Κεφάλαιο 17: Αόρατο πέρασμα
Στο προηγούμενο κεφάλαιο:
Η μυρωδιά του...
Κάτι μου θυμίζει, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω από που.
Τότε το συνειδητοποιώ.
Εξαιτίας του έντονου καπνού στο σπίτι των γονιών μου, δεν μπορούσα να την αναγνωρίσω απευθείας.
Όμως τώρα είμαι πλέον σίγουρη.
Ήταν εκεί.
Ο Λούσιαν Μπλακ βρισκόταν εκεί. Στο σημείο που ξέσπασε η φωτιά.
Και τώρα... βρίσκεται μπροστά μου.
***
"Άλις! Είσαι καλά; Τι έπαθες;"
Ο ανήσυχος τόνος στην φωνή του Τζακ με κάνει να 'ξυπνήσω', κοιτάζοντας τον.
Παρατηρώ την ανήσυχη ματιά του Τζακ και την ακολουθώ.
Προς την μεριά μου υπάρχει μια μεγάλη εμφανή γρατζουνιά κατά μήκος του ξύλινου τραπεζιού.
Νιώθω στα δάχτυλα μου ένα ελαφρύ τσούξιμο και βλέπω μικρά κομμάτια ξύλο μέσα στα νύχια, καθώς και μερικές σταγόνες αίμα μέσα.
Τι στην ευχή.
"Γνωρίζω πως ο Λούσιαν δεν είναι από τα καλύτερα πλάσματα που θα γνωρίσεις, αλλά πρέπει να ηρεμήσεις." Ψιθυρίζει με ανησυχία.
Απομακρύνω όσο μπορώ τα κομματάκια ξύλου και σκουπίζω τις κηλίδες αίματος.
Ο Λούσιαν κάθεται εκεί αμέριμνα, γελώντας μαζί με την ομάδα του, καθώς πίνουν μπύρες.
Λες και δεν συνέβη ποτέ τίποτα.
"Θέλω να τον σκοτώσω."
Πάω να σηκωθώ και το χέρι του Τζακ με σταματάει.
"Σταμάτα. Δεν θα καταφέρεις τίποτα έτσι. Αντιθέτως, θα μας σκοτώσεις και τους δύο, γιατί θα θέλω να σε προστατέψω."
Πρέπει να τιμωρηθεί, αλλά έχει δίκιο ο Τζακ. Δεν είναι η σωστή ώρα.
Τουλάχιστον όχι ακόμα.
"Τι σου έχει κάνει τέλος πάντων; Από το βλέμμα που του ρίχνεις μπορώ να καταλάβω πως τον γνωρίζεις."
Σκύβω πιο μπροστά.
"Είναι υπεύθυνος για τον θάνατο των γονιών μου."
Τα γαλανά του μάτια με κοιτάνε πίσω με ξαφνιασμένο ύφος μαζί με μια δόση θλίψης.
"Συγγνώμη, δεν το ήξερα."
Γνέφω θετικά και ένα δάκρυ πάει να κυλήσει αλλά το σκουπίζω γρήγορα.
"Θες να φύγουμε; Γιατί αν κάτσω περισσότερο εδώ μέσα θα του ορμήξω."
"Φυσικά."
Κατευθυνόμαστε προς την πόρτα και πριν βγούμε έξω νιώθω ένα έντονο βλέμμα να με κοιτάει.
Προς έκπληξη μου, δεν είναι άλλος από τον Λούσιαν που βλέποντας με, ένα στραβό χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπο του.
Θα ήθελα πάρα πολύ να του το σβήσω, αλλά δεν έχει φτάσει ακόμα η ώρα.
Ένα δροσερό αεράκι ακουμπάει το πρόσωπο μου κάνοντας με να ηρεμήσω.
"Τώρα που θα πας;"
Ο Τζακ ρωτάει και φτιάχνει τα ρούχα του καλύτερα κοιτώντας τα μπλε μου μάτια.
Σωστά!
Είχα ξεχάσει τελείως τον χάρτη ώστε να με οδηγήσει στην μάντισσα.
"Βασικά θα ήθελα να με βοηθήσεις για μία τελευταία φορά.." Είπα και βγάζω τον χάρτη από την δερμάτινη τσάντα. ".. αν μπορείς."
Έρχεται πιο κοντά μου και κοιτάει τον τώρα ανοιχτό χάρτη.
"Θέλω να πάω εδώ."
Του δείχνω ένα σημείο με πολλά δέντρα και ένα μικρό σπίτι, όπου στο παλαιωμένο χαρτί γράφει 'Μάντισσα Μίριαμ'.
"Δε- Δεν είναι δυνατόν."
Η αντίδραση του Τζακ με πιάνει απροετοίμαστη.
"Πως γίνεται να γνωρίζεις που βρίσκεται;"
Με κοιτάει έντονα, κάνοντας με αντανακλαστικά να κάνω βήματα πίσω.
