα μάτια του κόσμου και αναρωτιέμαι γιατί αποφάσισαν να το χτίσουν εδώ.
Είναι άκρως εντυπωσιακό, σε γκοθ στυλ και όσοι το έχτισαν σίγουρα θα είχαν πολλά χρήματα.
"Πολύ εντυπωσιακό, έτσι;"
Μια κραυγή μου ξεφεύγει και γυρνάω απότομα πίσω μου.
"Χάντερ;"
Ο Χάντερ κρατάει ένα κόκκινο μήλο στο χέρι του, ενώ στηρίζεται σε έναν σκούρο κορμό δέντρου.
"Γειά σου, Άλις." Δαγκώνει το μήλο.
"Το ήξερα ότι δεν μπορείς να μου αντισταθείς, αλλά όχι και το να έρθεις έξω από το σπίτι μου."
Ξαφνιάζομαι με τα λόγια του και τα μάγουλα μου αποκτούν μια απαλή ροζ απόχρωση.
"Εγώ να έχω εμμονή μαζί σου; Τι μας λες; Εγώ δε-, σπίτι σου;"
Αντί για απάντηση ένα στραβό χαμόγελο εμφανίζεται στο πρόσωπο του.
"Λες ψέματα." Είπε ενώ με πλησιάζει.
"Και ξέρεις πως το γνωρίζω αυτό;"
Τα καφέ του μάτια είναι λες και κοιτάνε μέσα στην ψυχή μου.
"Πω- πως;"
Η όλη αυτοπεποίθηση, έχει εγκαταλείψει κάθε σπιθαμή του σώματος μου.
"Η καρδιά σου χτυπάει πιο δυνατά από το συνηθισμένο." Πάει να τοποθετήσει το χέρι του εκεί και πριν προλάβει κάνω ένα βήμα πίσω.
"Μείνε."
Η βαθιά του φωνή ηχεί σαν εντολή στα αυτιά μου. Δεν μπορώ να κουνηθώ, λες και όλο μου το σώμα έχει παραλύσει.
Ακριβώς το ίδιο είχε συμβεί στην ομάδα του, όταν παίζαμε μπάσκετ.
Με τρομάζει στο πως η φωνή του μόνο, έχει τόση δύναμη πάνω μου.
Δαγκώνει άλλη μια φορά το κόκκινο γυαλιστερό μήλο και ύστερα το αφήνει να πέσει στο έδαφος γεμάτο με ξεραμένα φύλλα.
Με αργά βήματα με πλησιάζει και το παιχνιδιάρικο ύφος που είχε πριν από λίγο, έχει αντικατασταθεί με ένα ψυχρό προσωπείο.
Αυτή την στιγμή, όλη του η παρουσία "φωνάζει" κίνδυνος.
"Λούνα;" Λέω από μέσα μου, ελπίζοντας να με ακούσει.
Η λευκή μου λύκαινα βρίσκεται ακριβώς στην ίδια κατάσταση με εμένα. Τρομοκρατημένη και χωρίς να μπορεί να κουνηθεί.
Πως γίνεται αυτό;
Ο Χάντερ τοποθετεί μία ασημένια τούφα πίσω από το αυτί μου.
Βρίσκω τον εαυτό μου να ανατριχιάζει και να ζητάει κι άλλο. Η επαφή του δαχτύλου του, με τα χείλια μου, αφήνουν μικρές σπίθες ηλεκτρισμού στο πέρασμα του.
Σηκώνει ελαφρά το πηγούνι μου, κοιτάζοντας μέσα στα μπλε μου μάτια και αναφωνεί.
"Τι είσαι;"
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top