"Κάνεις δεν έχει ακούσει για αυτήν εδώ και περίπου 17 χρόνια. Πως είναι δυνατόν να γνωρίζει εσύ;"
Η πλάτη μου ακουμπάει τον πέτρινο τοίχο της ταβέρνας και τυλίγω γρήγορα τον χάρτη βάζοντας τον στην θέση του.
Ο χαρούμενος και αστείος χαρακτήρας του Τζακ εξαφανίζεται τελείως, κοιτώντας με τώρα ερωτηματικά με μια αύρα κινδύνου να τον τυλίγει.
"Ποια είσαι στα αλήθεια, Άλις;"
Λες και περίμενε την τέλεια ευκαιρία, η μαύρη κουκούλα μου πέφτει, αποκαλύπτοντας τα λευκά μου μαλλιά.
Ο Τζακ κάνει ένα μικρό βήμα πίσω παρατηρώντας το ασυνήθιστο χρώμα τους.
"Τι στη-"
*Τρέξε.*
Ξάφνου, ακούω την αδύναμη φωνή της Λούνας και δεν κάθομαι στιγμή να την αναλύσω.
Ο Τζακ διπλώνετε στα δύο όταν το πόδι μου τον χτυπάει με δύναμη στα χαμηλά, στο ευαίσθητο του σημείο και τρέχω με όση ταχύτητα μπορώ προς μια άγνωστη κατεύθυνση του δάσους.
"Σκύλα!"
Τον ακούω να βρίζει ενώ στέκεται ακόμα στο ίδιο σημείο.
Μετά από λίγα λεπτά έχω απομακρυνθεί κατά πολύ από το χωριό και περιτριγυρίζομαι από δέντρα καλυμμένα με βρύα.
Υπέροχα. Έχασα την μοναδική μου ευκαιρία να βρω την μάντισσα.
*Καλύτερα από το να βρισκόσουν σε συνεχές κίνδυνο δίπλα του.*
Χαμογελάω.
"Λούνα! Είμαι τόσο χαρούμενη που είσαι καλά!"
Νιώθω την Λούνα να κάθεται και με τον τρόπο της να ανταποδίδει το χαμόγελο.
*Δεν χρειαζόταν να ανησυχήσεις. Είμαι καλά. Απλά ήμουν αρκετά αδύναμη, οπότε δεν μπορούσα να σε προσέχω, ούτε να έρθω σε επικοινωνία μαζί σου. Μόνο όταν ήρθες σε αυτόν τον κόσμο μπορούσα να σε βλέπω, αλλά δεν μπορούσα να σου μιλήσω, τουλάχιστον μέχρι τώρα.*
"Αφού είσαι καλά, αυτό έχει σημασία. Επίσης, δεν μπορώ να πιστεύσω πως εμπιστεύτηκα τον Τζακ τόσο γρήγορα. Τον ήξερα μόνο λίγες ώρες. Ήμουν τόσο χαζή, τόσο τυφλή."
*Έι. Μην είσαι τόσο σκληρή με τον εαυτό σου. Και εγώ τον είχα συμπαθήσει, αλλά τώρα στο τέλος κάτι δεν μου άρεσε.*
Αναστενάζω.
"Το καλό είναι πως είναι μακριά μας. Τώρα.."
Κοιτάω το δάσος και τα αμέτρητα δέντρα που έχει, μαζί με τα πιθανά μονοπάτια.
"Προς τα που πάμε;"
Ρωτάω την Λούνα και την καταλαβαίνω πως σκέφτεται.
*Τι λες για-*
"Άλις..."
Γυρνάω γρήγορα προς την μεριά που ακούστηκε η άγνωστη φωνή.
Ένα αεράκι μαζί με μερικά πορτοκαλί φύλλα έρχεται μερικά μέτρα μπροστά μου.
"Ποια είσαι;"
Η φωνή της είναι γυναικεία και αρκετά ώριμη. Πρώτη φορά την ακούω.
"Ακολούθησε με. Γρήγορα."
Το αεράκι με τα φύλλα αρχίζει και φεύγει προς μια άλλη κατεύθυνση.
"Λούνα;"
*Κάτι μου θυμίζει. Προτείνω να την ακολουθήσουμε.*
"Εντάξει."
[.....]
Ένα ρυάκι με ήρεμα νερά βρίσκεται μπροστά μου, που απέναντι από αυτό έχει έναν μεγάλο στρογγυλό βράχο που εκτείνεται κατά μήκος του.
Αδιέξοδος.
Το αεράκι περνάει το ρυάκι και περνάει γρήγορα μέσα στον βράχο.
Έντονη έκπληξη είναι διαγραμμένη στο πρόσωπο μου.
Και άλλο αόρατο πέρασμα;
*Νιώθω μια μεγάλη δύναμη να κρύβεται πίσω από αυτό.*
Τι και αν όμως δεν είναι για καλό σκοπό;
"Άλις!"
Η φωνή του Τζακ ακούγεται αρκετά μέτρα πιο πίσω.
Δεν έχω πολλές επιλογές πρέπει να φύγω από εδώ.
Πραγματικά ελπίζω να μην συγκρουστώ.
Τρέχω με ταχύτητα και πηδάω μέσα στο αόρατο πλέγμα του βράχου.
Η προσγείωση μου δεν είναι τόσο καλή, με αποτελέσμα να βρίσκομαι σε μπρούμυτη θέση πάνω σε πολλά πορτοκαλί και κίτρινα φύλλα.
Ένα κρύο αεράκι με διαπερνά, κάνοντας με να ανατριχιάσω.
Πως έγινε φθινόπωρο από την μία στιγμή στην άλλη;
Στέκομαι στα πόδια μου και απομακρύνω όσα περισσότερα φύλλα έχουν κολλήσει πάνω μου και στα μαλλιά μου.
*Εκεί.*
Λίγο πιο μακριά μου βρίσκεται ένα μικρό ξύλινο σπίτι με την καμινάδα να βγάζει καπνό.
Το πλησιάζω και παρατηρώ την εξωτερική του εμφάνιση.
Χτισμένο από σκούρο ξύλο με μερικές πέτρινες λεπτομέρειες και πάνω σε αυτές υπάρχουν σκαλισμένα κάτι σύμβολα που αν δεν κάνω λάθος είναι ρούνοι. Ενώ υπάρχει ένα που επαναλαμβάνεται πολλές φορές.
Άραγε τι σημαίνουν;
"Προστασία."
Στρέφω την προσοχή μου στην ηλικιωμένη γκριζομάλα γυναίκα που τώρα αντιλαμβάνομαι.
"Μην φοβάσαι. Είσαι ασφαλής εδώ. Εγώ σε κάλεσα."
Κρατάω πιο σφιχτά το λουρί της τσάντας.
Κατεβαίνει τα ξύλινα σκαλοπάτια και τώρα είναι μερικά μέτρα πιο μακριά.
"Είστε η Μάντισσα Μίριαμ;"
Στην ερώτηση μου η ηλικιωμένη γυναίκα χαμογελάει αγνά και γνέφει θετικά.
"Ναι, γλυκιά μου. Μάντισσα και μάγισσα θα πρόσθετα."
Ανταποδίδω το χαμόγελο.
"Και εσύ πρέπει να είσαι η Άλις Σνόου ή αλλιώς Ζόριαν, σωστά;"
Ζόριαν;
"Για το Ζόριαν, δεν είμαι και τόσο σίγουρη, αλλά ναι."
Η λευκή μου πλεξούδα πέφτει απαλά στην πλάτη μου και χαίρομαι που δεν της έχει προκαλέσει έντονη έκπληξη σαν τον Τζακ.
"Είναι το επώνυμο του βιολογικού σου πατέρα. Του Βασιλιά Στέφαν. Στέφαν Ζόριαν."
Το ύφος μου τα λέει όλα.
"Δεν το γνώριζες, ε;"
"Όχι, για να είμαι ειλικρινής."
Το βλέμμα της μαλακώνει.
"Μην ανησυχείς γλυκιά μου. Θα σου πω τα πάντα για εσένα. Από την παιδική σου ηλικία μέχρι τις ξεχασμένες αναμνήσεις σου."
"Μα πως;" Το γεμάτο απορίες βλέμμα μου την συναντά.
"Μην ξεχνάς ότι είμαι μάντισσα και μάγισσα, ενώ επιπλέον σε γνωρίζω από μικρή. Τόσο εσένα καλά όσο και την μητέρα σου."
Την κοιτάω ξαφνιασμένη.
"Την βιολογική μου μητέρα;"
"Ναι."
*Την εμπιστεύομαι.*
"Τι λες; Θα ήθελες να μπούμε μέσα για να σε κεράσω ένα τσάι βατόμουρου; Ύστερα από όλο αυτό το τρέξιμο, πιστεύω το αξίζεις."
Χαμογελάω.
"Θα το ήθελα πολύ."
Αρχίζει να ανεβαίνει τα σκαλιά προς την πόρτα και την ακολουθώ μέχρι που η φωνή της με σταματάει.
"Σε ακολούθησε κανείς;"
Με ρωτάει και κοιτάζει προς όλες τις κατευθύνσεις.
"Δεν νομίζω, γιατί;"
"Αισθάνθηκα κάποιον να μπήκε μέσα στο πλέγμα. Μόλις τώρα."
Μα ποιος;
Ο Τζακ ήταν πολύ μακριά από εμένα. Δεν υπάρχει περίπτωση να ήξερε πως να έρθει.
Δεν έχουν περάσει μόλις μερικά δευτερόλεπτα και ακούω γρήγορα βήματα.
"Σου έλειψα, αγάπη;"
Εγώ και η Μίριαμ γυρνάμε μπροστά στα δύο αυτά πρόσωπα.
Που δεν είναι άλλος από τον γαλανομάτη Τζακ και τον μαυρομάλλη Χάντερ, ο οποίος μου χαμογελάει με ένα στραβό χαμόγελο που με κάνει να ανατριχιάσω ολόκληρη.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top